Φωτεινός, ἀφυπνιστικὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης. Ὁ λόγος του, ὁ βίος του πρὸ παντός, ἡ ἀσκητική του μορφὴ εἵλκυσαν σὰν μαγνήτης τὰ πλήθη καὶ ὁ Ἰορδάνης πλημμύρισε κόσμο. Ἐκεῖ ἦταν ἄντρες γυναῖκες νέοι, ἐκεῖ στρατιωτικοί, ἐκεῖ τελῶναι, ἐκεῖ καὶ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Μικροὶ καὶ μεγάλοι συνωστίζοντο γύρω του. Ὁ Ἰωάννης δίδασκε. Καὶ ὅσοι ἀπ᾽ αὐτοὺς ἐδέχοντο τὰ λόγια του, μετανοοῦσαν πραγματικὰ καὶ ἔμπαιναν στὰ νερά· κ’ ἐκεῖ μέσα, ὅπως ἦταν, ἐξωμολογοῦντο τὶς ἁμαρτίες τους. Ἔτσι ἔπαιρναν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου.
* * *
Μέσα στὰ πλήθη ποὺ ἔρχονταν ἐκεῖ, ἦρθε καὶ ἕνας χωρὶς διάδημα στὴν κεφαλή, χωρὶς διακριτικὰ γνωρίσματα, σὰν ἕνας ἀπ’ τοὺς πολλούς. Ἀλλὰ δὲν ἦταν ἕνας ἀπ’ τοὺς πολλούς· ἦταν ὁ ἕνας καὶ μοναδικός, ἦταν ὁ Χριστός. Κανείς δὲν τὸν γνώρισε· οὔτε καὶ ὁ Ἰωάννης ἀκόμα (βλ. Ἰωάν. 1,31). Ἂν καὶ ἦταν πρῶτα ξαδέρφια, δὲν εἶχαν συναντηθῆ ποτέ ὣς τότε. Ὁ ἕνας ἔζησε ἀπὸ μικρὸς στὴν ἔρημο, ὁ ἄλλος μέσα στὸν κόσμο. Πῆραν δύο διαφορετικοὺς δρόμους· ὁ ἕνας τῆς μονώσεως, ὁ ἄλλος τῆς συμβιώσεως. Ὁ ἕνας ἀσκητής, ὁ ἄλλος κοινωνικός. Δεῖγμα ὅτι δὲν σῴζονται μόνο οἱ ἀσκηταί· σῴζονται καὶ ὅσοι ζοῦν στὸν κόσμο.
Τώρα λοιπὸν συναντῶνται ἐκεῖ στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, ὡς ἄγνωστοι. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, ἀπὸ ὑπερφυσικὰ σημεῖα ποὺ εἶδε, κατάλαβε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοῦ ζήτησε νὰ τὸν βαπτίσῃ, ἐκεῖνος αἰσθάνθηκε συστολὴ καὶ προέβαλε ἄρνησι. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει· «Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3,15)· εἶνε ἀνάγκη νὰ μὲ βαπτίσῃς. Τρέμοντας τότε ὁ Ἰωάννης βάπτισε τὸ Χριστό. Καὶ λέει ὁ Ἰωάννης στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· «Ἐγὼ δὲν τὸν γνώριζα, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε νὰ βαπτίζω μὲ νερό, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· “Σὲ ὅποιον δῇς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ κατεβαίνῃ καὶ νὰ μένῃ ἐπάνω του, ἐκεῖνος εἶνε ποὺ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα ἅγιο”. Καὶ ἐγὼ εἶδα καὶ βεβαιώνω, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 1,33-34).
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὑπερφυσικὸ σημεῖο ὁ Ἴωάννης παρετήρησε καὶ κάτι ἄλλο· ὅτι ὅταν βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16). Ἔχει σημασία, ἀγαπητοί μου, αὐτό. Διότι ὅσοι ἐβαπτίζοντο δὲν ἔβγαιναν ἀμέσως ἀπὸ τὰ νερά. Ἔμεναν μέσα, ἄλλος δέκα λεπτά, ἄλλος εἴκοσι λεπτά, ἄλλος μισὴ ὥρα, ἀναλόγως τῶν ἁμαρτημάτων τους, καὶ ἐκεῖ, ὅπως ἦταν μέσα στὰ νερά, ἐξωμολογοῦντο τὶς ἁμαρτίες τους· ἡ ἐξομολόγησί τους διαρκοῦσε ὅσο καὶ τὸ βάπτισμά τους. Ὁ Χριστὸς ὅμως βγῆκε «εὐθέως», ἀμέσως· μόλις μπῆκε βγῆκε. Διότι δὲν εἶχε ἁμαρτήματα νὰ πῇ, ἦταν ἀναμάρτητος.
