Ένας άνθρωπος είχε πάει, σαν τουρίστας, σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Ένα βραδάκι χρειάστηκε να κάμει ένα τηλεφώνημα. Μπήκε σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Άλλα χρειαζόταν φως. Έβλεπε την λάμπα στην οροφή του θαλάμου, αλλά δεν έβλεπε πουθενά διακόπτη.
Ρώτησε έναν περαστικό:-Πώς ανάβει το φως;
-Κλείσε καλά την πόρτα και θα δεις.
Πράγματι, έκλεισε την πόρτα, και ο θάλαμος πλημμύρισε από φως!
Το κλείσιμο της πόρτας ενεργούσε σαν πάτημα του διακόπτη. Και άναβε το φως.
Κάτι το ανάλογο γίνεται σε μας.
Ό Χριστός λέει: Εγώ είμαι το φως του κόσμου. Άλλα για να μπορέσουμε να ιδούμε αυτό το φως, πρέπει πρώτα να κλείσουμε κάποιες πορτούλες, πού όσο είναι ανοιχτές μας κρατούν στο σκοτάδι.
Οι πορτούλες δε αυτές είναι οι αισθήσεις μας.
Δεν λέμε να κλείσουμε τα μάτια μας και τα αυτιά μας! Τον νου μας πρέπει να κλείσωμε· και την βούληση μας. Την προτίμηση μας.
Όμως, για να κλείσουμε τις θύρες του νου και της καρδιάς μας, πρέπει: Να μην αφήνουμε να μπαίνουν μέσα μας από τις "θυρίδες", από τις πορτούλες, δηλαδή από τις αισθήσεις μας, ούτε πάθη, ούτε κακίες, ούτε αμαρτίες.
Ό αγώνας αυτός καλλιεργείται ιδιαίτερα μέσα στην εκκλησία, κατά την ώρα της θείας Λειτουργίας.
Πότε;
Όταν μπαίνοντας στον ναό, αφήνουμε έξω όλες τις σκέψεις και τις μέριμνες και τις επιθυμίες (θεμιτές και αθέμιτες!) του κόσμου τούτου. Τότε αρχίζει να "ανάβει" και να λάμπει μέσα μας, στην καρδιά μας, το φως του Χρίστου.
Στο τέλος κάθε θείας Λειτουργίας, μετά την θεία κοινωνία, ψάλλουμε:
"Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες. Αυτή γαρ ημάς έσωσεν".
Όσο πιο πολύ μπαίνει μέσα μας το φως του Χριστού, το φως της Αγίας Τριάδος, τόσο λιγοστεύει μέσα μας το σκοτάδι· τόσο γεμίζει η καρδιά μας και η ζωή μας με φως.