Σελίδες

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Του Αγίου Παντελεήμονος - Ο Απόστολος της Εορτής

+Απ. Παυλος Ενδυσασθ. πανοπλ.ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ
«Σὺ οὖν, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β΄ Τιμ. 2,1)
Καταλάβατε, ἀγαπητοί μου, τί σημαίνει τὸ ῥητὸ αὐτό; Περιέχει πολλὰ νοήματα.
Μιλήσαμε ἄλλοτε γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος τὴ Νικομήδεια, γιὰ τὸ ἰατρικό του ἐπάγγελμα, γιὰ τὰ θαύματα, τὰ μαρτύρια καὶ τὸ τέλος του. 
Ἂς μιλήσουμε τώρα ἐπάνω στὸν ἀπόστολο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς καὶ εἰδι­­κὰ στὸ ῥητὸ αὐτό, ποὺ εἶ­νε παρμένο ἀπὸ τὴ Δευτέρα ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ μαθητή του Τιμόθεο ἐπίσκοπο Ἐφέσου.

Ποῦ βρισκόταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔγραφε αὐτά; Ἦταν μέσ᾽ στὴ φυλακή. Ἀκούσα­τε τί λέει στὸ τέλος τῆς περικοπῆς· «Κακο­πα­θῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος» (Β΄ Τιμ. 2,9). Ἦ­ταν κακοῦρ­γος; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ τότε ἐθεωρεῖτο ἔγκλη­μα τὸ ὅτι πίστευε στὸ Χριστό· γι᾽ αὐτὸ φυ­λακί­στηκε. Ἐ­κεῖ μέσ᾿ στὶς φυλακὲς περίμενε ἀ­πὸ ὥρα σὲ ὥρα ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ σιδερένια πόρτα τοῦ κελλιοῦ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ ἀπόσπα­σμα γιὰ νὰ ἐκτελεσθῇ – ποιός; ὁ κορυφαῖος τῶν ἀ­­ποστό­λων! Κι ὅμως αὐτὸς εἶνε γεμᾶτος χαρά. Καὶ παίρνει τὴν πέννα καὶ γράφει αὐ­τὴ τὴν τελευταία του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἀγαπητό του μα­θητή. 
Ὁ Τιμόθεος ἦταν ἐπίσκοπος στὴν Ἔφεσο. Σ᾽ αὐ­τὸν λοιπὸν γράφει. Καὶ τί τοῦ λέει;
Ἐσύ, παιδί μου, πρόσεξε μὴν ἀπογοητευ­θῇς ἀπ᾽ τὸ ὅτι βρίσκομαι σὲ δεινὴ θέσι, ἀπὸ τὴν περιπέτειά μου καὶ τὸ τέλος μου. Μὴ σὲ πτοήσουν αὐτά. Μεῖνε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος. Πάρε δύναμι ἀπ᾽ τὸ Χριστό, μεῖνε μέχρι τέλους πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος στὸν Κύριό μας. Ἦταν ἀνάγκη νὰ λεχθοῦν αὐ­τά. Διότι ἡ Ἐκ­κλησία βρισκόταν τότε σὲ δύσκολη κατάστασι. Στὴ Ῥώμη αὐτοκράτορας ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ἀ­γριώτερα θηρία, ἕνα ἐστεμμένο τέρας, ὁ Νέ­ρων. Αὐτὸς μισοῦσε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ δημιούργησε μιὰ σκηνοθεσία· ἔβαλε φωτιὰ στὴ Ῥώμη, καὶ μετὰ εἶπε, ὅτι αἴτιοι τοῦ ἐμπρησμοῦ εἶνε οἱ Χριστιανοί· ἔτσι ἄρχισε ὁ διωγμός. Ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ συνελήφθησαν καὶ ῥίχτηκαν στὶς φυλακὲς ἦ­ταν οἱ δύο ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Πέτρος. Καὶ κοντὰ σ᾽ αὐτοὺς πλῆ­θος ἄλλοι Χριστιανοί, ποὺ τὸ τέ­λος τους ἦταν μαρτυρικό. Τοὺς γύμνωναν, τοὺς ἄλειφαν μὲ πίσσα, καὶ κατόπιν τὰ πισσωμένα κορμιὰ ἀν­δρῶν καὶ γυναικῶν –ὅποιος τ᾽ ἀκούει φρίττει– τὰ κρε­μοῦσαν τὴ νύχτα σὲ ψηλὰ δοκάρια, τοὺς ἔ­βαζαν φω­τιά, καὶ τ᾽ ἄφηναν νὰ καίγωνται σὰ λαμπάδες, γιὰ νὰ φωτίζουν! Μαρτύρησαν ἔτσι χιλιάδες. Μὴ νομίσετε ὅμως ὅτι ὅλοι ἔγιναν μάρτυρες. Δὲν εἶνε εὔκολο. 
