Υπάρχει Πίστη;
ΕΟΡΤΗ, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Ἑορτὴ τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, ἡ ὁποία εἶνε προσφιλὴς στὸν Ἑλληνικὸ λαό – ἀπόδειξις οἱ τόσες ἐκκλησίες ἐπ᾿ ὀνόματί της.Ἡ ἁγία Παρασκευὴ γεννήθηκε τὸν δεύτερο (Β΄) αἰῶνα μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138-161), ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Ἀγάθωνα καὶ τὴν Πολιτεία, στὴ μεγαλύτερη τότε πόλι τῆς ἀνθρωπότητος, τὴ Ῥώμη, πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ γονεῖς της δὲν εἶχαν παιδί. Ἀλλὰ ἡ μητέρα της πίστευε καὶ μέρα – νύχτα παρακαλοῦσε γι᾿ αὐτό. Κι ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα· τῆς ἔδωσε ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι πού, ἐπειδὴ
γεννήθηκε ἡμέρα Παρασκευή, τὸ ὠνόμασαν Παρασκευή. Τὴ μεγάλωναν μὲ τὰ διδάγματα τοῦ εὐαγγελίου. Ὅσο προχωροῦσε στὴν ἡλικία, ἔδειχνε ἀφοσίωσι στὸν Κύριο· πήγαινε τακτικὰ στὴν ἐκκλησία, προσευχόταν, νήστευε, καὶ πρὸ παντὸς διάβαζε τὴν ἁγία Γραφή. Τὸ κάνουμε ἐμεῖς αὐτό;… Σήμερα οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ ξενυχτοῦν ὄχι στὴν ἁγία Γραφὴ ἀλλὰ στὴν τηλεόρασι. Οὔτε διαπαιδαγωγοῦμε σήμερα τὰ παιδιά μας ὅπως οἱ γονεῖς ἐκεῖνοι.
ΕΟΡΤΗ, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Ἑορτὴ τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, ἡ ὁποία εἶνε προσφιλὴς στὸν Ἑλληνικὸ λαό – ἀπόδειξις οἱ τόσες ἐκκλησίες ἐπ᾿ ὀνόματί της.Ἡ ἁγία Παρασκευὴ γεννήθηκε τὸν δεύτερο (Β΄) αἰῶνα μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138-161), ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Ἀγάθωνα καὶ τὴν Πολιτεία, στὴ μεγαλύτερη τότε πόλι τῆς ἀνθρωπότητος, τὴ Ῥώμη, πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ γονεῖς της δὲν εἶχαν παιδί. Ἀλλὰ ἡ μητέρα της πίστευε καὶ μέρα – νύχτα παρακαλοῦσε γι᾿ αὐτό. Κι ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα· τῆς ἔδωσε ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι πού, ἐπειδὴ
γεννήθηκε ἡμέρα Παρασκευή, τὸ ὠνόμασαν Παρασκευή. Τὴ μεγάλωναν μὲ τὰ διδάγματα τοῦ εὐαγγελίου. Ὅσο προχωροῦσε στὴν ἡλικία, ἔδειχνε ἀφοσίωσι στὸν Κύριο· πήγαινε τακτικὰ στὴν ἐκκλησία, προσευχόταν, νήστευε, καὶ πρὸ παντὸς διάβαζε τὴν ἁγία Γραφή. Τὸ κάνουμε ἐμεῖς αὐτό;… Σήμερα οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ ξενυχτοῦν ὄχι στὴν ἁγία Γραφὴ ἀλλὰ στὴν τηλεόρασι. Οὔτε διαπαιδαγωγοῦμε σήμερα τὰ παιδιά μας ὅπως οἱ γονεῖς ἐκεῖνοι.
