Ηταν τούρκος. Φτωχός. Και δούλευε σε ένα μανάβικο. Έκανε «θελήματα». Επήγαινε και τα ψώνια στην Μητρόπολη. Στον Δεσπότη.
Και εκεί άκουσε από παπάδες λόγια ψυχωφέλιμα. Και γλυκάθηκε η ψυχή του. Τα αγάπησε. Και τα ζητούσε, όσο πιο συχνά μπορούσε.
Και εκεί άκουσε από παπάδες λόγια ψυχωφέλιμα. Και γλυκάθηκε η ψυχή του. Τα αγάπησε. Και τα ζητούσε, όσο πιο συχνά μπορούσε.
Έτσι ο τούρκος πίστεψε στον Χριστό, Και θέλησε να γίνει χριστιανός. Αλλά ο ισλαμικός νόμος δεν επιτρέπει μουσουλμάνος να γίνει χριστιανός. Διαφορετικά τον σφάζουν!
Άλλα το είχε πια βάλει μέσα του καλά, ότι μόνος αληθινός Θεός και Σωτήρας είναι ο Χριστός. Έφυγε λοιπόν και επήγε στο Άγιον Όρος. Να βαπτισθή. Κρυφά. Και ετοιμάσθηκε με τέτοια πίστη και τέτοιο πόθο, πού την στιγμή πού βαπτιζόταν έλαμψε το πρόσωπο του από το φως της Δόξας του Χριστού! Έλαμψε τόσο, πού δεν άντεχαν να τον ατενίζουν οι μοναχοί-άγιοι άνθρωποι!
Στο πρόσωπο του Κωσταντίνου (αυτό το όνομα επήρε στο άγιο βάπτισμα) έλαμψε και εξωτερικά -αισθητά, η χάρη πού παίρνει με το άγιο Βάπτισμα ο κάθε άνθρωπος, αφού εκείνη την στιγμή ενδύεται τον Κύριο της Δόξης, τον Χριστό.
Μετά το βάπτισμα, ο Κωνσταντίνος ο εξ Άγαρηνών, έζησε με συνέπεια την χριστιανική πίστη. Και την κήρυττε. Και την διακήρυττε. Και την ομολογούσε. Λυσσασμένοι εναντίον του, οι πρώην ομόπιστοι και ομοεθνείς του τούρκοι μετά τα φρικτά βασανιστήρια, πού διάρκεσαν 40 ήμερες, τον απαγχόνησαν (Κωνσταντινούπολη, 2 Ιουνίου 1819).
Και έτσι ο Τούρκος-αγαρηνός, έγινε μάρτυρας της πίστης του Χρίστου.
(Από το Ημερολόγιο 2003
της Ί. Μητροπόλεως Νικοπόλεως)