Εὑρισκόμεθα ἀγαπητοί στὸν πρῶτο μῆνα τοῦ ἔτους. Ὁ μήνας αὐτός, ὁ Ἰανουάριος, ὀνομάζεται μήνας τῶν πατέρων. Γιατί ἆραγε ὀνομάζεται ἔτσι;
Ὀνομάζεται μήνας τῶν πατέρων, γιατὶ στὸ μῆνα αὐτὸν ἑορτάζουν πολλοὶ πατέρες.
Μὰ ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ πατέρες; Ὅταν ὁ κόσμος λέει πατέρες, ἐννοεῖ τοὺς ἄνδρες ἐκείνους ποὺ ἔρχονται σὲ νόμιμο γάμο, δημιουργοῦν οἰκογένεια, καὶ γεννοῦν παιδιά· ἐκτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ εἶνε ἄξιοι παντὸς σεβασμοῦ. Καὶ ἱερὸ καθῆκον τῶν παιδιῶν εἶνε, νὰ σέβωνται τοὺς γονεῖς. Εἶνε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἔξ. 20,12· Ἐφ. 6,2-3). Ἀλλοίμονο δὲ στὰ παιδιὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν σέβονται πατέρα καὶ μητέρα. Ἄξιοι σεβασμοῦ εἶνε οἱ γονεῖς μας.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς πατέρες εἶνε καὶ ἄλλοι πατέρες. Εἶνε οἱ δάσκαλοι καὶ καθηγηταί. Εἶνε ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ ἐμπνεύσουν στὴ νεολαία τὰ ὑψηλὰ ἰδανικά. Ὅπως γνωρίζετε ὅλοι, ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶχε πατέρα τὸν Φίλιππο. Ἀλλὰ εἶχε διδάσκαλο ὑπέροχο, μοναδικὸ διδάσκαλο, τὸν Ἀριστοτέλη. Ὅταν ρώτησαν τὸν μικρὸ Ἀλέξανδρο, ποιόν ἀγαπάει περισσότερο, ἐκεῖνος ἀπήντησε· Ἀγαπῶ καὶ εὐγνωμονῶ τὸν πατέρα μου, ἀλλὰ περισσότερο ἀγαπῶ καὶ εὐγνωμονῶ τὸν διδάσκαλό μου τὸν Ἀριστοτέλη. Καὶ ὅταν τὸν ρώτησαν, γιατί; Ἀπήντησε· «Εἰς μὲν τὸν φυσικὸ πατέρα μου ὀφείλω τὸ ζῆν, εἰς δὲ τὸν διδάσκαλό μου τὸ εὖ ζῆν»· γιατὶ μὲ ἔμαθε, πῶς νὰ ζῶ καὶ νὰ συμπεριφέρωμαι στὸν κόσμο.
Πατέρες, λοιπόν, εἶνε οἱ ἐμπνευσμένοι διδάσκαλοι καὶ καθηγηταί. Ἀλλὰ στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας πατέρες, ὄχι πλέον μὲ πῖ μικρὸ ἀλλὰ μὲ πῖ κεφαλαῖο, Πατέρες, λέγονται οἱ ἔξοχοι ἐκεῖνοι ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἁγία των ζωή, μὲ τοὺς ἀγῶνας τοὺς σκληροὺς τοὺς ὁποίους διεξήγαγαν ἐναντίον τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, καὶ μὲ τὰ σοφὰ συγγράμματά των συνετέλεσαν στὴν στερέωσι καὶ στὴν ἐξάπλωσι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερον μὲ τὰ σοφὰ συγγράμματά των νὰ εἶνε διδάσκαλοι καὶ πατέρες τῆς οἰκουμένης.
Τὸν μῆνα αὐτὸν ἑορτάζεται ἡ μνήμη τέτοιων πατέρων.
Τὴν 1η Ἰανουαρίου ἑορτάζει ὁ Μέγας Βασίλειος. Στὶς 10 τοῦ μηνὸς ἑορτάζει ὁ ἀδελφός του, ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, φιλόσοφος πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς 17 τοῦ μηνὸς ἑορτάζει ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ διδάσκαλος καὶ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου. Στὶς 18 ἑορτάζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Ἄτλας αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ὅπως ὁ ἀρχαῖος Ἄτλας κατὰ τὴ μυθολογία σήκωνε στοὺς ὤμους του ὁλόκληρη τὴ Γῆ, ἔτσι καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σήκωσε ἐπάνω στοὺς στερεοὺς ὤμους του ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία· ἕνας ἐναντίον μυρίων. Στὶς 19 τοῦ μηνὸς ἑωρτάσαμε καὶ πανηγυρίσαμε τὴν ἑορτὴ τοῦ Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, τοῦ ἥρωος ἐκείνου ποὺ δὲν προσκύνησε τὸν πάπα, ἀλλὰ ἀντέταξε τὸ ἰσχυρὸ ὄχι ἐναντίον τῶν ἀξιώσεών του. Σήμερα, 25 τοῦ μηνός, ἑορτάζουμε τὴ μνήμη ἑνὸς ἄλλου μεγάλου πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου τοῦ Ναζιανζηνοῦ. Στὶς 28 ἑορτάζομε τὸν Ἐφραὶμ τὸν Σῦρο, τὴν ἀηδόνα αὐτὴν ποὺ ἔψαλε γλυκύτατα τὸ ᾆσμα τοῦ Ἰησοῦ. Τέλος δὲ τοῦ μηνὸς ἑορτάζουν πάλι πατέρες, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, οἱ τρεῖς μεγάλοι καὶ πολύφωτοι ἀστέρες τῆς Ἐκκλησίας· ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἰδού λοιπὸν γιατί ὁ μήνας αὐτὸς ὀνομάζεται μήνας τῶν πατέρων.
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀγαπητοί μου, ἀντὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ Εὐαγγέλιο ἢ τὸν Ἀπόστολο τῆς ἡμέρας, νὰ σᾶς πῶ λίγες λέξεις, πολλοὶ λίγες λέξεις, γιὰ τὸν ἥρωα τῆς πίστεώς μας τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα, τὸν Γρηγόριο τὸ Ναζιανζηνό.
Ὀνομάζεται μήνας τῶν πατέρων, γιατὶ στὸ μῆνα αὐτὸν ἑορτάζουν πολλοὶ πατέρες.