Ὅταν ὁ Ἀγάθων καὶ ἡ Πολιτεία πέθαναν ἡ Παρασκευὴ μοίρασε τὴν περιουσία ποὺ κληρονόμησε στοὺς φτωχούς, ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἀφιερώθηκε στὸ Χριστό. Πόσο σπάνιο εἶνε σήμερα αὐτό! Τί προσκυνᾶμε τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, ἀφοῦ δὲν ἐκτιμοῦμε τὸ παράδειγμά της; Ποιό σπίτι ἀφιερώνει σήμερα ἕνα παιδὶ στὸ Χριστὸ καὶ ποιό κορίτσι ἀποφασίζει τώρα νὰ γίνῃ καλόγρια; Ἐμεῖς ἀνάβουμε μόνο λαμπάδες στὴν ἁγία. Ἀλλὰ ἡ καλύτερη λαμπάδα, τὸ καλύτερο ἀφιέρωμα, ἦταν ὅτι ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό της στὸν Κύριο.
Καὶ ὄχι μόνο ἔγινε μοναχή, ἀλλὰ καὶ διέδιδε τὴν πίστι της παντοῦ. Αὐτὸ ποὺ πίστευε δὲν τὸ ἔκρυβε μέσα της· κατὰ τὸ «Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα» (Ψαλμ. 115,1· Β΄ Κορ. 4,13) τὸ κήρυττε ὅπου πήγαινε. Ἔτσι ἔφερε πολλοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ γύρω της σχηματίσθηκε ἕνας εὐρὺς κύκλος πιστῶν γυναικῶν.
Μιὰ τέτοια δραστηριότης ἦταν ἑπόμενο νὰ προκαλέσῃ τὴν ἀντίδρασι τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ ἦταν πολλοί. Τὴν συνέλαβαν λοιπὸν καὶ τὴν ὡδήγησαν ἐμπρὸς στὸν Ἀντωνῖνο. Ἐκεῖνος ἔμεινε ἔκπληκτος ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ φυσικὴ ὀμορφιά της, ἀλλὰ προπαντὸς ἀπὸ τὸ ψυχικό της κάλλος, τὴ φρόνησι καὶ τὴ σοφία της. Προσπάθησε καὶ μὲ ὑποσχέσεις καὶ μὲ ἀπειλὲς νὰ τὴν κάνῃ ν᾿ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό, νὰ προσκυνήσῃ τὰ εδωλα. Δὲν τὸ κατώρθωσε.
Ἔτσι ἄρχισε τὸ μαρτύριό της. Ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ περιγράψῃ ὅσα ὑπέμεινε ἡ ἁγία; Τῆς ἔβαλαν στὸ κεφάλι πυρωμένη περικεφαλαία, τὴν ἔρριξαν μέσα σὲ καζάνι γεμᾶτο καυτὸ λάδι καὶ πίσσα, ἀλλὰ μὲ τὴ θεία δύναμι ἐκείνη φαινόταν ὄχι νὰ καίγεται ἀλλὰ νὰ δροσίζεται. Ὅταν ὁ βασιλιᾶς τῆς ζήτησε νὰ τὸν ῥαντίσῃ μὲ τὸ λάδι, αὐτὸς τυφλώθηκε. Παρακάλεσε νὰ τὸν θεραπεύσῃ ὑποσχόμενος ὅτι θὰ πιστέψῃ στὸ Χριστό. Ἔλαβε λοιπὸν πάλι τὸ φῶς του, καὶ πράγματι πίστεψε καὶ βαπτίστηκε μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς σωματοφύλακές του. Ἔπειτα ἡ ἁγία Παρασκευὴ βρέθηκε σὲ ἄλλο μέρος. Ὁ βασιλιᾶς ἐκεῖ λεγόταν Ἀσκληπιός, καὶ τὴν ἔστειλε στὴ φωλιὰ ἑνὸς φοβεροῦ δράκοντος. Μὲ ἕνα ὅμως φύσημα ἡ ἁγία καὶ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔσχισε τὸ δράκοντα στὰ δύο καὶ τὸν ἐξαφάνισε. Τέλος σὲ ἄλλο μέρος, ὅπου ὁ βασιλιᾶς λεγόταν Ταράσιος, ἐπειδὴ ἐκείνη ἔμενε σταθερὰ στὴν ὁμολογία της, τὴν ἔρριξαν κ᾿ ἐδῶ σὲ καζάνι μὲ βραστὸ λάδι, πίσσα καὶ μολύβι. Βλέποντας οἱ διῶκται πὼς τίποτα δὲν τὴν πτοεῖ, τελικῶς τὴν ἀπεκεφάλισαν.
Ἔμεινε ὣς τὸ τέλος ἀκλόνητη σὰν τὸ βράχο, λέγοντας μαζὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο· Ποιός μπορεῖ νὰ μὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; (βλ. Ῥωμ. 8,35-39). Ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι ἡ ἁγία Παρασκευή, κ᾿ ἔτσι ἔγινε γνωστὴ καὶ λαοφιλής.
Καὶ ὄχι μόνο ἔγινε μοναχή, ἀλλὰ καὶ διέδιδε τὴν πίστι της παντοῦ. Αὐτὸ ποὺ πίστευε δὲν τὸ ἔκρυβε μέσα της· κατὰ τὸ «Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα» (Ψαλμ. 115,1· Β΄ Κορ. 4,13) τὸ κήρυττε ὅπου πήγαινε. Ἔτσι ἔφερε πολλοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ γύρω της σχηματίσθηκε ἕνας εὐρὺς κύκλος πιστῶν γυναικῶν.
Μιὰ τέτοια δραστηριότης ἦταν ἑπόμενο νὰ προκαλέσῃ τὴν ἀντίδρασι τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ ἦταν πολλοί. Τὴν συνέλαβαν λοιπὸν καὶ τὴν ὡδήγησαν ἐμπρὸς στὸν Ἀντωνῖνο. Ἐκεῖνος ἔμεινε ἔκπληκτος ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ φυσικὴ ὀμορφιά της, ἀλλὰ προπαντὸς ἀπὸ τὸ ψυχικό της κάλλος, τὴ φρόνησι καὶ τὴ σοφία της. Προσπάθησε καὶ μὲ ὑποσχέσεις καὶ μὲ ἀπειλὲς νὰ τὴν κάνῃ ν᾿ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό, νὰ προσκυνήσῃ τὰ εδωλα. Δὲν τὸ κατώρθωσε.
Ἔτσι ἄρχισε τὸ μαρτύριό της. Ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ περιγράψῃ ὅσα ὑπέμεινε ἡ ἁγία; Τῆς ἔβαλαν στὸ κεφάλι πυρωμένη περικεφαλαία, τὴν ἔρριξαν μέσα σὲ καζάνι γεμᾶτο καυτὸ λάδι καὶ πίσσα, ἀλλὰ μὲ τὴ θεία δύναμι ἐκείνη φαινόταν ὄχι νὰ καίγεται ἀλλὰ νὰ δροσίζεται. Ὅταν ὁ βασιλιᾶς τῆς ζήτησε νὰ τὸν ῥαντίσῃ μὲ τὸ λάδι, αὐτὸς τυφλώθηκε. Παρακάλεσε νὰ τὸν θεραπεύσῃ ὑποσχόμενος ὅτι θὰ πιστέψῃ στὸ Χριστό. Ἔλαβε λοιπὸν πάλι τὸ φῶς του, καὶ πράγματι πίστεψε καὶ βαπτίστηκε μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς σωματοφύλακές του. Ἔπειτα ἡ ἁγία Παρασκευὴ βρέθηκε σὲ ἄλλο μέρος. Ὁ βασιλιᾶς ἐκεῖ λεγόταν Ἀσκληπιός, καὶ τὴν ἔστειλε στὴ φωλιὰ ἑνὸς φοβεροῦ δράκοντος. Μὲ ἕνα ὅμως φύσημα ἡ ἁγία καὶ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔσχισε τὸ δράκοντα στὰ δύο καὶ τὸν ἐξαφάνισε. Τέλος σὲ ἄλλο μέρος, ὅπου ὁ βασιλιᾶς λεγόταν Ταράσιος, ἐπειδὴ ἐκείνη ἔμενε σταθερὰ στὴν ὁμολογία της, τὴν ἔρριξαν κ᾿ ἐδῶ σὲ καζάνι μὲ βραστὸ λάδι, πίσσα καὶ μολύβι. Βλέποντας οἱ διῶκται πὼς τίποτα δὲν τὴν πτοεῖ, τελικῶς τὴν ἀπεκεφάλισαν.
Ἔμεινε ὣς τὸ τέλος ἀκλόνητη σὰν τὸ βράχο, λέγοντας μαζὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο· Ποιός μπορεῖ νὰ μὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; (βλ. Ῥωμ. 8,35-39). Ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι ἡ ἁγία Παρασκευή, κ᾿ ἔτσι ἔγινε γνωστὴ καὶ λαοφιλής.
* * *
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τὴν προβάλλει ὡς πρότυπο, ὡς παράδειγμα μιμήσεως σὲ ὅλα καὶ ἰδιαιτέρως στὴν πίστι. Ἐρωτῶ· ὑπάρχει σήμερα πίστις; Ἐγὼ ἀμφιβάλλω. Στὸ στόμα ἔχουμε τὸ Χριστὸ καὶ στὴν καρδιὰ τὸ διάβολο. Θέλετε μερικὰ παραδείγματα, γιὰ νὰ δῆτε ὅτι εμεθα ψευτοχριστιανοί;
-Πῆγα σ᾿ ἕνα χωριό. Ὁ παπᾶς καλός, μὲ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ποίμνιό του. Ἔμαθε ὅτι κάποιος ἐνορίτης εἶνε ἄρρωστος καὶ θεώρησε καθῆκον του νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ. Πάει στὸ σπίτι· χτυπάει χτυπάει, καμμία ἀπάντησις. Αὐτὸς ἐπέμενε. Τέλος ἀνοίγει τὸ παράθυρο ἡ γυναίκα τοῦ ἀρρώστου καὶ τοῦ φωνάζει ἀγριεμένη· ―Τί ἦρθες ἐδῶ; ―Γιὰ τὸν ἄρρωστο. ―Δὲ σὲ χρειαζόμαστε… Ξέρετε γιατί τὸν ἔδιωχναν; Διότι εἶχαν μέσα καλεσμένο ἕνα μάγο! Τὸν παπᾶ δὲν τὸν ἤθελαν, τὸ μάγο τὸν ἤθελαν. Ὀργιάζει ἡ μαγεία στὸν τόπο μας. Πιστεύουν λοιπὸν αὐτοὶ στὸ Χριστὸ ἢ στὸν διάβολο; Γιατὶ πίσω ἀπ᾿ τὸ μάγο εἶνε ὁ διάβολος. Ὅποιος πάει σὲ μάγο, τί Χριστιανός εἶνε;
-Λοιπὸν ὁρίστε· χτυπᾷς σ᾿ ἕνα σπίτι, βρίσκεις μέσα μάγο. Πᾶμε σ᾿ ἄλλο σπίτι, σ᾿ ἄλλο χωριό. Ἐκεῖ ἦταν ἕνα κορίτσι δεκαεφτὰ χρονῶν. Δὲν πῆγε κατηχητικὸ σχολεῖο, ἀλλὰ φώτισε ὁ Θεὸς κ᾿ ἔπεσε στὰ χέρια της ὁ βίος τῆς ἁγίας Παρασκευῆς καὶ τὸν διάβασε. Ὅταν εἶδε τὰ μαρτύρια τῆς ἁγίας, ἄρχισε νὰ κλαίῃ. Στὸ τέλος γονάτισε καὶ εἶπε· «Χριστέ μου, κ᾿ ἐγὼ θὰ γίνω σὰν τὴν ἁγία Παρασκευή· ὅπως ἐκείνη ἀφιερώθηκε σ᾿ ἐσένα, ἔτσι κ᾿ ἐγώ». Ὅταν ὅμως ἀνεκοίνωσε στὴ μάνα της τὴν ἀπόφασί της, ἡ «Χριστιανὴ» μάνα ἀγρίεψε, ἄφρισε καὶ εἶπε· «Ἂν τὸ κάνῃς αὐτό, θὰ σὲ σκοτώσω!…».
Ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐκφράζω κ᾿ ἐγὼ παράπονο. Κηρύττω μὲ ὅλη τὴν καρδιά· ποιά τ᾿ ἀποτελέσματα; Σὲ ἄλλη ἐποχή, διαφορετικὰ θὰ ἦταν τ᾿ ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματος. Τώρα ἀδιάφοροι! Κοιτᾶνε μόνο τὰ λεφτά τους, τ᾿ αὐτοκίνητά τους, τὶς γυναῖκες τους, τὴ διασκέδασί τους, τὶς ἡδονές τους… Γέμισε ὁ τόπος νυχτερινὰ κέντρα, σκυλάδικα, ποὺ ξεφυτρώνουν σὰ μανιτάρια πάνω στὴν κοπριὰ τῆς κοινωνίας. Χιλιάδες εἶνε τὰ κορίτσια τῆς ὡρίμου ἡλικίας (δεκαέξι ἕως εκοσι ἐτῶν), καὶ κανένα δὲ λέει «Θὰ γίνω σὰν τὴν ἁγία Παρασκευή». Ἂν παρουσιάζονταν δέκα – εκοσι κορίτσια καὶ λέγανε «Θέλουμε νὰ ζήσουμε σὰν τὴν ἁγία Παρασκευή», θὰ κάναμε γυναικεῖο μοναστήρι. Τώρα ὅλοι λένε· Τὸ κορίτσι μας νὰ τὸ παντρέψουμε, νὰ τοῦ βροῦμε καλὸ γαμπρό!… Μ᾿ αὐτὰ ποὺ λέω δὲν ὑποτιμῶ τὸ γάμο, ὄχι· ἀλλὰ μέσα σ᾿ ἕνα τόσο πλῆθος δὲν εἶνε ἔλλειψις νὰ μὴ βρίσκεται οὔτε ἕνα κορίτσι ν᾿ ἀφιερωθῇ στὸ Χριστό, νὰ μιμηθῇ τὴν ἁγία Παρασκευή;
Ἀλλὰ ἔστω, θέ᾿ς νὰ παντρευτῇς; Παντρέψου, εὐλογεῖ ἡ Ἐκκλησία τὸ γάμο. Πρέπει ὅμως νὰ ἑτοιμασθῇς. Ζῆσε λοιπὸν μέχρι τὸ γάμο ζωὴ ἁγνή. Τὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια ἦταν παρθένος ὁ ἄντρας, παρθένα ἡ γυναίκα. Ἀρραβωνιαζόταν ἡ κοπέλλα καὶ μέχρι τὴ μέρα τοῦ γάμου δὲν ἅπλωνε χέρι ἐπάνω ὁ ἀρραβωνιαστικός. Ἁγνοὶ στεφανώνονταν, ἔκαναν τρεῖς μέρες νηστεία – προσευχή, καὶ ὕστερα σμίγανε· καὶ ἔβγαζαν παιδιὰ ἅγια. Τώρα; Μόλις ἀρραβωνιάζονται, ἡ δια ἡ μάνα καὶ ἡ πεθερὰ σπρώχνουν τὰ κορίτσια καὶ σμίγουν. Τὸ ἀποτέλεσμα; Ἐμένα ρωτᾶτε; Δὲν εἶνε καιρὸς ποὺ ἦρθε στὸ γραφεῖο κλαίγοντας μιὰ κοπέλλα εκοσι ἐτῶν. Ἀρραβωνιάστηκε καί, κατὰ μὲ τὸ ἔθιμό τους, ἔσμιξαν τὴν δια βραδιά. Σὲ πέντε μῆνες ὁ «κύριος» τὴν ἄφησε ἔγκυο κ᾿ ἔφυγε στὴν Αὐστραλία. Ἄντε νὰ τὸν βρῇς…
Ὦ γυναῖκες, δὲν ἀκοῦτε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄντρας δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς γυναῖκα. Ἂν πιστεύατε στὸ Εὐαγγέλιο, θὰ λέγατε· «Δὲ θὰ μ᾿ ἀγγίξῃς. Ἐὰν μὲ θέλῃς, πήγαινε στὸν πατέρα καὶ στὴ μάνα μου». Ἐὰν αὐτὸ τὸ τηρούσατε, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅγιες γιαγιάδες σας, σᾶς βεβαιώνω, καὶ ἡ πιὸ ἄσχημη γυναίκα θὰ παντρευόταν. Τώρα γιατί αὐτὸς νὰ σὲ παντρευτῇ; Σὲ στύβει, σὲ πετάει σὰ στημμένο λεμόνι καὶ τελείωσε ἡ ἱστορία. Ποιός λοιπὸν μιμεῖται τὴν πίστι τῆς ἁγίας Παρασκευῆς;
-Θέλετε κι ἄλλο δεῖγμα; Κοιτάξτε πῶς εἶνε ντυμένη ἡ ἁγία Παρασκευή. Σεμνά, σκεπασμένη ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ μέχρι τὰ νύχια. Ῥίξτε μιὰ ματιὰ τώρα γύρω σας, καὶ κάντε σύγκρισι…
-Κ᾿ ἕνα τελευταῖο. Παντρεύονται σήμερα, ἀλλὰ δὲν περνᾷ πολὺς καιρός καὶ ὁ γάμος κλονίζεται. Εὔκολη λύσι τὸ διαζύγιο, ποὺ πρῶτα ἦταν ἄγνωστο. Τώρα οἱ μισοὶ γάμοι διαλύονται. Ποῦ εἶνε λοιπὸν ἡ πίστι μας στὸ Χριστό; Θεομπαῖχτες καταντήσαμε.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἡ ἁγία Παρασκευὴ σήμερα δὲν ἑορτάζει· κλαίει. Κλαίει γιὰ τὶς πορνεῖες μας, τὶς μοιχεῖες μας, τὰ διαζύγιά μας…
Ἀδελφοί μου· τὰ πιστεύετε αὐτά; Ἂν τὰ πιστεύετε, ἀκοῦστε τα. Δὲν τὰ πιστεύετε; ἐγὼ τὸ καθῆκον μου τὸ ἔκανα. Ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ ἵλεως καὶ νὰ συγχωρήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
-Πῆγα σ᾿ ἕνα χωριό. Ὁ παπᾶς καλός, μὲ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ποίμνιό του. Ἔμαθε ὅτι κάποιος ἐνορίτης εἶνε ἄρρωστος καὶ θεώρησε καθῆκον του νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ. Πάει στὸ σπίτι· χτυπάει χτυπάει, καμμία ἀπάντησις. Αὐτὸς ἐπέμενε. Τέλος ἀνοίγει τὸ παράθυρο ἡ γυναίκα τοῦ ἀρρώστου καὶ τοῦ φωνάζει ἀγριεμένη· ―Τί ἦρθες ἐδῶ; ―Γιὰ τὸν ἄρρωστο. ―Δὲ σὲ χρειαζόμαστε… Ξέρετε γιατί τὸν ἔδιωχναν; Διότι εἶχαν μέσα καλεσμένο ἕνα μάγο! Τὸν παπᾶ δὲν τὸν ἤθελαν, τὸ μάγο τὸν ἤθελαν. Ὀργιάζει ἡ μαγεία στὸν τόπο μας. Πιστεύουν λοιπὸν αὐτοὶ στὸ Χριστὸ ἢ στὸν διάβολο; Γιατὶ πίσω ἀπ᾿ τὸ μάγο εἶνε ὁ διάβολος. Ὅποιος πάει σὲ μάγο, τί Χριστιανός εἶνε;
-Λοιπὸν ὁρίστε· χτυπᾷς σ᾿ ἕνα σπίτι, βρίσκεις μέσα μάγο. Πᾶμε σ᾿ ἄλλο σπίτι, σ᾿ ἄλλο χωριό. Ἐκεῖ ἦταν ἕνα κορίτσι δεκαεφτὰ χρονῶν. Δὲν πῆγε κατηχητικὸ σχολεῖο, ἀλλὰ φώτισε ὁ Θεὸς κ᾿ ἔπεσε στὰ χέρια της ὁ βίος τῆς ἁγίας Παρασκευῆς καὶ τὸν διάβασε. Ὅταν εἶδε τὰ μαρτύρια τῆς ἁγίας, ἄρχισε νὰ κλαίῃ. Στὸ τέλος γονάτισε καὶ εἶπε· «Χριστέ μου, κ᾿ ἐγὼ θὰ γίνω σὰν τὴν ἁγία Παρασκευή· ὅπως ἐκείνη ἀφιερώθηκε σ᾿ ἐσένα, ἔτσι κ᾿ ἐγώ». Ὅταν ὅμως ἀνεκοίνωσε στὴ μάνα της τὴν ἀπόφασί της, ἡ «Χριστιανὴ» μάνα ἀγρίεψε, ἄφρισε καὶ εἶπε· «Ἂν τὸ κάνῃς αὐτό, θὰ σὲ σκοτώσω!…».
Ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐκφράζω κ᾿ ἐγὼ παράπονο. Κηρύττω μὲ ὅλη τὴν καρδιά· ποιά τ᾿ ἀποτελέσματα; Σὲ ἄλλη ἐποχή, διαφορετικὰ θὰ ἦταν τ᾿ ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματος. Τώρα ἀδιάφοροι! Κοιτᾶνε μόνο τὰ λεφτά τους, τ᾿ αὐτοκίνητά τους, τὶς γυναῖκες τους, τὴ διασκέδασί τους, τὶς ἡδονές τους… Γέμισε ὁ τόπος νυχτερινὰ κέντρα, σκυλάδικα, ποὺ ξεφυτρώνουν σὰ μανιτάρια πάνω στὴν κοπριὰ τῆς κοινωνίας. Χιλιάδες εἶνε τὰ κορίτσια τῆς ὡρίμου ἡλικίας (δεκαέξι ἕως εκοσι ἐτῶν), καὶ κανένα δὲ λέει «Θὰ γίνω σὰν τὴν ἁγία Παρασκευή». Ἂν παρουσιάζονταν δέκα – εκοσι κορίτσια καὶ λέγανε «Θέλουμε νὰ ζήσουμε σὰν τὴν ἁγία Παρασκευή», θὰ κάναμε γυναικεῖο μοναστήρι. Τώρα ὅλοι λένε· Τὸ κορίτσι μας νὰ τὸ παντρέψουμε, νὰ τοῦ βροῦμε καλὸ γαμπρό!… Μ᾿ αὐτὰ ποὺ λέω δὲν ὑποτιμῶ τὸ γάμο, ὄχι· ἀλλὰ μέσα σ᾿ ἕνα τόσο πλῆθος δὲν εἶνε ἔλλειψις νὰ μὴ βρίσκεται οὔτε ἕνα κορίτσι ν᾿ ἀφιερωθῇ στὸ Χριστό, νὰ μιμηθῇ τὴν ἁγία Παρασκευή;
Ἀλλὰ ἔστω, θέ᾿ς νὰ παντρευτῇς; Παντρέψου, εὐλογεῖ ἡ Ἐκκλησία τὸ γάμο. Πρέπει ὅμως νὰ ἑτοιμασθῇς. Ζῆσε λοιπὸν μέχρι τὸ γάμο ζωὴ ἁγνή. Τὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια ἦταν παρθένος ὁ ἄντρας, παρθένα ἡ γυναίκα. Ἀρραβωνιαζόταν ἡ κοπέλλα καὶ μέχρι τὴ μέρα τοῦ γάμου δὲν ἅπλωνε χέρι ἐπάνω ὁ ἀρραβωνιαστικός. Ἁγνοὶ στεφανώνονταν, ἔκαναν τρεῖς μέρες νηστεία – προσευχή, καὶ ὕστερα σμίγανε· καὶ ἔβγαζαν παιδιὰ ἅγια. Τώρα; Μόλις ἀρραβωνιάζονται, ἡ δια ἡ μάνα καὶ ἡ πεθερὰ σπρώχνουν τὰ κορίτσια καὶ σμίγουν. Τὸ ἀποτέλεσμα; Ἐμένα ρωτᾶτε; Δὲν εἶνε καιρὸς ποὺ ἦρθε στὸ γραφεῖο κλαίγοντας μιὰ κοπέλλα εκοσι ἐτῶν. Ἀρραβωνιάστηκε καί, κατὰ μὲ τὸ ἔθιμό τους, ἔσμιξαν τὴν δια βραδιά. Σὲ πέντε μῆνες ὁ «κύριος» τὴν ἄφησε ἔγκυο κ᾿ ἔφυγε στὴν Αὐστραλία. Ἄντε νὰ τὸν βρῇς…
Ὦ γυναῖκες, δὲν ἀκοῦτε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄντρας δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς γυναῖκα. Ἂν πιστεύατε στὸ Εὐαγγέλιο, θὰ λέγατε· «Δὲ θὰ μ᾿ ἀγγίξῃς. Ἐὰν μὲ θέλῃς, πήγαινε στὸν πατέρα καὶ στὴ μάνα μου». Ἐὰν αὐτὸ τὸ τηρούσατε, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅγιες γιαγιάδες σας, σᾶς βεβαιώνω, καὶ ἡ πιὸ ἄσχημη γυναίκα θὰ παντρευόταν. Τώρα γιατί αὐτὸς νὰ σὲ παντρευτῇ; Σὲ στύβει, σὲ πετάει σὰ στημμένο λεμόνι καὶ τελείωσε ἡ ἱστορία. Ποιός λοιπὸν μιμεῖται τὴν πίστι τῆς ἁγίας Παρασκευῆς;
-Θέλετε κι ἄλλο δεῖγμα; Κοιτάξτε πῶς εἶνε ντυμένη ἡ ἁγία Παρασκευή. Σεμνά, σκεπασμένη ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ μέχρι τὰ νύχια. Ῥίξτε μιὰ ματιὰ τώρα γύρω σας, καὶ κάντε σύγκρισι…
-Κ᾿ ἕνα τελευταῖο. Παντρεύονται σήμερα, ἀλλὰ δὲν περνᾷ πολὺς καιρός καὶ ὁ γάμος κλονίζεται. Εὔκολη λύσι τὸ διαζύγιο, ποὺ πρῶτα ἦταν ἄγνωστο. Τώρα οἱ μισοὶ γάμοι διαλύονται. Ποῦ εἶνε λοιπὸν ἡ πίστι μας στὸ Χριστό; Θεομπαῖχτες καταντήσαμε.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἡ ἁγία Παρασκευὴ σήμερα δὲν ἑορτάζει· κλαίει. Κλαίει γιὰ τὶς πορνεῖες μας, τὶς μοιχεῖες μας, τὰ διαζύγιά μας…
Ἀδελφοί μου· τὰ πιστεύετε αὐτά; Ἂν τὰ πιστεύετε, ἀκοῦστε τα. Δὲν τὰ πιστεύετε; ἐγὼ τὸ καθῆκον μου τὸ ἔκανα. Ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ ἵλεως καὶ νὰ συγχωρήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
(Oμιλία του Mητροπολίτου Φλωρίνης π. Aυγουστίνου Kαντιώτου
εις την ἱερα μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς Μηλοχωρίου – Ἑορδαίας 26-7-1989)