
Κῆπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Μέσα σ᾿ αὐτὸν ὑπάρχουν λουλούδια μὲ εὐωδία ἀθάνατη. Λουλούδια πνευματικὰ εἶνε καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο. Σήμερα θὰ δοῦμε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς ὡς ἀγωνιστάς. Διότι ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε μάχη καὶ πόλεμος. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὑπῆρξαν πρότυπα ἀγωνιστῶν.
Παρουσίαζε καὶ ἡ ἐποχή τους ἐλαττώματα, κακίες, πάθη, ἐγκλήματα, σκάνδαλα, πλάνες, αἱρέσεις… Δὲν παρασύρθηκαν ὅμως. Ἀντιστάθηκαν, πολέμησαν. Γι᾿ αὐτὸ ἔγιναν πρότυπα ἀγωνιστῶν τῆς χριστιανικῆς παρατάξεως. Ὁ Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ἦταν εὐφυέστατος. Εἴκοσι ἐτῶν πῆγε γιὰ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ βρῆκε φίλο ἀνεκτίμητο τὸν Γρηγόριο, καὶ ἡ φιλία αὐτὴ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τῆς πόλεως. Στὴν Ἀθήνα εἶχαν μαζευτῆ ὅλα τὰ πλουσιόπαιδα· οἱ γονεῖς τοὺς ἔστελναν χρήματα, κι αὐτοὶ τὰ ξώδευαν. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν καὶ διεφθαρμένα γύναια. Ἀλλὰ οἱ δύο φίλοι ἔμειναν ὡς κρίνα ἐν μέσῳ ἀκανθῶν. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Βασίλειος γύρισε στὴν Καισάρεια. Τότε ἐπικρατοῦσε ὁ ἀρειανισμός. Ὁ αὐτοκράτωρ ἔστειλε τὸ Μόδεστο νὰ πιέσῃ τοὺς ἐπισκόπους νὰ ὑπογράψουν. Ὅλοι ὑπέγραφαν τὴ δήλωσι, ὅτι εἶνε ἀρειανοί. Ἔφθασε καὶ στὴν Καισάρεια. –Τί ζητᾷς; ρωτάει ὁ Μέγας Βασίλειος. –Μιὰ ὑπογραφή. –Δὲν γίνεται. Ὁ δικός μου βασιλεὺς τὸ ἀπαγορεύει νὰ βάλω τέτοια ὑπογραφή. –Δὲν φοβᾶσαι τὸν αὐτοκράτορα; –Τί θὰ μοῦ κάνῃ; –Θὰ σοῦ δημεύσῃ τὴν περιουσία, ἢ θὰ σὲ στείλῃ ἐξορία, ἢ καὶ στὸ θάνατο! Γέλασε ὁ Μέγας Βασίλειος. –Ἔχεις τίποτε ἄλλο χειρότερο; Δήμευση περιουσίας; δὲν ἔχω παρὰ ἕνα ῥάσο καὶ λίγα βιβλία. Ἐξορία; «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1)· ὅπου νὰ πάω, ἐξόριστος εἶμαι. Θάνατος; γιὰ μένα ὁ θάνατος εἶνε μία εὐεργεσία. Δὲν ὑποχωρῶ… Ἄκουγε ὁ Μόδεστος καὶ παραξενευόταν. Ἀντίστασι στὴν Ἀθήνα ὡς φοιτητής, ἀντίστασι καὶ στὴν Καισάρεια ὡς ἐπίσκοπος ἐμπρὸς στὸ Μόδεστο καὶ στὸν αὐτοκράτορα. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Τὸ πνεῦμα καὶ τῆς δικῆς του ἀντιστάσεως τὸ βλέπουμε μέσα στὴν Ἀθήνα. Δὲν τὸν ἐπηρέασε τὸ κακὸ περιβάλλον. Συμμαθητὴ εἶχε τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη, τὸν μετέπειτα εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα. Δὲν παρασύρθηκε ἀπ᾿ αὐτόν. Πολέμησε ἐναντίον τῶν ἰδεῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ. Κατόπιν πῆγε στὸ χωριό του, στὴν Ἀριανζό, ὅπου ἔγινε κληρικὸς καὶ κατόπιν ἐπίσκοπος. Τὸν κάλεσαν στὴν Κωσταντινούπολι ὅταν ἐπικρατοῦσε ὁ ἀρειανισμός. Οἱ ἀρειανοὶ εἶχαν πάρει ὅλες τὶς ἐκκλησίες ἐκτὸς ἀπὸ μία πολὺ μικρή, τὴν Ἁγία Ἀναστασία. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τοὺς περιφήμους θεολογικοὺς λόγους του περὶ ἁγίας Τριάδος καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ πῆρε τὸ ὄνομα Θεολόγος. Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν τοῦ ᾿διναν σημασία, ἀλλὰ κατόπιν ἄρχισε νὰ σείῃ μὲ τὰ κηρύγματα ὅλη τὴν πόλι. Οἱ ἀρειανοὶ ἐφρύαξαν, λύσσαξαν ἐναντίον του. Καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα μπήκαν μὲ ξύλα καὶ λιθάρια κι ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸ ἐκκλησίασμα. Τραυματίστηκε καὶ ὁ Γρηγόριος. Σχεδὸν ἡμιθανὴς βγῆκε ἀπὸ τὸ δρᾶμα ἐκεῖνο γιὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι. Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς του. Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμε στὸ Χρυσόστομο. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὅλη ἡ ζωή του εἶνε μία μάχη. Στὰ συγγράμματα καὶ στὶς ὁμιλίες του χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις μάχη, πόλεμος, ὅπλα, ἀγών. Λέει κάπου· Ἔρχομαι ἀπὸ μάχη! Κι ὅταν τὸν ἀκούει κανείς, νομίζει ὅτι εἶνε σὲ πόλεμο, πόλεμο πνευματικὸ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ἀγωνίστηκε ὁ Χρυσόστομος. Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρικῶν τελετῶν καὶ διασκεδάσεων, τῶν θεάτρων, τῶν ἱπποδρομιῶν, τῶν πορνικῶν χορῶν, τῶν ἀσπλάχνων πλουσίων καὶ τῆς πολυτελείας. Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τοῦ Εὐτροπίου. Τί ἦταν ὁ Εὐτρόπιος; Ἦταν ὁ εὐνοούμενος τῆς βασιλίσσης Εὐδοξίας. Μόλις ἔγινε πρωθυπουργός, ἄρχισε τὶς ἁρπαγές. Δὲν ἄφησε σπιτάκι χήρας καὶ ὀρφανοῦ. Τοῦ φώναξε ὁ Χρυσόστομος· Ὁ δρόμος ποὺ πῆρες εἶνε καταστρεπτικός!… Αὐτὸς δὲν ὑπολόγιζε τίποτε. Ἕνας ἱερὸς νόμος ἀπὸ τὸν Μέγα Κωσταντῖνο ὥριζε τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν· ὅποιος, δηλαδή, καταδιώκεται καὶ προφθάσῃ νὰ μπῇ μέσα σὲ ἐκκλησία, κανείς νὰ μὴ τὸν πειράζῃ. Ὁ Εὐτρόπιος εἶχε ἐχθροὺς καὶ τοὺς κυνηγοῦσε, ἀλλ᾿ αὐτοὶ κατέφευγαν στὴν ἐκκλησία. Πῆγε τότε στὸ Χρυσόστομο καὶ τοῦ λέει· –Θὰ καταργήσῃς τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν (γιὰ νά ᾿χῃ τὸ δικαίωμα νὰ μπαίνῃ μέσα καὶ σὰν γεράκι ν᾿ ἁρπάζῃ τὰ ὀρνίθια). –Αὐτὸ δὲν γίνεται, ἀπαντᾷ ὁ Ἰωάννης. –Θὰ σὲ ἐξορίσω. –Κάνε ὅ,τι θέλεις· τὸ ἄσυλο δὲν καταργεῖται… Μιὰ μέρα λοιπόν, ἐνῷ ὁ Χρυσόστομος κήρυττε, ἀκούστηκε μεγάλη ὀχλοβοή. Σὲ μιὰ στιγμὴ κάποιος, ἱδρωμένος καὶ ἐλεεινός, μπαίνει τρέχοντας στὴν ἐκκλησία καὶ ἀγκαλιάζει τὶς κολῶνες. Ποιός ἦταν; Ὁ Εὐτρόπιος! Αὐτός, ποὺ ἤθελε νὰ καταργηθῇ τὸ ἄσυλο, τώρα ἔγινε κίνημα, τὸν ἔρριξαν ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, καὶ γιὰ νὰ σωθῇ ἔτρεξε στὸ ναό. Ἀπ᾿ ἔξω φώναζαν· Νὰ μᾶς τὸν παραδώσῃς, μᾶς κατέστρεψε!… Ἀνέβηκε τότε ὁ Χρυσόστομος στὸν ἄμβωνα καὶ ἐξεφώνησε τὸν περίφημο λόγον εἰς Εὐτρόπιον, ὅπου λέει· «“Ματαιότης ματαιοτήτων…” (Ἐκ. 1,2). Ἐλᾶτε νὰ δῆτε αὐτόν· ποῦ ἦταν μέχρι χθές, ποῦ ἦταν πρὸ μιᾶς ὥρας, καὶ ποῦ βρίσκεται τώρα…». Δὲν τοὺς τὸν παρέδωσε. Ἀγωνίστηκε μὲ τὸν Εὐτρόπιο, ἀλλὰ ἀγωνίστηκε καὶ μὲ τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία. Κατὰ κόσμον φαίνεται ὅτι νίκησε ἡ αὐτοκράτειρα, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅμως νίκησε ὁ Χρυσόστομος. Τί συνέβη· οἱ κυρίες τῶν τιμῶν κολάκευαν τὴ βασίλισσα γιὰ τὸ κάλλος της. Τῆς ἔφτειαξαν ἄγαλμα, τὸ ἔστησαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ ὥρισαν ἡμέρα γιὰ τελετή. Ὁ Χρυσόστομος ἐξηγέρθη. Ὅταν τὸ ἔμαθαν στὰ ἀνάκτορα ταράχθηκαν καὶ ἄρχισε ὁ μακρὸς ἀγών, στὸν ὁποῖον ὄργανα ἦταν καὶ ἀνάξιοι ἐπίσκοποι. Τὸν ἐξώρισαν πέρα στὴν Ἀρμενία. Τέλος, κατάκοπος, ἐξηντλημένος, πονεμένος, διωγμένος, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἔτσι παρέδωκε τὴν ἁγία του ψυχή, τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἔπεσε πάνω στὸ καθῆκον.
* * *

(αἴθουσα «Τρεῖς Ἱεράρχαι» Ἀθηνῶν 31-1-1960)