ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει; Ὁμιλεῖ στὴν ἀρχὴ γιὰ φῶς. Σεῖς, λέει, οἱ μαθηταί μου εἶστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου (Ματθ. 5,14). Τί φῶς ἐννοεῖ; Ὑπάρχει φῶς ὑλικὸ – φυσικὸ καὶ φῶς πνευματικό – ὑπερφυσικό.
Τὸ ὑλικὸ φῶς εἶνε τὸ γνωστὸ φῶς. Ἀστείρευτη πηγή του εἶνε ὁ ἥλιος. Κι ἂν δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο, ἔφτανε καὶ μόνο ὁ ἥλιος ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Θὰ εἶνε παράφρων ὅποιος πῇ ὅτι εἶνε δημιούργημα τύχης. Δισεκατομμύρια κιλοβὰτ σκορπάει σὲ κάθε γωνία τῆς γῆς, καὶ μάλιστα δωρεάν. Γι᾽ αὐτὸ κάθε ψυχή, πρωὶ σὰν βγαίνῃ ὁ ἥλιος, μ᾽ εὐγνωμοσύνη ἂς λέῃ· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…».
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς τοῦ φυσικοῦ ἡλίου καὶ τοῦ φυσικοῦ φωτὸς ὑπάρχει τὸ ἄλλο φῶς, τὸ φῶς τὸ νοερό, ποὺ φωτίζει ὄχι πλέον τὰ σώματα ἀλλὰ τὰ πνεύματα. Ποιό εἶνε τὸ φῶς αὐτό;
Τὰ γράμματα, ἀκοῦμε συχνά, οἱ τέχνες, οἱ ἐπιστῆμες. Κι ὅταν μιὰ ἐποχὴ παρουσιάζῃ σ᾽ αὐτὰ ἀκμή, τὴ λένε «ἐποχὴ τῶν φώτων». Ἔτσι λέγεται καὶ ἡ δική μας ἐποχή. Ποτέ ἄλλοτε δὲν ὑπῆρξαν τόσες ἐφευρέσεις, τόσα σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια. Ἐποχὴ φωτός.
Ἀλλὰ τὸ φῶς αὐτό, ὅσο κι ἂν προκαλῇ θαυμασμό, ἀποδεικνύεται πενιχρό, φῶς πυγολαμπίδος, ὅταν καλῆται νὰ φωτίσῃ – νὰ δώσῃ ἀπαντήσεις στὰ μεγάλα προβλήματα ποὺ βασανίζουν κάθε ἄνθρωπο· Τί εἶνε Θεός; Τί εἶνε κόσμος; Τί εἶνε ἄνθρωπος; Τί εἶνε σύμπαν; Τί εἶνε ψυχή; Τί εἶνε συνείδησις; Τί εἶνε ἠθικὸς νόμος; Τί ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου;… Σ᾽ αὐτὰ τί ἔχουν ν᾽ ἀπαντήσουν οἱ τέχνες, οἱ ἐπιστῆμες, οἱ φιλοσοφίες; Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ πῶ τὴ λατινικὴ φράσι ποὺ εἶπε ἕνας μεγάλος ἐπιστήμων· «Ignoramus et ignorabimus», δηλαδὴ ἀγνοοῦμε καὶ θὰ ἀγνοοῦμε. Καὶ ἕνας ἄλλος μεγάλος ποιητὴς τῆς Γερμανίας, ὁ Γκαῖτε, στὸ τέλος τῆς ζωῆς του εἶπε· Ἰδού ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα.
Τὸ ὑλικὸ φῶς εἶνε τὸ γνωστὸ φῶς. Ἀστείρευτη πηγή του εἶνε ὁ ἥλιος. Κι ἂν δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο, ἔφτανε καὶ μόνο ὁ ἥλιος ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Θὰ εἶνε παράφρων ὅποιος πῇ ὅτι εἶνε δημιούργημα τύχης. Δισεκατομμύρια κιλοβὰτ σκορπάει σὲ κάθε γωνία τῆς γῆς, καὶ μάλιστα δωρεάν. Γι᾽ αὐτὸ κάθε ψυχή, πρωὶ σὰν βγαίνῃ ὁ ἥλιος, μ᾽ εὐγνωμοσύνη ἂς λέῃ· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…».
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς τοῦ φυσικοῦ ἡλίου καὶ τοῦ φυσικοῦ φωτὸς ὑπάρχει τὸ ἄλλο φῶς, τὸ φῶς τὸ νοερό, ποὺ φωτίζει ὄχι πλέον τὰ σώματα ἀλλὰ τὰ πνεύματα. Ποιό εἶνε τὸ φῶς αὐτό;
Τὰ γράμματα, ἀκοῦμε συχνά, οἱ τέχνες, οἱ ἐπιστῆμες. Κι ὅταν μιὰ ἐποχὴ παρουσιάζῃ σ᾽ αὐτὰ ἀκμή, τὴ λένε «ἐποχὴ τῶν φώτων». Ἔτσι λέγεται καὶ ἡ δική μας ἐποχή. Ποτέ ἄλλοτε δὲν ὑπῆρξαν τόσες ἐφευρέσεις, τόσα σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια. Ἐποχὴ φωτός.
Ἀλλὰ τὸ φῶς αὐτό, ὅσο κι ἂν προκαλῇ θαυμασμό, ἀποδεικνύεται πενιχρό, φῶς πυγολαμπίδος, ὅταν καλῆται νὰ φωτίσῃ – νὰ δώσῃ ἀπαντήσεις στὰ μεγάλα προβλήματα ποὺ βασανίζουν κάθε ἄνθρωπο· Τί εἶνε Θεός; Τί εἶνε κόσμος; Τί εἶνε ἄνθρωπος; Τί εἶνε σύμπαν; Τί εἶνε ψυχή; Τί εἶνε συνείδησις; Τί εἶνε ἠθικὸς νόμος; Τί ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου;… Σ᾽ αὐτὰ τί ἔχουν ν᾽ ἀπαντήσουν οἱ τέχνες, οἱ ἐπιστῆμες, οἱ φιλοσοφίες; Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ πῶ τὴ λατινικὴ φράσι ποὺ εἶπε ἕνας μεγάλος ἐπιστήμων· «Ignoramus et ignorabimus», δηλαδὴ ἀγνοοῦμε καὶ θὰ ἀγνοοῦμε. Καὶ ἕνας ἄλλος μεγάλος ποιητὴς τῆς Γερμανίας, ὁ Γκαῖτε, στὸ τέλος τῆς ζωῆς του εἶπε· Ἰδού ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα.
* * *
Ποιό λοιπὸν εἶνε τὸ φῶς; Ἐὰν δώσω τὴν ἀπάντησι ἀμέσως, μερικοὶ θὰ μειδιάσουν. Ἀλλ᾽ ἐμεῖς δὲν μειδιοῦμε· μιλοῦμε σοβαρά. Στὸ ἐρώτημα, ποιός εἶνε ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο, τὰ πάντα φωνάζουν· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Φῶς εἶνε ἡ διδασκαλία του· «…διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9). Φῶς ἡ ἁγία του ζωή, ἡ ἀκηλίδωτη. «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» εἶπε (Ἰωάν. 8,46), καὶ τὸ ἐρώτημά του μένει ἀναπάντητο. Φῶς τὰ σεπτά του πάθη· «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ…» (κάθ.). Φῶς ἡ σταύρωσι, φῶς ἡ ἀνάστασι, φῶς ἡ ἀνάληψι, φῶς ὁλόκληρος ὁ βίος του. Καὶ ὅπως ὁ ἥλιος δὲν κρατεῖ τὸ φῶς γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ τὸ σκορπάει, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστὸς σκορπάει τὸ φῶς του σὲ ὅλες τὶς ψυχὲς καὶ προσκαλεῖ· «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός». Καὶ ὄχι μόνο αὐτό· ἀλλ᾽ ἔχει τὴ δύναμι ―ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖο― καὶ τὸ πλέον σκοτεινὸ σῶμα νὰ τὸ κάνῃ φωτεινό. Ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου ὅταν πέσουν σὲ καθρέφτη τὸν κάνουν νὰ γίνεται καὶ αὐτὸς ἥλιος, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὅταν πέσῃ σὲ εὐγενεῖς ψυχές, τὶς κάνει νὰ ἀκτινοβολοῦν καὶ γίνονται κι αὐτὲς ἥλιοι στὸν κόσμο.