Μὰ ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ πατέρες; Ὅταν ὁ κόσμος λέει πατέρες, ἐννοεῖ τοὺς ἄνδρες ἐκείνους ποὺ ἔρχονται σὲ νόμιμο γάμο, δημιουργοῦν οἰκογένεια, καὶ γεννοῦν παιδιά· ἐκτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ εἶνε ἄξιοι παντὸς σεβασμοῦ. Καὶ ἱερὸ καθῆκον τῶν παιδιῶν εἶνε, νὰ σέβωνται τοὺς γονεῖς. Εἶνε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἔξ. 20,12· Ἐφ. 6,2-3). Ἀλλοίμονο δὲ στὰ παιδιὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν σέβονται πατέρα καὶ μητέρα. Ἄξιοι σεβασμοῦ εἶνε οἱ γονεῖς μας.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς πατέρες εἶνε καὶ ἄλλοι πατέρες. Εἶνε οἱ δάσκαλοι καὶ καθηγηταί. Εἶνε ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ ἐμπνεύσουν στὴ νεολαία τὰ ὑψηλὰ ἰδανικά. Ὅπως γνωρίζετε ὅλοι, ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶχε πατέρα τὸν Φίλιππο. Ἀλλὰ εἶχε διδάσκαλο ὑπέροχο, μοναδικὸ διδάσκαλο, τὸν Ἀριστοτέλη. Ὅταν ρώτησαν τὸν μικρὸ Ἀλέξανδρο, ποιόν ἀγαπάει περισσότερο, ἐκεῖνος ἀπήντησε· Ἀγαπῶ καὶ εὐγνωμονῶ τὸν πατέρα μου, ἀλλὰ περισσότερο ἀγαπῶ καὶ εὐγνωμονῶ τὸν διδάσκαλό μου τὸν Ἀριστοτέλη. Καὶ ὅταν τὸν ρώτησαν, γιατί; Ἀπήντησε· «Εἰς μὲν τὸν φυσικὸ πατέρα μου ὀφείλω τὸ ζῆν, εἰς δὲ τὸν διδάσκαλό μου τὸ εὖ ζῆν»· γιατὶ μὲ ἔμαθε, πῶς νὰ ζῶ καὶ νὰ συμπεριφέρωμαι στὸν κόσμο.
Πατέρες, λοιπόν, εἶνε οἱ ἐμπνευσμένοι διδάσκαλοι καὶ καθηγηταί. Ἀλλὰ στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας πατέρες, ὄχι πλέον μὲ πῖ μικρὸ ἀλλὰ μὲ πῖ κεφαλαῖο, Πατέρες, λέγονται οἱ ἔξοχοι ἐκεῖνοι ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἁγία των ζωή, μὲ τοὺς ἀγῶνας τοὺς σκληροὺς τοὺς ὁποίους διεξήγαγαν ἐναντίον τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, καὶ μὲ τὰ σοφὰ συγγράμματά των συνετέλεσαν στὴν στερέωσι καὶ στὴν ἐξάπλωσι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερον μὲ τὰ σοφὰ συγγράμματά των νὰ εἶνε διδάσκαλοι καὶ πατέρες τῆς οἰκουμένης.
Τὸν μῆνα αὐτὸν ἑορτάζεται ἡ μνήμη τέτοιων πατέρων.
Τὴν 1η Ἰανουαρίου ἑορτάζει ὁ Μέγας Βασίλειος. Στὶς 10 τοῦ μηνὸς ἑορτάζει ὁ ἀδελφός του, ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, φιλόσοφος πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς 17 τοῦ μηνὸς ἑορτάζει ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ διδάσκαλος καὶ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου. Στὶς 18 ἑορτάζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Ἄτλας αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ὅπως ὁ ἀρχαῖος Ἄτλας κατὰ τὴ μυθολογία σήκωνε στοὺς ὤμους του ὁλόκληρη τὴ Γῆ, ἔτσι καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σήκωσε ἐπάνω στοὺς στερεοὺς ὤμους του ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία· ἕνας ἐναντίον μυρίων. Στὶς 19 τοῦ μηνὸς ἑωρτάσαμε καὶ πανηγυρίσαμε τὴν ἑορτὴ τοῦ Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, τοῦ ἥρωος ἐκείνου ποὺ δὲν προσκύνησε τὸν πάπα, ἀλλὰ ἀντέταξε τὸ ἰσχυρὸ ὄχι ἐναντίον τῶν ἀξιώσεών του. Σήμερα, 25 τοῦ μηνός, ἑορτάζουμε τὴ μνήμη ἑνὸς ἄλλου μεγάλου πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου τοῦ Ναζιανζηνοῦ. Στὶς 28 ἑορτάζομε τὸν Ἐφραὶμ τὸν Σῦρο, τὴν ἀηδόνα αὐτὴν ποὺ ἔψαλε γλυκύτατα τὸ ᾆσμα τοῦ Ἰησοῦ. Τέλος δὲ τοῦ μηνὸς ἑορτάζουν πάλι πατέρες, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, οἱ τρεῖς μεγάλοι καὶ πολύφωτοι ἀστέρες τῆς Ἐκκλησίας· ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἰδού λοιπὸν γιατί ὁ μήνας αὐτὸς ὀνομάζεται μήνας τῶν πατέρων.
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀγαπητοί μου, ἀντὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ Εὐαγγέλιο ἢ τὸν Ἀπόστολο τῆς ἡμέρας, νὰ σᾶς πῶ λίγες λέξεις, πολλοὶ λίγες λέξεις, γιὰ τὸν ἥρωα τῆς πίστεώς μας τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα, τὸν Γρηγόριο τὸ Ναζιανζηνό.
* * *
Πατρίδα του ποιά εἶνε; Κανείς δὲν γεννήθηκε ἀπὸ βράχο, οὔτε ἤρθαμε ἀπὸ τὸ φεγγάρι. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ταλαίπωρη γῆ γεννηθήκαμε. Πατρίδα του εἶνε ἡ Μικρὰ Ἀσία. Ἱερὰ γῆ, ἡ ἁγία γῆ ποὺ εἶνε ποτισμένη μὲ τὰ αἵματα μυριάδων μαρτύρων. Χωριό του ἕνα μικρὸ καὶ ἀσήμαντο χωριὸ ἔξω ἀπὸ τὴν Καισάρεια, ἡ λεγομένη Ναζιανζός. Ἐγεννήθη ἀπὸ γονεῖς εὐπατρίδας καὶ ἐξόχους. Ἐξαίρετος δὲ γυναίκα ἦταν ἡ μητέρα του, ἡ πασίγνωστος Νόννα. Σπανία γυναίκα ἐκ τῶν σπανιωτάτων γυναικῶν ποὺ ἐγέννησε τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου.
