Η ιστορία της Μαίρης Αλεξοπούλου, επιτυχημένης τραγουδίστριας στην δεκαετία του ’60 που σήμερα ζει ως γερόντισσα Θεονύμφη, χωρίζεται σε δύο περιόδους: Σε εκείνη που τραγουδούσε μέχρι τα 43 της χρόνια στις πίστες και σε αυτήν που ζει σήμερα ανάμεσα στους πιστούς της σε μοναστήρι λίγο έξω από την Αθήνα. Ως δούλη πια του Κυρίου - Αυτόν που επέλεξε να υπηρετήσει για πάντα.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ
«Στο μεταξύ παντρεύτηκα, έκανα και δύο παιδιά, δύο κοριτσάκια, την Κωνσταντίνα και την Ελευθερία μου.
Ο άντρας μου δεν ήθελε πλέον να εργάζομαι στα νυχτερινά μαγαζιά και με σταμάτησε. Ήταν η εποχή που είχα τραγουδήσει την “Μπάμπολα”, το οποίο τραγουδούσε όλος ο κόσμος και ακουγόταν συνέχεια στο ραδιόφωνο. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, κάτι δεν είχε πάει καλά με τις δουλειές του συζύγου μου και έπρεπε να ξαναβγώ στη δουλειά.
Ήταν οδυνηρό αυτό για μένα, είχα χάσει τη ροή. Παράλληλα, με τα χρήματα που είχα βγάλει από το τραγούδι, είχα ξεκινήσει να φτιάχνω μαγαζιά με υγιεινές τροφές, ήθελα να φτιάξω μια μεγάλη αλυσίδα. Το 1984 η Κωνσταντίνα μου ήταν 18 χρόνων, λίγο πριν φύγει για να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο εξωτερικό. Ένα πρωί, πήρε το αυτοκίνητό της από το σπίτι μας για να πάει στο μαγαζί της Κηφισιάς.
Στη στροφή της Αγίας Μαρίνας στο Κορωπί έγινε μετωπική με κάποιο φορτηγό. Ήταν ακαριαίο. Τότε κατάλαβα ότι όλα είναι μάταια. Τίποτα δεν είμαστε. Μόνο χώμα».
ΟΤΑΝ Η ΜΑΙΡΗ ΕΓΙΝΕ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΘΕΟΝΥΜΦΗ
«Το 1992 δημιούργησα το ησυχαστήριό μου. Εδώ έρχεται κόσμος από όλο τον κόσμο, Έλληνες από το εξωτερικό και την Κύπρο, γίνονται θαύματα με παιδάκια που έχουν προβλήματα, η Παναγία η Θεονύμφη βρίσκεται παντού και τα φυλάει.
Δεν θα ήθελα να γράψετε πού βρίσκεται ακριβώς το μοναστήρι, γιατί δεν ανοίγω πλέον σε κανένα, μόνο τις Κυριακές.
Αυτός που θα θελήσει μέσα από την ψυχή του να με συναντήσει και να έρθει εδώ να προσκυνήσει να είσαι βέβαιος, παιδί μου, ότι θα με βρει. Εδώ μένουν και όσες μοναχές –δόκιμες ή όχι– το θελήσουν, το μισό μοναστήρι είναι άβατο».
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΑΣ
«Ο μπαμπάς μου δεν ήθελε με τίποτα να ασχοληθώ με το χορό. Ούτε με το τραγούδι. Τον έπεισαν τελικά κάτι φίλοι του παππού μου, κάτι μουσικοί. Του έλεγαν “Γιατί την αδικείτε τη Μαίρη; Έχει τόσο ωραία φωνή! Αφήστε την να εξελιχθεί με το τραγούδι”. Τελικά κάποιος από αυτούς, ο οποίος έπαιζε σε μία ορχήστρα στη Χωριάτικη Ταβέρνα στην Εκάλη, του υποσχέθηκε ότι θα με παίρνει αυτός εκεί να τραγουδάω και θα με φέρνει πίσω στο σπίτι το βράδυ. Ο πατέρας μου του είχε εμπιστοσύνη και κάπως έτσι ξεκίνησα. Μετά τον πρώτο μου δίσκο, πήγα και τραγούδησα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είπα ένα τραγούδι του Μαυρομουστάκη μαζί με την Κλειώ Δενάρδου, το “Πανηγύρι”. Εκεί βραβεύτηκα, πήρα το πρώτο βραβείο. Ξεκίνησα μάλιστα να βγάζω και καλό νυχτοκάματο. Τότε δεν είχα καθόλου χρόνο να πηγαίνω στην εκκλησία, παρόλο που εγώ αλλιώς τα είχα μάθει από την οικογένειά μου.
Μέσα μου, όμως, υπήρχε ένας μεγάλος καημός. Τότε είχα κάνει επιτυχία και ένα τραγούδι του Κατσαρού στο φεστιβάλ της Μάλτας, με το οποίο πήραμε ξανά το πρώτο βραβείο, ήταν μία περίοδος που ακούγονταν πολύ τα τραγούδια που έλεγα, που με ήξεραν όλοι οι άνθρωποι του χώρου.