Δὲν εἶν᾽ αὐτὰ θεωρία, λογοτεχνία, οὐτοπία, λόγια ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα μπούχτισε ὁ κόσμος. Ὄχι. Ἡ γλῶσσα μας εἶνε πτωχὴ γιὰ νὰ περιγράψῃ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε· «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 8,12). Ὅτι αὐτὰ δὲν εἶνε λόγια, ἀπόδειξις τὸ ὅτι, ὄχι ἕνας ἢ δύο ἢ τρεῖς, ἀλλὰ πολλοὶ δέχθηκαν αὐτὸ τὸ φῶς καὶ ἔγιναν ἀστέρες πνευματικοί.
Σήμερα ―γιὰ μετρῆστε― στὸν οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας μας λάμπουν 630 ἀστέρες. Εἶνε οἱ πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι τὸ 451 συνῆλθαν στὴ Χαλκηδόνα καὶ διεκήρυξαν, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα πνεύματα, ἕνας φιλόσοφος ὅπως ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων, ἀλλὰ εἶνε πολὺ παραπάνω. Ἐὰν δὲν τὸ ὁμολογήσουμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί· εἶνε τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος! Αὐτὸ διεκήρυξε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ διέλυσε τὰ σκότη τῆς πλάνης καὶ τῆς αἱρέσεως.
Φῶς οἱ 630 πατέρες. Ἀλλὰ φῶς καὶ ὁ κάθε ἅγιος ποὺ ἡ μνήμη του ἀνατέλλει καθημερινῶς στὸν ὁρίζοντα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως λ.χ. ὁ ἅγιος Κήρυκος καὶ τὴν ἁγία Ἰουλίττα ποὺ ἑορτάζουν στὶς 15 Ἰουλίου, ἡ ἁγία Μαρίνα ποὺ ἑορτάζει στὶς 17 Ἰουλίου, καὶ τόσοι ἄλλοι.
Δὲν εἶν᾽ αὐτὰ θεωρία, λογοτεχνία, οὐτοπία, λόγια ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα μπούχτισε ὁ κόσμος. Ὄχι. Ἡ γλῶσσα μας εἶνε πτωχὴ γιὰ νὰ περιγράψῃ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε· «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 8,12). Ὅτι αὐτὰ δὲν εἶνε λόγια, ἀπόδειξις τὸ ὅτι, ὄχι ἕνας ἢ δύο ἢ τρεῖς, ἀλλὰ πολλοὶ δέχθηκαν αὐτὸ τὸ φῶς καὶ ἔγιναν ἀστέρες πνευματικοί.
Σήμερα ―γιὰ μετρῆστε― στὸν οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας μας λάμπουν 630 ἀστέρες. Εἶνε οἱ πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι τὸ 451 συνῆλθαν στὴ Χαλκηδόνα καὶ διεκήρυξαν, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα πνεύματα, ἕνας φιλόσοφος ὅπως ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων, ἀλλὰ εἶνε πολὺ παραπάνω. Ἐὰν δὲν τὸ ὁμολογήσουμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί· εἶνε τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος! Αὐτὸ διεκήρυξε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ διέλυσε τὰ σκότη τῆς πλάνης καὶ τῆς αἱρέσεως.
Φῶς οἱ 630 πατέρες. Ἀλλὰ φῶς καὶ ὁ κάθε ἅγιος ποὺ ἡ μνήμη του ἀνατέλλει καθημερινῶς στὸν ὁρίζοντα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως λ.χ. ὁ ἅγιος Κήρυκος καὶ τὴν ἁγία Ἰουλίττα ποὺ ἑορτάζουν στὶς 15 Ἰουλίου, ἡ ἁγία Μαρίνα ποὺ ἑορτάζει στὶς 17 Ἰουλίου, καὶ τόσοι ἄλλοι.
* * *
Δὲν εἶνε λοιπὸν οὐτοπία ὁ λόγος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Καὶ δὲν ἰσχύει ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα καὶ γιὰ ἕνα μικρὸ κύκλο μαθητῶν καὶ ἀποστόλων. Εἶνε λόγος – ἐντολὴ αἰωνίου κύρους. Ἰσχύει γιὰ κάθε πιστό, μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.
Φῶς πρέπει νὰ εἶνε οἱ ἐπίσκοποι, καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν εἶνε. Φῶς πρέπει νὰ εἶνε οἱ ἱερεῖς μας, καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν εἶνε. Φῶς οἱ διδάσκαλοί μας· ἀλλοίμονο ἐὰν οἱ δάσκαλοι ἀντὶ νὰ εἶνε φῶς εἶνε σκοτάδι. Φῶς πρέπει νὰ εἶνε οἱ γονεῖς καὶ κηδεμόνες. Φῶς οἱ ἐγγράμματοι καὶ σπουδασμένοι. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε ὅμως νὰ στρέψω τώρα τὸν λόγο εἰδικῶς πρὸς τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τοὺς πῶ· Κ᾽ ἐσεῖς, ἀγαπητά μου παιδιά, πρέπει νὰ γίνετε φῶς.
―Μὰ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἐπίσκοποι ἢ ἱερεῖς, δὲν ἔχουμε ἀξιώματα, δὲν εἴμαστε στρατιωτικοὶ ἢ δικαστικοὶ ἢ πολιτικοί· εἴμαστε παιδιά. Ἅμα γίνουμε κ᾽ ἐμεῖς μεγάλοι, τότε θὰ γίνουμε φῶς στὸν κόσμο. Τώρα ἀκόμη εἴμαστε μικροί… Ὄχι, παιδιά μου. Κι ἀπὸ τώρα μπορεῖτε.
⃝ Ξέρω ἕνα παιδί, ποὺ εἶχε πατέρα βλάστημο· ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ βλαστημοῦσε τὰ θεῖα. Αὐτὸν λοιπόν, ποὺ δὲ μπόρεσε νὰ τὸν διορθώσῃ οὔτε παπᾶς οὔτε ἱεροκήρυκας οὔτε ἐπίσκοπος, τὸ παιδὶ αὐτὸ κατώρθωσε νὰ τὸν κάνῃ νὰ κόψῃ τὴ βλαστήμια. ―Πατέρα, εἶπε, δὲν τρώω… Κήρυξε ἀπεργία πείνης, ἁγία ἀπεργία. Νήστεψε, ἕως ὅτου ὁ πατέρας, βλέποντας ὅτι τὸ παιδὶ κινδυνεύει νὰ πεθάνῃ, ἀναγκάστηκε μὲ κλάματα νὰ πῇ· ―Γιῶργο, δὲ θὰ ξαναβλαστημήσω. Νά πῶς ὁ μικρὸς αὐτὸς ἔγινε φῶς μέσα στὸ σκοτάδι.
⃝ Ξέρω ἕνα νέο, ποὺ κατώρθωσε γιαγιά, παπποῦ, πατέρα, ὅλη τὴν οἰκογένειά του, ποὺ δὲν πατοῦσαν στὴν ἐκκλησία, νὰ τοὺς κάνῃ νὰ ἐκκλησιάζωνται καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται. Αὐτὸς ὁ νέος ἔγινε φῶς στὸ σπίτι του.
⃝ Ἔγραψα στὴ «Σπίθα» «Κλεῖστε τὶς τηλεοράσεις» καὶ πολλοὶ μοῦ εἶπαν· Μὴ γράφεις, κανείς δὲν ἀκούει… Καὶ ὅμως· πόση χαρὰ αἰσθάνομαι ποὺ ἀπ᾽ ὅλα τὰ σημεῖα παίρνω γράμματα, ἀκόμα καὶ μικρῶν παιδιῶν, ποὺ μοῦ λένε· ―Πάλεψα μὲ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα δυὸ μέρες, ἐπὶ τέλους τοὺς ἔπεισα, καὶ προχθὲς τὸ βράδυ κλείσαμε τὴν τηλεόρασι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τέτοια παιδιὰ εἶνε φῶς.
⃝ Βγῆκε πρὸ ἐτῶν στὸ Παρίσι ἕνα μικρὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Τὸ φῶς τοῦ βουνοῦ». Εἶνε διήγημα – ἀντιγραφὴ μιᾶς πραγματικότητος. Ἕνας μαθητὴς λυκείου μὲ 400 παιδιά, ὅπου οἱ πάντες μικροὶ καὶ μεγάλοι ἦταν ἄθεοι, κατώρθωσε μὲ τὴν ὑπέροχη διαγωγή του σιγὰ – σιγὰ νὰ λειώσῃ τὸ παγόβουνο τῆς ἀπιστίας, καὶ ὁλόκληρο τὸ λύκειο νὰ πιστέψῃ στὸ Χριστό.
῾Ρίξτε, ἀγαπητά μου παιδιά, ἕνα βλέμμα γύρω σας. Παρ᾽ ὅλα τὰ φῶτα τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν, σκοτάδι βασιλεύει, σκοτάδι πνευματικὸ καὶ ἠθικό, σκοτάδι πλάνης καὶ ἀνηθικότητος· ἀπιστία, ἀθεΐα, αἱρέσεις, διαφθορά. Μεσάνυχτα ἔχει ὁ κόσμος, κολυμπάει στὸ σκοτάδι, σὰν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Τότε σταύρωσαν τὸ Χριστὸ οἱ Ἑβραῖοι· τώρα τὸν ξανασταυρώνουν οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί. Σκοτάδι στὰ σπίτια, στὰ δικαστήρια, στοὺς στρατῶνες, στὰ σχολεῖα, στὰ πανεπιστήμια· κάποιος φιλόσοφος τῆς νεωτέρας πατρίδος ὠνόμασε τὸ πανεπιστήμιο παν-σκοτιστήριον.
Ν᾽ ἀπογοητευθοῦμε λοιπόν; Ὄχι. Δὲ θὰ νικήσουν τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους, ποὺ σὰν τὶς νυχτερίδες κινοῦται στὸ σκοτάδι. Θὰ νικήσῃ τὸ φῶς, ὁ Χριστὸς καὶ τὰ παιδιά του.
Μιὰ ξένη παροιμία λέει· «ἀντὶ νὰ κατηγορῇς τὸ σκοτάδι, ἄναψε ἕνα κερί». Καὶ τὸ ἕνα κερὶ θὰ γίνῃ δύο, τρία, πολλά. Δὲν κάνει ν᾽ ἀνάβουμε κεράκια μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ εἴμεθα σκοτάδι. Ἄλλου εἴδους κεράκια ζητάει ὁ Χριστός. Καθένας ἀπὸ σᾶς, ποὺ αὔριο θὰ εἶστε ἄντρες, νὰ γίνῃ φῶς. Καὶ τὸ φῶς αὐτὸ νὰ διαλύσῃ τὸ σκοτάδι· νὰ φύγουν οἱ αἱρέσεις, ἡ ἀθεΐα, ἡ πλάνη, ἡ κακία, ἡ διαφθορά.