ΑΓΙΟΣ ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶχε ἕναν εὐγενικὸ πόθο. Τέτοιο πόθο δὲν τὸν βρίσκω σήμερα. Ἂν εἶστε μέσα στὸ ναὸ ἑκατὸ ἢ καὶ διακόσες γυναῖκες, βάζω στοίχημα οὔτε μία ἀπὸ σᾶς δὲν ἔχει τέτοιο μεγάλο καὶ εὐγενικὸ πόθο. Οὔτε ἐσεῖς οὔτε οἱ ἄλλες γυναῖκες, τῶν ὑπουργῶν, τῶν νομαρχῶν, τῶν …, τῶν…, ποὺ ἐγέμισε ὁ κόσμος. Οὐδεμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς γυναῖκες τῆς λεγομένης ἀριστοκρατίας, ποὺ διαπρέπουν στοὺς χοροὺς καὶ στὶς διασκεδάσεις καὶ στὰ πάρτυ καὶ στοὺς ἐξαλλοσύνες, δὲν ἔχει αὐτὸ τὸν πόθο. Καὶ ποιός ἦταν ὁ πόθος της; Νὰ τὴν ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ γεννήσῃ ἀγοράκι. Καὶ τὸ ἀγοράκι της τί νὰ γίνῃ; δικηγόρος, μηχανικός, ἄλλος ἐπιστήμων; Τί νὰ γίνῃ; Ἱερεύς, καὶ νὰ τὸν ἀφιερώσῃ στὸν Θεό! Ποιά μητέρα ἔχει τὸν πόθο αὐτό; Ὅλες ἐπιθυμοῦν, τὰ παιδιά τους νὰ γίνουν δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί… Παπᾶς ὄχι. Γιατί ἄλλωστε νὰ γίνῃ σήμερα τὸ παιδὶ παπᾶς; Γιὰ νὰ ἐμπαίζεται ἀπὸ τὰ καθάρματα καὶ τοὺς ντεντυμπόηδες, καὶ νὰ μὴν τολμᾷ νὰ περπατήσῃ στοὺς δρόμους, νὰ μπῇ στὰ αὐτοκίνητα καὶ τοὺς σιδηροδρόμους;
Ὄχι λοιπὸν παπᾶς. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Τὴν ὥρα ποὺ ἐσεῖς ἐδῶ ἑορτάζετε, χίλια χωριά, ναὶ χίλια χωριὰ στὴν Ἑλλάδα δὲν ἔχουν ἱερεῖς· καὶ δὲν χτυποῦν καμπάνες, ἀφοῦ δὲν γίνονται ἱερεῖς. Δικηγόρους ἔχουμε ὅσους θέ᾿ς. Ὅλα τὰ Βαλκάνια δὲν ἔχουν τόσους δικηγόρους ὅσους ἔχει ἡ Ἑλλάδα. Εἰκοσιπέντε ἕως τριάντα χιλιάδες δικηγόροι. Καθηγηταὶ ἄλλες τριάντα χιλιάδες. Γιατροὶ ἄλλες εἰκοσιπέντε χιλιάδες. Ἀπόφοιτοι γυμνασίου ἑκατοντάδες χιλιάδες. Γέμισαν βουνὰ καὶ ραχοῦλες ἀπὸ ἐγγραμμάτους. Παπᾶς ποιός;
Ἡ Νόννα ὅμως, ἡ ἔξοχος αὐτὴ καὶ πλουσία γυναίκα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶχε εὐγενέστατο πόθο μέσα της· νὰ κάνῃ τὸ παιδί της ἱερέα. Καὶ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα τὸ Θεό, νὰ πραγματοποιηθῇ ὁ πόθος της.
Καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἔδωσε ἕνα ἔξοχο ἀγοράκι. Τῆς ἔδωσε τὸν Γρηγόριο, ποὺ γεννήθηκε τὸ 325 μ.Χ.. Γεννήθηκε τὸ ἔτος ἐκεῖνο ποὺ συγκροτήθηκε ἡ Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Καὶ διεκρίνετο ἀπὸ μικρὰ ἡλικία στὰ γράμματα· ἀγαποῦσε τὰ γράμματα. Ὁ πατέρας του εἶχε ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ τὸν μορφώσῃ. Τὸν ἔστειλε στὴν Καισάρεια, ἀπὸ ᾿κεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Ἀθήνα, στὸ κέντρο τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν. Ἐκεῖ ἐσπούδασε μαζὶ μὲ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν ἐπηρεάστηκε καθόλου, ἀλλὰ τοὐναντίον τὸν ἤλεγξε δριμύτατα. Εἶχε δὲ φίλο φίλτατο τὸν Βασίλειο, μὲ τὸν ὁποῖο συνεδέθη μὲ ἄρρηκτο δεσμὸ φιλίας, εἰς τρόπον ὥστε ἡ φιλία τοῦ Γρηγορίου καὶ Βασιλείου νὰ εἶνε ὑπόδειγμα φιλίας στὸν κόσμο καὶ νὰ λένε γι᾿ αὐτούς, ὅτι ἦταν μία ψυχὴ σὲ δύο σώματα.
Ἀλλὰ δὲν ἐμορφώθη μόνο κοσμικῶς. Δὲν ἔμαθε μόνο φιλοσοφία καὶ ῥητορικὴ καὶ μαθηματικὰ καὶ ἀστρονομία καὶ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, ὥστε νὰ γίνῃ ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον μορφωμένους ἄνδρες τῆς ἐποχῆς του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κατὰ κόσμον παιδεία ἐφρόντισε νὰ μορφωθῇ κατὰ Χριστόν· ἐφρόντισε νὰ γίνῃ πραγματικὸς Χριστιανός. Σ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα σχολεῖα νὰ πᾷς, ἀπὸ τὸ νηπιαγωγεῖο μέχρι τὸ πανεπιστήμιο, δὲν μορφώνεσαι. Ἕνα σχολεῖο εἶνε ἀνώτερο. Εἶνε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. «Ἐπιστήμη ἐστὶ τὸ φοβεῖσθαι τὸν Θεόν». «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110,10· Παρ. 1,7). Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σπούδασε στὸ σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ μας. Σπούδασε σὲ δύο μεγάλα πανεπιστήμια. Δὲν σπουδάζουν σ᾿ αὐτὰ σήμερα οἱ ἄνθρωποι. Ὅποιος ὅμως δὲν σπουδάσῃ σ᾿ αὐτά, δὲν εἶνε Χριστιανός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος πέρασε ἀπὸ δύο πανεπιστήμια.
