«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Ἔτσι ἀρχίζει, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς μᾶς καλεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἐποχή, ποὺ ἐπάνω ἐδῶ στὸ φλοῦδι τῆς γῆς ἔζησε ἐκεῖνος, ποὺ κανείς ἄλλος δὲν θὰ φθάσῃ τὸ ὕψος του· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Μερικοὶ λένε· Ἄχ νὰ ζοῦσα στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ! νὰ τὸν ἔβλεπα, νὰ τὸν ἄκουγα, ν᾽ ἀπολάμβανα τὶς εὐεργεσίες ποὺ σκόρπιζε!… Ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία ὄχι μόνο τὸν ἀκοῦμε, ὄχι μόνο τὸν βλέπουμε μὲ τὰ πνευματικά μας μάτια, ἀλλὰ καὶ ἂν θέλουμε τὸν ἀγγίζουμε καὶ τὸν βάζουμε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας μὲ τὴ θεία κοινωνία. Στὸ ἅγιο δισκοπότηρο εἶνε ὁλόκληρος ὁ Χριστός.
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Καὶ κατὰ ἕνα ἄλλο τρόπο μποροῦμε νὰ φθάσουμε στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ· μὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας. Νοερῶς ταξιδεύουμε καὶ φθάνουμε στὴν ἁγία γῆ, στὰ χώματα ἐκεῖνα ποὺ πάτησε ὁ Χριστός.
* * *
Στοὺς Ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μιὰ ὡραία λίμνη, ἡ Γεννησαρέτ, ὅπως ἀκούσαμε (Λουκ. 5,1), ἢ λίμνη τῆς Τιβεριάδος ἢ τῆς Γαλιλαίας. «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» λοιπὸν στὴ λίμνη αὐτὴ ἔγιναν αὐτὰ ποὺ περιγράφει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Ἐκεῖ μιὰ νύχτα ψάρευαν δυὸ ψαρόβαρκες. Δύο ζεύγη ἀδελφῶν, Ἀνδρέας – Πέτρος καὶ Ἰωάννης – Ἰάκωβος μὲ τὸν πατέρα τους Ζεβεδαῖο, ἅπλωναν τὰ δίχτυα. Τὰ ἔρριξαν σὲ πολλὰ σημεῖα, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα μηδέν.
Δὲν κατώρθωσαν ὅλη τὴ νύχτα νὰ πιάσουν οὔτ᾽ ἕνα ψάρι. Ὅσοι καταγόμεθα ἀπὸ νησιὰ καὶ παραθαλάσσια μέρη, ξέρουμε τὴ λύπη τοῦ φτωχοῦ ψαρᾶ ὅταν τὸ πρωὶ σέρνῃ τὸ δίχτυ καὶ εἶνε ἀδειανό. Ἔτσι λυπημένοι ἦταν κι αὐτοί. Τί θὰ πήγαιναν στὰ σπίτια τους τὴν ἡμέρα ἐκείνη;
Ἀλλὰ ξαφνικὰ μπῆκε στὴ βάρκα τους – ποιός; βασιλιᾶς, αὐτοκράτορας; Καὶ τί εἶν᾽ αὐτοί; Μπῆκε ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιάζει τὴ θάλασσα, τὰ νέφη τ᾽ οὐρανοῦ, τ᾽ ἀπέραντα πελάγη καὶ τοὺς ὠκεανούς· μπῆκε ὁ Χριστός! Καὶ μέσα ἀπὸ τὴ βάρκα δίδασκε τὸ λαό, ποὺ συνωστιζόταν στὴν παραλία ἀκούγοντας τὰ πρωτάκουστα λόγια του. Ὅταν τελείωσε, λέει στὸν Πέτρο· ―῾Ρίξτε πάλι τὰ δίχτυα σας. Περίεργη ἐντολή. Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι ἡ κατάλληλη ὥρα γιὰ ψάρεμα εἶνε νύχτα.
Κανένας ἐπαγγελματίας ψαρᾶς δὲ βγαίνει τὴν ἡμέρα· τὴ νύχτα βγαίνουν, μὲ ἀναμμένα φῶτα, ὅπως βλέπουμε στὸ Αἰγαῖο. ―Κύριε, ὅλη νύχτα κοπιάσαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτα, καὶ τώρα τὴ μέρα θὰ πιάσουμε; ἀλλ᾽ ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ῥίξω τὸ δίχτυ. Καὶ μόλις τὸ ἔκαναν, ἔγινε θαῦμα· τὰ δίχτυα γέμισαν ἀπὸ τόσα ψάρια, ποὺ σχίζονταν. Φώναξαν καὶ τοὺς συνεταίρους ἀπὸ τὸ ἄλλο πλοῖο νὰ βοηθήσουν· καὶ ἦρθαν καὶ γέμισαν καὶ τὰ δύο πλοῖα τόσο πολύ, ποὺ κινδύνευαν νὰ βυθιστοῦν ἀπὸ τὸ βάρος. Πρωτοφανὴς ἁλιεία.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ συνέβη στὴ Γεννησαρέτ, ἀκούσαμε σήμερα. Τὴ μιὰ φορὰ οὔτε λέπι, τὴ δεύτερη φορὰ γεμᾶτα τὰ δίχτυα ἀπὸ ψάρια. Τί σημαίνει αὐτό; Ὄχι μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…», ἀλλὰ καὶ σήμερα καὶ πάντα θὰ ἐπαναλαμβάνεται αὐτὸ τὸ διπλὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἀνθρωπίνων κόπων. Ἂς προσέξουμε, ἀγαπητοί μου, τί μᾶς διδάσκει τὸ εὐαγγέλιο.
* * *
Ὁ Χριστὸς ἀγαπᾷ τὴν ἐργασία, ἐκτιμᾷ τοὺς ἐργάτες τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ τὸ ἀπέδειξε μὲ ὅλη τὴ ζωή του. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἐκλέξῃ τοὺς μαθητὰς καὶ ἀποστόλους, δὲν πῆγε στὴν ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνος, οὔτε στὰ κέντρα τῆς ῾Ρώμης ἢ τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅπου ζοῦσαν οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας· διάλεξε τὸ ἐπιτελεῖο του ἀπὸ τὴν ἐργατικὴ τάξι, ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας.
Καὶ ὁ ἴδιος ἐργαζόταν. Μικρὸ φτωχὸ παιδί, ἐργαζόταν στὸ ξυλουργεῖο τοῦ δικαίου Ἰωσήφ· ἐργαλεῖα κρατοῦσε, καὶ τὰ χέρια του εἶχαν ῥοζιάσει ἀπὸ τὴ δουλειά. Ἔφτειαχνε ἀλέτρια, καθίσματα, τραπέζια, πόρτες, παράθυρα, μέχρι τὸ τριακοστὸ ἔτος του. Εἶνε λοιπὸν ὁ πρῶτος ἐργάτης.
Μιὰ ὡραία εἰκόνα ξένου ζωγράφου παριστάνει τὸν Κύριο νὰ κρατάῃ τὸ πριόνι καὶ νὰ κόβῃ. Θὰ ἤθελα, ἡ εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε ὄχι ὁ ἐκμεταλλευτὴς ἀλλὰ ὁ φίλος καὶ προστάτης τῶν ἐργατῶν, νὰ στολίζῃ ὅλα τὰ γραφεῖα τῶν ἐργατικῶν κέντρων τῆς πατρίδος μας. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος, ποὺ ν᾽ ἀγάπησε περισσότερο τοὺς ἐργάτες ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἐργάτης. Ἐργάτης ὁ ἴδιος, ἐργάτες οἱ μαθηταί του, ὁ Πέτρος, ὁ Παῦλος, ὅλοι.
Τὸ «ἐργάζεσθαι» εἶνε ἡ πρώτη ἐντολὴ καὶ δόθηκε στὸν παράδεισο (Γέν. 1,15). Τὴν ἐργασία συνιστᾷ ἡ ἁγία Γραφή. Εἶνε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, νόμος παγκόσμιος, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κοιτάξτε γύρω σας. Τὸ μυρμηγκάκι ἐργάζεται. Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει στὸν τεμπέλη· «Ἴθι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ…» (Παρ. 6,6)· πήγαινε στὸ μυρμηγκάκι καὶ παραδειγματίσου. Σηκώνει βάρος διπλάσιο καὶ τριπλάσιο ἀπ᾽ τὸν ἑαυτό του καὶ κουβαλάει στὴ φωλιά του τρόφιμα γιὰ τὸ χειμῶνα.
Ἡ μέλισσα πετάει ἀπὸ ἄνθος σὲ ἄνθος, τὰ πουλιὰ διανύουν μίλια, τὰ ψάρια κολυμποῦν, τὰ ῥυάκια καὶ οἱ ποταμοὶ τρέχουν, οἱ οὐράνιες σφαῖρες καὶ ἡ γῆ κινοῦνται ἀκατάπαυστα. Ὅλα, ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα, φωνάζουν· Ἐργάζεσθε! Ὅποιος δὲν ἐργάζεται, ἀποτελεῖ φάλτσο μέσα στὴν ἁρμονία τῆς θείας δημιουργίας, παραφωνία.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὅμως μᾶς λέει, ὅτι δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ κοπιάζῃ κανείς. Χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο.
Τὴν πρώτη φορὰ οἱ ψαρᾶδες τῆς Γεννησαρὲτ δὲν ἔπιασαν οὔτε λέπι· τὴ δεύτερη φορὰ τὰ δίχτυα τους γέμισαν ψάρια. Γιατί; Διότι τὴ δεύτερη φορὰ ἦταν μαζί τους ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ εὐλογοῦσε τὸν κόπο τους· κι ὅπου ὑπάρχει ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ πλοῦτος κάθε ἀγαθοῦ. Ἐργασία λοιπόν, ἀλλὰ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τονίζουν συνήθως πολὺ τὴν ἐργασία, καὶ καλὰ κάνουν· ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὴν ἐργασία εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Παράδειγμα ὁ γεωργός.
