Tὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχουν σκοπὸ οὔτε νά ἐντυπωσιάσουν ἐξωτερικὰ οὔτε ἁπλῶς νά ἀνακουφίσουν τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Χριστὸς δέν εἶναι οὔτε «σόουμαν» οὔτε «ὑπουργὸς κοινωνικῆς προνοίας»! Ὁ Χριστὸς - ὅπως τὸ εἶπε καὶ στόν Πιλάτο - ἦρθε στόν κόσμο γιά νά μαρτυρήσει «τῇ ἀληθείᾳ». Ἦρθε γιά νά μᾶς δείξει ὅτι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωὴ δέν εἶναι νεφελώδεις θεωρίες ἀλλὰ ἕνα Πρόσωπο.
Ἀλήθεια καὶ Ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός.
Εἶναι μόνο ὁ Χριστός. Χωρὶς τὸν Χριστὸ ὁ ἄνθρωπος ζεῖ στό ψέμα καὶ στήν σκιὰ τοῦ θανάτου.
Ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ ἔχουν σκοπὸ νά μᾶς ὁδηγήσουν στό μέγιστο θαῦμα τῆς προσωπικῆς μας ἀνάστασης ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ ψεύδους καὶ τοῦ θανάτου στό φῶς τῆς αἰωνίας ζωῆς.
Πρόκειται γιά ἕνα θαῦμα, ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων μας. Καὶ δέν συντελεῖται σὲ κάποια μακρινὰ ἔσχατα, ἀλλὰ
σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας.
σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας.
Καὶ τὸ σημαντικότερο ἀπὸ ὅλα: Πρόκειται γιά ἕνα θαῦμα, ποὺ δέν μπορεῖ νά τὸ κάνει μόνος Του ὁ Χριστός, ἀλλὰ προϋποθέτει καὶ τήν δική μας ὁλόψυχη συνεργασία μαζὶ Του.
Ζητάει καὶ τὴν δική μας βοήθεια, γιατὶ δέν θέλει μὲ τίποτε νά καταργήσει τὴν ἐλευθερία μας. Δέν θέλει νά μᾶς σώσει μὲ τὸ ζόρι. Γι’ αὐτό, μή μᾶς φαίνεται παράξενο, ὁ Χριστὸς
φωνάζει: «Βοήθεια»! Μᾶς κάνει τὴν ὕψιστη τιμὴ νά μᾶς ζητάει... νά Τὸν βοηθήσουμε, ὄχι γιά κάποια δική Του ἀνάγκη, ἀλλὰ γιά τὴν δική μας σωτηρία!
Τὸ ὅτι αὐτὴ ἡ συνεχὴς μετάνοια, αὐτὴ ἡ σταθερὴ πορεία ἐπιστροφῆς, αὐτὴ ἡ «ἀνάσταση» εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερο θαῦμα ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἀνάσταση νεκροῦ μᾶς τὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέγοντας:
«Αὐτός πού συναισθάνεται τὶς ἁμαρτίες του καὶ μετανοεῖ εἰλικρινά, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτόν πού ἀνασταίνει νεκρούς...
Καὶ αὐτός πού ἀξιώθηκε νά ἰδεῖ καὶ νά γνωρίσει τὸν ἑαυτό του - δηλαδὴ τὰ χάλια του – εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτόν πού ἀξιώθηκε νά ἰδεῖ ἀγγέλους» (Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγος κδ’, Περί Μετανοιῶν, ἔκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1977, σ. 94).
Ἐμεῖς «ψοφᾶμε» γιά θαύματα, ὁράματα καὶ προφητεῖες. Λόγῳ τῆς «παχυλῆς διανοίας» μας (ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος), δηλαδὴ ἐπειδὴ εἴμαστε «χοντροκέφαλοι», γινόμαστε «κεχηνότες» (Ἁγ. Ἰωάννου
Χρυσοστόμου, Εἰς τάς Πράξεις Ὁμιλία ΛΑ, β, P.G. 60, σ. 229), δηλαδὴ χάσκουμε, γιά σημεῖα καὶ γιά ἐντυπωσιακὰ χαρίσματα. Καὶ ἐδῶ ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ μᾶς λέει ὅτι «ἀνώτερος ἀπὸ αὐτόν πού βλέπει ἀγγέλους, εἶναι ἐκεῖνος πού ἔφτασε σὲ σωστὴ αὐτογνωσία» καὶ ἔτσι ἔκανε τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ σωστὴ μετάνοια.
Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων μᾶς λέει κάτι, ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ μᾶς τρομάξει: «Ἐὰν ὀργίλος νεκρὸν ἐγείρῃ, οὐκ ἔστι δεκτὸς παρὰ τῷ Θεῷ».
Καὶ θαυματουργὸς νά ἔγινες κάποτε, καὶ νεκρὸ νά ἀνάστησες, ἂν τελικὰ δὲν ἐλευθερώθηκες ἀπὸ τὴν ὀργὴ (καὶ φυσικὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη σου), δέν θὰ εἶσαι δεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἑπομένως τὸ ἀσφαλὲς τεκμήριο τῆς γνήσιας ἁγιότητας καὶ ἡ ἐγγύηση τῆς ἀσφαλοῦς πορείας πρὸς τήν σωτηρία δέν εἶναι τὰ θαύματα καὶ τὰ χαρίσματα, ὅσο μεγάλα κι ἂν φαίνονται, ἀλλὰ ὁ σταθερὸς ἀγώνας σωστῆς μετάνοιας.