EΛΛΑΣ, «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»
Εορτή, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ μεγάλη, τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς ἁγίας Ἑλένης. Τὴν ἑορτάζουμε ὄχι μόνο ἐμεῖς ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ὀρθόδοξοι λαοί. Στὴν Ὀρθοδοξία χιλιάδες εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ φέρουν τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων αὐτῶν· μικροὶ τοῦ λαοῦ ἀλλὰ καὶ μεγάλοι ἄρχοντες, πρίγκιπες καὶ βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου, ἀπ᾽ τοὺς ὁποίους ἐνδοξότερος εἶνε ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ ὁ Παλαιολόγος, ποὺ ἔπεσε
μαχόμενος ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τοῦ ἱεροῦ καθήκοντος.
μαχόμενος ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τοῦ ἱεροῦ καθήκοντος.
Τὸ ἐπίθετο Μέγας δίδεται ἀπὸ τὴν ἱστορία σὲ πρόσωπα ἐξαίρετα, σὲ μεγάλες φυσιογνωμίες τῆς ἀνθρωπότητος. Μέγας λ.χ. ὠνομάστηκε τὸ εὐγενὲς τέκνο τῆς Μακεδονίας ὁ Ἀλέξανδρος, ποὺ ἔφθασε μέχρι Νείλου καὶ Ἰνδιῶν καὶ ἵδρυσε τὴ μεγάλη ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία, ποὺ προετοίμασε τὸ ἔδαφος γιὰ τὸ χριστιανισμό.
Ἀλλ᾽ ἐὰν ὁ Ἀλέξανδρος εἶνε μέγας μιὰ φορά, ἑκατὸ φορὲς μέγας εἶνε ὁ Κωνσταντῖνος. Κι αὐτὸ δὲν εἶνε ἕνας κενὸς τίτλος· εἶνε μία πραγματικότης. Διότι ἡ ἱστορία –ὄχι ἡ μυθολογία– μαρτυρεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ τιμίου του αἵματος, στὰ πρῶτα χρόνια διώχθηκε ἀπηνῶς· ἀπὸ Ἑβραίους, ἀπὸ εἰδωλολάτρες, ἀπὸ ἡγεμόνες καὶ βασιλεῖς, ἀπὸ ποιητὰς καὶ φιλοσόφους. Πολεμήθηκαν ἀγρίως οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων· μὲ διαβολὲς καὶ συκοφαντίες, μὲ φωτιὰ καὶ σίδερο, μὲ φυλακὲς καὶ ἀγχόνες, μὲ ὅλα τὰ μέσα κακουργίας ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπινοήσῃ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό. Τοὺς πολέμησαν Δέκιοι, Διοκλητιανοί, Νέρωνες – πόσα χρόνια, παρακαλῶ· τρεῖς αἰῶνες, τόσο βάσταξαν οἱ διωγμοί. Ἑκατομμύρια μάρτυρες ἀνέδειξε τότε ἡ θεία πρόνοια· ἄντρες, γυναῖκες, παιδιὰ προτίμησαν νὰ θυσιαστοῦν, γιὰ νὰ μείνουν πιστοὶ στὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἁγία του Ἐκκλησία.
Τριακόσα χρόνια! Καὶ πότε σταμάτησε ὁ διωγμός, σὲ ποιά χρονικὴ στιγμή; Ὅταν βασίλευσε ὁ Κωνσταντῖνος. Ἡ ἱστορία βεβαιώνει, ὅτι αὐτὸς εἶν᾽ ἐκεῖνος ποὺ ἔπαυσε τὸ διωγμό.
Ἦταν Χριστιανός; Ὄχι. Παιδὶ εἰδωλολάτρου βασιλέως ἦταν. Ἀλλὰ ἡ μητέρα του Ἑλένη τοῦ ἐνέπνευσε εὐμενῆ αἰσθήματα ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία. Στὸ νὰ πιστέψῃ ὁριστικὰ στὸ Χριστὸ συνετέλεσε πρὸ παντὸς ἕνα θαῦμα. Ποιό; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι γίνονται θαύματα. Καὶ τὸ θαῦμα αὐτό, τὸ ὁποῖο ἀναφέρουν οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς, εἶνε τὸ ἑξῆς.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἔφτασε ἔξω ἀπ᾽ τὴ ῾Ρώμη, στὸν Τίβερι ποταμό, ἀπὸ τὴ μία ὄχθη. Ἀντίπαλο στὴν ἀπέναντι πλευρὰ εἶχε τὸ Μαξέντιο μὲ πολὺ ὑπέρτερο στρατό, σχεδὸν πενταπλάσιο. Οἱ στρατηγοί του δίσταζαν νὰ συγκρουσθοῦν μὲ τόσες δυνάμεις πεζῶν, ἱππέων, ἁρμάτων. Ἀλλὰ οἱ πόλεμοι δὲν κερδίζονται μὲ τὰ νούμερα· κερδίζονται μὲ τὴν πίστι καὶ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε· τὸ ὁμολογοῦν ὅλοι, τὸ βεβαιώνει ἡ ἱστορία. Ἐπάνω δηλαδὴ στὸν οὐρανό, ἐνῷ ἦταν μεσημέρι κι ὁ ἥλιος ἔλαμπε, φάνηκε ἕνα ἀστέρι σὲ σχῆμα σταυροῦ μὲ τὰ γράμματα «ΕΝ ΤΟΥΤῼ ΝΙΚΑ». Τὴν ἴδια νύχτα ὁ Κωνσταντῖνος εἶδε σὲ ὅραμα τὸ Χριστὸ νὰ τὸν ἐνισχύῃ. Διέταξε τότε νὰ κατεβάσουν τὶς εἰδωλολατρικὲς σημαῖες καὶ ὕψωσε γιὰ πρώτη φορὰ χριστιανικὴ σημαία, λάβαρο μὲ τὸ σταυρὸ καὶ τὴν ἐπιγραφὴ «ΕΝ ΤΟΥΤῼ ΝΙΚΑ». Ἡ στρατιὰ ἐκείνη ὥρμησε, πέρασε τὴ Μουλβία γέφυρα καὶ εἰσῆλθε νικήτρια στὴ ῾Ρώμη.
Ἐν συνεχείᾳ προχώρησε στὴν Ἀνατολή, νίκησε καὶ ἄλλον ἀντίπαλο, τὸ Λικίνιο. Ἔτσι κατέλυσε τὸ εἰδωλολατρικὸ κράτος, ἵδρυσε χριστιανικὸ κράτος, καὶ μετέφερε τὴν ἕδρα του στὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο, στὸ Βόσπορο. Ἐκεῖ ἀνήγειρε τὴ νέα πρωτεύουσά του, τὴν Κωνσταντινούπολι, ἡ ὁποία ἐπὶ χίλια χρόνια στάθηκε ὁ φάρος Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.
Καὶ τί ἔκανε ὡς βασιλιᾶς; Ἀναφέρω μερικὰ ἀπὸ τὰ διατάγματα ποὺ ὑπέγραψε· ἂς τ᾽ ἀκούσουν καὶ ὅλοι οἱ ἀρχηγοὶ τῶν πολιτικῶν κομμάτων, ἂν εἶνε Ἕλληνες καὶ Χριστιανοὶ καὶ δὲ θυμοῦνται τὸ Χριστὸ μονάχα στὰ πανηγύρια. Πρῶτον, σταματᾷ ὁ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν· κανείς νὰ μὴν τοὺς πειράζῃ, εἶνε ἐλεύθεροι νὰ βγοῦν ἀπὸ τὶς κατακόμβες καὶ νὰ χτίσουν ἐκκλησίες. Δεύτερον, ἡ Ἐκκλησία κηρύσσεται αὐτόνομος καὶ αὐτοδιοίκητος· κανείς πολιτικὸς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἀναμειγνύεται στὰ ἐσωτερικά της. Τρίτον, ἀπαγορεύεται ἡ βλασφημία· στὸ ἑξῆς κανείς μὴ τολμήσῃ νὰ προσβάλῃ τὰ θεῖα. Ὕψωσε μάλιστα στὴν Κωνσταντινούπολι στήλη – κολώνα ὕψους πολλῶν μέτρων, ὁρατὴ ἀπὸ παντοῦ στὸ Βόσπορο, μὲ μεγάλο σταυρὸ καὶ τὸ «ΕΝ ΤΟΥΤῼ ΝΙΚΑ», ποὺ φωτιζόταν τὴ νύχτα. Καὶ ἄλλα ἀκόμα εὐεργετικὰ μέτρα ἔλαβε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, μὲ τὰ ὁποῖα μεριμνοῦσε γιὰ τὸ λαὸ καὶ προστάτευε τὴν Ἐκκλησία.
Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν ὠνομάστηκε μέγας. Τριακόσα χρόνια ὑπέμεινε ἡ Ἐκκλησία μέσα στὶς ὀπὲς τῆς γῆς καὶ τὶς κατακόμβες διωκομένη, καὶ τέλος ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸ ὄργανο τῆς σωτηρίας. Καὶ τὸ ὄργανο αὐτὸ ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος στὸ τέλος, προτοῦ νὰ κοιμηθῇ, ζήτησε συγχώρησι μετανοημένος γιὰ τὰ κρίματά του καὶ βαπτίσθηκε.
Νὰ μιμηθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, τὸ παράδειγμά του καὶ πρὸ παντὸς τὴν πίστι ποὺ εἶχε στὸν τίμιο σταυρό. Νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐμεῖς, ὅτι τὸ ἰσχυρότερο ὅπλο δὲν εἶνε οἱ πυρηνικὲς βόμβες, οἱ πύραυλοι, τὰ ἅρματα. Ὄχι· γιὰ μᾶς εἶνε ὁ σταυρός. Πιστεύουμε; θὰ νικήσουμε· δὲν πιστεύουμε; δὲν θὰ νικήσουμε· αὐτὸ μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία. Καὶ εἴμαστε τὸ ἔθνος ποὺ ἔχει τὸ σταυρὸ ὡς σημαία καὶ ἐθνόσημο.
Στὸ σταυρὸ πίστευαν οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὁμολογηταί. Ἐκεῖνος ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν πίστι στὸ σταυρὸ ἦταν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ἔστηνε σταυρούς, μοίραζε σταυρούς, κήρυττε γιὰ τὸ σταυρό. Ἀναφέρεται στὸν βίο του τὸ ἑξῆς θαῦμα τοῦ σταυροῦ.
Πῆγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς στὴ Θεσσαλία, ἔξω ἀπὸ τὰ Τρίκαλα, καὶ στὸν κάμπο ἐκεῖ μαζεύτηκε πολὺς κόσμος. Ἔστησε ἕνα πελώριο ξύλινο σταυρό, ὅπως συνήθιζε, καὶ κάτω ἀπὸ τὴ σκιά του κήρυξε τὰ λόγια τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ὅταν ἔφυγε, ἔμεινε ἐκεῖ ὁ σταυρός. Ἕνας Τοῦρκος ἁγᾶς, φανατικὸς ὀπαδὸς τοῦ Κορανίου, εἶδε τὸ σταυρό. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἄλογό του, πῆρε ἕνα τσεκούρι, ἔκοψε τὸ σταυρὸ σὲ κομμάτια, τὰ φόρτωσε στὸ ἄλογό του, τὰ πῆγε στὸ σπίτι, καὶ τά ᾽κανε ξυλοπόδαρα τοῦ κρεβατιοῦ του. Τὸ βράδυ ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ. Κοιμήθηκε; Δὲν κοιμήθηκε. Μόλις πῆγε νὰ τὸν πάρῃ ὁ ὕπνος, ἔγινε σεισμὸς στὸ σπίτι. Τινάχτηκε πάνω ἔντρομος. Κατάλαβε, ὅτι αὐτὸ τοῦ συνέβη γιὰ τὴν ἀσέβειά του. Σηκώνεται λοιπόν, παίρνει νύχτα τὰ κομμάτια, τὰ συναρμολογεῖ καὶ τὰ κάνει πάλι σταυρό, τὸν βάζει στὸν ὦμο, καὶ ὄχι πλέον στὸ ἄλογο ἀλλὰ πεζὸς καὶ φορτωμένος, ἀφοῦ βάδισε χιλιόμετρα, πῆγε καὶ ἔστησε τὸ σταυρὸ στὸ ἴδιο μέρος. Κι ἀπὸ ᾽κείνη τὴν ἡμέρα ἐρχόταν ἐκεῖ κάθε βράδυ καὶ ἄναβε τὸ καντήλι.
Μὲ τὴ δύναμι τοῦ σταυροῦ τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ξεκίνησαν ἀπὸ τὴ Μελούνα μὲ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους καὶ ἔφτασαν μέχρι τὴ Σόφια καὶ τὴν Ἄγκυρα. Γνωρίζω στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὺς ποὺ μὲ τὸ σταυρὸ βάδιζαν πρὸς τὰ ἐμπρός. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ποὺ πίστευε στὸ Χριστὸ καὶ πέθανε φτωχός, μόνο μὲ τὸ στρατιωτικό του κρεβάτι καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου κοντά του, ἦταν ὁ Πλαστήρας. Σταυρὸς λοιπόν· Ἑλλάς, «ἐν τούτῳ νίκᾳ».
Θαυμασταὶ κ᾽ ἐμεῖς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, στήσαμε πέντε σταυρούς, σὲ διάφορα σημεῖα τῆς ἐπισκοπῆς μας.
Καὶ τελειώνω πρακτικά. Ἂν εἶσαι Χριστιανός, νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου κανονικά, ὄχι τυπικὰ καὶ βιαστικά· αὐτὸ εἶνε ἐμπαιγμός· μερικοὶ νομίζεις πὼς παίζουν βιολί. Δὲν εἶνε βιολὶ ὁ σταυρός, εἶνε σύμβολο τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου. Ἕνωσε τὰ τρία δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ σου χεριοῦ· αὐτὸ σημαίνει· Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον. Φέρε τὸ χέρι σου ψηλὰ στὸ μέτωπο· αὐτὸ σημαίνει· Χριστέ, ἤσουν στὰ οὐράνια. Μετὰ φέρε το χαμηλὰ στὴν κοιλιά· αὐτὸ σημαίνει· Χριστέ, ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χαμήλωσες σὰν τὸν ἀετὸ καὶ ἐνανθρώπησες στὴ γῆ νὰ μᾶς σώσῃς. Κατόπιν φέρε το στὸ δεξιὸ ὦμο, ποὺ σημαίνει· Χριστέ, βάλε με στὸν παράδεισο μαζὶ μὲ τὸ λῃστή, «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ἔπειτα φέρε το στὸν ἀριστερὸ ὦμο, ποὺ σημαίνει· Κύριε, μὴ μὲ βάλῃς στὴν κόλασι. Μιὰ φορὰ νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου μὲ πίστι, κατεβάζεις τὰ ἄστρα στὴ γῆ· τὸ ἄλλο, χίλιες φορὲς νὰ τὸ κάνῃς, δὲ γίνεται τίποτα.
Αὐτὸ τὸ σταυρὸ μᾶς παρέδωσαν οἱ πρόγονοί μας· αὐτὸν νὰ κάνουμε σὲ κάθε βῆμα. Τὸ πρωὶ σηκώνεσαι; σταυρὸ κάνε. Βγαίνεις ἀπ᾽ τὸ σπίτι; σταυρό. Πιάνεις δουλειά; σταυρό. Πᾷς ταξίδι; σταυρό. Κάθεσαι νὰ φᾷς ψωμί; σταυρό. Πέφτεις νὰ κοιμηθῇς; μὴ ξαπλώσῃς χωρὶς σταυρὸ καὶ προσευχή. «Πέφτω, κάνω τὸν σταυρό μου κι ἄγγελος εἶνε στὸ πλευρό μου…».
Ἔτσι ἡ πατρίδα μας θὰ μείνῃ πιστὴ στὸ σταυρὸ πρὸς δόξαν Θεοῦ· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία· ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου τὴν Πέμπτη 21-5-1987
φ