Τὸ ἕνα πανεπιστήμιο εἶνε ἡ ἔρημος. Ναί, ἡ ἔρημος. Δὲν ἀκούσατε ποτὲ ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, νὰ ψάλλουν, «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστί, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις»; (ἀναβαθμοὶ ἤχου πλ. α΄)
Ναί, στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Ναί, στὴν ἔρημο, στὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἔζησε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ναί, στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησαν ἀσκηταὶ καὶ φιλόσοφοι. Ναί, στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε καὶ ὁ Χριστὸς σαράντα μέρες.
Στὴν ἔρημο ἐσπούδασε, κοντὰ στοὺς ἀσκητὰς καὶ ἀληθεῖς φιλοσόφους. Καὶ ἐκεῖ στὴν ἔρημο ἐμελέτησε τρία βιβλία, ποὺ δὲν τὰ ἀνοίγουμε ἐμεῖς. Τὸ ἕνα δὲν τὸ ἔχουμε ἀνοίξει, οὔτε ἐγὼ ποὺ σᾶς ὁμιλῶ, οὔτε ἐσεῖς ποὺ μὲ ἀκοῦτε. Τὸ πρῶτο βιβλίο εἶνε ὁ ἑαυτός μας. Εἶνε τὸ «γνῶθι σαυτόν». Κανείς δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτό του σὲ βάθος καὶ πλάτος. Ἂν τὸν γνωρίζαμε, θὰ ἐφρίτταμε, ἐμπρὸς στὴν ἄβυσσο ποὺ ἐγκλείει ὁ ἑαυτός μας. Τὸ δεύτερο βιβλίο εἶνε ἡ φύσις, ὁ πάγκαλος κόσμος, ὁ ἔναστρος οὐρανός, τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ φωνάζουν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου. Τὸ δὲ τρίτο βιβλίο, μικρὸ μὲν ἀλλὰ τὸ ὑψηλότερο ἐξ ὅλων τῶν βιβλίων, εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Τὰ τρία αὐτὰ βιβλία ἐμελέτα. Ἔρριπτε ἕνα βλέμμα μέσα στὸν ἑαυτό του καὶ ἔλεγε· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Ἄλλοτε ἔρριχνε τὸ βλέμμα του στὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔλεγε· «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ. 18,2). Ἄλλοτε ἔρριχνε ἕνα βλέμμα μέσα στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἔβλεπε τὸ πάγκαλο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἀγαποῦσε ὑπερμέτρως.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔρημο πέρασε κι ἀπὸ ἄλλο πανεπιστήμιο. Ποιό;
Ὄχι λοιπὸν παπᾶς. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Τὴν ὥρα ποὺ ἐσεῖς ἐδῶ ἑορτάζετε, χίλια χωριά, ναὶ χίλια χωριὰ στὴν Ἑλλάδα δὲν ἔχουν ἱερεῖς· καὶ δὲν χτυποῦν καμπάνες, ἀφοῦ δὲν γίνονται ἱερεῖς. Δικηγόρους ἔχουμε ὅσους θέ᾿ς. Ὅλα τὰ Βαλκάνια δὲν ἔχουν τόσους δικηγόρους ὅσους ἔχει ἡ Ἑλλάδα. Εἰκοσιπέντε ἕως τριάντα χιλιάδες δικηγόροι. Καθηγηταὶ ἄλλες τριάντα χιλιάδες. Γιατροὶ ἄλλες εἰκοσιπέντε χιλιάδες. Ἀπόφοιτοι γυμνασίου ἑκατοντάδες χιλιάδες. Γέμισαν βουνὰ καὶ ραχοῦλες ἀπὸ ἐγγραμμάτους. Παπᾶς ποιός;
Ἡ Νόννα ὅμως, ἡ ἔξοχος αὐτὴ καὶ πλουσία γυναίκα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶχε εὐγενέστατο πόθο μέσα της· νὰ κάνῃ τὸ παιδί της ἱερέα. Καὶ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα τὸ Θεό, νὰ πραγματοποιηθῇ ὁ πόθος της.
Καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἔδωσε ἕνα ἔξοχο ἀγοράκι. Τῆς ἔδωσε τὸν Γρηγόριο, ποὺ γεννήθηκε τὸ 325 μ.Χ.. Γεννήθηκε τὸ ἔτος ἐκεῖνο ποὺ συγκροτήθηκε ἡ Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Καὶ διεκρίνετο ἀπὸ μικρὰ ἡλικία στὰ γράμματα· ἀγαποῦσε τὰ γράμματα. Ὁ πατέρας του εἶχε ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ τὸν μορφώσῃ. Τὸν ἔστειλε στὴν Καισάρεια, ἀπὸ ᾿κεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Ἀθήνα, στὸ κέντρο τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν. Ἐκεῖ ἐσπούδασε μαζὶ μὲ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν ἐπηρεάστηκε καθόλου, ἀλλὰ τοὐναντίον τὸν ἤλεγξε δριμύτατα. Εἶχε δὲ φίλο φίλτατο τὸν Βασίλειο, μὲ τὸν ὁποῖο συνεδέθη μὲ ἄρρηκτο δεσμὸ φιλίας, εἰς τρόπον ὥστε ἡ φιλία τοῦ Γρηγορίου καὶ Βασιλείου νὰ εἶνε ὑπόδειγμα φιλίας στὸν κόσμο καὶ νὰ λένε γι᾿ αὐτούς, ὅτι ἦταν μία ψυχὴ σὲ δύο σώματα.
