ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ
«Σὺ οὖν, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β΄ Τιμ. 2,1)
Καταλάβατε, ἀγαπητοί μου, τί σημαίνει τὸ ῥητὸ αὐτό; Περιέχει πολλὰ νοήματα.
Μιλήσαμε ἄλλοτε γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος τὴ Νικομήδεια, γιὰ τὸ ἰατρικό του ἐπάγγελμα, γιὰ τὰ θαύματα, τὰ μαρτύρια καὶ τὸ τέλος του.
Ἂς μιλήσουμε τώρα ἐπάνω στὸν ἀπόστολο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς καὶ εἰδικὰ στὸ ῥητὸ αὐτό, ποὺ εἶνε παρμένο ἀπὸ τὴ Δευτέρα ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ μαθητή του Τιμόθεο ἐπίσκοπο Ἐφέσου.
Ποῦ βρισκόταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔγραφε αὐτά; Ἦταν μέσ᾽ στὴ φυλακή. Ἀκούσατε τί λέει στὸ τέλος τῆς περικοπῆς· «Κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος» (Β΄ Τιμ. 2,9). Ἦταν κακοῦργος; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ τότε ἐθεωρεῖτο ἔγκλημα τὸ ὅτι πίστευε στὸ Χριστό· γι᾽ αὐτὸ φυλακίστηκε. Ἐκεῖ μέσ᾿ στὶς φυλακὲς περίμενε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ σιδερένια πόρτα τοῦ κελλιοῦ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ ἀπόσπασμα γιὰ νὰ ἐκτελεσθῇ – ποιός; ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων! Κι ὅμως αὐτὸς εἶνε γεμᾶτος χαρά. Καὶ παίρνει τὴν πέννα καὶ γράφει αὐτὴ τὴν τελευταία του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἀγαπητό του μαθητή.
Ὁ Τιμόθεος ἦταν ἐπίσκοπος στὴν Ἔφεσο. Σ᾽ αὐτὸν λοιπὸν γράφει. Καὶ τί τοῦ λέει;
«Σὺ οὖν, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β΄ Τιμ. 2,1)
Καταλάβατε, ἀγαπητοί μου, τί σημαίνει τὸ ῥητὸ αὐτό; Περιέχει πολλὰ νοήματα.
Μιλήσαμε ἄλλοτε γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος τὴ Νικομήδεια, γιὰ τὸ ἰατρικό του ἐπάγγελμα, γιὰ τὰ θαύματα, τὰ μαρτύρια καὶ τὸ τέλος του.
Ἂς μιλήσουμε τώρα ἐπάνω στὸν ἀπόστολο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς καὶ εἰδικὰ στὸ ῥητὸ αὐτό, ποὺ εἶνε παρμένο ἀπὸ τὴ Δευτέρα ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ μαθητή του Τιμόθεο ἐπίσκοπο Ἐφέσου.
Ποῦ βρισκόταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔγραφε αὐτά; Ἦταν μέσ᾽ στὴ φυλακή. Ἀκούσατε τί λέει στὸ τέλος τῆς περικοπῆς· «Κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος» (Β΄ Τιμ. 2,9). Ἦταν κακοῦργος; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ τότε ἐθεωρεῖτο ἔγκλημα τὸ ὅτι πίστευε στὸ Χριστό· γι᾽ αὐτὸ φυλακίστηκε. Ἐκεῖ μέσ᾿ στὶς φυλακὲς περίμενε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ σιδερένια πόρτα τοῦ κελλιοῦ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ ἀπόσπασμα γιὰ νὰ ἐκτελεσθῇ – ποιός; ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων! Κι ὅμως αὐτὸς εἶνε γεμᾶτος χαρά. Καὶ παίρνει τὴν πέννα καὶ γράφει αὐτὴ τὴν τελευταία του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἀγαπητό του μαθητή.
