«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9α΄)
Ο ΠΡΩΤΟΣ ἀπὸ τοὺς τέσσερις
στίχους, ποὺ συνοδεύουν τὸ ἀλληλούϊα στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας τοῦ
Νυμφίου τὰ βράδια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, λέει·
ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, καὶ ἡ καρδιά μου εἶνε σ᾽ ἐσένα, σὲ λατρεύω καὶ σὲ δοξάζω.
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ
πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς»
(Ἠσ. 26,9α΄).
Τί θὰ πῇ αὐτό; Εἶνε λόγια τοῦ προφήτου Ἠσαΐα. Μποροῦμε ἆραγε
νὰ τὰ ἐπαναλάβουμε κ᾽ ἐμεῖς; Γιατί τὰ εἶπε ὁ Ἠσαΐας; Δὲν εἶνε ἕνας
ἁπλὸς λόγος· εἶνε μία πραγματικότης, ποὺ ὁ προφήτης τὴ ζῇ. Θεέ μου,
λέει, σὲ ἀγαπῶ. Σὲ ἀγαπῶ τόσο, ὥστε σὲ θυμᾶμαι ὄχι μόνο τὴν ἡμέρα,
ἀλλὰ καὶ τὴ νύχτα. Πάω νὰ κοιμηθῶ, καὶ ξυπνῶ νωρίς. Σηκώνομαι ἀπ᾽ τὸ
κρεβάτι πολὺ πρὶνἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, καὶ ἡ καρδιά μου εἶνε σ᾽ ἐσένα, σὲ λατρεύω καὶ σὲ δοξάζω.
* * *
Εἶστε, ἀγαπητοί μου, ἔγγαμοι καὶ
ἄγαμοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Ποιός ἀπὸ σᾶς ποὺ ἔχετε οἰκογένεια καὶ
ποιός νέος ἢ νέα δὲν αἰσθάνθηκε τὴν ἕλξι τοῦ ἔρωτος; Εἶνε κάτι
ἀκατηγόρητο· ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε ἡ ἕλξι ἀνδρὸς – γυναικός· εἶνε φυσικὸ καὶ
εὐλογημένο, ὅταν δὲν ἐκτρέπεται καὶ δὲν λαμβάνῃ διαστάσεις πάθους. Τί
γίνεται λοιπὸν στὸν σώφρονα ἔρωτα;
Ὅποιος ἀγαπᾷ, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾷ τό ᾽χει μέσ᾽ στὴν καρδιά του. Ἀρέσκεται νὰ τὸ βλέπῃ. Εὐχαριστιέται ν᾽ ἀκούῃ τὰ λόγια του· ὄχι μιὰ ὥρα, ἀλλὰ δυὸ καὶ τρεῖς καὶ περισσότερες ὧρες κουβεντιάζει μαζί του· νυχτώνει, περνοῦν τὰ μεσάνυχτα, ξημερώνει, καὶ τὰ λόγια δὲν τελειώνουν.
Ἀρέσκεσαι λοιπὸν νὰ μιλᾷς μὲ τὴν ἀγαπημένη ἢ τὸν ἀγαπημένο σου; Ἔ, δὲ θὰ εἶσαι ἄνθρωπος, ἂν πέρα ἀπὸ τὸν ἔρωτα αὐτὸν δὲ νιώθῃς καὶ κάποιον ἄλλον ἔρωτα.
Ὑπάρχει ἕνας ἔρωτας ἀπείρως μεγαλύτερος καὶ ὑψηλότερος· εἶνε ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ.
Ναί! Ἀκατανόητα
– κινέζικα φαίνονται αὐτά; Ἀλλ᾽ ὅσοι τὸ αἰσθάνθηκαν μέσα τους αὐτό, ὅπως τὸ αἰσθάνθηκε ὁ Ἠσαΐας, αὐτοὶ λένε μαζί του· Σὲ ἀγαπῶ, Κύριε, σὲ λατρεύω. Σὲ σκέπτομαι μέρα – νύχτα καὶ ὣς τὰ μεσάνυχτα, καὶ τὸ πρωῒ ἀπ᾽ τὸ βαθὺ ὄρθρο σὲ ἀναζητῶ.
