Σελίδες

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Μεγάλη Δευτέρα βράδυ Ορθρίζουμε προς το Φως;

«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9α΄)
Ο ΠΡΩΤΟΣ ἀπὸ τοὺς τέσσερις στίχους, ποὺ συνοδεύουν τὸ ἀλληλούϊα στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολου­θί­ας τοῦ Νυμφίου τὰ βράδια τῆς Μεγάλης Ἑ­βδομάδος, λέει· 
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9α΄).
Τί θὰ πῇ αὐτό; Εἶνε λόγια τοῦ προφήτου Ἠ­σαΐα. Μποροῦμε ἆραγε νὰ τὰ ἐπαναλάβουμε κ᾽ ἐμεῖς; Γιατί τὰ εἶπε ὁ Ἠσαΐας; Δὲν εἶνε ἕ­νας ἁπλὸς λόγος· εἶνε μία πραγματικότης, ποὺ ὁ προφήτης τὴ ζῇ. Θεέ μου, λέει, σὲ ἀγαπῶ. Σὲ ἀ­γαπῶ τόσο, ὥστε σὲ θυμᾶμαι ὄχι μόνο τὴν ἡ­μέρα, ἀλλὰ καὶ τὴ νύχτα. Πάω νὰ κοιμη­θῶ, καὶ ξυπνῶ νωρίς. Σηκώνομαι ἀπ᾽ τὸ κρεβά­τι πολὺ πρὶν
ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, καὶ ἡ καρδιά μου εἶ­νε σ᾽ ἐσένα, σὲ λατρεύω καὶ σὲ δοξάζω.

* * *

Εἶστε, ἀγαπητοί μου, ἔγγαμοι καὶ ἄγαμοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Ποιός ἀπὸ σᾶς ποὺ ἔχετε οἰκογένεια καὶ ποιός νέος ἢ νέα δὲν αἰσθάνθηκε τὴν ἕλ­­ξι τοῦ ἔρωτος; Εἶνε κάτι ἀκατηγό­ρητο· ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε ἡ ἕλξι ἀνδρὸς – γυναικός· εἶνε φυ­σικὸ καὶ εὐλογημένο, ὅταν δὲν ἐκ­τρέπεται καὶ δὲν λαμβάνῃ διαστάσεις πάθους. Τί γίνεται λοιπὸν στὸν σώφρονα ἔρωτα; 
Ὅποιος ἀγαπᾷ, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, τὸ πρό­σω­­πο ποὺ ἀγαπᾷ τό ᾽χει μέσ᾽ στὴν καρδιά του. Ἀρέσκεται νὰ τὸ βλέπῃ. Εὐχαριστιέται ν᾽ ἀκούῃ τὰ λόγια του· ὄχι μιὰ ὥρα, ἀλλὰ δυὸ καὶ τρεῖς καὶ περισσότερες ὧρες κουβεντιάζει μαζί του· νυχτώνει, περνοῦν τὰ μεσάνυχτα, ξημερώνει, καὶ τὰ λόγια δὲν τελειώνουν.
Ἀρέσκεσαι λοιπὸν νὰ μιλᾷς μὲ τὴν ἀγαπημένη ἢ τὸν ἀγαπημένο σου; Ἔ, δὲ θὰ εἶσαι ἄν­­θρωπος, ἂν πέρα ἀπὸ τὸν ἔρωτα αὐτὸν δὲ νιώ­θῃς καὶ κάποιον ἄλλον ἔρωτα. 
Ὑπάρχει ἕ­νας ἔ­ρωτας ἀπείρως μεγαλύτερος καὶ ὑψηλό­τε­ρος· εἶνε ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ. 
Ναί! Ἀκατανόητα 
– κινέζικα φαίνονται αὐτά; Ἀλλ᾽ ὅσοι τὸ αἰ­σθάν­θηκαν μέσα τους αὐτό, ὅπως τὸ αἰ­σθάνθηκε ὁ Ἠσαΐας, αὐτοὶ λένε μαζί του· Σὲ ἀγα­πῶ, Κύριε, σὲ λατρεύω. Σὲ σκέπτομαι μέρα – νύ­χτα καὶ ὣς τὰ μεσάνυχτα, καὶ τὸ πρωῒ ἀπ᾽ τὸ βα­θὺ ὄρθρο σὲ ἀναζητῶ. 
Ὁ ἔρωτας δὲν ἀφήνει τὸν ὕπνο νὰ σφαλίσῃ τὰ μάτια μου. Νωρὶς – νω­ρὶς ξυπνῶ καὶ σοῦ μιλῶ. «Ἐκ νυκτὸς ὀρ­θρί­ζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός…»· λόγια, ποὺ δείχνουν τὴν φλογερὰ ἀ­γάπη ποὺ εἶχε ὁ Ἠ­σαΐας στὸ Θεό.
Καὶ μόνο ὁ Ἠσαΐας; Καὶ ὁ Δαυῒδ ἐπίσης λέει· «Ὁ Θε­ὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψη­­σέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐ­­ρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ». Βασιλιᾶς αὐ­τός, μὲ τόσες μέριμνες καὶ φροντίδες, ξυπνοῦ­σε ἀπὸ τὸν ὄρθρο διψώντας νὰ βρῇ τὸν Κύριο. Κι ἀλλοῦ λέει· «Με­σονύκτιον ἐξεγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖ­σθαί σοι…» (Ψαλμ. 62,2· 118,62). Ἀκοῦ­τε; Μεσάνυχτα, λέει, Κύριε, σηκωνόμουν γιὰ νὰ σὲ δοξολογή­σω.
Καὶ μόνο ὁ Ἠσαΐας καὶ ὁ Δαυΐδ; Καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἀσκηταὶ σὲ σπηλιές, ποὺ τὴ νύχτα, ἐνῷ ὅλα κοιμῶνται, αὐτοὶ δὲν κοιμῶνται· ψάλλουν ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ λένε τὸ «Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα».
Καὶ μόνο ἀσκηταί; Καὶ ἁπλοῖ πιστοί. Ἀπὸ μιὰ ἀγράμματη γερόντισσα καταγομένη ἀπὸ τὸν Πόντο διεπίστωσα, ὅτι ἐκεῖ, ὅπως καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὴ Μακεδονία, ὑ­πῆρ­χε μιὰ ὡ­ραία συνήθεια. 
Πῶς ἔσβησαν τώρα οἱ ὡραῖ­ες συνήθειες καὶ γίναμε ἄγριοι, παρ᾽ ὅλο τὸ λεγόμενο πολι­τι­σμό! Τί ἔμαθα λοιπὸν ἀπὸ αὐτήν. Ἐκεῖ, λέει, εἴχαμε συνήθεια νὰ ξυ­πνοῦμε τὰ με­σάνυχτα καὶ νὰ κάνουμε προσ­ευχή… Ὑπάρχει ἀκόμα μιὰ παράδοσι, ὅτι τὸ σύμπαν ὁλόκληρο σταματάει τὰ μεσάνυχτα ἕνα λεπτό, γιὰ νὰ ὑμνήσῃ κι αὐτὸ τὸν Μεγαλοδύναμο.

