Ἡ εὐαγγελική περικοπή της Κυριακής Γ΄Λουκά, ἀδελφοί χριστιανοί, μᾶς εἶπε γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι ἡ Ζωή, ὅτι συναντήθηκε μέ τόν θάνατο!
Καί βέβαια δέν νίκησε ὁ θάνατος τήν ζωή, ἀλλά ἡ ζωή, ὁ Χριστός, νίκησε τόν θάνατο!
Ἡ σημερινή περικοπή μᾶς εἶπε ὅτι ὁ Χριστός, μέ ἀρκετούς μαθητές καί πολύ ὄχλο, πήγαινε στήν πόλη Ναΐν.
Καί ὅταν πλησίαζαν τήν πόλη, ἔβγαινε ἀπ᾽ αὐτήν μία νεκρική πομπή.
Καί ὁ νεκρός ἦταν τό μονάκριβο παιδί μιᾶς χήρας γυναίκας, συνόδευε δέ τήν πομπή πολύς ὄχλος ἀπό τήν πόλη.
Θά πρέπει δέ νά φανταστοῦμε ὅτι στήν πένθιμη ἀτμόσφαιρα ἀκούονταν οἱ γοερές κραυγές τῆς χήρας μάνας γυναίκας, πού ἔχασε τόν μόνο σύντροφο καί τό μόνο ἀκούμπημα τῆς ζωῆς της, τό μονάκριβο παιδί της.
Δέν γίναμε γι᾽ αὐτά τά πράγματα, χριστιανοί μου.
Δέν ἔκανε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο γιά νά ἀρρωσταίνει καί γιά νά πεθαίνει.
Ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό.
Ἡ Ἁγία Γραφή τό λέει καθαρά, ὅτι «ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν» (Σ. Σολ. 1,13).
Ὁ θάνατος εἶναι ἕνα φάλτσο πράγμα, ἦλθε ἀπ᾽ ἔξω καί δέν ἦρθε ἀπό τόν Θεό. Ἦρθε ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ὁ Θεός τό εἶπε καθαρά στούς πρωτοπλάστους: «Μή φᾶτε ἀπό τό δένδρο, γιατί θά πεθάνετε» (Γεν. 2,17).
Ἔφαγαν καί πέθαναν. Ἔτσι, λοιπόν, βασιλεύει ὁ θάνατος σ᾽ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λεγόμαστε «θνητοί».
Ὅλο κι ὅλο ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτή: Οἱ νεκροί μᾶς φωνάζουν, «ἐλᾶτε»! Καί ᾽μεῖς τούς λέμε, «ἐρχόμαστε»!
Αὐτό εἶναι ἡ ζωή μας ἐδῶ στήν γῆ.
Ἀλλά, ξαναλέγουμε ὅτι δέν ἔκανε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο γιά νά πεθαίνει.
Τόν ἔκανε νά μήν πεθαίνει, ἀλλά νά εἶναι ἀθάνατος.
Ἡ ἁμαρτία τόν ἔκανε θνητό.
Ἀλλά χαρεῖτε, χριστιανοί!
Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ οἰκονόμησε τό σοφό σχέδιο γιά τήν σωτηρία μας, πού ἦταν ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ Του καί ἡ θυσία Του στόν Γολγοθᾶ γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Αὐτή ἔφερε τήν λύτρωσή μας ἀπό τόν θάνατο.
Βέβαια! Ἀφοῦ ὁ θάνατος προῆλθε ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ δέ ἁμαρτία σβήστηκε μέ τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, νικήθηκε καί ὁ θάνατος, τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας.
Ἔτσι οἱ πιστοί χριστιανοί πιστεύουμε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν αἰώνια ζωή στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό ὁμολογοῦμε στό «Πιστεύω» μας: «Ὁμολογῶ ἀνάσταση νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»!
Τήν μεγάλη αὐτή ἀλήθεια τῆς πίστης μας, ἀδελφοί χριστιανοί, τήν κήρυξε ὁ Χριστός δυνατά καί ἔμπρακτα μέ τίς νεκραναστάσεις πού ἔκανε.