Ὁ ἔρωτας δὲν ἀφήνει τὸν ὕπνο νὰ σφαλίσῃ τὰ μάτια μου. Νωρὶς – νωρὶς ξυπνῶ καὶ σοῦ μιλῶ. «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός…»· λόγια, ποὺ δείχνουν τὴν φλογερὰ ἀγάπη ποὺ εἶχε ὁ Ἠσαΐας στὸ Θεό.
Καὶ μόνο ὁ Ἠσαΐας; Καὶ ὁ Δαυῒδ ἐπίσης λέει· «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ». Βασιλιᾶς αὐτός, μὲ τόσες μέριμνες καὶ φροντίδες, ξυπνοῦσε ἀπὸ τὸν ὄρθρο διψώντας νὰ βρῇ τὸν Κύριο. Κι ἀλλοῦ λέει· «Μεσονύκτιον ἐξεγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαί σοι…» (Ψαλμ. 62,2· 118,62). Ἀκοῦτε; Μεσάνυχτα, λέει, Κύριε, σηκωνόμουν γιὰ νὰ σὲ δοξολογήσω.
Καὶ μόνο ὁ Ἠσαΐας καὶ ὁ Δαυΐδ; Καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἀσκηταὶ σὲ σπηλιές, ποὺ τὴ νύχτα, ἐνῷ ὅλα κοιμῶνται, αὐτοὶ δὲν κοιμῶνται· ψάλλουν ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ λένε τὸ «Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα».
Καὶ μόνο ἀσκηταί; Καὶ ἁπλοῖ πιστοί. Ἀπὸ μιὰ ἀγράμματη γερόντισσα καταγομένη ἀπὸ τὸν Πόντο διεπίστωσα, ὅτι ἐκεῖ, ὅπως καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὴ Μακεδονία, ὑπῆρχε μιὰ ὡραία συνήθεια.
Πῶς ἔσβησαν τώρα οἱ ὡραῖες συνήθειες καὶ γίναμε ἄγριοι, παρ᾽ ὅλο τὸ λεγόμενο πολιτισμό! Τί ἔμαθα λοιπὸν ἀπὸ αὐτήν. Ἐκεῖ, λέει, εἴχαμε συνήθεια νὰ ξυπνοῦμε τὰ μεσάνυχτα καὶ νὰ κάνουμε προσευχή… Ὑπάρχει ἀκόμα μιὰ παράδοσι, ὅτι τὸ σύμπαν ὁλόκληρο σταματάει τὰ μεσάνυχτα ἕνα λεπτό, γιὰ νὰ ὑμνήσῃ κι αὐτὸ τὸν Μεγαλοδύναμο.
Ὅποιος ἀγαπᾷ, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾷ τό ᾽χει μέσ᾽ στὴν καρδιά του. Ἀρέσκεται νὰ τὸ βλέπῃ. Εὐχαριστιέται ν᾽ ἀκούῃ τὰ λόγια του· ὄχι μιὰ ὥρα, ἀλλὰ δυὸ καὶ τρεῖς καὶ περισσότερες ὧρες κουβεντιάζει μαζί του· νυχτώνει, περνοῦν τὰ μεσάνυχτα, ξημερώνει, καὶ τὰ λόγια δὲν τελειώνουν.
Ἀρέσκεσαι λοιπὸν νὰ μιλᾷς μὲ τὴν ἀγαπημένη ἢ τὸν ἀγαπημένο σου; Ἔ, δὲ θὰ εἶσαι ἄνθρωπος, ἂν πέρα ἀπὸ τὸν ἔρωτα αὐτὸν δὲ νιώθῃς καὶ κάποιον ἄλλον ἔρωτα.
Ὑπάρχει ἕνας ἔρωτας ἀπείρως μεγαλύτερος καὶ ὑψηλότερος· εἶνε ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ.
Ναί! Ἀκατανόητα
– κινέζικα φαίνονται αὐτά; Ἀλλ᾽ ὅσοι τὸ αἰσθάνθηκαν μέσα τους αὐτό, ὅπως τὸ αἰσθάνθηκε ὁ Ἠσαΐας, αὐτοὶ λένε μαζί του· Σὲ ἀγαπῶ, Κύριε, σὲ λατρεύω. Σὲ σκέπτομαι μέρα – νύχτα καὶ ὣς τὰ μεσάνυχτα, καὶ τὸ πρωῒ ἀπ᾽ τὸ βαθὺ ὄρθρο σὲ ἀναζητῶ.