Ἐμεῖς εἴμεθα ἡ δύσις, σεῖς εἶστε ἡ ἀνατολὴ – τὸ πιστεύω ἀκραδάντως. Ἐσεῖς θὰ κάνετε τὴν Ἑλλάδα νὰ γίνῃ πάλι ὁ φάρος ποὺ θὰ φωτίζῃ σὲ ἀνατολὴ καὶ δύσι.
Παιδιά, μὴ λησμονεῖτε τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ μας· «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου».
Φῶς πρέπει νὰ εἶνε οἱ ἐπίσκοποι, καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν εἶνε. Φῶς πρέπει νὰ εἶνε οἱ ἱερεῖς μας, καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν εἶνε. Φῶς οἱ διδάσκαλοί μας· ἀλλοίμονο ἐὰν οἱ δάσκαλοι ἀντὶ νὰ εἶνε φῶς εἶνε σκοτάδι. Φῶς πρέπει νὰ εἶνε οἱ γονεῖς καὶ κηδεμόνες. Φῶς οἱ ἐγγράμματοι καὶ σπουδασμένοι. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε ὅμως νὰ στρέψω τώρα τὸν λόγο εἰδικῶς πρὸς τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τοὺς πῶ· Κ᾽ ἐσεῖς, ἀγαπητά μου παιδιά, πρέπει νὰ γίνετε φῶς.
―Μὰ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἐπίσκοποι ἢ ἱερεῖς, δὲν ἔχουμε ἀξιώματα, δὲν εἴμαστε στρατιωτικοὶ ἢ δικαστικοὶ ἢ πολιτικοί· εἴμαστε παιδιά. Ἅμα γίνουμε κ᾽ ἐμεῖς μεγάλοι, τότε θὰ γίνουμε φῶς στὸν κόσμο. Τώρα ἀκόμη εἴμαστε μικροί… Ὄχι, παιδιά μου. Κι ἀπὸ τώρα μπορεῖτε.
⃝ Ξέρω ἕνα παιδί, ποὺ εἶχε πατέρα βλάστημο· ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ βλαστημοῦσε τὰ θεῖα. Αὐτὸν λοιπόν, ποὺ δὲ μπόρεσε νὰ τὸν διορθώσῃ οὔτε παπᾶς οὔτε ἱεροκήρυκας οὔτε ἐπίσκοπος, τὸ παιδὶ αὐτὸ κατώρθωσε νὰ τὸν κάνῃ νὰ κόψῃ τὴ βλαστήμια. ―Πατέρα, εἶπε, δὲν τρώω… Κήρυξε ἀπεργία πείνης, ἁγία ἀπεργία. Νήστεψε, ἕως ὅτου ὁ πατέρας, βλέποντας ὅτι τὸ παιδὶ κινδυνεύει νὰ πεθάνῃ, ἀναγκάστηκε μὲ κλάματα νὰ πῇ· ―Γιῶργο, δὲ θὰ ξαναβλαστημήσω. Νά πῶς ὁ μικρὸς αὐτὸς ἔγινε φῶς μέσα στὸ σκοτάδι.
⃝ Ξέρω ἕνα νέο, ποὺ κατώρθωσε γιαγιά, παπποῦ, πατέρα, ὅλη τὴν οἰκογένειά του, ποὺ δὲν πατοῦσαν στὴν ἐκκλησία, νὰ τοὺς κάνῃ νὰ ἐκκλησιάζωνται καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται. Αὐτὸς ὁ νέος ἔγινε φῶς στὸ σπίτι του.
⃝ Ἔγραψα στὴ «Σπίθα» «Κλεῖστε τὶς τηλεοράσεις» καὶ πολλοὶ μοῦ εἶπαν· Μὴ γράφεις, κανείς δὲν ἀκούει… Καὶ ὅμως· πόση χαρὰ αἰσθάνομαι ποὺ ἀπ᾽ ὅλα τὰ σημεῖα παίρνω γράμματα, ἀκόμα καὶ μικρῶν παιδιῶν, ποὺ μοῦ λένε· ―Πάλεψα μὲ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα δυὸ μέρες, ἐπὶ τέλους τοὺς ἔπεισα, καὶ προχθὲς τὸ βράδυ κλείσαμε τὴν τηλεόρασι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τέτοια παιδιὰ εἶνε φῶς.