* * *

«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός…». Ἐφαρμόζεται ἆραγε σήμερα ὁ λό­­γος αὐτός, ἢ ἁπλῶς τὸν ἀκοῦμε νὰ τὸν ψάλλουν μόνο οἱ ψαλτάδες μας τώρα τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα;
Ζοῦμε σὲ χρόνια ποὺ πραγματοποιεῖται ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ μας ὅτι «Ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12)· θὰ παγώσῃ, θὰ γίνῃ ψυγεῖο – Βόρειος Πόλος ἡ ἀγάπη τῶν πολ­λῶν γιὰ τὸ Θεό. Σημεῖο κατάρας, σημεῖο ἀντιχρίστου αὐτό. 
Δὲ θ᾽ ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀ­γαποῦν κανένα. Ἂν ὑπῆρχε ἕνα πνευματι­κὸ θερμόμετρο καὶ τὸ βάζαμε στὴν καρδιά μας, θὰ ἔδειχνε ὑπὸ τὸ μηδέν. Σὲξ καὶ ἔρωτες σαρ­κικοὶ ὑπάρχουν, ἀλλὰ ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγά­πη τοῦ Κυρίου ἔσβησε, δὲν ὑπάρχει.
Ἀπόδειξις ὁ ἐκκλησιασμός. Βλέπεις, Κυρι­ακὴ ἡμέρα, χτυπᾷ ἡ καμπάνα, καὶ δὲν πηγαίνουν στὴν ἐκ­κλησία. «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις χτύπα». Οἱ περισσότεροι βρίσκουν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ κοιμηθοῦν. Εἶνε ἁ­μαρ­τία, τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦν οἱ καμπάνες καὶ σὲ καλοῦν, ἐσὺ νὰ κοιμᾶσαι. 
Εἶσαι σὰν ἕνα στρατιώτη πού, ἐνῷ ἡ σάλπιγγα σαλπίζει ἐ­γερ­τήριο, αὐτὸς δὲν δίνει τὸ παρών. Σὲ καλοῦν οἱ καμπάνες, οἱ σάλπιγγες τοῦ οὐρανοῦ. 
Αὐτὲς οἱ καμπάνες, ποὺ τώρα χτυπᾶνε, μιὰ μέρα στὸν ἄλλο κόσμο θὰ μᾶς δικάσουν. 
Βλέπεις λοιπὸν τὸ λεγόμενο χριστιανὸ καὶ δὲ σηκώνεται νὰ πάῃ μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία, νὰ δο­­ξάσῃ τὸ Θεό, ἢ ἔρχεται βραδὺς – βρα­δύς, ἀρ­γά, περὶ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας. Ποῦ εἶν᾽ ἐκεῖνες οἱ μάνες ποὺ λέει τὸ ποίημα·
«…Ἔ, παιδιά, καιρός, ξυπνᾶτε, εἶναι Κυριακή,
ἡ καμπάνα μᾶς φωνάζει, τὴν ἀκοῦτ’ ἐκεῖ;…»
(Ἠλία Τανταλίδη, Ἡ Κυριακή· Ἀναγν. Γ΄ Δημ., σ. 61).