Ὁ ἔρωτας δὲν ἀφήνει τὸν ὕπνο νὰ σφαλίσῃ τὰ μάτια μου. Νωρὶς – νωρὶς ξυπνῶ καὶ σοῦ μιλῶ. «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός…»· λόγια, ποὺ δείχνουν τὴν φλογερὰ ἀγάπη ποὺ εἶχε ὁ Ἠσαΐας στὸ Θεό.
Καὶ μόνο ὁ Ἠσαΐας; Καὶ ὁ Δαυῒδ ἐπίσης λέει· «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ». Βασιλιᾶς αὐτός, μὲ τόσες μέριμνες καὶ φροντίδες, ξυπνοῦσε ἀπὸ τὸν ὄρθρο διψώντας νὰ βρῇ τὸν Κύριο. Κι ἀλλοῦ λέει· «Μεσονύκτιον ἐξεγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαί σοι…» (Ψαλμ. 62,2· 118,62). Ἀκοῦτε; Μεσάνυχτα, λέει, Κύριε, σηκωνόμουν γιὰ νὰ σὲ δοξολογήσω.
Καὶ μόνο ὁ Ἠσαΐας καὶ ὁ Δαυΐδ; Καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἀσκηταὶ σὲ σπηλιές, ποὺ τὴ νύχτα, ἐνῷ ὅλα κοιμῶνται, αὐτοὶ δὲν κοιμῶνται· ψάλλουν ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ λένε τὸ «Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα».
Καὶ μόνο ἀσκηταί; Καὶ ἁπλοῖ πιστοί. Ἀπὸ μιὰ ἀγράμματη γερόντισσα καταγομένη ἀπὸ τὸν Πόντο διεπίστωσα, ὅτι ἐκεῖ, ὅπως καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὴ Μακεδονία, ὑπῆρχε μιὰ ὡραία συνήθεια.
Πῶς ἔσβησαν τώρα οἱ ὡραῖες συνήθειες καὶ γίναμε ἄγριοι, παρ᾽ ὅλο τὸ λεγόμενο πολιτισμό! Τί ἔμαθα λοιπὸν ἀπὸ αὐτήν. Ἐκεῖ, λέει, εἴχαμε συνήθεια νὰ ξυπνοῦμε τὰ μεσάνυχτα καὶ νὰ κάνουμε προσευχή… Ὑπάρχει ἀκόμα μιὰ παράδοσι, ὅτι τὸ σύμπαν ὁλόκληρο σταματάει τὰ μεσάνυχτα ἕνα λεπτό, γιὰ νὰ ὑμνήσῃ κι αὐτὸ τὸν Μεγαλοδύναμο.
* * *
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά
μου πρὸς σέ, ὁ Θεός…». Ἐφαρμόζεται ἆραγε σήμερα ὁ λόγος αὐτός, ἢ ἁπλῶς
τὸν ἀκοῦμε νὰ τὸν ψάλλουν μόνο οἱ ψαλτάδες μας τώρα τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα;
Ζοῦμε σὲ χρόνια ποὺ πραγματοποιεῖται ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ μας ὅτι «Ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12)· θὰ παγώσῃ, θὰ γίνῃ ψυγεῖο – Βόρειος Πόλος ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν γιὰ τὸ Θεό. Σημεῖο κατάρας, σημεῖο ἀντιχρίστου αὐτό.
Δὲ θ᾽ ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀγαποῦν κανένα. Ἂν ὑπῆρχε ἕνα πνευματικὸ θερμόμετρο καὶ τὸ βάζαμε στὴν καρδιά μας, θὰ ἔδειχνε ὑπὸ τὸ μηδέν. Σὲξ καὶ ἔρωτες σαρκικοὶ ὑπάρχουν, ἀλλὰ ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου ἔσβησε, δὲν ὑπάρχει.
Ἀπόδειξις ὁ ἐκκλησιασμός. Βλέπεις, Κυριακὴ ἡμέρα, χτυπᾷ ἡ καμπάνα, καὶ δὲν πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία. «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις χτύπα». Οἱ περισσότεροι βρίσκουν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ κοιμηθοῦν. Εἶνε ἁμαρτία, τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦν οἱ καμπάνες καὶ σὲ καλοῦν, ἐσὺ νὰ κοιμᾶσαι.
Εἶσαι σὰν ἕνα στρατιώτη πού, ἐνῷ ἡ σάλπιγγα σαλπίζει ἐγερτήριο, αὐτὸς δὲν δίνει τὸ παρών. Σὲ καλοῦν οἱ καμπάνες, οἱ σάλπιγγες τοῦ οὐρανοῦ.
Αὐτὲς οἱ καμπάνες, ποὺ τώρα χτυπᾶνε, μιὰ μέρα στὸν ἄλλο κόσμο θὰ μᾶς δικάσουν.
Βλέπεις λοιπὸν τὸ λεγόμενο χριστιανὸ καὶ δὲ σηκώνεται νὰ πάῃ μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία, νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό, ἢ ἔρχεται βραδὺς – βραδύς, ἀργά, περὶ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας. Ποῦ εἶν᾽ ἐκεῖνες οἱ μάνες ποὺ λέει τὸ ποίημα·
«…Ἔ, παιδιά, καιρός, ξυπνᾶτε, εἶναι Κυριακή,
ἡ καμπάνα μᾶς φωνάζει, τὴν ἀκοῦτ’ ἐκεῖ;…»
(Ἠλία Τανταλίδη, Ἡ Κυριακή· Ἀναγν. Γ΄ Δημ., σ. 61).
Ἔρημος εἶνε τώρα ὁ ναὸς ἀπὸ παιδιά. Τὰ μετρῶ, δὲν εἶνε οὔτε δέκα. Ὦ μανάδες, θὰ τὸ πληρώσετε ἀκριβά. Τὰ παιδιά, χωρὶς Θεό, θὰ γίνουν τρομοκράται. Χωρὶς Θεὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ, πολιτισμὸς δὲν ὑπάρχει.
Δὲν ξυπνοῦν λοιπὸν νὰ ἔρθουν στὴν ἐκκλησιά. Περνάει ὅμως ἡ μέρα, νυχτώνει, βγαίνουν τὰ ἄστρα, καὶ τότε τί βλέπω; Ἀγρυπνία. Τί ἀγρυπνία; Ἀγρυπνία τοῦ διαβόλου.
Γέμισε ὁ τόπος ἀπὸ νυχτερινὰ κέντρα, χιλιάδες, περισσότερα ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Ἐκεῖ μαζεύονται τὴ νύχτα καὶ γίνεται σατανικὴ ἀγρυπνία. Κι ἂν μετρήσετε αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὸ διάβολο, θὰ δῆτε ὅτι εἶνε περισσότεροι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὸ Θεό.
Ζοῦμε σὲ χρόνια ποὺ πραγματοποιεῖται ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ μας ὅτι «Ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12)· θὰ παγώσῃ, θὰ γίνῃ ψυγεῖο – Βόρειος Πόλος ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν γιὰ τὸ Θεό. Σημεῖο κατάρας, σημεῖο ἀντιχρίστου αὐτό.
Δὲ θ᾽ ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀγαποῦν κανένα. Ἂν ὑπῆρχε ἕνα πνευματικὸ θερμόμετρο καὶ τὸ βάζαμε στὴν καρδιά μας, θὰ ἔδειχνε ὑπὸ τὸ μηδέν. Σὲξ καὶ ἔρωτες σαρκικοὶ ὑπάρχουν, ἀλλὰ ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου ἔσβησε, δὲν ὑπάρχει.
Ἀπόδειξις ὁ ἐκκλησιασμός. Βλέπεις, Κυριακὴ ἡμέρα, χτυπᾷ ἡ καμπάνα, καὶ δὲν πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία. «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις χτύπα». Οἱ περισσότεροι βρίσκουν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ κοιμηθοῦν. Εἶνε ἁμαρτία, τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦν οἱ καμπάνες καὶ σὲ καλοῦν, ἐσὺ νὰ κοιμᾶσαι.
