«Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτή-
ριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39) Aς κάνουμε, ἀγαπητοί μου, νοερῶς ἕνα ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους.
ριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39) Aς κάνουμε, ἀγαπητοί μου, νοερῶς ἕνα ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους.
* * *
Ὁ Κύριος στὸ ὑπερῷο τῶν Ἰεροσολύμων τελεῖ
τὴν θεία εὐ χαριστία καὶ μεταδίδει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷ μα του
στοὺς μαθητάς. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἀπευθύνει τὴ μεγά λη ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία
του, καὶ τέλος ὑψώνει τὰ μάτια
στὸν οὐρανὸ καὶ ἀπευθύνει
στὸν οὐράνιο Πατέρα του τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή (βλ. Ἰω. κεφ. 13-17).
Κατόπιν μὲ τὴ συνοδεία τῶν μαθητῶν βγαίνει ἀπὸ τὴν πόλι ἀνατολικά, καὶ περνοῦν τὸν Χείμαρρο τῶν κέδρων μὲ τὰ κόκκινα νερὰ ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν ζῴων. Τώρα,
ὅπως παρατηρεῖ ἕνας ἑρμηνευτής, ἦρθε πλέον τὸ τέλος τῶν θυσιῶν ἐκείνων. Τὸν
Χείμαρρο τῶν κέδρων διαβαίνει «ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29,36).
Σὲ μικρὴ ἀπόστασι εἶνε
ἕνας κῆ πος, στὸν ὁποῖο σύχναζε ὁ Κύριος μὲ τοὺς μα θητὰς γιὰ προσευχή.
Ἡ τοποθεσία λέγεται Γεθσημανῆ, λέξι
ἑβραϊκὴ ποὺ σημαί νει ἐλαι οτριβεῖο. Γιὰ νὰ βγῇ τὸ λάδι χρει άζεται πίεσις. Αὐτὸ
ὑπενθυμίζει, ὅτι καὶ οἱ ψυχές, γιὰ νὰ δώσουν τὸ λάδι τῶν αρετῶν, πρέπει νὰ περάσουν ἀπὸ τὴ θλῖψι.
Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσουμε τὴν ἀλληγορία.
Τολμοῦμε καὶ μπαίνουμε στὸν κῆπο.
Ἄκρα σιγὴ βασιλεύει.
Καθὼς προχωροῦμε, βλέπουμε στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ νὰ κοιμοῦνται στὴ χλόη ὀκτὼ ἄντρες.
Εἶνε μαθηταὶ τοῦ Ἰησοῦ.
Πιὸ βαθειὰ
διακρίνουμε ἄλλους τρεῖς. Κοιμῶνται κι αὐτοί. Εἶνε οἱ τρεῖς προσφιλέστεροι μαθηταί,
ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης.
Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀναζητοῦμε
τὸν Ἰησοῦ. Ποῦ νὰ βρίσκεται ἆραγε; Βαδίζουμε ἀκόμη τριάντα - σαράντα βήματα, καὶ
τί βλέπουν τὰ μάτια μας;
Θέαμα συγκλονιστικό. Ἕνας ἄνθρωπος νὰ γονατίζῃ, νὰ
σηκώνεται, πάλι νὰ γονατίζῃ, ν᾽ ἀλλάζῃ θέσι, νὰ ὑψώνῃ μάτια καὶ χέρια στὸν οὐρανό,
νὰ πέφτῃ μὲ τὸ πρόσω πο στὴ γῆ, ν᾿ ἀ γωνιᾷ, τὸ πρόσωπό του νά ᾽νε κάθιδρο, κι ἀπ᾽
τὸ
μέτωπό του νὰ πέφτουν
κάτω σταγόνες ἀπὸ ἱδρῶτα, «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» (Λουκ.
22,44).
Ποιός εἶνε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τῆς ἀγωνίας; Πιστοί, σηκωθῆτε ἀπ᾽
τὴ θέσι σας καὶ ἀποκαλυφθῆτε, γονατίστε καὶ προσκυνῆστε τον.
Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός!
* * *
Ὁ Ἰησοῦς ἀγωνιᾷ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος λέει, ὅτι
«ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν» (Μᾶρκ.
14,33). Τὸν κατέλαβε θάμβος καὶ ἀ δημονία. Τι
σημαίνει ἀδημονία; Εἶνε λέξις ἑλληνικὴ καὶ σημαίνει στενοχωρία, ὅπως ὅταν
κάποιος
βρεθῇ σὲ ξένο τόπο,
μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἐκτὸς δήμου· καὶ ἀφοῦ εἶνε ἐκτὸς τοῦ δήμου του, αἰσθάνεται
ἀ-δημονία. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὴ νύχτα αὐτὴ βρέθηκε μόνος στὴ Γεθσημανῆ, μακριὰ ἀπὸ τὴν
οὐράνια πατρίδα. Αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη παρηγορίας ἀπὸ τοὺς μαθητάς. Τρεῖς φορὲς
τοὺς ἐπισκέπτεται, καὶ τὶς τρεῖς τοὺς βρίσκει νὰ κοιμοῦνται. Δὲν μπόρεσαν οὔτε
μία ὥρα ν᾿ ἀγρυπνήσουν μαζί του. Χρειάστηκε νὰ κατεβῇ ἄγγελος ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ καὶ
νὰ τὸν ἐνισχύσῃ.
Ὁ Ἰησοῦς μόνος! Ὅσοι σὲ ὧρες θλίψεων ἐγκαταλειφθῆτε
ἀπ᾽ ὅλους καὶ μείνετε μόνοι, εἰσέλθετε νοερὰ στὴ Γεθσημανῆ καὶ ἰδέστε τὸν Ἰησοῦ
καὶ παρηγορηθῆτε. Ὁ Θεὸς θὰ στείλῃ τὸν ἄγγελό του νὰ σᾶς ἐνισχύσῃ.
«Καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» (Λουκ.
22,44). Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ περνοῦσε
σὲ προσευχή, σὲ ἀδιάλειπτη ἐπι-
κοινωνία μὲ τὸν οὐράνιο
Πατέρα. «Ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσ ευχῇ» (Λουκ.
6,12). Ἔλεγχος γιὰ μᾶς ποὺ δὲν ἀγαποῦμε τὴν
προσευχή. Ὁ Ἰησοῦς ἦτο ὑπόδειγμα προσευχῆς. Ἀλλ᾿
ἡ προσευχὴ τῆς Γεθσημανῆ ἔχει κάτι
τὸ ἰδιαί- τερο καὶ μυστηριῶδες. Ἡ Γεθσημανῆ
εἶνε τὸ μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ.
Τὸν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα τῆς προσευχῆς αὐτῆς μαρτυρεῖ ἡ ἀγωνία, ὁ ἱδρώτας ὡς θρόμβοι αἵματος, καὶ πρὸ παντὸς τὰ λόγια «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο·
πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς
σύ» (Ματθ. 26,39. Μᾶρκ. 14,36. Λουκ.
22,42).
Τὰ λόγια αὐτὰ ἄκουσαν
οἱ ἄγγελοι καὶ κατεπλάγησαν. Τ᾽ ἄκουσαν οἱ δαίμονες καὶ χάρηκαν, γιατὶ νόμισαν ὅτι
ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἀπατήθηκαν.
Ἁρπάζουν τὰ λόγια αὐτὰ
οἱ αἱρετικοὶ καὶ λένε· Ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός, ἀφοῦ δείλιασε.
Τί εἴπατε, ἀνόητοι; Ὁ
Ἰησοῦς δὲν εἶνε ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων
τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι»; (Ματθ. 10,28). Δὲν εἶνε ἐκεῖνος
ποὺ τὸν σταυρὸ καὶ τὰ πάθη του ὠνόμασε δόξα καὶ βάδιζε μὲ χαρὰ στὸ
μαρτύριο;(πρβλ. Ἰω. 7,39).
Δὲν εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ὅταν
ὁ Πέτρος τόλμησε νὰ τὸν ἀποτρέψῃ ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ εἶπε αὐ στηρά «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ…»; (Ματθ.
16,23).
Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶνε ἐκεῖνος
ποὺ ἔκανε μυριάδες μάρτυρες καὶ μικρὰ παιδιὰ νὰ κατα -
φρονοῦν τὸ θάνατο; Ἂν
δείλιαζε, δὲν θὰ πήγαινε ἐκεῖ, τόπο γνωστό, ἀλλὰ θὰ κρυβόταν στὴν ἔρημο.
Δὲ βλέπετε πόσο ἀτάραχα
ὑποδέχθηκε τὴ σπεῖρα; Ἐνῷ οἱ στρατιῶτες φοβισμένοι ἔπεσαν κάτω, ἐκεῖνος τοὺς
ρωτάει «Τίνα ζητεῖτε;».
Κι ὅταν τοῦ ἀπαντοῦν «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον», ὁ
Κύριος δὲν κρύβει τὴν ταυτότητά του, ἀλλὰ λέει· «Ἐγώ εἰμι» (Ἰω. 18,3-7).
Οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ στὴ
Γεθσημανῆ δὲν εἶνε ἀπὸ δειλία. Ἀλλὰ τότε ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ ἀγωνία; Εἴπαμε ὅτι
ἡ Γεθσημανῆ εἶνε μυστήριο. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁ γιορείτης ἐρωτᾷ·
«Τίς ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ εἰς τί λογῆς πόλεμον καὶ ἀγωνίαν νὰ εὑρίσκε
το τότε ἡ καρδία τοῦ Ἰησοῦ μας;» (Πνευμ. Γυμν., Θεσ/νίκη 1971, σ.
222).
Ἡ μικρὴ διάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ
δὲν μπορεῖ νὰ βυθομετρήσῃ τὴν ἄβυσσο τοῦ μυστηρίου. Τὸ ποτήρι ποὺ ἔπρεπε νὰ πιῇ
ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴ σωτηρία μας ἦταν πικρό. Πικρότερο δὲν ἤπιε οὔτε θὰ πιῇ ἄνθρωπος.
Ποιό εἶνε τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου;
Κατ᾽ ἀρχὴν ὡς ἄνθρωπος
γεύθηκε τὴν πικρία ποὺ προκαλεῖ στὸν καθένα ὁ θάνατος. Ὁ
θάνατος δὲν εἶνε κάτι φυσικό. Δὲν ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς· εἰσῆλθε κατόπιν, ὡς συνέπεια
τῆς ἁμαρτίας.
Εἶνε φυσικὸ νὰ ἀπωθῇ ὁ
ἄνθρωπος τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου. Ὁ δὲ θάνατος ποὺ θὰ γευ-
όταν ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν
ὅπως τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, γιὰ τοὺς ὁποίους αὐτὸς ἐπεβλήθη ὡς δικαία ποινὴ γιὰ τὴν
ἁμαρτία τους· ἦταν θάνατος ἑνὸς ἀναμαρτήτου, ὁ ὁποῖος «ἁμαρτί αν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόμα τι αὐτοῦ» (Ἠσ.
53,9. Α΄ Πετρ. 2,22) καὶ ἑπομένως ἔπρεπε νὰ μείνῃ ἐκτὸς θανάτου. Ὑπῆρξε ἀκόμη
θάνατος ὀδυνηρός, ὀδυνηρότατος, θάνατος σταυροῦ. Πόσο πόνεσε σωματικὰ ὁ Ἰησοῦς
ἀπὸ τὸ φραγγέλλιο, τὸν ἀκάνθινο στέφανο, τὸ βάρος τοῦ σταυροῦ, τὰ καρφιά!…
Πιό μεγάλος ὅμως ἦταν
ὁ ψυχικός του πόνος ἀπὸ τὴν προδοσία
τοῦ Ἰούδα, τὴν ἐγκατάλειψι
τῶν μαθητῶν, τὴν ἄρνησι τοῦ Πέτρου, τὶς ψευδομαρτυρίες, τὸ φθόνο καὶ τὴν
κακεντρέχεια τῶν ἀρχόντων, τὴ δειλία τοῦ Πιλάτου, τὴ χλεύη τῶν στρατιωτῶν, τὶς
βλασφημίες τῶν λῃστῶν, τὰ γέλια καὶ τοὺς καγχασμοὺς τῶν ἀρχιερέων, τὴν ἀχαριστία
ἑνὸς εὐεργετημένου λαοῦ…
Ἀλλ᾿ ὦ συναμαρτωλοὶ ἀδελφοί
μου, ἐλᾶτε νὰ δῆτε, ὅτι στὸ πικρὸ ποτήρι τῆς θλίψεως τοῦ Ἰησοῦ διακρίνονται καὶ
σταγόνες ποὺ τὸν πότισαν ὄχι πλέον οἱ ἐχθροί του, ἀλλὰ δυστυ χῶς ἐμεῖς, γιὰ τοὺς
ὁποίους ἀγωνιοῦσε στὴ Γεθσημανῆ καὶ ἔχυσε τὸ αἷμά του στὸ Γολγοθᾶ. Ἐμεῖς
οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομά του, ἐμεῖς ποὺ ἑορτάζουμε τὰ πάθη του, ἐμεῖς οἱ
εὐεργετημένοι ἀπὸ αὐτόν, ναὶ ἐ μεῖς —πῶς νὰ τὸ ποῦμε καὶ νὰ μὴν κλάψουμε;— ἐξακολουθοῦμε
νὰ ῥίχνουμε στὸ ποτήρι τῆς ὀδύνης του νέες σταγόνες, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν
περιφρόνησι ποὺ δείχνουμε στὸ αἷμα του. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφράσῃ
τὸ παράπονο «Τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβῆναί με εἰς διαφθοράν;» (Ψαλμ.
29,10). Ὦ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, ἐρωτᾷ ὁ Δαυΐδ· τί ὠφεληθήκατε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ, ποὺ γιὰ νὰ σᾶς σώσῃ κατέβηκε ὅ λες τὶς βαθμῖδες τοῦ πόνου καὶ ἔφθασε
μέχρις ᾅδου; Τί ὠφεληθήκατε ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία του; Ματαίως λοιπὸν χύθηκε τὸ
αἷμα του γιὰ σᾶς;
Τὸ ποτήριο τοῦ Ἰησοῦ
δὲν ἐξαντλήθηκε.
Ἐξακολουθοῦν καὶ
στὸν αἰῶνα μας νὰ ῥίχνωνται σ᾽ αὐτὸ πικρότατες σταγόνες. Πόσο πικραίνεται ἀπ᾽
αὐτὲς ὁ Ἰησοῦς!…
* * *
Κύριε! Βρεθήκαμε νοερὰ
στὴ Γεθσημανῆ. Εἴδαμε τὴν ἀγωνία σου, ἀκούσαμε τὴν προσ ευχή σου, θαυμάσαμε τὴν
ὑποταγή σου στὸν Πατέρα. Σήμερα - αὔριο θὰ διαβοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ Χείμαρρο τῶν
κέδρων καὶ θὰ εἰσέλθουμε στὴ δική μας Γεθσημανῆ. Ποιές θλίψεις μᾶς
περιμένουν, ἐσὺ μόνο γνωρίζεις. Πέφτουμε καὶ σὲ
παρακαλοῦμε. Τὴν ὥρα
τῆς δοκιμασίας μας στεῖλε τὸν ἄγγελό σου νὰ μᾶς δώσῃ ἐνίσχυσι, καὶ μὲ ὑποταγὴ
στὸ θέλημά σου νὰ πιοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ πικρὸ ποτήρι, ποὺ ἐμπρὸς στὸ δικό σου δὲν
εἶνε παρὰ μία σταγόνα στὸ ὠκεανό. Κάνε, ἡ δική σου προσευχὴ νὰ γίνῃ καὶ δική
μας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη
ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου Ὁμονοίας - Ἀθηνῶν τὴν
15-4-1962 τὸ βράδυ. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 19-3-2012.