Ἀλλὰ δὲν ἐμορφώθη μόνο κοσμικῶς. Δὲν ἔμαθε μόνο φιλοσοφία καὶ ῥητορικὴ καὶ μαθηματικὰ καὶ ἀστρονομία καὶ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, ὥστε νὰ γίνῃ ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον μορφωμένους ἄνδρες τῆς ἐποχῆς του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κατὰ κόσμον παιδεία ἐφρόντισε νὰ μορφωθῇ κατὰ Χριστόν· ἐφρόντισε νὰ γίνῃ πραγματικὸς Χριστιανός. Σ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα σχολεῖα νὰ πᾷς, ἀπὸ τὸ νηπιαγωγεῖο μέχρι τὸ πανεπιστήμιο, δὲν μορφώνεσαι. Ἕνα σχολεῖο εἶνε ἀνώτερο. Εἶνε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. «Ἐπιστήμη ἐστὶ τὸ φοβεῖσθαι τὸν Θεόν». «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110,10· Παρ. 1,7). Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σπούδασε στὸ σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ μας. Σπούδασε σὲ δύο μεγάλα πανεπιστήμια. Δὲν σπουδάζουν σ᾿ αὐτὰ σήμερα οἱ ἄνθρωποι. Ὅποιος ὅμως δὲν σπουδάσῃ σ᾿ αὐτά, δὲν εἶνε Χριστιανός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος πέρασε ἀπὸ δύο πανεπιστήμια.
Τὸ ἕνα πανεπιστήμιο εἶνε ἡ ἔρημος. Ναί, ἡ ἔρημος. Δὲν ἀκούσατε ποτὲ ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, νὰ ψάλλουν, «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστί, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις»; (ἀναβαθμοὶ ἤχου πλ. α΄)
Ναί, στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Ναί, στὴν ἔρημο, στὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἔζησε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ναί, στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησαν ἀσκηταὶ καὶ φιλόσοφοι. Ναί, στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε καὶ ὁ Χριστὸς σαράντα μέρες.
Στὴν ἔρημο ἐσπούδασε, κοντὰ στοὺς ἀσκητὰς καὶ ἀληθεῖς φιλοσόφους. Καὶ ἐκεῖ στὴν ἔρημο ἐμελέτησε τρία βιβλία, ποὺ δὲν τὰ ἀνοίγουμε ἐμεῖς. Τὸ ἕνα δὲν τὸ ἔχουμε ἀνοίξει, οὔτε ἐγὼ ποὺ σᾶς ὁμιλῶ, οὔτε ἐσεῖς ποὺ μὲ ἀκοῦτε. Τὸ πρῶτο βιβλίο εἶνε ὁ ἑαυτός μας. Εἶνε τὸ «γνῶθι σαυτόν». Κανείς δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτό του σὲ βάθος καὶ πλάτος. Ἂν τὸν γνωρίζαμε, θὰ ἐφρίτταμε, ἐμπρὸς στὴν ἄβυσσο ποὺ ἐγκλείει ὁ ἑαυτός μας. Τὸ δεύτερο βιβλίο εἶνε ἡ φύσις, ὁ πάγκαλος κόσμος, ὁ ἔναστρος οὐρανός, τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ φωνάζουν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου. Τὸ δὲ τρίτο βιβλίο, μικρὸ μὲν ἀλλὰ τὸ ὑψηλότερο ἐξ ὅλων τῶν βιβλίων, εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Τὰ τρία αὐτὰ βιβλία ἐμελέτα. Ἔρριπτε ἕνα βλέμμα μέσα στὸν ἑαυτό του καὶ ἔλεγε· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Ἄλλοτε ἔρριχνε τὸ βλέμμα του στὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔλεγε· «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ. 18,2). Ἄλλοτε ἔρριχνε ἕνα βλέμμα μέσα στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἔβλεπε τὸ πάγκαλο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἀγαποῦσε ὑπερμέτρως.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔρημο πέρασε κι ἀπὸ ἄλλο πανεπιστήμιο. Ποιό;
ΘΛΙΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Τὸ ἄλλο πανεπιστήμιο, ποὺ ἂν δὲν τὸ περάσῃς δὲν εἶσαι ἄνθρωπος, εἶνε ὁ πόνος, εἶνε ἡ θλῖψις, εἶνε ἡ περιπέτεια τῆς ζωῆς.
Ὅποιος δὲν πόνεσε, ὅποιος δὲν ἔκλαψε, ὅποιος δὲν ἐμούσκεψε τὸ προσκέφαλό του μὲ δάκρυα, δὲν ἐγνώρισε τί θὰ πῇ ζωή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ νεολαία, ἡ ὁποία ἔχει ὅλα τ’ ἀγαθά, δὲν ξέρει τί θὰ πῇ ζωή. Ἀλλὰ προφητεύω· ὁ ντεντυμπόης ἐκεῖνος, ποὺ πετάει τὸ γεμᾶτο πιάτο γιατὶ δὲν τοῦ ἀρέσει, θὰ πεινάσῃ καὶ θὰ κλάψῃ, καὶ τότε θὰ αἰσθανθῇ τὴ ζωή.
Ἐὰν δὲν πονέσουμε, ἐὰν δὲν κλαύσουμε καὶ ἐὰν δὲν ὑποφέρουμε, δὲν γνωρίσαμε τί θὰ πῇ ζωή. Καὶ ἔκλαυσε πολὺ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ὑπέφερε, διότι ἀπέθανε ἡ ἔξοχος μητέρα του, ἀπέθανε ὁ πατέρας του, ἀπέθανε ἡ ἀδελφή του ἡ Γοργονία. Ἀπέθανε, ἀκόμη περισσότερο, ὁ Μέγας Βασίλειος, τὸν ὁποῖο ἐθρήνησε περισσότερο κι ἀπὸ τὸν πατέρα του. Ἐκινδύνευσε νὰ πνιγῇ ταξιδεύοντας ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ διερχόμενος τὸ πέλαγος τοῦ Αἰγαίου, κοντὰ στὴ Ῥόδο, ἐναυάγησε καὶ ἐκινδύνευσε, καὶ ὑπεσχέθη στὸν Θεὸ νὰ μείνῃ ἀφωσιωμένος σ᾿ αὐτόν.
Ἐκινδύνευσε καὶ ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς κακοὺς συμμαθητάς του, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐνέπαιζαν καὶ τὸν κορόϊδευαν· ἀλῆτες. Ὅπως τώρα εἶνε οἱ μακρυμάλληδες, ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη παιδιὰ πλουσίων καὶ ἀθλίων ἀνθρώπων περιεφέροντο ὡς ἀγέλες καὶ ὡς κοπάδια μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ δημιουργοῦσαν θόρυβο. Ὁ Γρηγόριος μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο δύο δρόμους ἐγνώριζε· ἕναν ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐκκλησία καὶ ἕναν ποὺ πηγαίνει στὴ σχολή τους στὸ πανεπιστήμιο.
Ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐξελέγη ἐπίσκοπος σὲ μία μικρὰ πόλι, τὰ λεγόμενα Σάσιμα. Οἱ ἄνθρωποί της, ἀγροῖκοι καὶ βάρβαροι, δὲν ἦταν εἰς θέσιν νὰ καταλάβουν τὸ μεγάλο πνεῦμα τοῦ Γρηγορίου.
Ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς ἀρειανούς. Τὴν ὥρα ποὺ ἐκήρυττε ὁ γίγας αὐτός, δυὸ ἀπόπειρες δολοφονίας ἔκαναν ἐναντίον του. Τὴν ὥρα ποὺ ἐκήρυττε ὁ γίγαντας αὐτὸς τοῦ ἄμβωνος, ὁ φιλόσοφος αὐτὸς καὶ ποιητής, ἐχθροί του εἰσῆλθαν στὸ ναὸ καὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ πετοῦν πέτρες. Καὶ παρ᾿ ὀλίγον νὰ τὸν ἐφόνευαν ἐντὸς τοῦ ναοῦ.
Ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους.
Ὑπέφερε καὶ – ἀπὸ ποῦ; Ὑπέφερε ἀπὸ τὰ πνευματικά του παιδιά. Ὅσο ἔκλαυσε ἀπὸ τὰ πνευματικά του παιδιὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, δὲν ἔκλαυσε ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες περιπέτειες. Ὅπως ἐσεῖς κλαῖτε καὶ ὑποφέρετε ἀπὸ τὰ παιδιά σας ―καὶ ὁ πόνος τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα εἶνε μεγάλος―, ἔτσι καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὑπέφερε ἀπὸ τὰ πνευματικά του παιδιά. Ἀπὸ ἕναν μάλιστα, τὸν Μάξιμο, τὸν ὁποῖο πῆρε πτωχὸ παιδὶ στὴν αὐλή του, τὸν ἔκανε διάκονο, τὸν ἔκανε πρεσβύτερο, τὸν ἔκανε ἀρχιμανδρίτη. Τὸν ἐτίμησε καὶ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς του ἀκόμη. Καὶ αὐτὸς τὸν ἐπλήγωσε, πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς. Καὶ ἔκλαιγε καὶ ἀναστέναζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος.
Ὑπέφερε. Ἀλλὰ νίκησε, γιατὶ εἶχε μαζί του τὸν πιστὸ λαὸ καὶ τὸ Θεό. Ἐὰν τὸν ἐγκατέλειψαν πνευματικά του τέκνα· ἐὰν πνευματικά του τέκνα φάνηκαν ἀχάριστα καὶ ἀνάγωγα καὶ βάρβαρα προσπαθώντας ποικιλοτρόπως νὰ τὸν μειώσουν μέσα στὸ λαό· ἐὰν οἱ ἀρειανοὶ τὸν ἐπολέμησαν λυσσωδῶς· ἐὰν δολοφόνοι ἐζήτησαν νὰ τοῦ μπήξουν τὸ ἐγχειρίδιο· ἐὰν ὁ πατέρας του καὶ ἡ μητέρα του ἀπέθαναν, αὐτὸς εἶχε Θεό. Εἶχε τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἐπίστευε στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ στὶς μεγάλες θλίψεις ἔλεγε· Ἁγία Τριάς, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων ἐτελεύτησε τὴν ζωή του.
Παραιτήθη. Δὲν ὑπέφερε πλέον τὴν κακία, τὶς συκοφαντίες καὶ τὶς διαβολές, καὶ ὑπέβαλε παραίτησι. Ἐγκατέλειψε τὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἐπῆγε μακριά, στὴν ἔρημο, καὶ ἐκεῖ ἔκανε τραγούδια γλυκύτατα. Αὐτὰ τὰ τραγούδια ποὺ ἀκοῦμε ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, «Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε…» καὶ τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα· λαμπρυνθῶμεν, λαοί…», εἶνε τοῦ Γρηγορίου. Αὐτὸς ἐνίκησε τὸν Πίνδαρο καὶ τοὺς ἄλλους ποιητάς.
Τέλος ἐκοιμήθη τὴ ζωή του σὲ ἔρημο τόπο, σὲ ἕνα ἀσκητήριο, μόνος καταμόνος, «ἑαυτῷ καὶ Θεῷ συστρεφόμενος». Τὸ δὲ λείψανό του τὸ ἅγιο ἦταν στὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας μέχρι τὸ 1922. Τότε οἱ πρόσφυγές μας, ἀφήνοντας τὰ πάντα ―δὲν πῆραν τίποτε ἄλλο μαζί τους―, πῆραν μόνο τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καὶ τὸ ἔφεραν στὴν πατρική μας γῆ, στὴν Ἑλλάδα. Ὅσοι θέλουν μποροῦν νὰ τὸ ἐπισκεφθοῦν. Εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴν Καβάλα στὴ Νέα Κάρβαλη, καὶ γι᾿ αὐτὸ σήμερα ἑορτάζει ὅλη ἡ Καβάλα καὶ τὰ περίχωρα.
Αὐτὸς ἦταν ὁ μέγας πατήρ, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ὅποιος δὲν πόνεσε, ὅποιος δὲν ἔκλαψε, ὅποιος δὲν ἐμούσκεψε τὸ προσκέφαλό του μὲ δάκρυα, δὲν ἐγνώρισε τί θὰ πῇ ζωή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ νεολαία, ἡ ὁποία ἔχει ὅλα τ’ ἀγαθά, δὲν ξέρει τί θὰ πῇ ζωή. Ἀλλὰ προφητεύω· ὁ ντεντυμπόης ἐκεῖνος, ποὺ πετάει τὸ γεμᾶτο πιάτο γιατὶ δὲν τοῦ ἀρέσει, θὰ πεινάσῃ καὶ θὰ κλάψῃ, καὶ τότε θὰ αἰσθανθῇ τὴ ζωή.