Εἶσαι σὰν ἕνα στρατιώτη πού, ἐνῷ ἡ σάλπιγγα σαλπίζει ἐγερτήριο, αὐτὸς δὲν δίνει τὸ παρών. Σὲ καλοῦν οἱ καμπάνες, οἱ σάλπιγγες τοῦ οὐρανοῦ.
Αὐτὲς οἱ καμπάνες, ποὺ τώρα χτυπᾶνε, μιὰ μέρα στὸν ἄλλο κόσμο θὰ μᾶς δικάσουν.
Βλέπεις λοιπὸν τὸ λεγόμενο χριστιανὸ καὶ δὲ σηκώνεται νὰ πάῃ μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία, νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό, ἢ ἔρχεται βραδὺς – βραδύς, ἀργά, περὶ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας. Ποῦ εἶν᾽ ἐκεῖνες οἱ μάνες ποὺ λέει τὸ ποίημα·
«…Ἔ, παιδιά, καιρός, ξυπνᾶτε, εἶναι Κυριακή,
ἡ καμπάνα μᾶς φωνάζει, τὴν ἀκοῦτ’ ἐκεῖ;…»
(Ἠλία Τανταλίδη, Ἡ Κυριακή· Ἀναγν. Γ΄ Δημ., σ. 61).
Ἔρημος εἶνε τώρα ὁ ναὸς ἀπὸ παιδιά. Τὰ μετρῶ, δὲν εἶνε οὔτε δέκα. Ὦ μανάδες, θὰ τὸ πληρώσετε ἀκριβά. Τὰ παιδιά, χωρὶς Θεό, θὰ γίνουν τρομοκράται. Χωρὶς Θεὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ, πολιτισμὸς δὲν ὑπάρχει.
Δὲν ξυπνοῦν λοιπὸν νὰ ἔρθουν στὴν ἐκκλησιά. Περνάει ὅμως ἡ μέρα, νυχτώνει, βγαίνουν τὰ ἄστρα, καὶ τότε τί βλέπω; Ἀγρυπνία. Τί ἀγρυπνία; Ἀγρυπνία τοῦ διαβόλου.
Γέμισε ὁ τόπος ἀπὸ νυχτερινὰ κέντρα, χιλιάδες, περισσότερα ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Ἐκεῖ μαζεύονται τὴ νύχτα καὶ γίνεται σατανικὴ ἀγρυπνία. Κι ἂν μετρήσετε αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὸ διάβολο, θὰ δῆτε ὅτι εἶνε περισσότεροι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὸ Θεό.
* * *
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά
μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς». Ὀρθρίζω
πρὸς ἐσένα, Θεέ μου, λέει. Γιατί; Τὸ αἰτιολογεῖ. Διότι οἱ προσταγές
σου εἶνε φῶς πάνω στὴ γῆ. Ἡ διδασκαλία δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, τὰ λόγια του,
οἱ ἐντολές του, τὰ προστάγματά του, εἶνε φῶς.
Ὅλα τὰ λόγια καὶ ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε φῶς, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως λάμπει, μὲ ἐξαιρετικὸ φῶς, τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του.
Τὰ γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἔχουν ἀσύγκριτη ὀμορφιά. Γι᾽ αὐτὸ σ᾽ ἕνα ὡραῖο τροπάριο ἀκούσαμε· «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα ὡς φῶτα σωστικὰ ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ» (κάθ. ὄρθ. Μ. Δευτ.). «Φῶτα σωστικὰ» εἶνε τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ.
Μόνο χυδαῖοι ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ αἰσθανθοῦν τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς ἑβδομάδος. Ἔλα κοντὰ στὴν Ἐκκλησία, νὰ γεμίσῃ ἡ καρδιά σου ἀπὸ φῶς. «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς».
Ὅλα τὰ λόγια καὶ ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε φῶς, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως λάμπει, μὲ ἐξαιρετικὸ φῶς, τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του.
Τὰ γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἔχουν ἀσύγκριτη ὀμορφιά. Γι᾽ αὐτὸ σ᾽ ἕνα ὡραῖο τροπάριο ἀκούσαμε· «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα ὡς φῶτα σωστικὰ ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ» (κάθ. ὄρθ. Μ. Δευτ.). «Φῶτα σωστικὰ» εἶνε τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ.