Καί τό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο ὁμιλεῖ γιά μία τέτοια νεκρανάσταση.
Ἄς ξαναέλθουμε στήν εὐαγγελική μας περικοπή:
Ὅταν ὁ Κύριός μας συναντήθηκε στήν Ναΐν μέ τήν νεκρική πομπή, λυπήθηκε γιά τόν πόνο καί τά δάκρυα τῆς χήρας γυναίκας, τήν «σπλαγχνίστηκε», ὅπως ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, τήν πλησίασε καί τῆς εἶπε:
«Μή κλαῖε». Μή κλαῖς!
Πόσο πρέπει νά διδάξει ὅλους μας αὐτή ἡ στάση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Πόσο πρέπει νά μιλήσει δυνατά αὐτό τό «ἐσπλαγχνίσθη» πρός τήν χήρα γυναίκα!
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄσπλαγχνοι, εἶναι ἄκαρδοι στόν πόνο τῶν ἄλλων.
Καί ὅταν φαίνονται ὅτι συμπαρίστανται, αὐτό σέ μερικές καί πολλές περιπτώσεις δέν εἶναι εἰλικρινές, ἀλλά ἔχει ὡς σκοπό τήν δική τους προβολή καί γι᾽ αὐτό δέν ἀγγίζει τήν ψυχή τοῦ πονεμένου καί δέν τήν παρηγορεῖ λοιπόν.
Ἔπειτα οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄνθρωποι ἀδύναμοι, μή μπορώντας νά βοηθήσουν οὔτε τόν ἑαυτό τους.
Γι᾽ αὐτό νά ζητᾶμε πάντα τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας.
Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία μιλοῦσε σήμερα τό Εὐαγγέλιο (στίχ. 13), στήν ἐκκλησιαστική μας γλώσσα λέγεται «ἔλεος».
Νά ζητᾶμε, λοιπόν, τό ἔλεος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ ἐκείνην τήν ὡραία προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»! «Ἐλέησόν με» σημαίνει «σπλαγχνίσου με». Καί ὁ Χριστός, σάν Θεός, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται πολύ, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται θεϊκά, καί μᾶς θεραπεύει τέλεια.
Ἔτσι, λοιπόν, καί τήν ὀδυρωμένη χήρα τῆς Ναΐν, πού τήν εὐσπλαγχνίστηκε, τῆς χάρισε πάλι τό παιδάκι της.
Τό ἀνέστησε!
Πραγματικά τό ἀνέστησε, γιατί τό νεκρό παιδί «ἀνασηκώθηκε καί ἄρχισε νά ὁμιλεῖ» (στίχ. 15).
Καί παρέδωσε ὁ Χριστός τό ἀναστημένο παιδί στήν μητέρα του.
Ἡ ἀνάσταση αὐτή τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἀδελφοί χριστιανοί, τῆς Γ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ, ὅπως καί οἱ ἄλλες νεκραναστάσεις πού ἔκανε ὁ Χριστός μας, εἶναι ἕνα προμήνυμα ὅτι θά νικηθεῖ κάποτε ὁ θάνατος καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θά ἀπολαύσουμε τήν παντοτεινή ἀθανασία, γιά τήν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι.
Καί αὐτό τό μήνυμα τό κηρύττει περισσότερο ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιατί, ὅ,τι συνέβηκε μέ τόν Χριστό, θά συμβεῖ καί μέ τόν καθένα ἀπό ᾽μᾶς.
Γιατί ἐμεῖς εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ, ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία Του, ἡ δέ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Σῶμα, πού ἔχει κεφαλή τόν Χριστό.
Καί ἀφοῦ ἡ Κεφαλή μας, ὁ Χριστός, μέ τήν ἀνάστασή Του εἶναι ἔξω ἀπό τά κύματα τοῦ θανάτου, εἶναι βέβαιο ὅτι καί τό ὑπόλοιπο σῶμα Του, ἡ Ἐκκλησία, ἐμεῖς, θά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τόν θάνατο.
Ὅπως ἕνας πού κολυμπάει καί ἔχει τό κεφάλι του ἔξω ἀπό τά κύματα τῆς θάλασσας, εἶναι βέβαιο ὅτι καί τό ὑπόλοιπο σῶμα του θά βγεῖ ἀπό τήν θάλασσα.
Τελειώνοντας, ἀδελφοί, θέλω νά πῶ κάτι ἄλλο σοβαρό. Ἐπειδή ὁ νεκρός τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἦταν νεαρός, σκεπτόμαστε μέ τήν εὐκαιρία αὐτή τά σημερινά μας ἀγαπητά παιδιά.
Εἶναι φιλότιμα παιδιά, ἀλλά τά περισσότερα ἤ μερικά ἀπό αὐτά εἶναι νεκρά πνευματικῶς.
Γιατί ἡ Ἁγία Γραφή λέγει ὅτι ὑπάρχουν δύο θάνατοι.
Ὁ ἕνας σωματικός καί ὁ ἄλλος πνευματικός θάνατος, τό νά ἀποκοπεῖ δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό.
Καί οἱ πρωτόπλαστοι, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, πέθαναν πρῶτα πνευματικά, γιατί ἀποκόπηκαν ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ παρέβηκαν τήν ἐντολή Του, καί, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ πνευματικοῦ τους αὐτοῦ θανάτου, τούς ἦλθε καί ὁ σωματικός θάνατος.
Πολλά, λοιπόν, σημερινά μας παιδιά ζοῦν μακρυά ἀπό τόν Θεό.
Ζοῦν ἕνα πνευματικό θάνατο. Ναί! Δέν κτυπάει δυνατά ἡ καρδιά τους γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἀλλά οὔτε καί γι᾽ αὐτήν τήν πατρίδα μας.
Δέν ἔχουν ὑψηλά ἰδανικά, ἀλλά σέρνονται σάν χαμόκλαδα στούς βάτους· ζοῦν ἀπορροφημένοι στούς σαρκικούς ἔρωτες, ξέχωρους μάλιστα ἀπό τόν γάμο, καί ἄλλοι ζοῦν μέ ὀκνηρία σέ βάρος τῶν ἄλλων, μή ἔχοντες οἱ ἴδιοι κανένα πόθο γιά θυσιαστική ἀγάπη πρός τόν κοινωνία.
Ἀλλά, ἄς μήν ποῦμε πολλά, γιατί γνωρίζουμε πῶς εἶναι μερικοί ἀπό τούς σημερινούς νέους μας.
Δέν μιλάω γιά ὅλους τούς νέους, γιατί ἔχουμε καί χρυσᾶ παιδιά, πού ζοῦν ἁγνά καί καθαρά μέ ἀγάπη στόν Θεό καί τά ὑψηλά ἰδανικά καί μαθητεύονται καλῶς μέ τόν πόθο νά γίνουν καλοί ἄνθρωποι στήν κοινωνία καί νά προσφέρουν καλό σ᾽ αὐτήν.
Ἀλλά, ἄς προσευχηθοῦμε, ὦ χριστιανοί, γιά τήν σημερινή μας νεολαία, γιά τά ἀγαπητά μας παιδιά, νά πάθουν ὅλα, ὅσα εἶναι στόν λήθαργο, μία πνευματική νεκρανάσταση.
Νά γνωρίσουν καί νά ἀγαπήσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Θεό μας, καί νά ζήσουν μιά ὄμορφη ἀναστημένη ζωή, πού ἀξίζει νά λέγεται ζωή. Μιά ζωή μέ ὑψηλά πετάγματα καί ἰδανικά. Μιά ζωή μέ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν πατρίδα, πρός τήν παιδεία – τήν μόρφωση καί πρός ὅλους. Καί αὐτό θά μᾶς δίνει τήν βεβαιότητα γιά μιά ὄμορφη μελλοντική κοινωνία, στήν ὁποία οἱ ἄνθρωποί της θά ζοῦν μέ ἀγάπη καί καλωσύνη, σάν ἀδελφοί μεταξύ τους.