Ἀπ᾽ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε σήμερα, ἂν γίνῃ διωγμός, ἐγὼ ἀμφιβάλλω ἐὰν δέκα μείνουν πιστοί. Δὲν ξέρω ποιοί θά ᾽νε αὐ­τοί· κλη­ρικός, λαϊκός, βοσκός, ἐργάτης;… δὲν ξέρω. 
Τώρα εὐχάριστα ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, ἀκοῦμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, εὐχαριστού­μεθα ἀπὸ τὰ τροπάρια καὶ τὴ μουσική. Ἀλλὰ ἄλλο εἶνε τοῦτο, κι ἄλλο εἶνε ἐκεῖνο… 
Ἐκτὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ μαρτύρησαν, πολλοὶ δείλιασαν καὶ λιποτάκτησαν. Γνωρίζουμε ἀκό­μα, ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε πολλοὺς συν­εργάτες ἀλλὰ στὸ τέλος τὸν ἄφησαν καὶ ἔ­φτα­σε νὰ γράφῃ· «Πάντες με ἐγκατέλιπον» (ἔ.ἀ. 4,16). Γι᾿ αὐτὸ ἐδῶ ἐνθαρρύνει τὸν ἀ­πό­στολο Τιμόθεο. Ὅπως ὁ γενναῖος ἀξιωματικὸς σὲ κρίσι­μο σημεῖο τῆς μάχης ἐνθαρρύνει τοὺς μαχητάς του, ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος, στρατη­γὸς τῆς στρατι­ᾶς τοῦ Κυρίου, ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ ἱερὸς Χρυ­σόστομος, ἐνθαρρύνει τὸν στρατιώτη τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τοῦ λέει· «Σὺ, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β΄ Τιμ. 2,1), πάρε δύναμι γιὰ νὰ συνεχίσῃς τὸν ἀγῶνα σου.

* * *


Τὰ ἐμπνευσμένα αὐτὰ λόγια, ἀγαπητοί μου, ποὺ βγῆκαν σὲ καιρὸ διωγμοῦ μέσα ἀπ᾽ τὸ κα­μίνι μιᾶς καρδιᾶς ποὺ ἀγαποῦσε τὸ Χριστό, δι­αβαίνουν τοὺς αἰθέρες καὶ τοὺς αἰῶ­νες καὶ φτάνουν ὣς ἐμᾶς. Ἰσχύουν ἐξατομικευμένα γιὰ τὸν καθένα μας. Ἂς ἀνοίξουμε τὰ αὐτιά μας ν᾽ ἀκούσουμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο· «Σὺ οὖν, τέκνον μου (πιστὸ παιδὶ τῆς Ὀρθοδοξίας), ἐν­δυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Διότι κ᾽ ἐμεῖς βρισκόμαστε σὲ σκληρὴ ἐποχή. Οἱ παλαιότεροι εἴδαμε στὶς ἡμέρες μας νὰ περνοῦν ἀπὸ τὴν Εὐρώπη νέοι Νέρωνες· τρεῖς, τέσσε­ρις, πέντε ἢ περισσότεροι ἀπαίσιοι Νέρωνες. Ἠπιώτερες ἢ χειρότερες «ἐκδόσεις» τοῦ Νέρωνος, βασάνισαν τὸν κόσμο – νὰ μὴν ἀ­ναφέρουμε τὰ ὀνόματά τους. Ὑπῆρξαν δικτάτορες, ἄλλοι μὲ κόκκινα καὶ ἄλ­λοι μὲ μαῦ­ρα χρώματα. Ἀλλὰ εἴτε μὲ μαῦρα εἴτε μὲ κόκκινα χρώματα, ὑπῆρξαν ἀ­παί­σιοι. Κατήργησαν τὴν ἐλευθερία τῶν λαῶν, ὡδήγησαν στὴ σφαγή, ἔκλεισαν κόσμο στὰ στρατόπεδα, ἔκαψαν μέσα σὲ κλιβάνους ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, μίαναν τὴ γῆ μὲ τὰ αἵματα αὐτοὶ οἱ νεώτεροι Κάϊν. Θὰ περάσουν πολλὰ χρόνια γιὰ νὰ λησμονηθοῦν τὰ φοβερὰ ἐγκλήματά τους. Αὐ­τοὶ στάθηκαν φοβερώτεροι ἀπὸ τὸ Νέρωνα κατὰ τοῦτο· ἐκεῖνος, μολονότι ἔλεγε ὅτι ἤθελε νὰ ἔχῃ ἡ ἀνθρωπότης ἕνα κεφάλι ὥστε μὲ μιὰ σπαθιὰ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσῃ, δὲν εἶχε ὅ­μως στὴ διάθεσί του τὰ φοβερὰ ὅπλα ποὺ δι­έθεταν αὐτοί. Σήμερα διέφυγε ἆραγε ἡ ἀνθρωπότης τὸν κίνδυνο νὰ ἐπανεμφανισθοῦν Νέρωνες; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Τὸ κακὸ —ἂς φιλοσοφοῦν οἱ δι­ανοούμενοι, ἂς λένε οἱ κοινωνιολόγοι, ἂς φλυ­αροῦν οἱ ῥήτορες— τὸ κακὸ ἔχει ῥίζες πολὺ βαθειὰ μέσα στὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Εἶνε σὰν τὴ Λερναία Ὕδρα, ποὺ ὅσα κεφάλια κι ἂν κόβονταν, φύτρωναν νέα, ἕως ὅτου ὁ Ἰόλαος καυτηρίασε τὶς ῥίζες τους. 
Βλέπω, βάσει τῶν ἱ­ερῶν κειμένων, ὅτι νέοι Νέρωνες ἐκκολάπτον­ται πάλι εἰς βάρος τῆς ἀνθρωπότητος, ὁποιο­δήποτε χρῶμα κι ἂν ἔχουν. Ἔρχονται ἡ­μέρες σκληρές, ἀπαίσιες, κατὰ τὴν προφητεία τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος, ποὺ λέει ὅτι «ἐ­ρημώσει πᾶσαν τὴν γῆν ἀνομία» (Σ. Σολ. 5,23). Σὲ τέτοιες μέρες ζοῦμε. Πολλοὶ θ᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἡ αἵρε­σις τῶν χιλιαστῶν ἀγρεύει θύματα μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Ἐγὼ κλαίω καὶ θρηνῶ. Ποιά μάνα τοὺς γέννησε; ποιός πατέρας τοὺς ἀνέθρεψε; ποιός παπᾶς τοὺς κατήχησε; ποιός δάσκαλος τοὺς δίδαξε; ποιά κοινωνία τοὺς διαμόρφωσε; Ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυτρώ­νουν τὰ μανιτάρια, ἔτσι καὶ στὴν κοπριὰ τῆς ἀθλίας μας κοινωνικῆς καταστάσεως φύτρωσαν ἄλλοι μὲν χιλιασταί, ἄλλοι μασόνοι, ἄλλοι ροταριανοί, ἄλλοι ἄθεοι, ἄλλοι ὑλισταί, ἄλλοι…, καὶ τὸ μαντρὶ τοῦ Χριστοῦ λιγοστεύει συνεχῶς. Θὰ μείνουμε πολὺ λίγοι. Ἀλλ᾽ ὅσο λίγοι κι ἂν μείνουμε –ὅπως ὁ Χριστὸς ἐγκαταλείφθηκε ἀπ᾽ ὅλους τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔμεινε μόνος στὰ μπουντρούμια τῆς Ῥώμης, ὅπως ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ τόσοι ἄλλοι ἀναρίθμητοι ἐγκαταλείφθηκαν–, κάποιοι πάν­τως θὰ μείνουν, θὰ ὑπάρχῃ τὸ «λεῖμμα» (῾Ρωμ. 11,5). Ὁ σπόρος τοῦ εὐαγγελίου δὲν θ᾽ ἀφανισθῇ, δὲν θὰ λείψουν στρατιῶτες ἀπὸ τὴν ἔνδοξη στρατιὰ τοῦ Κυρίου. Θὰ ὑπάρχουν πάντοτε ἄνδρες