Ὁ Τιμόθεος ἦταν ἐπίσκοπος στὴν Ἔφεσο. Σ᾽ αὐτὸν λοιπὸν γράφει. Καὶ τί τοῦ λέει;
Ἐσύ, παιδί μου, πρόσεξε μὴν ἀπογοητευθῇς ἀπ᾽ τὸ ὅτι βρίσκομαι σὲ δεινὴ θέσι, ἀπὸ τὴν περιπέτειά μου καὶ τὸ τέλος μου. Μὴ σὲ πτοήσουν αὐτά. Μεῖνε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος. Πάρε δύναμι ἀπ᾽ τὸ Χριστό, μεῖνε μέχρι τέλους πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος στὸν Κύριό μας. Ἦταν ἀνάγκη νὰ λεχθοῦν αὐτά. Διότι ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν τότε σὲ δύσκολη κατάστασι. Στὴ Ῥώμη αὐτοκράτορας ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγριώτερα θηρία, ἕνα ἐστεμμένο τέρας, ὁ Νέρων. Αὐτὸς μισοῦσε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ δημιούργησε μιὰ σκηνοθεσία· ἔβαλε φωτιὰ στὴ Ῥώμη, καὶ μετὰ εἶπε, ὅτι αἴτιοι τοῦ ἐμπρησμοῦ εἶνε οἱ Χριστιανοί· ἔτσι ἄρχισε ὁ διωγμός. Ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ συνελήφθησαν καὶ ῥίχτηκαν στὶς φυλακὲς ἦταν οἱ δύο ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Πέτρος. Καὶ κοντὰ σ᾽ αὐτοὺς πλῆθος ἄλλοι Χριστιανοί, ποὺ τὸ τέλος τους ἦταν μαρτυρικό. Τοὺς γύμνωναν, τοὺς ἄλειφαν μὲ πίσσα, καὶ κατόπιν τὰ πισσωμένα κορμιὰ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν –ὅποιος τ᾽ ἀκούει φρίττει– τὰ κρεμοῦσαν τὴ νύχτα σὲ ψηλὰ δοκάρια, τοὺς ἔβαζαν φωτιά, καὶ τ᾽ ἄφηναν νὰ καίγωνται σὰ λαμπάδες, γιὰ νὰ φωτίζουν! Μαρτύρησαν ἔτσι χιλιάδες. Μὴ νομίσετε ὅμως ὅτι ὅλοι ἔγιναν μάρτυρες. Δὲν εἶνε εὔκολο.
Ἀπ᾽ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε σήμερα, ἂν γίνῃ διωγμός, ἐγὼ ἀμφιβάλλω ἐὰν δέκα μείνουν πιστοί. Δὲν ξέρω ποιοί θά ᾽νε αὐτοί· κληρικός, λαϊκός, βοσκός, ἐργάτης;… δὲν ξέρω.
Τώρα εὐχάριστα ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, ἀκοῦμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, εὐχαριστούμεθα ἀπὸ τὰ τροπάρια καὶ τὴ μουσική. Ἀλλὰ ἄλλο εἶνε τοῦτο, κι ἄλλο εἶνε ἐκεῖνο…
Ἐκτὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ μαρτύρησαν, πολλοὶ δείλιασαν καὶ λιποτάκτησαν. Γνωρίζουμε ἀκόμα, ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε πολλοὺς συνεργάτες ἀλλὰ στὸ τέλος τὸν ἄφησαν καὶ ἔφτασε νὰ γράφῃ· «Πάντες με ἐγκατέλιπον» (ἔ.ἀ. 4,16). Γι᾿ αὐτὸ ἐδῶ ἐνθαρρύνει τὸν ἀπόστολο Τιμόθεο. Ὅπως ὁ γενναῖος ἀξιωματικὸς σὲ κρίσιμο σημεῖο τῆς μάχης ἐνθαρρύνει τοὺς μαχητάς του, ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος, στρατηγὸς τῆς στρατιᾶς τοῦ Κυρίου, ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐνθαρρύνει τὸν στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ λέει· «Σὺ, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β΄ Τιμ. 2,1), πάρε δύναμι γιὰ νὰ συνεχίσῃς τὸν ἀγῶνα σου.
Ἀπ᾽ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε σήμερα, ἂν γίνῃ διωγμός, ἐγὼ ἀμφιβάλλω ἐὰν δέκα μείνουν πιστοί. Δὲν ξέρω ποιοί θά ᾽νε αὐτοί· κληρικός, λαϊκός, βοσκός, ἐργάτης;… δὲν ξέρω.
