Μέ τήν ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου τελειώνει τό πρῶτο μέρος τῆς θείας Λειτουργίας. Μέ τήν Μεγάλη Εἴσοδο ἀρχίζει τό δεύτερο μέρος, τό ὁποῖο εἶναι τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Μεγάλη Εἴσοδο ὀνομάζουμε μία σειρά ἀπό ὕμνους, εὐχές καί πράξεις τοῦ Λειτουργοῦ ἱερέως καί τοῦ Λαοῦ. Ὅλες αὐτές οἱ εὐχές καί ἡ μεταφορά τῶν τιμίων Δώρων ἀπό τήν ἁγία Πρόθεση στήν ἁγία Τράπεζα, συμβολίζουν τήν εἰσοδο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν ἁγία Πόλη ὅπου προσέρχεται γιά νά θυσιασθεῖ ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας.
Ὁ Λαός ἀρχίζει νά ψάλλει τόν χερουβικό Ὕμνο: Οἱ τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καί τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τόν τρισάγιον ὕμνον προσάδοντες, πᾶσαν τήν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν. Ὡς τόν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα.
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά προετοιμασθοῦμε γιά νά μπορέσουμε νά συμπορευθοῦμε μέ τόν Χριστό στήν ὁδό τοῦ Μαρτυρίου καί νά σταθοῦμε κοντά Του στόν Σταυρό, μαζί μέ τήν Παναγία Μητέρα Του καί τόν μαθητή τῆς ἀγάπης Ἰωάννη. Ἄς ἀποθέσουμε τήν στιγμή αὐτή, λέει ὁ ὕμνος, κάθε μέριμνα βιοτική, γιατί πρόκειται νά ὑποδεχθοῦμε τόν Βασιλέα τῶν ὅλων. Γιά νά μπορέσουμε νά εἰσοδεύσουμε μαζί μέ τόν Χριστό στήν ἁγία Πόλη, πρέπει νά ἐξέλθουμε ἀπό τόν κόσμο τῶν βιοτικῶν πραγμάτων. Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Βγῆκαν ἀπό τήν Περσία οἱ Μάγοι γιά νά πᾶνε νά προσκυνήσουν τόν Χριστό. Βγές καί σύ ἀπό τά βιοτικά πράγματα καί βάδισε πρός τόν Ἰησοῦν».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης μᾶς ὑποδεικνύει καί τήν δύναμη πού πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε γιά νά βγοῦμε ἀπό τά πρόσκαιρα καί ὁρατά. Εἶναι ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ: «Ἐάν κάποιος φλέγεται μέσα του ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, δέν ἀνέχεται νά βλέπει πλέον αὐτά πού ὑποπίπτουν στήν ἀντίληψη τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν. Ἀλλά ἀφοῦ ἀπέκτησε ἄλλους ὀφθαλμούς, ἐννοῶ τούς ὀφθαλμούς τῆς πίστεως, πάντοτε τά οὐράνια φαντάζεται καί πρός αὐτά ἔχει στραμμένη τήν σκέψη του. Καί ἐνῶ βαδίζει στήν γῆ εἶναι ὡσάν νά ζῆ στόν οὐρανό... Καί ἐπειδή ἐπιθυμεῖ νά ἀνέλθει ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, δέν σταματᾶ νωρίτερα, οὔτε ξεγελιέται ἀπό κάποιο ὁρατό πρᾶγμα, μέχρι ὅτου μπορέσει νά ἀνεβεῖ στήν ἴδια τήν κορυφή».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει ὅτι «ἡ ψυχή πού δέν ἔμαθε νά καταφρονεῖ τά μικρά καί τά βιοτικά, δέν θά μπορέσει νά θαυμάσει τά οὐράνια». Καί ἐκεῖνοι πού γεύθηκαν τήν χάρη τῶν οὐρανίων μᾶς προτρέπουν: Ἀδελφοί, «κανένας νά μήν μπεῖ στόν ἱερό Ναό ἔχοντας βιοτικές φροντίδες ἤ περισπασμούς ἤ φόβους. Ἀλλά ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά ἀφήσουμε ἔξω, μπροστά στίς πύλες τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, τότε ἄς μποῦμε ὅλοι μέσα. Διότι μπαίνουμε στά ἀνάκτορα τῶν οὐρανῶν, πατοῦμε τόπους πού ἀστράφτουν».
Σ' αὐτούς τούς ἀστραφτερούς τόπους μετέφερε τόν λειτουργό παπα-Τύχωνα ὁ φύλακάς του ἄγγελος τήν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ. Ἔλεγε μέ τά λίγα ἑλληνικά του ὁ ρῶσος ἱερέας: «Τήν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ φύλακας ἄγγελος κατεβάσει». Διεπίστωνε τότε ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ ὅτι βρισκόταν στήν μέση τῆς θείας Λειτουργίας καί ἔπρεπε νά συνεχίσει: «Πώ, πώ! Ἐγώ λειτουργήσει». Καί συνέχιζε τήν θεία Λειτουργία. «Γέροντα, τόν ρώτησαν, τί ἔβλεπες καί τί ἄκουγες τήν μισή ἐκείνη ὥρα;» Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Χερουβείμ – Σεραφείμ δοξολογοῦσε Θεό».
(Ἱερομ. Γρηγορίου, "Ὁ Ἐκκλησιασμός", ἔκδ. Κελλίου "ἁγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος", Ἅγιον Ὅρος, 1992, σελ. 28-50)
Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάδης (Ρώσσου)