Ἀλλὰ τότε γιατί βαπτίσθηκε; Βαπτίσθηκε γιὰ νὰ φανερωθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος· Πατήρ, Υἱός, καὶ ἅγιον Πνεῦμα. «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις» (ἀπολυτ. Θεοφ.). Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἰωάννης ἐξακολουθοῦσε ἰσχυρότερα τὸ κήρυγμα. Καλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους σὲ μετάνοια. Κάποτε μάλιστα ἔφυγε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ἦρθε στὴν πρωτεύουσα, στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, μέσα στὸ κέντρο. Ὅταν πληροφορήθηκε, ὅτι ὁ Ἡρῴδης ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ συζοῦσε παρανόμως μὲ παλλακίδα, μὲ τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδερφοῦ του, τότε ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ σὰν κεραυνὸ εἶπε ἐκεῖνο τὸ περίφημο λόγο· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18). Αὐτὴ τὴν παρρησία τὴν πλήρωσε μὲ τὴ ζωή του – μὲ τὴν κεφαλή του· ἐσφαγιάσθη, ἀπεκεφαλίσθη ὰπὸ τὸν Ἡρῴδη.
Αὐτή, μὲ συντομία, ἦταν ἡ ἁγία ζωή του. Ἂν ἄλλοι μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες τους γίνωνται σαρκωμένοι δαίμονες, ὁ Ἰωάννης ἔγινε «ἔνσαρκος ἄγγελος»· γι᾽ αὐτὸ ζωγραφίζεται μὲ φτερά, διότι πετοῦσε στοὺς οὐρανούς. Πατοῦσε μὲν στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ νοῦς καὶ τὸ πνεῦμα του καὶ ἡ καρδία του καὶ τὸ συναίσθημά του ἦταν στοὺς οὐρανούς.
Καὶ ἐν τούτοις δὲν ὑπερηφανεύθηκε. Ἐνῷ ὁ λαὸς διερωτᾶτο μήπως αὐτὸς εἶνε ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰωάννης ἠρνεῖτο καὶ ἔλεγε· «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός» (Ἰωάν. 1,20)· ἐγὼ ἁπλῶς προαναγγέλλω τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο.
* * *
Αὐτὴ εἶνε ἡ μαρτυρία τοῦ
Ἰωάννου· «Ἐγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ»
(ἔ.ἀ. 1,34). Ἔχει ἀξία ἡ μαρτυρία του. Στὸ δικαστήριο μπορεῖ νὰ
παρουσιαστοῦν ἑκατὸ μάρτυρες, ἀλλὰ ὁ εὐφυὴς δικαστὴς δὲν προσέχει τὶς
μαρτυρίες τῶν πολλῶν· προσέχει τὶς μαρτυρίες ἐκείνων ποὺ παρέχουν τὰ
ἐχέγγυα τῆς ἀληθείας. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν μαρτύρων γιὰ τὸν Ἰησοῦ
ἐξέχει ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου. Δὲν ἦταν τυχαῖο πρόσωπο. Ἐὰν δὲν
πιστέψουμε στὸν Ἰωάννη, σὲ ποιόν θὰ πιστέψουμε; Στὸ παγκόσμιο δικαστήριο
τῆς ἀνθρωπότητος αὐτὸς παρουσιάζεται καὶ καταθέτει, καὶ ἡ κατάθεσί του
λέει· «Ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα» ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ»· δὲν
εἶνε ἁπλῶς ἕνας διακεκριμένος ἄνθρωπος, κοινωνιολόγος ἢ ῥήτορας, ἀλλὰ
βρίσκεται ὑπεράνω ὅλων αὐτῶν· εἶνε ὁ Θεός!
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Θεός. «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν
αὐτῷ». Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶνε ἡ βάσις, τὸ θεμέλιο, ἡ ῥίζα μας. Καὶ ἀκριβῶς
διότι εἶνε Θεός, ἡ Ἐκκλησία τὴν ὁποία ἵδρυσε εἶνε ἀκατάλυτος.
Θεός! τὸ φωνάζει τὸ σπήλαιο. Θεός! τὸ φωνάζουν οἱ μάγοι.
Θεός! τὸ φωνάζουν οἱ βοσκοὶ τῆς Βηθλεέμ. Θεός! τὸ φωνάζει τὸ ἀστέρι.
Θεός! τὸ φωνάζει ὁ Ἰορδάνης. Θεός! τὸ φωνάζουν τὰ ἄστρα. Κι ἂν ἐμεῖς
σιωπήσουμε, κι ἂν ἐμεῖς γίνουμε ἄπιστοι καὶ διεστραμμένοι, καὶ οἱ πέτρες
ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς
δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 7-1-1979