σώφρονες, γυναῖκες τίμιες, νέοι ἁγνοί, κορίτσια παρθένα, παιδιὰ ἀθῷα, ποὺ θὰ γονα­τίζουν ἐμπρὸς στὰ εἰκονίσματα. Δὲν θὰ ἐκλεί­ψῃ ἡ Ἐκκλησία· «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Θὰ λιγοστέψουν οἱ Χριστιανοί, θὰ σβήσουν τὰ ψευδῆ φῶτα, ἀλλὰ τὸ ἀνέσπερο Φῶς θὰ μείνῃ, θὰ ὑπάρχῃ πάντοτε. Ὅσο προχωροῦν οἱ αἰῶνες, θὰ εἶνε σκοτεινότεροι καὶ ἀπαισιώτεροι. Θ᾽ ἀνοίξουν οἱ πύλες τῆς κολάσεως καὶ θὰ βγοῦν τὰ στρατεύματα τὰ ᾅδου καὶ νέοι Νέρωνες, ποὺ θὰ κρατοῦν ἀντὶ γιὰ μαχαίρια τὴν πυρηνικὴ ἐ­νέργεια, γιὰ νὰ θερίσουν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἡ γῆ νὰ ἐρημωθῇ. Τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς ἀ­θεΐας καὶ ἀπιστίας, «ὅσοι πιστοί», «ὅσοι πιστοί»! (θ. Λειτ.).  
Ὅσοι μείνουν πιστοί, θὰ εἶνε μακάριοι, εὐτυχεῖς. «Εὐτυχεῖς ὅσοι φυλάγουν Θερμοπύλες», ὅπως λέει ὁ ποιητής, ὅσοι μείνουν ἀτρόμητοι, ψυχωμένοι, πειθαρχικοί, ἐν­θουσιασμένοι, ἀποφασισμένοι γιὰ θυσία. Θερ­μοπύλες εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας. Νὰ τὴ φυλάξουμε ὅποια θυσία καὶ ἂν ἀπαιτηθῇ! Δὲν θὰ νικήσουν οἱ πολλοί. Ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι ἄνοιξε ἡ πόρτα τῆς κολάσεως καὶ βγῆκαν τὰ θηρία ὅλα· τὸ λιοντάρι, ἡ τίγρις, ἡ ἀρκούδα. Πάλεψαν, φαγώθηκαν μεταξύ τους. Ποιός νίκησε; Οὔτε τὸ λιοντάρι, οὔτε ἡ τίγρις, οὔτε ἡ ἀρκούδα (ὅλα αὐτὰ εἶνε σύμβολα ἐ­θνῶν). Ποιός νίκησε; Τὸ ἀρνίον! (Ἀπ. 5,6· 12,11· 17,14).  
«Ἀρνίον ἐσφαγμένον», σύμβολο ἀγάπης καὶ θυσίας, Ἀρνίον μὲ ἄλφα κεφαλαῖο, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πίστις μας ἀ­κράδαντη εἶνε· ὅσες φάσεις κι ἂν περάσῃ ὁ ἀ­γώνας, ὅσες μάχες κι ἂν γίνουν, ὅσους λιπο­τάκτες καὶ νεκροὺς κι ἂν ἔχουμε, στὸ τέλος στὴν κορυφὴ τῆς ἀνθρωπότητος θὰ κυματίσῃ μία καὶ μόνο σημαία, ἡ σημαία τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἡ ἔνδοξη σημαία τοῦ σταυροῦ. Καὶ οἱ ἄ­πιστοι ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι θὰ γονατίσουν· καὶ οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὰ βουνὰ καὶ οἱ θάλασσες, δύσις καὶ ἀνατολή, βορρᾶς καὶ νότος, θὰ ὑ­μνοῦν καὶ θὰ δοξάζουν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.


(Oμιλία του Mητροπολίτου Φλωρίνης π. Aυγουστίνου Kαντιώτου εις τον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Κυριακὴ 27-7-1975 πρωί)