Σελίδες

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Εργασία με Ευλογία

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Ἔτσι ἀρχίζει, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς μᾶς καλεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἐποχή, ποὺ ἐπάνω ἐδῶ στὸ φλοῦδι τῆς γῆς ἔζησε ἐκεῖνος, ποὺ κανείς ἄλλος δὲν θὰ φθάσῃ τὸ ὕψος του· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Μερικοὶ λένε· Ἄχ νὰ ζοῦσα στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ! νὰ τὸν ἔβλεπα, νὰ τὸν ἄ­κουγα, ν᾽ ἀπολάμβανα τὶς εὐεργε­σίες ποὺ σκόρ­πιζε!… Ἀλλὰ στὴν Ἐκ­κλη­σία ὄχι μόνο τὸν ἀ­κοῦμε, ὄχι μόνο τὸν βλέπουμε μὲ τὰ πνευ­ματι­κά μας μάτια, ἀλλὰ καὶ ἂν θέλουμε τὸν ἀγγίζουμε καὶ τὸν βάζουμε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας μὲ τὴ θεία κοινωνία. Στὸ ἅ­γιο δισκοπότηρο εἶνε ὁλόκληρος ὁ Χριστός.
 
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Καὶ κατὰ ἕνα ἄλλο τρόπο μποροῦμε νὰ φθάσουμε στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ· μὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας. Νοε­ρῶς ταξιδεύουμε καὶ φθάνουμε στὴν ἁγία γῆ, στὰ χώματα ἐκεῖνα ποὺ πάτησε ὁ Χριστός.

* * *

ΚΥΡΙΟΣ-ΤΩΝ-ΔΥΝΑΜΕΩΝ-ιστ.Στοὺς Ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μιὰ ὡραία λί­μνη, ἡ Γεννησαρέτ, ὅπως ἀκούσαμε (Λουκ. 5,1), ἢ λίμνη τῆς Τιβεριάδος ἢ τῆς Γαλιλαίας. «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» λοι­πὸν στὴ λίμνη αὐτὴ ἔγιναν αὐτὰ ποὺ περιγράφει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖ μιὰ νύχτα ψάρευαν δυὸ ψαρόβαρκες. Δύο ζεύγη ἀδελφῶν, Ἀνδρέας – Πέτρος καὶ Ἰωάννης – Ἰάκωβος μὲ τὸν πατέρα τους Ζε­βεδαῖο, ἅπλωναν τὰ δίχτυα. Τὰ ἔρριξαν σὲ πολλὰ σημεῖα, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα μηδέν. 
Δὲν κατώρθωσαν ὅλη τὴ νύχτα νὰ πιάσουν οὔτ᾽ ἕ­να ψάρι. Ὅσοι καταγόμεθα ἀπὸ νησιὰ καὶ παραθαλάσσια μέρη, ξέρουμε τὴ λύπη τοῦ φτωχοῦ ψαρᾶ ὅταν τὸ πρωὶ σέρνῃ τὸ δίχτυ καὶ εἶνε ἀ­δειανό. Ἔτσι λυπημένοι ἦταν κι αὐτοί. Τί θὰ πήγαιναν στὰ σπίτια τους τὴν ἡμέρα ἐκείνη;

Ἀλλὰ ξαφνικὰ μπῆκε στὴ βάρκα τους – ποιός; βασιλιᾶς, αὐτοκράτορας; Καὶ τί εἶν᾽ αὐτοί; Μπῆκε ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιά­ζει τὴ θάλασσα, τὰ νέφη τ᾽ οὐρανοῦ, τ᾽ ἀπέραν­τα πελάγη καὶ τοὺς ὠκεανούς· μπῆκε ὁ Χριστός! Καὶ μέσα ἀπὸ τὴ βάρκα δίδασκε τὸ λαό, ποὺ συνωστιζόταν στὴν παραλία ἀκούγοντας τὰ πρωτάκουστα λόγια του. Ὅταν τελείωσε, λέει στὸν Πέτρο· ―῾Ρίξτε πάλι τὰ δίχτυα σας. Περίεργη ἐντολή. Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι ἡ κατάλληλη ὥ­ρα γιὰ ψάρεμα εἶνε νύχτα. 
Κανένας ἐπαγγελματίας ψαρᾶς δὲ βγαίνει τὴν ἡμέρα· τὴ νύχτα βγαίνουν, μὲ ἀναμμένα φῶτα, ὅπως βλέπουμε στὸ Αἰγαῖο. ―Κύριε, ὅλη νύχτα κοπιάσαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτα, καὶ τώρα τὴ μέρα θὰ πιάσου­με; ἀλλ᾽ ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ῥίξω τὸ δίχτυ. Καὶ μόλις τὸ ἔκαναν, ἔγινε θαῦμα· τὰ δίχτυα γέ­μισαν ἀπὸ τόσα ψάρια, ποὺ σχίζον­ταν. Φώναξαν καὶ τοὺς συν­εταίρους ἀπὸ τὸ ἄλλο πλοῖο νὰ βοηθήσουν· καὶ ἦρθαν καὶ γέμισαν καὶ τὰ δύο πλοῖα τόσο πολύ, ποὺ κινδύνευαν νὰ βυθιστοῦν ἀπὸ τὸ βάρος. Πρωτοφανὴς ἁλιεία.

Αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ συνέβη στὴ Γεννησαρέτ, ἀκούσαμε σήμερα. Τὴ μιὰ φορὰ οὔτε λέπι, τὴ δεύτερη φορὰ γεμᾶτα τὰ δίχτυα ἀπὸ ψά­ρια. Τί σημαίνει αὐτό; Ὄχι μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…», ἀλλὰ καὶ σήμερα καὶ πάντα θὰ ἐ­παναλαμβάνεται αὐτὸ τὸ διπλὸ ἀ­ποτέλεσμα τῶν ἀν­θρωπίνων κόπων. Ἂς προσέξουμε, ἀ­γα­πητοί μου, τί μᾶς διδάσκει τὸ εὐαγγέλιο.

* * *

Ὁ Χριστὸς ἀγαπᾷ τὴν ἐργασία, ἐκτιμᾷ τοὺς ἐργάτες τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ τὸ ἀπέδειξε μὲ ὅλη τὴ ζωή του. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἐκλέξῃ τοὺς μαθητὰς καὶ ἀποστόλους, δὲν πῆγε στὴν ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνος, οὔτε στὰ κέντρα τῆς ῾Ρώμης ἢ τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅ­που ζοῦσαν οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας· διάλεξε τὸ ἐπιτελεῖο του ἀπὸ τὴν ἐργατι­κὴ τάξι, ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας.

Καὶ ὁ ἴδιος ἐργαζόταν. Μικρὸ φτωχὸ παιδί, ἐργαζόταν στὸ ξυλουργεῖο τοῦ δικαίου Ἰωσήφ· ἐργαλεῖα κρατοῦσε, καὶ τὰ χέρια του εἶχαν ῥο­ζιάσει ἀπὸ τὴ δουλειά. Ἔφτειαχνε ἀ­λέτρια, καθίσματα, τραπέζια, πόρτες, παράθυρα, μέχρι τὸ τριακοστὸ ἔτος του. Εἶνε λοιπὸν ὁ πρῶ­τος ἐργάτης. 
Μιὰ ὡραία εἰκόνα ξένου ζωγράφου παριστάνει τὸν Κύριο νὰ κρατάῃ τὸ πριόνι καὶ νὰ κόβῃ. Θὰ ἤθελα, ἡ εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε ὄχι ὁ ἐκμεταλλευτὴς ἀλλὰ ὁ φίλος καὶ προστάτης τῶν ἐργατῶν, νὰ στολί­ζῃ ὅλα τὰ γραφεῖα τῶν ἐργατικῶν κέν­τρων τῆς πατρίδος μας. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος, ποὺ ν᾽ ἀγάπησε περισσότερο τοὺς ἐργάτες ἀ­πὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὑπῆρξε ὁ πρῶ­τος ἐργάτης. Ἐργάτης ὁ ἴδιος, ἐργάτες οἱ μαθηταί του, ὁ Πέτρος, ὁ Παῦλος, ὅλοι.

Τὸ «ἐργάζεσθαι» εἶνε ἡ πρώτη ἐντολὴ καὶ δόθηκε στὸν παράδεισο (Γέν. 1,15). Τὴν ἐργασία συνιστᾷ ἡ ἁγία Γραφή. Εἶνε ἐν­τολὴ τοῦ Θεοῦ, νόμος παγκόσμιος, ὄχι μό­νο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κοιτάξτε γύρω σας. Τὸ μυρμηγκάκι ἐρ­γάζεται. Ἡ ἁγία Γρα­φὴ λέει στὸν τεμπέλη· «Ἴ­θι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ…» (Παρ. 6,6)· πήγαινε στὸ μυρμηγκάκι καὶ παραδειγματίσου. Σηκώ­νει βάρος διπλάσιο καὶ τριπλάσιο ἀπ᾽ τὸν ἑ­αυτό του καὶ κουβα­λάει στὴ φωλιά του τρόφι­μα γιὰ τὸ χειμῶ­να. 
Ἡ μέλισσα πετάει ἀπὸ ἄνθος σὲ ἄνθος, τὰ πουλιὰ διανύουν μίλια, τὰ ψάρια κο­λυμποῦν, τὰ ῥυάκια καὶ οἱ ποταμοὶ τρέχουν, οἱ οὐράνιες σφαῖρες καὶ ἡ γῆ κινοῦνται ἀκατάπαυστα. Ὅ­λα, ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα, φω­νάζουν· Ἐργάζεσθε! Ὅποιος δὲν ἐργάζεται, ἀποτελεῖ φάλτσο μέσα στὴν ἁρμονία τῆς θείας δημιουργίας, παραφωνία.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὅμως μᾶς λέει, ὅτι δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ κοπιάζῃ κανείς. Χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. 
Τὴν πρώτη φορὰ οἱ ψαρᾶδες τῆς Γεννησαρὲτ δὲν ἔπιασαν οὔτε λέπι· τὴ δεύτε­ρη φορὰ τὰ δίχτυα τους γέμισαν ψάρια. Γιατί; Διότι τὴ δεύτερη φορὰ ἦταν μαζί τους ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ εὐλογοῦσε τὸν κόπο τους· κι ὅ­που ὑπάρχει ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ πλοῦ­τος κάθε ἀγαθοῦ. Ἐργασία λοιπόν, ἀλλὰ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τονίζουν συνήθως πολὺ τὴν ἐργασία, καὶ καλὰ κάνουν· ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὴν ἐργασία εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Παράδειγμα ὁ γεωργός. 
Ἂς ἔχῃ τὸ καλύτε­ρο χωράφι, ἂς τὸ καλλιεργῇ ἐπιστημονικῶς, ἂς σπέρνῃ τὸν καλύτερο σπόρο, ἂς λιπαίνῃ τὸ ἔ­δα­φος μὲ τὸ καλύτερο λίπασμα. Ἂν δὲν πέ­σῃ βροχούλα, δὲ βγῇ ὁ ἥλιος, δὲ φυ­σή­ξῃ κατάλληλος ἀέρας, ἐὰν δὲν ἔχῃ τὴν εὐ­λο­γία τ᾽ οὐ­ρανοῦ, θὰ σπέρνῃ καὶ δὲ θὰ θε­ρί­ζῃ· οἱ κόποι του θὰ πηγαίνουν χαμένοι. Ἐν ἀντιθέσει μὲ μεγάλες χῶρες, ἡ μικρή μας πατρίδα μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἶνε σήμερα αὐτάρκης.

Πρέπει νὰ ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν τὴν ἔχῃς, θὰ σπέρνῃς καὶ δὲ θὰ θερίζῃς, θὰ χτίζῃς σπίτια καὶ δὲ θὰ κατοικῇς σ᾽ αὐτά, θὰ μαζεύῃς περιουσία καὶ δὲ θὰ τὴν ἀπολαμβάνῃς. Ἡ εὐλογία εἶνε ὁ ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ κάθε προκοπή. Ἐργάζεσθε λοιπόν, ἀλλὰ μὲ ὑπακοὴ στὸ Θεό. Ὅπως ὑπήκουσε ὁ Πέτρος στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς.

Καὶ ποιά εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γύρω ἀπὸ τὴν ἐργασία; «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου…» (Δευτ. 5,13-14). 
Ἕξι μέρες δουλειά· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, μυρμήγκι. Ἀλλὰ ξημέρωσε Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα τῆς ἐνορίας; φτερὰ στὰ πόδια, ὅλοι στὴν ἐκκλησία! Στὸπ πλέον ἡ ἐργασία· μόνο ἐργασίες ἀναγκαῖες, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ διακοποῦν, αὐτὲς ἐπιτρέπονται σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, πλὴν γερόντων καὶ ἀσθενῶν, ὅλοι στὴν ἐκκλησία.

Ἐκτελοῦμε τὴν ἐντολὴ αὐτή; Ὄχι δυστυ­χῶς. Καὶ ὅμως τὴν Κυριακὴ ἔπρεπε οἱ πάν­τες νὰ ἐκκλησιαζώμεθα. Ἄλλοι μᾶς δίνουν παράδειγμα. Στὴ Δυτικὴ Θρᾴκη οἱ μουσουλμᾶνοι ἡ­μέρα ἀργίας ἔχουν τὴν Παρασκευή, καὶ τότε ὅλοι τους τρέχουν στὰ τζαμιά.
Στὸ Ἰσραὴλ οἱ Ἑβραῖοι ἡμέρα ἀργίας ἔχουν τὸ Σάββατο,  καὶ τότε κανείς δὲν δουλεύει· πηγαίνουν στὶς χάβρες μικροὶ – μεγάλοι, ἀπὸ τὸν πιὸ ἄσημο μέχρι τὸν πρωθυπουργό – ναὶ τὸν πρωθυπουργό, ποὺ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα σπανίως πρωθυπουργὸς πηγαίνει στὴν ἐκκλησία. Στὴν Ἀ­φρι­κή, κι αὐτοὶ ἐκεῖ στὴ ζούγκλα κάπου πιστεύουν· ὅταν βγαίνῃ ὁ ἥλιος ἕνας ἄγριος χτυπάει ἕνα τύμπανο ἀπὸ δέρμα λιονταριοῦ, καὶ τότε ὅλοι τους πέφτουν καὶ προσκυνοῦν τὸ θεό τους. 
Κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε; Ἀπὸ τοὺς 100 οὔτε 2 δὲν ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε; Τὴν Κυρια­κὴ πρωὶ – πρωὶ μὲ τ᾽ αὐτοκίνητά τους τρέ­χουν ἰλλιγγιωδῶς. Καὶ κάθε Δευτέρα εἶνε πλῆθος οἱ νεκροί… Ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκ­κλησία καὶ βρίσκονται στοὺς δρόμους· ὄχι γιὰ ἐργασία, ἀλλὰ γιὰ διασκέδασι καὶ διάφορες ἄλλες κοσμικὲς αἰτίες.

* * *

Ἀδελφοί μου· ἐργασία ἔχουμε, ἀλλὰ χρειά­ζεται καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θε­οῦ. 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Μέσα σ᾽ αὐ­τὲς νὰ κάνουμε ὅ,τι εἶ­νε ἀ­ναγ­καῖο γιὰ τὴ ζωή μας. Μία ὥ­ρα ζητάει ὁ Θεὸς νὰ δίνουμε τὸ παρὼν στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦμε.

Στὸ ἑξῆς μὴν ἀπουσιά­ζετε ἀπὸ τὸν ἐκκλησι­ασμό. Ὅλοι ἐκεῖ νὰ λατρεύουμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. 5,1-11)

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του ἉγίουἸωάννου Πτολεμαΐδος 25-9-1977)