Ο Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος ή Παπουλάκος είναι ένας νέος
απόστολος του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Παρά ταύτα η μορφή και η δράση του επί εκατόν πενήντα και πλέον χρόνια τελούσε υπό αμφισβήτηση και παρεξήγηση μέσα στην τεχνητή ομίχλη, την οποία είχαν δημιουργήσει η κακία και η αντινομίες της εποχής του, και μόλις στις μέρες μας αποκαθίσταται με όλη του τη λαμπρότητα.
Παρά ταύτα η μορφή και η δράση του επί εκατόν πενήντα και πλέον χρόνια τελούσε υπό αμφισβήτηση και παρεξήγηση μέσα στην τεχνητή ομίχλη, την οποία είχαν δημιουργήσει η κακία και η αντινομίες της εποχής του, και μόλις στις μέρες μας αποκαθίσταται με όλη του τη λαμπρότητα.
Στην εποχή του ορισμένοι
από σύγχυση ή εμπάθεια τον αποκάλεσαν αγύρτη, το επίσημο κράτος τον
συνέλαβε και η Ιερά Σύνοδος, υπό την πίεση της εξουσίας, τον περιόρισε
δια βίου σε Μονές της Θήρας και της Άνδρου.
Αλλά ο λαός από γενιά σε γενιά, σαν μέσα σε θρύλο, μας μεταλαμπαδεύει με ευλάβεια και σεβασμό τη μνήμη, τη φήμη και τα σημεία του.
Έτσι, τώρα που ο χρόνος τον απομάκρυνε από τις σύγχρονες περιστάσεις, μπορούμε να τον δούμε και να τον κρίνουμε καλύτερα.
Ο Παπουλάκος/κης γεννήθηκε μετά το 1770 στον Άρμπουνα του δήμου Κλειτορίας των Καλαβρύτων.
Μετέρχονταν το οικογενειακό επάγγελμα του κρεοπώλη.
Ήταν άνθρωπος φιλήσυχος και δίκαιος.
Σε ώριμη ηλικία βλέπει ένα ουράνιο σημείο στην οικία του, που τον προστάζει να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στον Χριστό ως κήρυκας μοναχός.
Πιο ψηλά από το χωριό του χτίζει τη σκήτη της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου».
Ήταν απλός και κατείχε στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να κατακτήσει κάποια υπεύθυνη θέση στον ανώτατο κλήρο.
Είχε όμως ζήσει στην πιο έντονη περίοδο του Έθνους μας. Συμμετείχε στη μεγάλη προετοιμασία και στον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδος από το μακρόχρονο οθωμανικό ζυγό.
Έτσι ζυμώθηκε με τα εθνικά νάματα και την πνευματικότητα, που απορρέουν από τη μακραίωνη παράδοσή μας και την άνευ όρων και ορίων προσήλωση της ελλαδικής Εκκλησίας στην Μεγάλη Μητέρα Εκκλησία.
Και όταν οι Βαυαροί και τα όργανά τους θέλησαν να αλλοιώσουν το ελληνορθόδοξο πνεύμα με απαράδεκτες και ύποπτες καινοτομίες, ο Χριστοφόρος τέθηκε επικεφαλής στον αγώνα για την αλήθεια και την ελευθερία.
Μαζί του λόγιοι ρασοφόροι της εποχής του, όπως ο εκ Κεφαλληνίας Κοσμάς Φλαμιάτος, ο Μεγαλοσπηλιώτης Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος, ο Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων, ο όσιος Διονύσιος Επιφανιάδης, ο καθηγούμενος Συμεών της Μονής Γρηγορίου Αγ. Όρους και άλλοι Κολλυβάδες και πνευματικοί άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά και μορφωτικά στρώματα.
Ο Παπουλάκος περιοδεύει σε όλη την Πελοπόννησο, στην Αττική και σε πολλά νησιά, όπως στις Σπέτσες, στην Ύδρα, στον Πόρο και στην Ελαφόνησο, διδάσκοντας το Λόγο του Θεού.
Οι Διδαχές του είναι βάλσαμο και ελπίδα για τους ταλαίπωρους ανθρώπους των περιοχών αυτών.
Παντού στηλιτεύει τις προσπάθειες της ξενόφερτης εξουσίας και των προστατών αυτής, που προσπαθούν να αλλοιώσουν την παράδοσή μας.
Με το λόγο του μεταμορφώνει το λαό, ώστε να επικρατεί αγάπη, δικαιοσύνη και συγχώρηση.
Ο Τύπος της εποχής γράφει πως: «ό,τι δεν κατάφεραν οι νόμοι, το κατόρθωσε με το κήρυγμά του ο Χριστοφόρος».
Η φιλανθρωπία και η καλοσύνη εξαπλώνονται παντού, απ' όπου περνά.