Ἐὰν δὲν πονέσουμε, ἐὰν δὲν κλαύσουμε καὶ ἐὰν δὲν ὑποφέρουμε, δὲν γνωρίσαμε τί θὰ πῇ ζωή. Καὶ ἔκλαυσε πολὺ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ὑπέφερε, διότι ἀπέθανε ἡ ἔξοχος μητέρα του, ἀπέθανε ὁ πατέρας του, ἀπέθανε ἡ ἀδελφή του ἡ Γοργονία. Ἀπέθανε, ἀκόμη περισσότερο, ὁ Μέγας Βασίλειος, τὸν ὁποῖο ἐθρήνησε περισσότερο κι ἀπὸ τὸν πατέρα του. Ἐκινδύνευσε νὰ πνιγῇ ταξιδεύοντας ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ διερχόμενος τὸ πέλαγος τοῦ Αἰγαίου, κοντὰ στὴ Ῥόδο, ἐναυάγησε καὶ ἐκινδύνευσε, καὶ ὑπεσχέθη στὸν Θεὸ νὰ μείνῃ ἀφωσιωμένος σ᾿ αὐτόν.
Ἐκινδύνευσε καὶ ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς κακοὺς συμμαθητάς του, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐνέπαιζαν καὶ τὸν κορόϊδευαν· ἀλῆτες. Ὅπως τώρα εἶνε οἱ μακρυμάλληδες, ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη παιδιὰ πλουσίων καὶ ἀθλίων ἀνθρώπων περιεφέροντο ὡς ἀγέλες καὶ ὡς κοπάδια μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ δημιουργοῦσαν θόρυβο. Ὁ Γρηγόριος μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο δύο δρόμους ἐγνώριζε· ἕναν ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐκκλησία καὶ ἕναν ποὺ πηγαίνει στὴ σχολή τους στὸ πανεπιστήμιο.
Ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐξελέγη ἐπίσκοπος σὲ μία μικρὰ πόλι, τὰ λεγόμενα Σάσιμα. Οἱ ἄνθρωποί της, ἀγροῖκοι καὶ βάρβαροι, δὲν ἦταν εἰς θέσιν νὰ καταλάβουν τὸ μεγάλο πνεῦμα τοῦ Γρηγορίου.
Ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς ἀρειανούς. Τὴν ὥρα ποὺ ἐκήρυττε ὁ γίγας αὐτός, δυὸ ἀπόπειρες δολοφονίας ἔκαναν ἐναντίον του. Τὴν ὥρα ποὺ ἐκήρυττε ὁ γίγαντας αὐτὸς τοῦ ἄμβωνος, ὁ φιλόσοφος αὐτὸς καὶ ποιητής, ἐχθροί του εἰσῆλθαν στὸ ναὸ καὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ πετοῦν πέτρες. Καὶ παρ᾿ ὀλίγον νὰ τὸν ἐφόνευαν ἐντὸς τοῦ ναοῦ.
Ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους.
Ὑπέφερε καὶ – ἀπὸ ποῦ; Ὑπέφερε ἀπὸ τὰ πνευματικά του παιδιά. Ὅσο ἔκλαυσε ἀπὸ τὰ πνευματικά του παιδιὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, δὲν ἔκλαυσε ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες περιπέτειες. Ὅπως ἐσεῖς κλαῖτε καὶ ὑποφέρετε ἀπὸ τὰ παιδιά σας ―καὶ ὁ πόνος τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα εἶνε μεγάλος―, ἔτσι καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὑπέφερε ἀπὸ τὰ πνευματικά του παιδιά. Ἀπὸ ἕναν μάλιστα, τὸν Μάξιμο, τὸν ὁποῖο πῆρε πτωχὸ παιδὶ στὴν αὐλή του, τὸν ἔκανε διάκονο, τὸν ἔκανε πρεσβύτερο, τὸν ἔκανε ἀρχιμανδρίτη. Τὸν ἐτίμησε καὶ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς του ἀκόμη. Καὶ αὐτὸς τὸν ἐπλήγωσε, πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς. Καὶ ἔκλαιγε καὶ ἀναστέναζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος.
Ὑπέφερε. Ἀλλὰ νίκησε, γιατὶ εἶχε μαζί του τὸν πιστὸ λαὸ καὶ τὸ Θεό. Ἐὰν τὸν ἐγκατέλειψαν πνευματικά του τέκνα· ἐὰν πνευματικά του τέκνα φάνηκαν ἀχάριστα καὶ ἀνάγωγα καὶ βάρβαρα προσπαθώντας ποικιλοτρόπως νὰ τὸν μειώσουν μέσα στὸ λαό· ἐὰν οἱ ἀρειανοὶ τὸν ἐπολέμησαν λυσσωδῶς· ἐὰν δολοφόνοι ἐζήτησαν νὰ τοῦ μπήξουν τὸ ἐγχειρίδιο· ἐὰν ὁ πατέρας του καὶ ἡ μητέρα του ἀπέθαναν, αὐτὸς εἶχε Θεό. Εἶχε τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἐπίστευε στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ στὶς μεγάλες θλίψεις ἔλεγε· Ἁγία Τριάς, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων ἐτελεύτησε τὴν ζωή του.
Παραιτήθη. Δὲν ὑπέφερε πλέον τὴν κακία, τὶς συκοφαντίες καὶ τὶς διαβολές, καὶ ὑπέβαλε παραίτησι. Ἐγκατέλειψε τὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἐπῆγε μακριά, στὴν ἔρημο, καὶ ἐκεῖ ἔκανε τραγούδια γλυκύτατα. Αὐτὰ τὰ τραγούδια ποὺ ἀκοῦμε ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, «Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε…» καὶ τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα· λαμπρυνθῶμεν, λαοί…», εἶνε τοῦ Γρηγορίου. Αὐτὸς ἐνίκησε τὸν Πίνδαρο καὶ τοὺς ἄλλους ποιητάς.
Τέλος ἐκοιμήθη τὴ ζωή του σὲ ἔρημο τόπο, σὲ ἕνα ἀσκητήριο, μόνος καταμόνος, «ἑαυτῷ καὶ Θεῷ συστρεφόμενος». Τὸ δὲ λείψανό του τὸ ἅγιο ἦταν στὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας μέχρι τὸ 1922. Τότε οἱ πρόσφυγές μας, ἀφήνοντας τὰ πάντα ―δὲν πῆραν τίποτε ἄλλο μαζί τους―, πῆραν μόνο τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καὶ τὸ ἔφεραν στὴν πατρική μας γῆ, στὴν Ἑλλάδα. Ὅσοι θέλουν μποροῦν νὰ τὸ ἐπισκεφθοῦν. Εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴν Καβάλα στὴ Νέα Κάρβαλη, καὶ γι᾿ αὐτὸ σήμερα ἑορτάζει ὅλη ἡ Καβάλα καὶ τὰ περίχωρα.