Παρ’ όλα αυτά, όλα τα ερωτικά μου τραγούδια που έλεγα στην πίστα τα αφιέρωνα στον Θεό, προσπαθούσα μέσα από τον προβολέα να πάω στον ουρανό. Τόσο πολύ Τον αγαπούσα».
Κάποιες από εκείνες τις στιγμές της:
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ
«Στο μεταξύ παντρεύτηκα, έκανα και δύο παιδιά, δύο κοριτσάκια, την Κωνσταντίνα και την Ελευθερία μου.
Ο άντρας μου δεν ήθελε πλέον να εργάζομαι στα νυχτερινά μαγαζιά και με σταμάτησε. Ήταν η εποχή που είχα τραγουδήσει την “Μπάμπολα”, το οποίο τραγουδούσε όλος ο κόσμος και ακουγόταν συνέχεια στο ραδιόφωνο. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, κάτι δεν είχε πάει καλά με τις δουλειές του συζύγου μου και έπρεπε να ξαναβγώ στη δουλειά.
Ήταν οδυνηρό αυτό για μένα, είχα χάσει τη ροή. Παράλληλα, με τα χρήματα που είχα βγάλει από το τραγούδι, είχα ξεκινήσει να φτιάχνω μαγαζιά με υγιεινές τροφές, ήθελα να φτιάξω μια μεγάλη αλυσίδα. Το 1984 η Κωνσταντίνα μου ήταν 18 χρόνων, λίγο πριν φύγει για να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο εξωτερικό. Ένα πρωί, πήρε το αυτοκίνητό της από το σπίτι μας για να πάει στο μαγαζί της Κηφισιάς.
Στη στροφή της Αγίας Μαρίνας στο Κορωπί έγινε μετωπική με κάποιο φορτηγό. Ήταν ακαριαίο. Τότε κατάλαβα ότι όλα είναι μάταια. Τίποτα δεν είμαστε. Μόνο χώμα».
«Το 1992 δημιούργησα το ησυχαστήριό μου. Εδώ έρχεται κόσμος από όλο τον κόσμο, Έλληνες από το εξωτερικό και την Κύπρο, γίνονται θαύματα με παιδάκια που έχουν προβλήματα, η Παναγία η Θεονύμφη βρίσκεται παντού και τα φυλάει.
Δεν θα ήθελα να γράψετε πού βρίσκεται ακριβώς το μοναστήρι, γιατί δεν ανοίγω πλέον σε κανένα, μόνο τις Κυριακές.
Αυτός που θα θελήσει μέσα από την ψυχή του να με συναντήσει και να έρθει εδώ να προσκυνήσει να είσαι βέβαιος, παιδί μου, ότι θα με βρει. Εδώ μένουν και όσες μοναχές –δόκιμες ή όχι– το θελήσουν, το μισό μοναστήρι είναι άβατο».
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΑΣ
«Ο μπαμπάς μου δεν ήθελε με τίποτα να ασχοληθώ με το χορό. Ούτε με το τραγούδι. Τον έπεισαν τελικά κάτι φίλοι του παππού μου, κάτι μουσικοί. Του έλεγαν “Γιατί την αδικείτε τη Μαίρη; Έχει τόσο ωραία φωνή! Αφήστε την να εξελιχθεί με το τραγούδι”. Τελικά κάποιος από αυτούς, ο οποίος έπαιζε σε μία ορχήστρα στη Χωριάτικη Ταβέρνα στην Εκάλη, του υποσχέθηκε ότι θα με παίρνει αυτός εκεί να τραγουδάω και θα με φέρνει πίσω στο σπίτι το βράδυ. Ο πατέρας μου του είχε εμπιστοσύνη και κάπως έτσι ξεκίνησα. Μετά τον πρώτο μου δίσκο, πήγα και τραγούδησα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είπα ένα τραγούδι του Μαυρομουστάκη μαζί με την Κλειώ Δενάρδου, το “Πανηγύρι”. Εκεί βραβεύτηκα, πήρα το πρώτο βραβείο. Ξεκίνησα μάλιστα να βγάζω και καλό νυχτοκάματο. Τότε δεν είχα καθόλου χρόνο να πηγαίνω στην εκκλησία, παρόλο που εγώ αλλιώς τα είχα μάθει από την οικογένειά μου.
Μέσα μου, όμως, υπήρχε ένας μεγάλος καημός. Τότε είχα κάνει επιτυχία και ένα τραγούδι του Κατσαρού στο φεστιβάλ της Μάλτας, με το οποίο πήραμε ξανά το πρώτο βραβείο, ήταν μία περίοδος που ακούγονταν πολύ τα τραγούδια που έλεγα, που με ήξεραν όλοι οι άνθρωποι του χώρου.
Παρ’ όλα αυτά, όλα τα ερωτικά μου τραγούδια που έλεγα στην πίστα τα αφιέρωνα στον Θεό, προσπαθούσα μέσα από τον προβολέα να πάω στον ουρανό. Τόσο πολύ Τον αγαπούσα».
Κάποιες από εκείνες τις στιγμές της: