Πήγαινε κάποτε ένας κοσμικός με το γιό του στον όσιο Σισώη, που ασκήτευε στο όρος του Μεγάλου Αντωνίου.
Στο δρόμο όμως το παιδί πέθανε! Ο πατέρας, έχοντας εμπιστοσύνη στον ξακουστό όσιο, πήρε το λείψανο του παιδιού του και το έφερε μπροστά του.
Έβαλε ο ίδιος μετάνοια και τοποθέτησε το ευλύγιστο λείψανο του παιδιού έτσι, ώστε να φαίνεται ότι βάζει κι αυτό μετάνοια. Έπειτα σηκώθηκε ο ίδιος όρθιος και βγήκε έξω. Ο όσιος τότε λέει στο νεκρό παιδί: - Τί στέκεσαι έτσι; Σήκω πάνω και πήγαινε στον πατέρα σου.
Το παιδί σηκώθηκε! Βγήκε έξω και πήγε στον πατέρα του. Συγκινημένος εκείνος μπαίνει πάλι στο κελλί, προσκυνά τον όσιο και του ανακοινώνει τι έγινε. Ο θαυματουργός ερημίτης που είχε φθάσει σε ψηλά μέτρα ταπεινώσεως, φοβήθηκε μη μαθευτεί το γεγονός. Διέταξε τον πατέρα, όσο καιρό ζει, να μη φανερώσει σε κανένα τίποτε.
από το Γεροντικό