Λουκά η' 41-56
ΕΛΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, ΚΥΡΙΕ! «Πεσών παρά τούς πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν είσελθείν εις τον οίκον αυτού».
Έπεσε στα πόδια του Ιησού, στη μέση του δρόμου και Τον παρακαλεί θερμά, να πάει στο σπίτι του. Γύρω του βρίσκεται κόσμος πολύς. Κοιτάζουν με απορία. Ό Ίάειρος, ό άρχισυνάγωγος, σ' αυτή τη στάση; 'Αλλά ό Ίάειρος δεν ενδιαφέρεται για τα σχόλια του κόσμου. Στο σπίτι του κάλπαζε ή αρρώστια, καιροφυλακτούσε ό θάνατος. Ό Κύριος έπρεπε να έλθει σπίτι, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. «Έλα, Κύριε, στο σπίτι μου. Ή μονάκριβη δωδεκάχρονη κόρη μου είναι ετοιμοθάνατη», ικετεύει.
Χριστέ μου, μην αργείς.
Και στα δικά μας σπίτια υπάρχουν θλίψεις, στενοχώριες, προβλήματα, αρρώστιες. Ακόμα, φτώχεια, ψυχρότητες, καχυποψίες, γκρίνιες. Ή αντιπάθεια, ή δυσφορία, φωλιάζει σε πολλά σπιτικά. Ή θλίψη αλλάζοντας κάθε τόσο μορφή, έρχεται απρόσκλητη κάθε λίγο και λιγάκι στις οικογένειες. Άλλοτε βίαια, σαν σίφουνας, άλλοτε σιγά σιγά και σιωπηλά. Σ' αυτές τις ώρες, ιδίως σ' αυτές, ας πέσουμε στα γόνατα και ας ικετεύσουμε με πίστη τον Χριστό: «Κύριε, έλα στο σπίτι μου».
Ας πούμε μια, δυό, τρεις φορές «πεσόντες παρά τους πόδας» Του στο δωμάτιο μας, μπροστά στο εικονοστάσι, στο ναό, όπου άλλου βρεθούμε: «Έλα, Κύριε, στο σπίτι μου. Βάλε το χέρι Σου, στείλε την ειρήνη Σου, το φωτισμό Σου. Το παιδί μου, τώρα μεγαλώνει, τραβιέται σε δικούς του δρόμους... Έλα γιατί ό άνδρας μου ή ή γυναίκα μου παρεξηγείται με την μητέρα μου, υπάρχει γκρίνια, ζήλια, ασυνεννοησία. Έλα, Χριστέ μου, σύντομα στο σπίτι μου. Ή αρρώστια μας βρήκε και πάλι... Φοβάμαι μήπως αργήσεις. Μήπως κάτι χειρότερο προλάβει...»
Ό ερχομός τον Χρίστου.
Κάποτε συμβαίνει, ενώ παρακαλούμε τον Χριστό, ή κατάσταση να μην καλυτερεύει, αλλά να πηγαίνει φαινομενικά και προς το χειρότερο. Οι δοκιμασίες εξακολουθούν, οι περιπέτειες ίσως πληθαίνουν... Και έρχεται στα χείλη κάποτε το παράπονο: «Μα γιατί, Κύριε;» Και τότε κλονιζόμαστε... Τότε, ας θυμώμαστε την ιστορία τού Ίαείρου.
Παρακάλεσε κι εκείνος τον Χριστό να πάει σπίτι του. Κι ενώ προχωρούν, έρχεται ή φοβερή είδηση: Πέθανε! Περιττή πια κάθε ενέργεια. Όλα τελείωσαν! Ό άρχισυνάγωγος για μια στιγμή κλονίζεται. Ό Κύριος τον βλέπει. «Μή φοβού, του λέει, μόνον πίστευε, καί σωθήσεται».
Στο σπίτι ή ατμόσφαιρα είναι άσχημη, βαριά. Όλοι κλαίνε. Κι όταν ό Χριστός τους λέει ότι «ουκ άπέθανεν, αλλά καθεύδει», τότε αυτοί «κατεγέλων αυτού, είδότες ότι άπέθανεν». Δεν βλέπουν την αλήθεια πού υπάρχει πέρα από τα φαινόμενα και τα γεγονότα.
Ό Ιησούς «έκβαλών έξω πάντας και κρατήσας της χειρός αυτής έφώνησε λέγων ή παις, έγείρου. Και επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα». Το «όλα τελείωσαν» ισχύει για τούς ανθρώπους. Για τον Χριστό όμως όχι. Το τέρμα, το τέλος είναι ό Ίδιος. Ας Τον ακολουθήσουμε με εμπιστοσύνη, με ελπίδα, με ειρήνη μέχρι τέλους.
Οι τρόποι με τούς οποίους μπορεί να μας βοηθήσει και να κάνη το θαύμα Του είναι πολλοί. Και όταν για κάποια στιγμή τα πράγματα φαίνωνται πώς παίρνουν το χειρότερο, ας θυμώμαστε πολύ τα λόγια του Κυρίου: «Μή φοβού* μόνον πίστευε, και σωθήσεται».