Η Ιερά Σύνοδος μετά από τις επανειλημμένες συλλήψεις του, προτείνει να τον αφήσουν ελεύθερο, διαπιστώνοντας: «ότι όπου αν απήλθε, κηρύξας τον λόγον του Θεού, ούτε αγυρτίαν, ούτε ιδιοτέλειαν τινά εφάνη μετελθών, αλλ' αφιλοκερδής ων, και ακτήμων, και ως ο υπό απλούς απλούστατος τον λόγον του Θεού κηρύξας, συνέστειλε και παντελώς έπαυσε δια της διδασκαλίας του την ζωοκλοπήν, την δενδροκοπίαν, την ψευδορκίαν κ.τλ. και ...θεωρεί αυτόν της κατ' αυτού γενομένης κατηγορίας Αθώον».
Ωστόσο οι ισχυροί φοβούνται και αργότερα πιέζουν την Ι. Σύνοδο να εκδώσει αργότερα απαγορευτική εγκύκλιο για τα κηρύγματά του.
Ο Παπουλάκος επιστρέφει στον Άρμπουνα για περισυλλογή. αλλ' όμως όχι για πολύ.
Ο αγώνας έχει γίνει γι' αυτόν σκοπός της υπάρξεώς του. Όταν σε λίγο ξαναβγαίνει στα χωριά και στην ύπαιθρο, η Πελοπόννησος ολόκληρη και πολλά νησιά δονούνται από ενθουσιασμό.
Του επιφυλάσσουν πρωτοφανή για τα χρονικά υποδοχή.
Μια μεγάλη πνευματική λιτανεία διασχίζει απ' άκρου εις άκρον το Μοριά με επικεφαλής τον Παπουλάκο.
Παντού το πλήθος μαζί με τον κλήρο τον αποθεώνει και τον ακολουθεί ψάλλοντας το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ...».
Η μεγάλη πορεία της πίστεως φθάνει μέχρι την Καλαμάτα. Τότε η Κυβέρνηση και η Ι. Σύνοδος ανησυχούν και αποφασίζουν να αντιδράσουν.
Στρατός και στόλος αποστέλλονται εναντίον του άοπλου Γέροντος, για να καταστείλουν το «κίνημα».
Ο Παπουλάκος καταφεύγει στα απρόσιτα βουνά της Μάνης, όπου τον προστατεύει μεν η αγάπη των κατοίκων, θα τον καταδώσει όμως το πάθος της φιλαργυρίας.
Η αμοιβή της συλλήψεώς του είχε οριστεί σε έξι χιλιάδες δραχμές και ο προδότης, δυστυχώς, βρέθηκε ανάμεσα στον κλήρο.
Ο αγωνιστής για ένα χρόνο εγκλείεται στις υγρές και ανήλιες φυλακές του Ρίου.
Όταν μεταφέρεται στην Αθήνα, για να δικασθεί, κλήρος και λαός, με κλάματα και δεήσεις, υποκλίνονται σε εκείνον, απ' όπου περνά.
Αλλά ο λαός από γενιά σε γενιά, σαν μέσα σε θρύλο, μας μεταλαμπαδεύει με ευλάβεια και σεβασμό τη μνήμη, τη φήμη και τα σημεία του.
Έτσι, τώρα που ο χρόνος τον απομάκρυνε από τις σύγχρονες περιστάσεις, μπορούμε να τον δούμε και να τον κρίνουμε καλύτερα.
Ο Παπουλάκος/κης γεννήθηκε μετά το 1770 στον Άρμπουνα του δήμου Κλειτορίας των Καλαβρύτων.
Μετέρχονταν το οικογενειακό επάγγελμα του κρεοπώλη.
Ήταν άνθρωπος φιλήσυχος και δίκαιος.
Σε ώριμη ηλικία βλέπει ένα ουράνιο σημείο στην οικία του, που τον προστάζει να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στον Χριστό ως κήρυκας μοναχός.
Πιο ψηλά από το χωριό του χτίζει τη σκήτη της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου».
Ήταν απλός και κατείχε στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να κατακτήσει κάποια υπεύθυνη θέση στον ανώτατο κλήρο.
Είχε όμως ζήσει στην πιο έντονη περίοδο του Έθνους μας. Συμμετείχε στη μεγάλη προετοιμασία και στον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδος από το μακρόχρονο οθωμανικό ζυγό.
Έτσι ζυμώθηκε με τα εθνικά νάματα και την πνευματικότητα, που απορρέουν από τη μακραίωνη παράδοσή μας και την άνευ όρων και ορίων προσήλωση της ελλαδικής Εκκλησίας στην Μεγάλη Μητέρα Εκκλησία.
Και όταν οι Βαυαροί και τα όργανά τους θέλησαν να αλλοιώσουν το ελληνορθόδοξο πνεύμα με απαράδεκτες και ύποπτες καινοτομίες, ο Χριστοφόρος τέθηκε επικεφαλής στον αγώνα για την αλήθεια και την ελευθερία.
Μαζί του λόγιοι ρασοφόροι της εποχής του, όπως ο εκ Κεφαλληνίας Κοσμάς Φλαμιάτος, ο Μεγαλοσπηλιώτης Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος, ο Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων, ο όσιος Διονύσιος Επιφανιάδης, ο καθηγούμενος Συμεών της Μονής Γρηγορίου Αγ. Όρους και άλλοι Κολλυβάδες και πνευματικοί άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά και μορφωτικά στρώματα.
Ο Παπουλάκος περιοδεύει σε όλη την Πελοπόννησο, στην Αττική και σε πολλά νησιά, όπως στις Σπέτσες, στην Ύδρα, στον Πόρο και στην Ελαφόνησο, διδάσκοντας το Λόγο του Θεού.
Οι Διδαχές του είναι βάλσαμο και ελπίδα για τους ταλαίπωρους ανθρώπους των περιοχών αυτών.
Παντού στηλιτεύει τις προσπάθειες της ξενόφερτης εξουσίας και των προστατών αυτής, που προσπαθούν να αλλοιώσουν την παράδοσή μας.
Με το λόγο του μεταμορφώνει το λαό, ώστε να επικρατεί αγάπη, δικαιοσύνη και συγχώρηση.
Ο Τύπος της εποχής γράφει πως: «ό,τι δεν κατάφεραν οι νόμοι, το κατόρθωσε με το κήρυγμά του ο Χριστοφόρος».
Η φιλανθρωπία και η καλοσύνη εξαπλώνονται παντού, απ' όπου περνά.
Η Ιερά Σύνοδος μετά από τις επανειλημμένες συλλήψεις του, προτείνει να τον αφήσουν ελεύθερο, διαπιστώνοντας: «ότι όπου αν απήλθε, κηρύξας τον λόγον του Θεού, ούτε αγυρτίαν, ούτε ιδιοτέλειαν τινά εφάνη μετελθών, αλλ' αφιλοκερδής ων, και ακτήμων, και ως ο υπό απλούς απλούστατος τον λόγον του Θεού κηρύξας, συνέστειλε και παντελώς έπαυσε δια της διδασκαλίας του την ζωοκλοπήν, την δενδροκοπίαν, την ψευδορκίαν κ.τλ. και ...θεωρεί αυτόν της κατ' αυτού γενομένης κατηγορίας Αθώον».
Ωστόσο οι ισχυροί φοβούνται και αργότερα πιέζουν την Ι. Σύνοδο να εκδώσει αργότερα απαγορευτική εγκύκλιο για τα κηρύγματά του.
Ο Παπουλάκος επιστρέφει στον Άρμπουνα για περισυλλογή. αλλ' όμως όχι για πολύ.
Ο αγώνας έχει γίνει γι' αυτόν σκοπός της υπάρξεώς του. Όταν σε λίγο ξαναβγαίνει στα χωριά και στην ύπαιθρο, η Πελοπόννησος ολόκληρη και πολλά νησιά δονούνται από ενθουσιασμό.
Του επιφυλάσσουν πρωτοφανή για τα χρονικά υποδοχή.
Μια μεγάλη πνευματική λιτανεία διασχίζει απ' άκρου εις άκρον το Μοριά με επικεφαλής τον Παπουλάκο.
Παντού το πλήθος μαζί με τον κλήρο τον αποθεώνει και τον ακολουθεί ψάλλοντας το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ...».
Η μεγάλη πορεία της πίστεως φθάνει μέχρι την Καλαμάτα. Τότε η Κυβέρνηση και η Ι. Σύνοδος ανησυχούν και αποφασίζουν να αντιδράσουν.
Στρατός και στόλος αποστέλλονται εναντίον του άοπλου Γέροντος, για να καταστείλουν το «κίνημα».
Ο Παπουλάκος καταφεύγει στα απρόσιτα βουνά της Μάνης, όπου τον προστατεύει μεν η αγάπη των κατοίκων, θα τον καταδώσει όμως το πάθος της φιλαργυρίας.
Η αμοιβή της συλλήψεώς του είχε οριστεί σε έξι χιλιάδες δραχμές και ο προδότης, δυστυχώς, βρέθηκε ανάμεσα στον κλήρο.
Ο αγωνιστής για ένα χρόνο εγκλείεται στις υγρές και ανήλιες φυλακές του Ρίου.
Όταν μεταφέρεται στην Αθήνα, για να δικασθεί, κλήρος και λαός, με κλάματα και δεήσεις, υποκλίνονται σε εκείνον, απ' όπου περνά.
Το Κράτος
δεν τολμά να τον δικάσει, γιατί ο λαός είναι με το μέρος του και έτοιμος
να αναιρέσει τις συκοφαντίες.