Τώρα εὐχάριστα ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, ἀκοῦμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, εὐχαριστούμεθα ἀπὸ τὰ τροπάρια καὶ τὴ μουσική. Ἀλλὰ ἄλλο εἶνε τοῦτο, κι ἄλλο εἶνε ἐκεῖνο…
Ἐκτὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ μαρτύρησαν, πολλοὶ δείλιασαν καὶ λιποτάκτησαν. Γνωρίζουμε ἀκόμα, ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε πολλοὺς συνεργάτες ἀλλὰ στὸ τέλος τὸν ἄφησαν καὶ ἔφτασε νὰ γράφῃ· «Πάντες με ἐγκατέλιπον» (ἔ.ἀ. 4,16). Γι᾿ αὐτὸ ἐδῶ ἐνθαρρύνει τὸν ἀπόστολο Τιμόθεο. Ὅπως ὁ γενναῖος ἀξιωματικὸς σὲ κρίσιμο σημεῖο τῆς μάχης ἐνθαρρύνει τοὺς μαχητάς του, ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος, στρατηγὸς τῆς στρατιᾶς τοῦ Κυρίου, ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐνθαρρύνει τὸν στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ λέει· «Σὺ, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β΄ Τιμ. 2,1), πάρε δύναμι γιὰ νὰ συνεχίσῃς τὸν ἀγῶνα σου.
* * *
Τὰ ἐμπνευσμένα αὐτὰ λόγια, ἀγαπητοί μου, ποὺ βγῆκαν σὲ καιρὸ διωγμοῦ μέσα ἀπ᾽ τὸ καμίνι μιᾶς καρδιᾶς ποὺ ἀγαποῦσε τὸ Χριστό, διαβαίνουν τοὺς αἰθέρες καὶ τοὺς αἰῶνες καὶ φτάνουν ὣς ἐμᾶς. Ἰσχύουν ἐξατομικευμένα γιὰ τὸν καθένα μας. Ἂς ἀνοίξουμε τὰ αὐτιά μας ν᾽ ἀκούσουμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο· «Σὺ οὖν, τέκνον μου (πιστὸ παιδὶ τῆς Ὀρθοδοξίας), ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Διότι κ᾽ ἐμεῖς βρισκόμαστε σὲ σκληρὴ ἐποχή. Οἱ παλαιότεροι εἴδαμε στὶς ἡμέρες μας νὰ περνοῦν ἀπὸ τὴν Εὐρώπη νέοι Νέρωνες· τρεῖς, τέσσερις, πέντε ἢ περισσότεροι ἀπαίσιοι Νέρωνες. Ἠπιώτερες ἢ χειρότερες «ἐκδόσεις» τοῦ Νέρωνος, βασάνισαν τὸν κόσμο – νὰ μὴν ἀναφέρουμε τὰ ὀνόματά τους. Ὑπῆρξαν δικτάτορες, ἄλλοι μὲ κόκκινα καὶ ἄλλοι μὲ μαῦρα χρώματα. Ἀλλὰ εἴτε μὲ μαῦρα εἴτε μὲ κόκκινα χρώματα, ὑπῆρξαν ἀπαίσιοι. Κατήργησαν τὴν ἐλευθερία τῶν λαῶν, ὡδήγησαν στὴ σφαγή, ἔκλεισαν κόσμο στὰ στρατόπεδα, ἔκαψαν μέσα σὲ κλιβάνους ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, μίαναν τὴ γῆ μὲ τὰ αἵματα αὐτοὶ οἱ νεώτεροι Κάϊν. Θὰ περάσουν πολλὰ χρόνια γιὰ νὰ λησμονηθοῦν τὰ φοβερὰ ἐγκλήματά τους. Αὐτοὶ στάθηκαν φοβερώτεροι ἀπὸ τὸ Νέρωνα κατὰ τοῦτο· ἐκεῖνος, μολονότι ἔλεγε ὅτι ἤθελε νὰ ἔχῃ ἡ ἀνθρωπότης ἕνα κεφάλι ὥστε μὲ μιὰ σπαθιὰ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσῃ, δὲν εἶχε ὅμως στὴ διάθεσί του τὰ φοβερὰ ὅπλα ποὺ διέθεταν αὐτοί. Σήμερα διέφυγε ἆραγε ἡ ἀνθρωπότης τὸν κίνδυνο νὰ ἐπανεμφανισθοῦν Νέρωνες; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Τὸ κακὸ —ἂς φιλοσοφοῦν οἱ διανοούμενοι, ἂς λένε οἱ κοινωνιολόγοι, ἂς φλυαροῦν οἱ ῥήτορες— τὸ κακὸ ἔχει ῥίζες πολὺ βαθειὰ μέσα στὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Εἶνε σὰν τὴ Λερναία Ὕδρα, ποὺ ὅσα κεφάλια κι ἂν κόβονταν, φύτρωναν νέα, ἕως ὅτου ὁ Ἰόλαος καυτηρίασε τὶς ῥίζες τους.
Βλέπω, βάσει τῶν ἱερῶν κειμένων, ὅτι νέοι Νέρωνες ἐκκολάπτονται πάλι εἰς βάρος τῆς ἀνθρωπότητος, ὁποιοδήποτε χρῶμα κι ἂν ἔχουν. Ἔρχονται ἡμέρες σκληρές, ἀπαίσιες, κατὰ τὴν προφητεία τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος, ποὺ λέει ὅτι «ἐρημώσει πᾶσαν τὴν γῆν ἀνομία» (Σ. Σολ. 5,23). Σὲ τέτοιες μέρες ζοῦμε. Πολλοὶ θ᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἡ αἵρεσις τῶν χιλιαστῶν ἀγρεύει θύματα μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Ἐγὼ κλαίω καὶ θρηνῶ. Ποιά μάνα τοὺς γέννησε; ποιός πατέρας τοὺς ἀνέθρεψε; ποιός παπᾶς τοὺς κατήχησε; ποιός δάσκαλος τοὺς δίδαξε; ποιά κοινωνία τοὺς διαμόρφωσε; Ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυτρώνουν τὰ μανιτάρια, ἔτσι καὶ στὴν κοπριὰ τῆς ἀθλίας μας κοινωνικῆς καταστάσεως φύτρωσαν ἄλλοι μὲν χιλιασταί, ἄλλοι μασόνοι, ἄλλοι ροταριανοί, ἄλλοι ἄθεοι, ἄλλοι ὑλισταί, ἄλλοι…, καὶ τὸ μαντρὶ τοῦ Χριστοῦ λιγοστεύει συνεχῶς. Θὰ μείνουμε πολὺ λίγοι. Ἀλλ᾽ ὅσο λίγοι κι ἂν μείνουμε –ὅπως ὁ Χριστὸς ἐγκαταλείφθηκε ἀπ᾽ ὅλους τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔμεινε μόνος στὰ μπουντρούμια τῆς Ῥώμης, ὅπως ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ τόσοι ἄλλοι ἀναρίθμητοι ἐγκαταλείφθηκαν–, κάποιοι πάντως θὰ μείνουν, θὰ ὑπάρχῃ τὸ «λεῖμμα» (῾Ρωμ. 11,5). Ὁ σπόρος τοῦ εὐαγγελίου δὲν θ᾽ ἀφανισθῇ, δὲν θὰ λείψουν στρατιῶτες ἀπὸ τὴν ἔνδοξη στρατιὰ τοῦ Κυρίου. Θὰ ὑπάρχουν πάντοτε ἄνδρες σώφρονες, γυναῖκες τίμιες, νέοι ἁγνοί, κορίτσια παρθένα, παιδιὰ ἀθῷα, ποὺ θὰ γονατίζουν ἐμπρὸς στὰ εἰκονίσματα. Δὲν θὰ ἐκλείψῃ ἡ Ἐκκλησία· «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Θὰ λιγοστέψουν οἱ Χριστιανοί, θὰ σβήσουν τὰ ψευδῆ φῶτα, ἀλλὰ τὸ ἀνέσπερο Φῶς θὰ μείνῃ, θὰ ὑπάρχῃ πάντοτε. Ὅσο προχωροῦν οἱ αἰῶνες, θὰ εἶνε σκοτεινότεροι καὶ ἀπαισιώτεροι. Θ᾽ ἀνοίξουν οἱ πύλες τῆς κολάσεως καὶ θὰ βγοῦν τὰ στρατεύματα τὰ ᾅδου καὶ νέοι Νέρωνες, ποὺ θὰ κρατοῦν ἀντὶ γιὰ μαχαίρια τὴν πυρηνικὴ ἐνέργεια, γιὰ νὰ θερίσουν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἡ γῆ νὰ ἐρημωθῇ. Τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς ἀθεΐας καὶ ἀπιστίας, «ὅσοι πιστοί», «ὅσοι πιστοί»! (θ. Λειτ.).