⃝ Βγῆκε πρὸ ἐτῶν στὸ Παρίσι ἕνα μικρὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Τὸ φῶς τοῦ βουνοῦ». Εἶνε διήγημα – ἀντιγραφὴ μιᾶς πραγματικότητος. Ἕνας μαθητὴς λυκείου μὲ 400 παιδιά, ὅπου οἱ πάντες μικροὶ καὶ μεγάλοι ἦταν ἄθεοι, κατώρθωσε μὲ τὴν ὑπέροχη διαγωγή του σιγὰ – σιγὰ νὰ λειώσῃ τὸ παγόβουνο τῆς ἀπιστίας, καὶ ὁλόκληρο τὸ λύκειο νὰ πιστέψῃ στὸ Χριστό.
῾Ρίξτε, ἀγαπητά μου παιδιά, ἕνα βλέμμα γύρω σας. Παρ᾽ ὅλα τὰ φῶτα τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν, σκοτάδι βασιλεύει, σκοτάδι πνευματικὸ καὶ ἠθικό, σκοτάδι πλάνης καὶ ἀνηθικότητος· ἀπιστία, ἀθεΐα, αἱρέσεις, διαφθορά. Μεσάνυχτα ἔχει ὁ κόσμος, κολυμπάει στὸ σκοτάδι, σὰν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Τότε σταύρωσαν τὸ Χριστὸ οἱ Ἑβραῖοι· τώρα τὸν ξανασταυρώνουν οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί. Σκοτάδι στὰ σπίτια, στὰ δικαστήρια, στοὺς στρατῶνες, στὰ σχολεῖα, στὰ πανεπιστήμια· κάποιος φιλόσοφος τῆς νεωτέρας πατρίδος ὠνόμασε τὸ πανεπιστήμιο παν-σκοτιστήριον.
Ν᾽ ἀπογοητευθοῦμε λοιπόν; Ὄχι. Δὲ θὰ νικήσουν τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους, ποὺ σὰν τὶς νυχτερίδες κινοῦται στὸ σκοτάδι. Θὰ νικήσῃ τὸ φῶς, ὁ Χριστὸς καὶ τὰ παιδιά του.
Μιὰ ξένη παροιμία λέει· «ἀντὶ νὰ κατηγορῇς τὸ σκοτάδι, ἄναψε ἕνα κερί». Καὶ τὸ ἕνα κερὶ θὰ γίνῃ δύο, τρία, πολλά. Δὲν κάνει ν᾽ ἀνάβουμε κεράκια μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ εἴμεθα σκοτάδι. Ἄλλου εἴδους κεράκια ζητάει ὁ Χριστός. Καθένας ἀπὸ σᾶς, ποὺ αὔριο θὰ εἶστε ἄντρες, νὰ γίνῃ φῶς. Καὶ τὸ φῶς αὐτὸ νὰ διαλύσῃ τὸ σκοτάδι· νὰ φύγουν οἱ αἱρέσεις, ἡ ἀθεΐα, ἡ πλάνη, ἡ κακία, ἡ διαφθορά.
Ἐμεῖς εἴμεθα ἡ δύσις, σεῖς εἶστε ἡ ἀνατολὴ – τὸ πιστεύω ἀκραδάντως. Ἐσεῖς θὰ κάνετε τὴν Ἑλλάδα νὰ γίνῃ πάλι ὁ φάρος ποὺ θὰ φωτίζῃ σὲ ἀνατολὴ καὶ δύσι.
Παιδιά, μὴ λησμονεῖτε τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ μας· «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Φῶς καὶ τὰ μικρὰ παιδιά!
Κυρ. Πατ. Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (Ματθ. 5,14-19)
«ΥΜΕΙΣ ΕΣΤΕ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»
(Ματθ. 5,14
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης 17-7-1977)