Θέλετε, ἀγαπητοί μου, νὰ δῆτε τὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο μιᾶς ὀρθοδόξου χώρας;
Παρατηρῆστε τί κάνουν κάτοικοί της τὶς ἑορτὲς καὶ ἰδίως τὴν Κυριακή.
Κάνουν σταυρό, ἐκκλησιάζονται, σκέπτονται τὸν οὐρανό, ὑμνοῦν τὴν ἁγία Τριάδα, κοινωνοῦν, μελετοῦν Γραφή, ἐπισκέπτονται ἀρρώστους, βοηθοῦν φτωχούς, ἀπέχουν ἀπὸ ἁμαρτίες;
Ἐὰν ναί, ἡ χώρα εἶνε χριστιανική, ἔθνος εὐλογημένο, ἄγγελοι φρουροῦν τὰ σύνορά της.
Ἐὰν ὅμως ὄχι, τότε ἡ χώρα αὐτὴ εἶνε εἰδωλολατρική, διώχνει ἀπὸ πάνω της τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ.
Ἀσφαλὴς δείκτης τῆς πνευματικῆς καταστάσεώς της εἶνε ἡ τήρησι τῆς τετάρτης ἐντολῆς τοῦ Δεκαλόγου (βλ. Ἔξ. 20,8-11. Δευτ. 5,12-15).
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· οἱ Ἕλληνες τηροῦν τὴν ἐντολὴ αὐτή, ἀργοῦν ἀπὸ τὰ καθημερινὰ ἔργα, ἁγιάζουν τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου;
Τὸ δείχνουν ὄχι τὰ λόγια ἀλλὰ τὰ ἔργα τους.
Καὶ νά ἕνα παράδειγμα.
Παρατηρῆστε τί κάνουν κάτοικοί της τὶς ἑορτὲς καὶ ἰδίως τὴν Κυριακή.
Κάνουν σταυρό, ἐκκλησιάζονται, σκέπτονται τὸν οὐρανό, ὑμνοῦν τὴν ἁγία Τριάδα, κοινωνοῦν, μελετοῦν Γραφή, ἐπισκέπτονται ἀρρώστους, βοηθοῦν φτωχούς, ἀπέχουν ἀπὸ ἁμαρτίες;
Ἐὰν ναί, ἡ χώρα εἶνε χριστιανική, ἔθνος εὐλογημένο, ἄγγελοι φρουροῦν τὰ σύνορά της.
Ἐὰν ὅμως ὄχι, τότε ἡ χώρα αὐτὴ εἶνε εἰδωλολατρική, διώχνει ἀπὸ πάνω της τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ.
Ἀσφαλὴς δείκτης τῆς πνευματικῆς καταστάσεώς της εἶνε ἡ τήρησι τῆς τετάρτης ἐντολῆς τοῦ Δεκαλόγου (βλ. Ἔξ. 20,8-11. Δευτ. 5,12-15).
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· οἱ Ἕλληνες τηροῦν τὴν ἐντολὴ αὐτή, ἀργοῦν ἀπὸ τὰ καθημερινὰ ἔργα, ἁγιάζουν τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου;
Τὸ δείχνουν ὄχι τὰ λόγια ἀλλὰ τὰ ἔργα τους.
Καὶ νά ἕνα παράδειγμα.
Ὅταν περιώδευα ὡς ἱεροκήρυκας τὴ νότιο Εὔβοια, τὸ 1951, διαπίστωνα μετὰ λύπης, ὅτι ἡ Κυριακὴ ὡς ἡμέρα λατρείας τοῦ Κυρίου εἶχε καταργηθῆ.
Ἀπὸ νωρὶς τὸ πρωὶ γινόταν παζάρι, καὶ οἱ φωνὲς ἔφταναν μέχρι τὸ ναὸ ὅπου ὁ ἱερεύς, μόνος, προσευχόταν στὸ Θεό.
Τί βεβήλωσι!