Μιά κοινωνία ἀγγελικά πλασμένη, ΑΜΗΝ.
Μέ πολλές εὐχές,
https://orthodoxia.online
Καί βέβαια δέν νίκησε ὁ θάνατος τήν ζωή, ἀλλά ἡ ζωή, ὁ Χριστός, νίκησε τόν θάνατο!
Ἡ σημερινή περικοπή μᾶς εἶπε ὅτι ὁ Χριστός, μέ ἀρκετούς μαθητές καί πολύ ὄχλο, πήγαινε στήν πόλη Ναΐν.
Καί ὅταν πλησίαζαν τήν πόλη, ἔβγαινε ἀπ᾽ αὐτήν μία νεκρική πομπή.
Καί ὁ νεκρός ἦταν τό μονάκριβο παιδί μιᾶς χήρας γυναίκας, συνόδευε δέ τήν πομπή πολύς ὄχλος ἀπό τήν πόλη.
Θά πρέπει δέ νά φανταστοῦμε ὅτι στήν πένθιμη ἀτμόσφαιρα ἀκούονταν οἱ γοερές κραυγές τῆς χήρας μάνας γυναίκας, πού ἔχασε τόν μόνο σύντροφο καί τό μόνο ἀκούμπημα τῆς ζωῆς της, τό μονάκριβο παιδί της.
Δέν γίναμε γι᾽ αὐτά τά πράγματα, χριστιανοί μου.
Δέν ἔκανε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο γιά νά ἀρρωσταίνει καί γιά νά πεθαίνει.
Ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό.
Ἡ Ἁγία Γραφή τό λέει καθαρά, ὅτι «ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν» (Σ. Σολ. 1,13).
Ὁ θάνατος εἶναι ἕνα φάλτσο πράγμα, ἦλθε ἀπ᾽ ἔξω καί δέν ἦρθε ἀπό τόν Θεό. Ἦρθε ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ὁ Θεός τό εἶπε καθαρά στούς πρωτοπλάστους: «Μή φᾶτε ἀπό τό δένδρο, γιατί θά πεθάνετε» (Γεν. 2,17).
Ἔφαγαν καί πέθαναν. Ἔτσι, λοιπόν, βασιλεύει ὁ θάνατος σ᾽ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λεγόμαστε «θνητοί».
Ὅλο κι ὅλο ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτή: Οἱ νεκροί μᾶς φωνάζουν, «ἐλᾶτε»! Καί ᾽μεῖς τούς λέμε, «ἐρχόμαστε»!
Αὐτό εἶναι ἡ ζωή μας ἐδῶ στήν γῆ.
Ἀλλά, ξαναλέγουμε ὅτι δέν ἔκανε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο γιά νά πεθαίνει.
Τόν ἔκανε νά μήν πεθαίνει, ἀλλά νά εἶναι ἀθάνατος.
Ἡ ἁμαρτία τόν ἔκανε θνητό.
Ἀλλά χαρεῖτε, χριστιανοί!
Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ οἰκονόμησε τό σοφό σχέδιο γιά τήν σωτηρία μας, πού ἦταν ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ Του καί ἡ θυσία Του στόν Γολγοθᾶ γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Αὐτή ἔφερε τήν λύτρωσή μας ἀπό τόν θάνατο.
Βέβαια! Ἀφοῦ ὁ θάνατος προῆλθε ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ δέ ἁμαρτία σβήστηκε μέ τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, νικήθηκε καί ὁ θάνατος, τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας.
Ἔτσι οἱ πιστοί χριστιανοί πιστεύουμε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν αἰώνια ζωή στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό ὁμολογοῦμε στό «Πιστεύω» μας: «Ὁμολογῶ ἀνάσταση νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»!
Τήν μεγάλη αὐτή ἀλήθεια τῆς πίστης μας, ἀδελφοί χριστιανοί, τήν κήρυξε ὁ Χριστός δυνατά καί ἔμπρακτα μέ τίς νεκραναστάσεις πού ἔκανε.
Καί τό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο ὁμιλεῖ γιά μία τέτοια νεκρανάσταση.