Ἔρημος εἶνε τώρα ὁ ναὸς ἀπὸ παιδιά. Τὰ μετρῶ, δὲν εἶνε οὔτε δέκα. Ὦ μανάδες, θὰ τὸ πληρώσετε ἀκριβά. Τὰ παιδιά, χωρὶς Θεό, θὰ γί­νουν τρομοκράται. Χωρὶς Θεὸ ὁ ἄνθρω­πος δὲν ζῇ, πολιτισμὸς δὲν ὑπάρχει.

Δὲν ξυπνοῦν λοιπὸν νὰ ἔρθουν στὴν ἐκ­κλη­σιά. Περνάει ὅμως ἡ μέρα, νυχτώνει, βγαίνουν τὰ ἄστρα, καὶ τότε τί βλέπω; Ἀγρυπνία. Τί ἀγρυπνία; Ἀγρυπνία τοῦ διαβόλου. 
Γέμισε ὁ τόπος ἀπὸ νυχτερινὰ κέντρα, χιλιάδες, περισσότερα ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Ἐκεῖ μαζεύον­ται τὴ νύχτα καὶ γίνεται σατανικὴ ἀγρυπνία. Κι ἂν μετρήσετε αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὸ διάβολο, θὰ δῆτε ὅτι εἶνε περισσό­τεροι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὸ Θεό.

* * *

«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐ­πὶ τῆς γῆς». Ὀρθρίζω πρὸς ἐσένα, Θεέ μου, λέει. Γιατί; Τὸ αἰτιολογεῖ. Διότι οἱ προσ­ταγές σου εἶνε φῶς πάνω στὴ γῆ. Ἡ διδασκαλία δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, τὰ λόγια του, οἱ ἐντολές του, τὰ προστάγματά του, εἶνε φῶς.
Ὅλα τὰ λόγια καὶ ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε φῶς, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως λάμπει, μὲ ἐξαιρετικὸ φῶς, τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. 
Τὰ γεγο­νότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἔ­χουν ἀ­σύγ­κριτη ὀμορφιά. Γι᾽ αὐτὸ σ᾽ ἕνα ὡραῖο τροπά­ριο ἀκούσαμε· «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦ­σα ἡ­μέρα ὡς φῶτα σωστικὰ ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ» (κάθ. ὄρθ. Μ. Δευτ.). «Φῶτα σωστικὰ» εἶνε τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. 
Μόνο χυδαῖοι ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ αἰσθανθοῦν τὸ μεγαλεῖο αὐ­τῆς τῆς ἑβδομάδος. Ἔλα κοντὰ στὴν Ἐκκλη­σία, νὰ γεμίσῃ ἡ καρδιά σου ἀπὸ φῶς. «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς».

* * *

Ἀδελφοί μου, σεῖς τὸ μικρὸ ποίμνιο ποὺ ἀ­γρυπνεῖτε γιὰ τὸν Κύριο, δοξάστε τὸ Θεό, δι­ό­τι ἀπολαμβάνετε τέτοιους ὕμνους καὶ ἀκοῦτε ὅτι «φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς».
Φῶς εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας. Ὅ­ποιος πιστεύει στὸ Χριστό, ὅποιος τὸν ἀκούει κι ἀ­κολουθεῖ τὸ δρόμο του, ἔχει φῶς. Ὅποιος δὲν πιστεύει καὶ δὲν ζῇ κατὰ τὸ Εὐ­αγγέλιο, ἔ­χει σκοτάδι κ᾽ εἶνε δυστυχής, ἔστω κι ἂν ξέρῃ γράμματα κ᾽ ἔχῃ διπλώματα καὶ ξέρῃ γλῶσ­σες. 
Κρίμα στὰ σχολειὰ καὶ στὰ πανεπιστήμια, ποὺ ἀντὶ νὰ διδάσκουν Χριστὸν ἐ­σταυρωμένον, διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος κα­τάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο. 
Γέμισε ὁ τόπος πανεπιστήμια, καὶ ὅ­μως σκοτάδι ἁπλώνεται γύρω. 
Ἕνας ἀγράμμα­τος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ἕνα ἐπιστήμονα ποὺ δὲν πιστεύει τίποτα. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας μεγάλος ποιητὴς τῆς Γερμανί­ας εἶπε ὅτι, παρ᾽ ὅλα τὰ «φῶτα» τοῦ αἰῶνος τούτου, σκοτάδι ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπικρατῇ. 
Ὅ­ταν σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς τὴ Μεγάλη Παρασκευή, «σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν» (Ματθ. 27,45)· καὶ κάθε φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς ξανασταυ­ρώνεται μὲ τὴν ἀπιστία καὶ ἀποστασία, σκοτάδι βασιλεύει πάνω στὴ γῆ.
Ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, διότι στὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας. Ἂς παρακολουθοῦμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ ν᾽ ἀκούσουμε τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέ­ρου φωτός…» (πανν. Πάσχα). Τὸ δὲ ἀνέσπερο φῶς εἶνε ὁ Χριστός, «ὃν ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στὸ ιερό ναὸ του ῾Αγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 12-4-1987