Μιλώντας κάποτε ὁ ποιητής Κώστας Βάρναλης στόν λογοτέχνη Κωστῆ Μπαστιᾶ, τοῦ ἐξομολογήθηκε τά ἑξῆς:
- Ἐγώ τά ἀφηρημένα καί τά μεταφυσικά δέν θέλω νά τά ἀνακατεύω καθόλου. Γιά μένα, οἱ λέξεις πού χρησιμοποιοῦμε πρέπει νά ἔχουν ἕνα νόημα χειροπιαστό· νά ἀντιστοιχοῦν σέ μιά πραγματικότητα αἰσθητή.
Καί συνέχισε ὁ «ἀπόλυτα προσγειωμένος» ποιητής μας:
- Νοιάζομαι μόνο γιά τήν τωρινή ζωή καί δέν μέ ἐνδιαφέρει καθόλου, τί θά γίνει μετά θάνατο. Δέν πιστεύω, πώς μέ περιμένει τίποτε καλύτερο ἤ χειρότερο. Ἁπλῶς λυποῦμαι, ὅταν σκέπτομαι ὅτι, πεθαίνοντας, θά χαθῶ ὁριστικά. Οἱ παρηγοριές τῆς θρησκείας δέν εἶναι ἀρκετές - ἀκόμη καί γιά τούς πιό θρήσκους – γιά νά τούς ξερριζώσουν τήν ἰδέα τοῦ ὁριστικοῦ χαμοῦ... Ξέρουν ὅτι ὁ δικός τους, πού πεθαίνει, δέν κάνει ταξίδι, ἀλλά χάνεται...
* * *
Στίς 15 Αὐγούστου θυμόμαστε τόν θάνατο τοῦ πιό ἁγίου ἀνθρώπου, πού ἔζησε ἐπάνω στήν γῆ. Γιορτάζουμε τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας. Τιμᾶμε καί γιορτάζουμε μιά Μητέρα, πού – περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο ἄνθρωπο – πλησίασε στόν θάνατο
μέ τήν ἀπόλυτη σιγουριά, ὅτι ΔΕΝ θά χαθῆ ὁριστικά·
μέ τήν βεβαιότητα, ὅτι θά συναντήσει χειροπιαστά τό Παιδί Της·
καί μέ τήν ἀδιάψευστη ἐλπίδα, ὅτι θά εἶναι μαζί Του γιά πάντα.
Ὅταν ζοῦσε στήν γῆ, Τήν εἴδαμε νά νοιάζεται καί γιά τά πιό ἁπλᾶ αἰσθητά πράγματα τῆς ζωῆς μας, ὅπως τό ... νά μή λείψει κρασί ἀπό ἕνα γαμήλιο γλέντι!
Ἀλλά καί τώρα πού ἔφυγε, δέν μᾶς ἐγκατέλειψε: «ἐν τῇ Κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε»! Οὔτε στίς χαρές μας! Ἀλλά – πολύ περισσότερο – οὔτε στίς θλίψεις μας!
Καί ξέροντας ὅτι εἶναι Ζωντανή (οὔτε κἄν Κεκοιμημένη), ζοῦμε τήν παρουσία Της:
μέ τίς αἰσθητές παρεμβάσεις Της στίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς μας·
μέ τό ὅτι δέν παύει νά σκουπίζει τόν ἱδρῶτα καί τά δάκρυα, ὅλων ὅσοι καταφεύγουν μέ πίστη στήν προστασία Της·
μέ τήν, ἐκ μέρους μας, συχνή μελέτη τοῦ ἁγίου παραδείγματος τῆς ζωῆς Της.
Γι’ αὐτό πρέπει συνεχῶς νά Τήν εὐχαριστοῦμε καί Τήν δοξάζουμε.
* * *
Τίποτε ἀφηρημένο ἤ μεταφυσικό δέν χωράει στήν γιορτή τῆς Παναγίας. Ὅλα εἶναι χειροπιαστά καί συγκεκριμένα.
Καί ὅποιος ἑτοιμάζεται γιά τήν γιορτή Της μέ τήν αἰσθητή ἄσκηση τῆς δεκαπενθήμετης νηστείας, καί μέ τόν αἰσθητό κόπο τῆς καθημερινῆς Παράκλησης πρός Αὐτήν, ἀνοίγει λίγο περισσότερο τά παράθυρα τῆς καρδιᾶς του, γιά νά μπῆ μέσα του τό Φῶς τῆς Πίστης στόν Υἱό Της, στόν Νικητή τοῦ Θανάτου Χριστό. Καί αὐτό τό Φῶς μᾶς κάνει νά ἀντιμετωπίζουμε τό Μυστήριο τοῦ Θανάτου, ὅπως καί ἡ Παναγία:
οὔτε μέ ψευτοπαλληκαριές τοῦ τύπου «ἐγώ δέν φοβᾶμαι τόν θάνατο»·
οὔτε ὅμως καί μέ τό ψυχοπλάκωμα ὅτι «πεθαίνοντας θά χαθῶ ὁριστικά»·
ἀλλά μέ τόν σωτήριο φόβο τῆς ἀπολογίας στόν Μισθαποδότη Κύριο τῆς Ζωῆς·
καί μέ τήν εἰρηνοποιό ἐλπίδα στό ἄπειρο Ἔλεός Του.
Ἀρχιμ. Β.Λ
Μηνιαίο Περιοδικό Ι.Μ.Νικοπόλεως & Πρεβέζης Αρ. Φύλλου 277 Αύγουστος 2006
«ΤΑ ΧΕΙΡΟΠΙΑΣΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΦΗΡΗΜΕΝΑ» του Ἀρχιμ. Β.Λ