«Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;» (Ἰωάν. 9,2)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε Κυριακή. Εἶνε ἡ ἕκτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα.
Ἀκούσατε τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁμιλεῖ γιὰ ἕνα θαῦμα. Μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ ἄνοιξαν καὶ εἶδε τὸ φῶς του.
Θέλω νὰ προσέξουμε ἕνα σημεῖο. Ποιό; Ὅταν οἱ μαθηταὶ εἶδαν τὸν τυφλό, τὸν λυπήθηκαν
Ἀκούσατε τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁμιλεῖ γιὰ ἕνα θαῦμα. Μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ ἄνοιξαν καὶ εἶδε τὸ φῶς του.
Θέλω νὰ προσέξουμε ἕνα σημεῖο. Ποιό; Ὅταν οἱ μαθηταὶ εἶδαν τὸν τυφλό, τὸν λυπήθηκαν