Κι ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μεταξὺ ἀγορᾶς καὶ πωλήσεως, ἀγοραστῶν καὶ πωλητῶν, καιροφυλακτοῦν οἱ περισσότεροι δαίμονες, γίνεται διελκυστίνδα κακῶν, οἱ ἄνθρωποι σέρνουν καὶ σέρνονται στὴν ἁμαρτία· ὅποιος προλάβῃ καὶ γελάσῃ τὸν ἄλλο.
Ποιός νὰ μετρήσῃ τὰ ψέματα ποὺ λέγονται, τοὺς ὅρκους ποὺ γίνονται, τὶς ἀπάτες καὶ κλοπές;
Καὶ ἡ βεβήλωσι συνεχίζεται· μετὰ τὸ παζάρι πολλοὶ πηγαίνουν σὲ διάφορα κέντρα καὶ ταβέρνες, ὅπου σπαταλοῦν τὰ λίγα κέρδη τους, κ᾽ ἐκεῖ μεθοῦν, αἰσχρολογοῦν, βρίζουν, βλαστημοῦν, καὶ γυρίζουν στὰ σπίτια τους σὲ ἀθλία κατάστασι.
Τί ἐξευτελισμός, τί κατάπτωσι τοῦ ἀνθρώπου, τῆς «εἰκόνος» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,26)
– καὶ πότε; τὴν Κυριακή, τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Κύριος ἦρθε νὰ τὸν ὑψώσῃ μὲ τὸ σταυρὸ καὶ τὴν ἀνάστασί του, νὰ τὸν κάνῃ ἄγγελο, νὰ τὸν κάνῃ θεὸ κατὰ χάριν! Αὐτὰ καὶ ἄλλα χειρότερα συνέβαιναν τότε, ἐκεῖ καὶ ἀλλοῦ. Μήπως δὲν συμβαίνουν καὶ σήμερα;
Τὸ παζάρι ἔφαγε τὴν Κυριακή!
Ὄχι στοὺς ναοὺς ἀλλὰ στὰ μαγαζιὰ τρέχουν ὅλοι.
Ἡ Κυριακὴ ἔχει σβήσει. Καὶ μόνο αὐτῆς τῆς ἐντολῆς ἡ καταπάτησι φτάνει γιὰ νὰ βεβαιώσῃ πόσο ἔχουμε ξεμακρύνει ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου. Σὲ τί καταφρόνησι τοῦ θείου νόμου πέσαμε, ἀγαπητοί μου!
Ἄλλοτε, πρὶν τὸ 1821, οἱ Ἕλληνες τηροῦσαν μὲ εὐλάβεια τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
Καὶ ἐπὶ Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων ἡ νομοθεσία ἀπαγόρευε τὴν Κυριακὴ στρατιωτικὲς ἀσκήσεις καὶ γυμνάσια, ἐμπορικὲς συναλλαγὲς κι ἀγοραπωλησίες, θεατρικὲς παραστάσεις καὶ ἱπποδρόμια· καὶ τὰ γενέθλια τοῦ βασιλέως ἂν συνέπιπταν, ἀναβάλλονταν σὲ καθημερινή, ὥστε ἡ Κυριακὴ ν᾽ ἀνήκῃ ἐξ ὁλοκλήρου στὸν «Βασιλέα τῶν ὅλων» (θ. Λειτ. χερουβ.).
Τὸ κράτος ἐξασφάλιζε στοὺς πολῖτες του ἀπερίσπαστη λατρεία, ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τύρβη, θορύβους καὶ ταραχές. Ποῦ εἶνε σήμερα τέτοιο κράτος; ποῦ ἡ εὐσέβεια τῶν ἀρχόντων ἐκείνων τῶν χρόνων;
Τώρα οἱ ἄρχοντές μας, ἀνεξαρτήτως πολιτικῶν φρονημάτων, δὲν ἔχουν αἴσθησι τῆς ἱερότητος τῆς Κυριακῆς, ἀπουσιάζουν ἀπὸ τοὺς ναούς, κάνουν ταξίδια, μετέχουν σὲ κοσμικὰ συμπόσια, διασκεδάζουν σὲ δεξιώσεις, πρῶτοι αὐτοὶ βεβηλώνουν τὴν ἡμέρα.
Ἀπὸ τέτοιους ἄρχοντες περιμένει κανεὶς διόρθωσι τοῦ κακοῦ;
* * *
Ἀλλ᾽ ἂς μὴ ἀπελπιζώμαστε. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς πολιτικούς, ὑπάρχουν καὶ παράγοντες πνευματικοί, ποὺ μποροῦν νὰ βοηθήσουν. Ποιοί; Τὸ ζήτημα αὐτὸ ἀφορᾷ κυρίως τὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία μας, τὴ διοίκησί της.
Δὲν ἐπιτρέπεται ὁ κλῆρος καὶ μάλιστα οἱ ἀρχιερεῖς νὰ ἀδιαφοροῦν βλέποντας τὸ λαὸ νὰ διαρρέῃ τὶς Κυριακὲς σὲ ἀγορὲς κ᾽ ἐμποροπανηγύρεις.
Σ᾽ αὐτούς, στὸν καθένα προσωπικά, ἀπευθύνεται διὰ τοῦ προφήτου Ἰεζεκιὴλ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· «Υἱὲ ἀνθρώπου, γιατί σιωπᾷς; γιατί δὲν ἐλέγχεις, γιατί δὲν καταγγέλλεις τὴν ἀνομία τοῦ λαοῦ; Νά, μπροστὰ στὰ μάτια σου μιαίνονται τὰ ἅγιά μου καὶ ἡ ἡμέρα μου βεβηλώνεται» (πρβλ. Ἰεζ. 23,36-38). Ὁ κληρικὸς θ᾽ ἀφήσῃ τοὺς πολιτικούς, θ᾽ ἀφήσῃ τοὺς νεκρούς (πρβλ. Ματθ. 8,22. Λουκ. 9,60), καὶ θ᾽ ἀπευθυνθῇ στὸ λαό, γιὰ νὰ τὸν πείσῃ γιὰ τὴ μεγάλη ζημιά, ὑλικὴ καὶ πνευματική, ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τὴν καταπάτησι τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς. Θέλεις νὰ δυστυχήσῃς καὶ νὰ πεινάσῃς; θὰ πῇ· ἕνας σίγουρος τρόπος ὑπάρχει, ν᾽ ἀνοίγῃς Κυριακὴ τὸ μαγαζί σου καὶ νὰ δουλεύῃς! τὰ κέρδη τῆς ἡμέρας αὐτῆς δὲν εἶνε εὐλογία, εἶνε κατάρα, φωτιὰ ποὺ καίει.
Ἱστὸν ἀράχνης ὑφαίνουν ὅσοι δουλεύουν τὶς Κυριακές.
Ἡ ἐργασία χωρὶς διακοπή, θὰ πῇ, εἶνε κακὸ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἡ ὁποία στηρίζεται ἐπάνω τόσο στὸ νόμο τῆς ἐργασίας ὅσο καὶ στὸ νόμο τῆς ἀναπαύσεως.
Καὶ οἱ δύο νόμοι εἶνε ἀναγκαῖοι.
Ἄλογο ποὺ δουλεύει συνεχῶς, τσακίζεται καὶ ψοφάει πρὶν τὴν ὥρα, ἐνῷ, ἂν δουλεύῃ ἀλλὰ κατὰ διαστήματα ξεκουράζεται, ζῇ περισσότερο καὶ ἀποδίδει πιὸ πολύ.
Φυματίωσι, καρδιακὲς καὶ νευρολογικὲς παθήσεις εἶνε, κατὰ τὴν ἰατρική, τ᾽ ἀποτελέσματα μιᾶς ἀδιάκοπης ὑπερεντάσεως. Ὅταν κανεὶς ζῇ ἤρεμα τὴν Κυριακή, ἔχει ὑγεία κι ἀνανεώνει τὶς δυνάμεις του γιὰ νὰ συνεχίσῃ τὴν ἐργασία του.
Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου εὐεργετεῖ σῶμα καὶ πνεῦμα, τὸν ὅλο ἄνθρωπο.
Ἐκτὸς αὐτῶν, γιὰ νὰ ζήσῃ κανεὶς εὐτυχισμένος, παραπάνω ἀπ᾽ τὴ δραστηριότητα ἔχει ἀνάγκη τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου· δίχως αὐτὴν ὅλοι οἱ κόποι εἶνε μηδέν· ὅσοι ἔβαλαν πάνω ἀπ᾽ τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ τὸ ἀνθρώπινο συμφέρον, χάθηκαν. Χωρὶς τὸ Θεὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ.
Ὑπόμνησις αἰωνιότητος εἶνε ἡ Κυριακή.
«Σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός» (Ψαλμ. 45,10).
Τέλος ὁ κληρικὸς θὰ διαβάσῃ εἰς ἐπήκοον ὅλου τοῦ λαοῦ τὶς Ἀποστολικὲς Διαταγές (P.G. 1,1021Α-Β) καὶ τοὺς νόμους τῶν ἁγίων Συνόδων μὲ τοὺς ὁποίους κυβερνᾶται ἡ Ἐκκλησία· τὸν ΚΘ΄ (29ο) κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, τὸν ΞΑ΄ (Ο΄) (61ο) τῆς ἐν Καρθαγένῃ, καὶ τὸν Π΄ (80ό) τῆς Πενθέκτης.
Θ᾽ ἀναφέρῃ παραδείγματα τιμωρίας ἀθετούντων τὴν ἀργία, θὰ καλέσῃ τὸ λαὸ νὰ γυρίσῃ στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Κι ὁ λαὸς –τὸ πιστεύω– θ᾽ ἀκούσῃ τὴ φωνή του.
Ἔτσι ἐργάσθηκα ὡς ἱεροκήρυκας· τύπωσα, διένειμα καὶ τοιχοκόλλησα σχετικὲς πινακίδες, ἄρχισα συστηματικὸ κήρυγμα, καὶ πλῆθος πιστῶν δήλωναν τὴν ἐπιθυμία νὰ τηρήσουν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς. Ἡ δύναμι τῆς Ἐκκλησίας εἶνε μεγάλη.
Ἂν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τὴ συνειδητοποιοῦσαν καὶ τὴ χρησιμοποιοῦσαν, θὰ ἔκαναν θαύματα.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς κατάφερε στὴν Ἤπειρο νὰ πείσῃ τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μεταφέρουν τὰ παζάρια ἀπὸ τὴν Κυριακὴ στὸ Σάββατο πρὸς μεγάλη λύπη τῶν Ἑβραίων, ποὺ ἤθελαν νὰ γίνωνται τὰ παζάρια Κυριακή, γιὰ νὰ μαγαρίζωνται οἱ Χριστιανοί.
Μόνο ἄνθρωποι μὲ ἑβραϊκὴ καὶ μασονικὴ σκέψι θέλουν νὰ γίνωνται τὰ παζάρια Κυριακή.
Αὐτοί, κατὰ τὸν ψαλμῳδό, ἔχουν καταχθόνιο πρόγραμμα·
«Ἐλᾶτε νὰ καταργήσουμε τὶς ἑορτὲς τοῦ Θεοῦ» (Ψαλμ. 73,8).
Ἡ Κυριακή, ὡς ἡμέρα θριάμβου τοῦ ἀναστάντος Κυρίου κατὰ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, τοὺς δαιμονίζει.
Ἂς γίνῃ λοιπὸν ἡ ἡμέρα Κυρίου λαχανοπάζαρο, «οἶκος ἐμπορίου» (Ἰω. 2,16), «σπήλαιον λῃστῶν» (Ἰερ. 7,11 = Ματθ. 21,13. Λουκ. 19,46), ἡμέρα ἐγκλήματος καὶ ἀτιμίας! Ἱερεῖς καὶ ἐπίσκοποι, πρὸς τί ὑπάρχουμε, ἂν γίνωνται μπροστά μας τέτοια αἴσχη τὴν Κυριακή; πρὸς τί τὰ ἐγκόλπια, οἱ μισθοί, τ᾽ αὐτοκίνητα;
Ἕνας ἱερομόναχος Κοσμᾶς θὰ μᾶς δικάσῃ. Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ θριαμβεύσῃ.
Ἀρκεῖ μὲ ζωντανὸ παράδειγμα τῶν ποιμένων νὰ φωτίσῃ καὶ νὰ θερμάνῃ τὸ λαὸ γιὰ ἱεροὺς ἀγῶνες.
Ἕνας φλογερὸς ἐπίσκοπος θὰ κάνῃ τὸ ῥάσο του σημαία πνευματικοῦ συναγερμοῦ καὶ ἐν Χριστῷ ἐπαναστάσεως.
Καὶ ἂν συναντήσῃ ἀντιδράσεις, ἂς διενεργήσῃ δημοψήφισμα στὴν περιφέρειά του.
Καὶ μετὰ ἂς πῇ στοὺς πολιτικούς· 15.000 λένε ὄχι παζάρι τὴν Κυριακή, καὶ 500 μόνο τὸ θέλουν· δὲν μποροῦν οἱ 500 νὰ θίγουν τὸ θρησκευτικὸ αἴσθημα τῶν πολλῶν.
* * *
Τὰ παζάρια τῆς Κυριακῆς, ἀγαπητοί μου, σὲ ἐπαρχίες καὶ οἱ λαϊκὲς ἀγορὲς σὲ συνοικίες σπρώχνουν τὸ λαὸ σὲ ἀθεΐα.
Ἀποτελοῦν βεβήλωσι τῆς ἁγίας ἡμέρας.
Ἂς ἐξεγερθοῦν λοιπὸν ὅλοι κατὰ τῆς βεβηλώσεως.
Ἂς ἡγηθοῦν ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς.
Καὶ ἂν αὐτοὶ ἀδιαφορήσουν, τότε οἱ πιστοὶ μὴ ἀδιαφορήσουν· καὶ ἕνας ἀκόμη πιστὸς πολλὰ μπορεῖ νὰ κατορθώσῃ. Ἐμπρός, ἀδελφοί, ἂς σηκωθοῦμε.
Σαλπίζουν οἱ οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι, ἐπιτάσσουν οἱ καιροί.
Ἐγγίζει ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου.
Τί περιμένουμε; νὰ δοῦμε τὴ θάλασσα νὰ κοκκινίζῃ, τὴν ξηρὰ νὰ σείεται καὶ τὸν οὐρανὸ νὰ ῥίχνῃ φωτιά;
Μία Κυριακή, ἡμέρα ἀναπαύσεως, καλωσύνης, λατρείας, ἡμέρα ἁγία, ἡμέρα φωτὸς ἀνεσπέρου ἂς ἀνατείλῃ.
Μόνο τότε θὰ εἴμαστε λαὸς περιούσιος, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ ἔχῃ ἐφαρμογὴ τὸ «Μακάριον τὸ ἔθνος ποὺ Θεός του εἶνε ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 32,12).
Αὐτὸν θὰ ἔχη βοηθὸ σὲ ἡμέρες θλίψεως.
Καὶ ἔρχεται «θλῖψις μεγάλη, οἵα οὐ γέγονεν ἀπ᾽ ἀρχῆς κόσμου…» (Ματθ. 24,21).
Περιληπτικὴ μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα ἄρθρου, ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» (φ. 133/Αὔγ. 1952) καὶ ἀναδημοσιεύθηκε στὸ βιβλίο «Σημεῖα τῶν καιρῶν» (Ἀθῆναι 1953, σσ. 177-188)῎