Παράδειγμα ὁ γεωργός.
Ἂς ἔχῃ τὸ καλύτερο χωράφι, ἂς τὸ καλλιεργῇ ἐπιστημονικῶς, ἂς σπέρνῃ τὸν καλύτερο σπόρο, ἂς λιπαίνῃ τὸ ἔδαφος μὲ τὸ καλύτερο λίπασμα. Ἂν δὲν πέσῃ βροχούλα, δὲ βγῇ ὁ ἥλιος, δὲ φυσήξῃ κατάλληλος ἀέρας, ἐὰν δὲν ἔχῃ τὴν εὐλογία τ᾽ οὐρανοῦ, θὰ σπέρνῃ καὶ δὲ θὰ θερίζῃ· οἱ κόποι του θὰ πηγαίνουν χαμένοι. Ἐν ἀντιθέσει μὲ μεγάλες χῶρες, ἡ μικρή μας πατρίδα μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἶνε σήμερα αὐτάρκης.
Πρέπει νὰ ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν τὴν ἔχῃς, θὰ σπέρνῃς καὶ δὲ θὰ θερίζῃς, θὰ χτίζῃς σπίτια καὶ δὲ θὰ κατοικῇς σ᾽ αὐτά, θὰ μαζεύῃς περιουσία καὶ δὲ θὰ τὴν ἀπολαμβάνῃς. Ἡ εὐλογία εἶνε ὁ ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ κάθε προκοπή. Ἐργάζεσθε λοιπόν, ἀλλὰ μὲ ὑπακοὴ στὸ Θεό. Ὅπως ὑπήκουσε ὁ Πέτρος στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς.
Καὶ ποιά εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γύρω ἀπὸ τὴν ἐργασία; «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου…» (Δευτ. 5,13-14).
Ἕξι μέρες δουλειά· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, μυρμήγκι. Ἀλλὰ ξημέρωσε Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα τῆς ἐνορίας; φτερὰ στὰ πόδια, ὅλοι στὴν ἐκκλησία! Στὸπ πλέον ἡ ἐργασία· μόνο ἐργασίες ἀναγκαῖες, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ διακοποῦν, αὐτὲς ἐπιτρέπονται σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, πλὴν γερόντων καὶ ἀσθενῶν, ὅλοι στὴν ἐκκλησία.
Ἐκτελοῦμε τὴν ἐντολὴ αὐτή; Ὄχι δυστυχῶς. Καὶ ὅμως τὴν Κυριακὴ ἔπρεπε οἱ πάντες νὰ ἐκκλησιαζώμεθα. Ἄλλοι μᾶς δίνουν παράδειγμα. Στὴ Δυτικὴ Θρᾴκη οἱ μουσουλμᾶνοι ἡμέρα ἀργίας ἔχουν τὴν Παρασκευή, καὶ τότε ὅλοι τους τρέχουν στὰ τζαμιά.
Στὸ Ἰσραὴλ οἱ Ἑβραῖοι ἡμέρα ἀργίας ἔχουν τὸ Σάββατο, καὶ τότε κανείς δὲν δουλεύει· πηγαίνουν στὶς χάβρες μικροὶ – μεγάλοι, ἀπὸ τὸν πιὸ ἄσημο μέχρι τὸν πρωθυπουργό – ναὶ τὸν πρωθυπουργό, ποὺ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα σπανίως πρωθυπουργὸς πηγαίνει στὴν ἐκκλησία. Στὴν Ἀφρική, κι αὐτοὶ ἐκεῖ στὴ ζούγκλα κάπου πιστεύουν· ὅταν βγαίνῃ ὁ ἥλιος ἕνας ἄγριος χτυπάει ἕνα τύμπανο ἀπὸ δέρμα λιονταριοῦ, καὶ τότε ὅλοι τους πέφτουν καὶ προσκυνοῦν τὸ θεό τους.
Κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε; Ἀπὸ τοὺς 100 οὔτε 2 δὲν ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε; Τὴν Κυριακὴ πρωὶ – πρωὶ μὲ τ᾽ αὐτοκίνητά τους τρέχουν ἰλλιγγιωδῶς. Καὶ κάθε Δευτέρα εἶνε πλῆθος οἱ νεκροί… Ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ βρίσκονται στοὺς δρόμους· ὄχι γιὰ ἐργασία, ἀλλὰ γιὰ διασκέδασι καὶ διάφορες ἄλλες κοσμικὲς αἰτίες.
* * *
Ἀδελφοί μου· ἐργασία ἔχουμε, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Μέσα σ᾽ αὐτὲς νὰ κάνουμε ὅ,τι εἶνε ἀναγκαῖο γιὰ τὴ ζωή μας. Μία ὥρα ζητάει ὁ Θεὸς νὰ δίνουμε τὸ παρὼν στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦμε.
Στὸ ἑξῆς μὴν ἀπουσιάζετε ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμό. Ὅλοι ἐκεῖ νὰ λατρεύουμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. 5,1-11)
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του ἉγίουἸωάννου Πτολεμαΐδος 25-9-1977)