Ἄς ξαναέλθουμε στήν εὐαγγελική μας περικοπή:
Ὅταν ὁ Κύριός μας συναντήθηκε στήν Ναΐν μέ τήν νεκρική πομπή, λυπήθηκε γιά τόν πόνο καί τά δάκρυα τῆς χήρας γυναίκας, τήν «σπλαγχνίστηκε», ὅπως ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, τήν πλησίασε καί τῆς εἶπε:
«Μή κλαῖε». Μή κλαῖς!
Πόσο πρέπει νά διδάξει ὅλους μας αὐτή ἡ στάση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Πόσο πρέπει νά μιλήσει δυνατά αὐτό τό «ἐσπλαγχνίσθη» πρός τήν χήρα γυναίκα!
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄσπλαγχνοι, εἶναι ἄκαρδοι στόν πόνο τῶν ἄλλων.
Καί ὅταν φαίνονται ὅτι συμπαρίστανται, αὐτό σέ μερικές καί πολλές περιπτώσεις δέν εἶναι εἰλικρινές, ἀλλά ἔχει ὡς σκοπό τήν δική τους προβολή καί γι᾽ αὐτό δέν ἀγγίζει τήν ψυχή τοῦ πονεμένου καί δέν τήν παρηγορεῖ λοιπόν.
Ἔπειτα οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄνθρωποι ἀδύναμοι, μή μπορώντας νά βοηθήσουν οὔτε τόν ἑαυτό τους.
Γι᾽ αὐτό νά ζητᾶμε πάντα τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας.
Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία μιλοῦσε σήμερα τό Εὐαγγέλιο (στίχ. 13), στήν ἐκκλησιαστική μας γλώσσα λέγεται «ἔλεος».
Νά ζητᾶμε, λοιπόν, τό ἔλεος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ ἐκείνην τήν ὡραία προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»! «Ἐλέησόν με» σημαίνει «σπλαγχνίσου με». Καί ὁ Χριστός, σάν Θεός, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται πολύ, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται θεϊκά, καί μᾶς θεραπεύει τέλεια.
Ἔτσι, λοιπόν, καί τήν ὀδυρωμένη χήρα τῆς Ναΐν, πού τήν εὐσπλαγχνίστηκε, τῆς χάρισε πάλι τό παιδάκι της.
Τό ἀνέστησε!
Πραγματικά τό ἀνέστησε, γιατί τό νεκρό παιδί «ἀνασηκώθηκε καί ἄρχισε νά ὁμιλεῖ» (στίχ. 15).
Καί παρέδωσε ὁ Χριστός τό ἀναστημένο παιδί στήν μητέρα του.
Ἡ ἀνάσταση αὐτή τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἀδελφοί χριστιανοί, τῆς Γ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ, ὅπως καί οἱ ἄλλες νεκραναστάσεις πού ἔκανε ὁ Χριστός μας, εἶναι ἕνα προμήνυμα ὅτι θά νικηθεῖ κάποτε ὁ θάνατος καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θά ἀπολαύσουμε τήν παντοτεινή ἀθανασία, γιά τήν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι.
Καί αὐτό τό μήνυμα τό κηρύττει περισσότερο ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιατί, ὅ,τι συνέβηκε μέ τόν Χριστό, θά συμβεῖ καί μέ τόν καθένα ἀπό ᾽μᾶς.
Γιατί ἐμεῖς εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ, ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία Του, ἡ δέ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Σῶμα, πού ἔχει κεφαλή τόν Χριστό.
Καί ἀφοῦ ἡ Κεφαλή μας, ὁ Χριστός, μέ τήν ἀνάστασή Του εἶναι ἔξω ἀπό τά κύματα τοῦ θανάτου, εἶναι βέβαιο ὅτι καί τό ὑπόλοιπο σῶμα Του, ἡ Ἐκκλησία, ἐμεῖς, θά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τόν θάνατο.
Ὅπως ἕνας πού κολυμπάει καί ἔχει τό κεφάλι του ἔξω ἀπό τά κύματα τῆς θάλασσας, εἶναι βέβαιο ὅτι καί τό ὑπόλοιπο σῶμα του θά βγεῖ ἀπό τήν θάλασσα.