Μόνο χυδαῖοι ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ αἰσθανθοῦν τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς ἑβδομάδος. Ἔλα κοντὰ στὴν Ἐκκλησία, νὰ γεμίσῃ ἡ καρδιά σου ἀπὸ φῶς. «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς».
* * *
Ἀδελφοί μου, σεῖς τὸ μικρὸ
ποίμνιο ποὺ ἀγρυπνεῖτε γιὰ τὸν Κύριο, δοξάστε τὸ Θεό, διότι
ἀπολαμβάνετε τέτοιους ὕμνους καὶ ἀκοῦτε ὅτι «φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ
τῆς γῆς».
Φῶς εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστό, ὅποιος τὸν ἀκούει κι ἀκολουθεῖ τὸ δρόμο του, ἔχει φῶς. Ὅποιος δὲν πιστεύει καὶ δὲν ζῇ κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχει σκοτάδι κ᾽ εἶνε δυστυχής, ἔστω κι ἂν ξέρῃ γράμματα κ᾽ ἔχῃ διπλώματα καὶ ξέρῃ γλῶσσες.
Κρίμα στὰ σχολειὰ καὶ στὰ πανεπιστήμια, ποὺ ἀντὶ νὰ διδάσκουν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο.
Γέμισε ὁ τόπος πανεπιστήμια, καὶ ὅμως σκοτάδι ἁπλώνεται γύρω.
Ἕνας ἀγράμματος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ἕνα ἐπιστήμονα ποὺ δὲν πιστεύει τίποτα. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας μεγάλος ποιητὴς τῆς Γερμανίας εἶπε ὅτι, παρ᾽ ὅλα τὰ «φῶτα» τοῦ αἰῶνος τούτου, σκοτάδι ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπικρατῇ.
Ὅταν σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς τὴ Μεγάλη Παρασκευή, «σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν» (Ματθ. 27,45)· καὶ κάθε φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται μὲ τὴν ἀπιστία καὶ ἀποστασία, σκοτάδι βασιλεύει πάνω στὴ γῆ.
Ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, διότι στὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας. Ἂς παρακολουθοῦμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ ν᾽ ἀκούσουμε τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός…» (πανν. Πάσχα). Τὸ δὲ ἀνέσπερο φῶς εἶνε ὁ Χριστός, «ὃν ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Φῶς εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστό, ὅποιος τὸν ἀκούει κι ἀκολουθεῖ τὸ δρόμο του, ἔχει φῶς. Ὅποιος δὲν πιστεύει καὶ δὲν ζῇ κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχει σκοτάδι κ᾽ εἶνε δυστυχής, ἔστω κι ἂν ξέρῃ γράμματα κ᾽ ἔχῃ διπλώματα καὶ ξέρῃ γλῶσσες.
Κρίμα στὰ σχολειὰ καὶ στὰ πανεπιστήμια, ποὺ ἀντὶ νὰ διδάσκουν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο.
Γέμισε ὁ τόπος πανεπιστήμια, καὶ ὅμως σκοτάδι ἁπλώνεται γύρω.
Ἕνας ἀγράμματος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ἕνα ἐπιστήμονα ποὺ δὲν πιστεύει τίποτα. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας μεγάλος ποιητὴς τῆς Γερμανίας εἶπε ὅτι, παρ᾽ ὅλα τὰ «φῶτα» τοῦ αἰῶνος τούτου, σκοτάδι ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπικρατῇ.
Ὅταν σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς τὴ Μεγάλη Παρασκευή, «σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν» (Ματθ. 27,45)· καὶ κάθε φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται μὲ τὴν ἀπιστία καὶ ἀποστασία, σκοτάδι βασιλεύει πάνω στὴ γῆ.
Ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, διότι στὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας. Ἂς παρακολουθοῦμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ ν᾽ ἀκούσουμε τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός…» (πανν. Πάσχα). Τὸ δὲ ἀνέσπερο φῶς εἶνε ὁ Χριστός, «ὃν ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης
ὁμιλίας του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στὸ ιερό ναὸ
του ῾Αγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 12-4-1987