Πρό διετίας ἦλθε στήν χώρα μας καί μίλησε στό Μέγαρο Μουσικῆς ἐνώπιον πολυπληθεστάτου ἀκροατηρίου ὁ διάσημος ἀμερικανοεβραῖος ψυχίατρος Ἴρβιν Γιάλομ. Τό θέμα του ἦταν «Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου». Συνεπής ἄθεος ὁ ἴδιος, ἔκανε ἕνα «κήρυγμα», πού εἶχε τό ἑξῆς τελικό «δίδαγμα»:
«Ἐπιχειρῆστε νά ζήσετε χωρίς τά προστατευτικά ‘κιγκλιδώματα’ πού προσφέρουν οἱ διάφορες θρησκεῖες - ἐννοῶ κάποια μορφή συνέχειας ἤ ἀθανασίας, πού ἀρνεῖται τό τελεσίδικο τοῦ θανάτου. Νομίζω ὅτι μποροῦμε νά ζήσουμε καλά χωρίς αὐτά τά κιγκλιδώματα...»
Ὅμως, τό παράξενο εἶναι, ὅτι ὁ ἴδιος (σέ πρόσφατο βιβλίο του) περιγράφει πόσο τόν συγκλόνισε ἕνα «πολύ ζωντανό» (ὅπως τό λέει) ὄνειρο, πού εἶδε τήν ἑπομένη νύχτα μετά τήν κηδεία τῆς μητέρας του: «Ἀκούω τήν μάνα μου νά οὐρλιάζει τό ὄνομά μου. Τρέχω πρός τό σπίτι τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας καί τήν βλέπω καθισμένη στήν σκάλα νά μοῦ φωνάζει: ‘Μή μᾶς ξεχνᾶς! Μή μᾶς ἀφήνεις νά χαθοῦμε’. Ἡ μάνα μου ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΕΘΑ¬ΜΕΝΗ. Ἦταν ζωντανή καί μέ φώναζε...»!
Καί καταλήγει ὁ Γιάλομ: «Πᾶνε τώρα δεκαοκτώ χρόνια ἀπό τόν θάνατο τῆς μητέρας μου, ἀλλά ἡ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ ὀνείρου ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΘΟΡΑ καί λάμπει ἀκόμα πεντακάθαρα στό μυαλό μου. Κι ἐγώ ὑπάκουσα στήν κραυγή τῆς μάνας μου. Προσπαθῶ νά τήν θυμᾶμαι. Ἡ φράση ‘μή μᾶς ξεχνᾶς’ πάντα ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΕΙ... καί τήν ἔχω περάσει σέ ἔργα μου»!
* * *
Ἀβίαστα ξεπηδᾶνε κάποια ἐρωτήματα. Ἀφοῦ ὁ ἄθεος «ἱεροκήρυκας» Γιάλομ δέν παραδέχεται κάποια συνέχεια μετά τόν θάνατο, καί τήν θεωρεῖ ψεύτικο ‘προστατευτικό κιγκλίδωμα’, τότε:
Πῶς δίνει τόσο μεγάλη σημασία σέ ἕνα ὄνειρο, πού τόσο ἔντονα ΜΑΡΤΥΡΕΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ μετά τόν θάνατο;
Γιατί «ἡ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ ὀνείρου ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΘΟΡΑ καί λάμπει ἀκόμα πεντακάθαρα στό μυαλό του» μετά ἀπό 18 χρόνια;
Γιατί νιώθει τήν ἀνάγκη ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΣΕΙ στό οὐρλιαχτό-παράκληση τῆς ‘πεθαμένης’ μάνας του;
Μήπως μέ ὅλα αὐτά, ἀρνεῖται κι αὐτός - χωρίς νά τό θέλει – τό τελεσίδικο τοῦ θανάτου;
* * *
Τό Πάσχα γιορτάζουμε τήν «ΑΠΑΝΤΗΣΗ» τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ στό οὐρλιαχτό-παράκληση «μή μᾶς ξεχνᾶς» ὅλων τῶν φυλακισμένων στά ‘ταμεῖα τοῦ ἅδη’ ψυχῶν.
Τήν Μεγάλη Παρασκευή, στά ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλουμε:
«Ἰησοῦ Χριστέ μου, Βασιλεῦ τοῦ παντός, τί ζητῶν τοῖς ἐν τῷ Ἅδῃ ἐλήλυθας; ἤ τό γένος ἀπολῦσαι τῶν βροτῶν;» Δηλαδή: «Τί ζητοῦσες, Χριστέ μου, καί κατέβηκες στόν ἅδη, παρά τό νά ἐλευθερώσεις τούς ἐκεῖ νεκρούς;»
«Ὤ χαρᾶς ἐκείνης! ὤ πολλῆς ἡδονῆς! Ἰησοῦ ἧς τούς ἐν Ἅδῃ πεπλήρωκας, ἐν πυθμέσι φῶς ἀστράψας ζοφεροῖς!» Δηλαδή, «μέ πόση χαρά καί μέ πόση ἡδονή γέμισες τούς αἰχμαλώτους τοῦ ἅδη, ἀστράπτοντας τό Φῶς Σου μέσα στά ζοφερά του σκοτάδια!»
Ὁ Χριστός δέν μᾶς ξέχασε. Δέν μᾶς ἄφησε νά χαθοῦμε. Ἀλλά ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα, πάλαιψε μέ τόν θάνατο καί τόν νίκησε γιά χάρη μας. Καί ἔτσι μᾶς ἔδωσε τήν δυνατότητα νά πετάξουμε ὅλα τά ψεύτικα «προστατευτικά κιγκλιδώματα» τῆς ἄθεης ‘φιλοσοφίας’ καί ‘ψυχολογίας’, καί νά στηριχτοῦμε στόν ΑΔΕΙΟ Τάφο Του. Στόν Πανάγιο Τάφο Του, τόν Ὁποῖο ὁ Ἴδιος ἄδειασε ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΩΣ μέ τήν Ζωοποιό Του Ἀνάσταση!
Ἀρχιμ. Β.Λ
Μηνιαίο Περιοδικό Ι.Μ. Νικοπόλεως & Πρεβέζης Αρ. Φύλλου 334 Μάιος 2011
«ΜΗ ΜΑΣ ΞΕΧΝΑΣ!» του Αρχιμ. Β.Λ.