Αὐτὸς ἦταν ὁ μέγας πατήρ, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
* * *
Τί διδασκόμεθα, ἀδελφοί;
Πρῶτον, πρέπει νὰ εὐχαριστήσουμε τὸ Θεό, ποὺ μέσα στὴν Ἐκκλησία τὶς δύσκολες στιγμὲς ἔστελνε τοὺς καταλλήλους ἀνθρώπους (Ὅπως καὶ μέσα στὸ ἔθνος, ὅταν αὐτὸ ἐκινδύνευε, νά καὶ ἐγεννᾶτο ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος, ποὺ ἔπαιρνε τὸ ἔθνος καὶ τὸ ὕψωνε μέχρι τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ. Ἡ ἱστορία τοῦ ἔθνους μας εἶνε σειρὰ ἡρώων. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε σειρὰ ἡρώων). Ὀφείλουμε νὰ εὐχαριστήσουμε τὸ Θεό, διότι ἀνέδειξε μέσα στὴν Ἐκκλησία του ἄλλοτε μὲν τὸν Μέγα Βασίλειο, ἄλλοτε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἄλλοτε τὸν Μᾶρκο Εὐγενικό, ἄλλοτε τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ἄλλοτε τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Σειρὰ ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι κράτησαν ὑψηλὰ τὸ λάβαρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ τοὺς πατέρας.
Δεύτερον, νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὶς θλίψεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ μέγας Γρηγόριος πέρασε ἀπὸ καμίνι. Ὅπως τὸ χρυσάφι περνᾷ ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ καθαρίζει, ἔτσι καὶ ὁ Γρηγόριος πέρασε ἀπὸ καμίνι. «Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν» αὐτόν (Σ. Σολ. 3,6).
Τί διδασκόμεθα, ἀγαπητοί μου; Εἶσαι Χριστιανός; Θέλεις νὰ ζήσῃς χριστιανικὴ ζωή; Κρατᾷς τὴν πίστι σου; Πές μου, τί σοῦ στοιχίζει ὁ χριστιανισμός; Νομίζεις ὅτι εἶσαι Χριστιανός, ἐπειδὴ ἔρχεσαι ἐδῶ, ἀνάβεις κερί, κάνεις μιὰ μετάνοια καὶ χασμουριέσαι τὴν ὥρα ποὺ περνᾷ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων; Γι᾿ αὐτὰ τὰ τυπικὰ ποὺ κάνεις θὰ σὲ πῶ Χριστιανό; Πές μου, τί σοῦ στοιχίζει ὁ χριστιανισμός; Τί σοῦ στοιχίζει;
Στὸν μέγα Γρηγόριο ἐστοίχισε πολύ. Ἐπέρασε ἀπὸ διωγμούς, καταδιωγμοὺς καὶ κινδύνους, δοκιμάστηκε «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».
Δεύτερον, νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὶς θλίψεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ μέγας Γρηγόριος πέρασε ἀπὸ καμίνι. Ὅπως τὸ χρυσάφι περνᾷ ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ καθαρίζει, ἔτσι καὶ ὁ Γρηγόριος πέρασε ἀπὸ καμίνι. «Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν» αὐτόν (Σ. Σολ. 3,6).
Τί διδασκόμεθα, ἀγαπητοί μου; Εἶσαι Χριστιανός; Θέλεις νὰ ζήσῃς χριστιανικὴ ζωή; Κρατᾷς τὴν πίστι σου; Πές μου, τί σοῦ στοιχίζει ὁ χριστιανισμός; Νομίζεις ὅτι εἶσαι Χριστιανός, ἐπειδὴ ἔρχεσαι ἐδῶ, ἀνάβεις κερί, κάνεις μιὰ μετάνοια καὶ χασμουριέσαι τὴν ὥρα ποὺ περνᾷ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων; Γι᾿ αὐτὰ τὰ τυπικὰ ποὺ κάνεις θὰ σὲ πῶ Χριστιανό; Πές μου, τί σοῦ στοιχίζει ὁ χριστιανισμός; Τί σοῦ στοιχίζει;
Στὸν μέγα Γρηγόριο ἐστοίχισε πολύ. Ἐπέρασε ἀπὸ διωγμούς, καταδιωγμοὺς καὶ κινδύνους, δοκιμάστηκε «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».
Λοιπὸν κ᾿ ἐσύ· εἶσαι πιστός; Θὰ διωχθῇς. Εἶσαι Χριστιανὸς ἀληθινός; Θὰ διωχθῆς. Εἶσαι μάνα φιλόστοργος, εἶσαι πατέρας καλός, εἶσαι ὑπάλληλος τίμιος, ἄνθρωπος τοῦ καθήκοντος, καὶ δὲν εἶσαι μασόνος καὶ ροταριανὸς καὶ κόλαξ, ἀλλ᾿ εἶσαι ἄνθρωπος μὲ συνείδησι ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ; Θὰ ὑποφέρῃς. «Διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22). Λέγει ἀκόμη τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· «Οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν… διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3,12).
Μακάρι λοιπὸν νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ διωχθοῦμε, ὅπως οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ἐγώ, ὅταν κινδυνεύω ―καὶ ἔχω πολλὲς περιπέτειες εἰς τὸν βίον μου, γι᾿ αὐτὸ ὁ βίος τῶν πατέρων μὲ συγκινεῖ βαθύτατα―, ὅταν βλέπω νὰ μένωνται οἱ ἐχθροί μου, δοξάζω τὸν Θεὸ καὶ λέγω· Αὐγουστῖνε, κάτι πράττεις στὸν κόσμο. Σὲ πολεμοῦν, ὅταν ἀγωνίζεσαι. Τοὺς νεκροὺς δὲν τοὺς πολεμοῦν, γιατὶ εἶνε θαμμένοι στὰ νεκροταφεῖα.
Ὄχι λοιπὸν νεκροί, ἀλλὰ ζωντανοὶ Χριστιανοί, πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι, παιδιὰ τοῦ Γρηγορίου, παιδιὰ τοῦ Βασιλείου, παιδιὰ τῶν μεγάλων πατέρων. Νὰ συνεχίσουμε τὴν πορεία μας, ὥστε ἡ γῆ αὐτὴ τῶν πατέρων μας νὰ εἶνε γῆ ἁγία, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν.
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
Αὐγουστῖνος
Αὐγουστῖνος
ἱ. Ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 25-1-1976
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=18898