Ὅσοι μείνουν πιστοί, θὰ εἶνε μακάριοι, εὐτυχεῖς. «Εὐτυχεῖς ὅσοι φυλάγουν Θερμοπύλες», ὅπως λέει ὁ ποιητής, ὅσοι μείνουν ἀτρόμητοι, ψυχωμένοι, πειθαρχικοί, ἐνθουσιασμένοι, ἀποφασισμένοι γιὰ θυσία. Θερμοπύλες εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας. Νὰ τὴ φυλάξουμε ὅποια θυσία καὶ ἂν ἀπαιτηθῇ! Δὲν θὰ νικήσουν οἱ πολλοί. Ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι ἄνοιξε ἡ πόρτα τῆς κολάσεως καὶ βγῆκαν τὰ θηρία ὅλα· τὸ λιοντάρι, ἡ τίγρις, ἡ ἀρκούδα. Πάλεψαν, φαγώθηκαν μεταξύ τους. Ποιός νίκησε; Οὔτε τὸ λιοντάρι, οὔτε ἡ τίγρις, οὔτε ἡ ἀρκούδα (ὅλα αὐτὰ εἶνε σύμβολα ἐθνῶν). Ποιός νίκησε; Τὸ ἀρνίον! (Ἀπ. 5,6· 12,11· 17,14).
«Ἀρνίον ἐσφαγμένον», σύμβολο ἀγάπης καὶ θυσίας, Ἀρνίον μὲ ἄλφα κεφαλαῖο, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πίστις μας ἀκράδαντη εἶνε· ὅσες φάσεις κι ἂν περάσῃ ὁ ἀγώνας, ὅσες μάχες κι ἂν γίνουν, ὅσους λιποτάκτες καὶ νεκροὺς κι ἂν ἔχουμε, στὸ τέλος στὴν κορυφὴ τῆς ἀνθρωπότητος θὰ κυματίσῃ μία καὶ μόνο σημαία, ἡ σημαία τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἡ ἔνδοξη σημαία τοῦ σταυροῦ. Καὶ οἱ ἄπιστοι ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι θὰ γονατίσουν· καὶ οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὰ βουνὰ καὶ οἱ θάλασσες, δύσις καὶ ἀνατολή, βορρᾶς καὶ νότος, θὰ ὑμνοῦν καὶ θὰ δοξάζουν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
Βλέπω, βάσει τῶν ἱερῶν κειμένων, ὅτι νέοι Νέρωνες ἐκκολάπτονται πάλι εἰς βάρος τῆς ἀνθρωπότητος, ὁποιοδήποτε χρῶμα κι ἂν ἔχουν. Ἔρχονται ἡμέρες σκληρές, ἀπαίσιες, κατὰ τὴν προφητεία τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος, ποὺ λέει ὅτι «ἐρημώσει πᾶσαν τὴν γῆν ἀνομία» (Σ. Σολ. 5,23). Σὲ τέτοιες μέρες ζοῦμε. Πολλοὶ θ᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἡ αἵρεσις τῶν χιλιαστῶν ἀγρεύει θύματα μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Ἐγὼ κλαίω καὶ θρηνῶ. Ποιά μάνα τοὺς γέννησε; ποιός πατέρας τοὺς ἀνέθρεψε; ποιός παπᾶς τοὺς κατήχησε; ποιός δάσκαλος τοὺς δίδαξε; ποιά κοινωνία τοὺς διαμόρφωσε; Ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυτρώνουν τὰ μανιτάρια, ἔτσι καὶ στὴν κοπριὰ τῆς ἀθλίας μας κοινωνικῆς καταστάσεως φύτρωσαν ἄλλοι μὲν χιλιασταί, ἄλλοι μασόνοι, ἄλλοι ροταριανοί, ἄλλοι ἄθεοι, ἄλλοι ὑλισταί, ἄλλοι…, καὶ τὸ μαντρὶ τοῦ Χριστοῦ λιγοστεύει συνεχῶς. Θὰ μείνουμε πολὺ λίγοι. Ἀλλ᾽ ὅσο λίγοι κι ἂν μείνουμε –ὅπως ὁ Χριστὸς ἐγκαταλείφθηκε ἀπ᾽ ὅλους τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔμεινε μόνος στὰ μπουντρούμια τῆς Ῥώμης, ὅπως ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ τόσοι ἄλλοι ἀναρίθμητοι ἐγκαταλείφθηκαν–, κάποιοι πάντως θὰ μείνουν, θὰ ὑπάρχῃ τὸ «λεῖμμα» (῾Ρωμ. 11,5). Ὁ σπόρος τοῦ εὐαγγελίου δὲν θ᾽ ἀφανισθῇ, δὲν θὰ λείψουν στρατιῶτες ἀπὸ τὴν ἔνδοξη στρατιὰ τοῦ Κυρίου. Θὰ ὑπάρχουν πάντοτε ἄνδρες σώφρονες, γυναῖκες τίμιες, νέοι ἁγνοί, κορίτσια παρθένα, παιδιὰ ἀθῷα, ποὺ θὰ γονατίζουν ἐμπρὸς στὰ εἰκονίσματα. Δὲν θὰ ἐκλείψῃ ἡ Ἐκκλησία· «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Θὰ λιγοστέψουν οἱ Χριστιανοί, θὰ σβήσουν τὰ ψευδῆ φῶτα, ἀλλὰ τὸ ἀνέσπερο Φῶς θὰ μείνῃ, θὰ ὑπάρχῃ πάντοτε. Ὅσο προχωροῦν οἱ αἰῶνες, θὰ εἶνε σκοτεινότεροι καὶ ἀπαισιώτεροι. Θ᾽ ἀνοίξουν οἱ πύλες τῆς κολάσεως καὶ θὰ βγοῦν τὰ στρατεύματα τὰ ᾅδου καὶ νέοι Νέρωνες, ποὺ θὰ κρατοῦν ἀντὶ γιὰ μαχαίρια τὴν πυρηνικὴ ἐνέργεια, γιὰ νὰ θερίσουν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἡ γῆ νὰ ἐρημωθῇ. Τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς ἀθεΐας καὶ ἀπιστίας, «ὅσοι πιστοί», «ὅσοι πιστοί»! (θ. Λειτ.).
Ὅσοι μείνουν πιστοί, θὰ εἶνε μακάριοι, εὐτυχεῖς. «Εὐτυχεῖς ὅσοι φυλάγουν Θερμοπύλες», ὅπως λέει ὁ ποιητής, ὅσοι μείνουν ἀτρόμητοι, ψυχωμένοι, πειθαρχικοί, ἐνθουσιασμένοι, ἀποφασισμένοι γιὰ θυσία. Θερμοπύλες εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας. Νὰ τὴ φυλάξουμε ὅποια θυσία καὶ ἂν ἀπαιτηθῇ! Δὲν θὰ νικήσουν οἱ πολλοί. Ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι ἄνοιξε ἡ πόρτα τῆς κολάσεως καὶ βγῆκαν τὰ θηρία ὅλα· τὸ λιοντάρι, ἡ τίγρις, ἡ ἀρκούδα. Πάλεψαν, φαγώθηκαν μεταξύ τους. Ποιός νίκησε; Οὔτε τὸ λιοντάρι, οὔτε ἡ τίγρις, οὔτε ἡ ἀρκούδα (ὅλα αὐτὰ εἶνε σύμβολα ἐθνῶν). Ποιός νίκησε; Τὸ ἀρνίον! (Ἀπ. 5,6· 12,11· 17,14).
«Ἀρνίον ἐσφαγμένον», σύμβολο ἀγάπης καὶ θυσίας, Ἀρνίον μὲ ἄλφα κεφαλαῖο, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πίστις μας ἀκράδαντη εἶνε· ὅσες φάσεις κι ἂν περάσῃ ὁ ἀγώνας, ὅσες μάχες κι ἂν γίνουν, ὅσους λιποτάκτες καὶ νεκροὺς κι ἂν ἔχουμε, στὸ τέλος στὴν κορυφὴ τῆς ἀνθρωπότητος θὰ κυματίσῃ μία καὶ μόνο σημαία, ἡ σημαία τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἡ ἔνδοξη σημαία τοῦ σταυροῦ. Καὶ οἱ ἄπιστοι ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι θὰ γονατίσουν· καὶ οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὰ βουνὰ καὶ οἱ θάλασσες, δύσις καὶ ἀνατολή, βορρᾶς καὶ νότος, θὰ ὑμνοῦν καὶ θὰ δοξάζουν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(Oμιλία του Mητροπολίτου Φλωρίνης π. Aυγουστίνου Kαντιώτου εις τον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Κυριακὴ 27-7-1975 πρωί)