Τελειώνοντας, ἀδελφοί, θέλω νά πῶ κάτι ἄλλο σοβαρό. Ἐπειδή ὁ νεκρός τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἦταν νεαρός, σκεπτόμαστε μέ τήν εὐκαιρία αὐτή τά σημερινά μας ἀγαπητά παιδιά.
Εἶναι φιλότιμα παιδιά, ἀλλά τά περισσότερα ἤ μερικά ἀπό αὐτά εἶναι νεκρά πνευματικῶς.
Γιατί ἡ Ἁγία Γραφή λέγει ὅτι ὑπάρχουν δύο θάνατοι.
Ὁ ἕνας σωματικός καί ὁ ἄλλος πνευματικός θάνατος, τό νά ἀποκοπεῖ δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό.
Καί οἱ πρωτόπλαστοι, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, πέθαναν πρῶτα πνευματικά, γιατί ἀποκόπηκαν ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ παρέβηκαν τήν ἐντολή Του, καί, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ πνευματικοῦ τους αὐτοῦ θανάτου, τούς ἦλθε καί ὁ σωματικός θάνατος.
Πολλά, λοιπόν, σημερινά μας παιδιά ζοῦν μακρυά ἀπό τόν Θεό.
Ζοῦν ἕνα πνευματικό θάνατο. Ναί! Δέν κτυπάει δυνατά ἡ καρδιά τους γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἀλλά οὔτε καί γι᾽ αὐτήν τήν πατρίδα μας.
Δέν ἔχουν ὑψηλά ἰδανικά, ἀλλά σέρνονται σάν χαμόκλαδα στούς βάτους· ζοῦν ἀπορροφημένοι στούς σαρκικούς ἔρωτες, ξέχωρους μάλιστα ἀπό τόν γάμο, καί ἄλλοι ζοῦν μέ ὀκνηρία σέ βάρος τῶν ἄλλων, μή ἔχοντες οἱ ἴδιοι κανένα πόθο γιά θυσιαστική ἀγάπη πρός τόν κοινωνία.
Ἀλλά, ἄς μήν ποῦμε πολλά, γιατί γνωρίζουμε πῶς εἶναι μερικοί ἀπό τούς σημερινούς νέους μας.
Δέν μιλάω γιά ὅλους τούς νέους, γιατί ἔχουμε καί χρυσᾶ παιδιά, πού ζοῦν ἁγνά καί καθαρά μέ ἀγάπη στόν Θεό καί τά ὑψηλά ἰδανικά καί μαθητεύονται καλῶς μέ τόν πόθο νά γίνουν καλοί ἄνθρωποι στήν κοινωνία καί νά προσφέρουν καλό σ᾽ αὐτήν.
Ἀλλά, ἄς προσευχηθοῦμε, ὦ χριστιανοί, γιά τήν σημερινή μας νεολαία, γιά τά ἀγαπητά μας παιδιά, νά πάθουν ὅλα, ὅσα εἶναι στόν λήθαργο, μία πνευματική νεκρανάσταση.
Νά γνωρίσουν καί νά ἀγαπήσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Θεό μας, καί νά ζήσουν μιά ὄμορφη ἀναστημένη ζωή, πού ἀξίζει νά λέγεται ζωή. Μιά ζωή μέ ὑψηλά πετάγματα καί ἰδανικά. Μιά ζωή μέ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν πατρίδα, πρός τήν παιδεία – τήν μόρφωση καί πρός ὅλους. Καί αὐτό θά μᾶς δίνει τήν βεβαιότητα γιά μιά ὄμορφη μελλοντική κοινωνία, στήν ὁποία οἱ ἄνθρωποί της θά ζοῦν μέ ἀγάπη καί καλωσύνη, σάν ἀδελφοί μεταξύ τους.
Μιά κοινωνία ἀγγελικά πλασμένη, ΑΜΗΝ.
Μέ πολλές εὐχές,
https://orthodoxia.online