Το 62 μ.Χ. υπήρξε σημαντικό έτος για τη βασιλεία του Νέρωνα.
Πριν το έτος εκείνο , η βασιλεία του Νέρωνα είχε χαρακτηρισθεί από θετική ενεργητικότητα και αρκετά σημαντική πρόοδο του κράτους.
Όπως έχει σημειωθεί από πολλούς ιστορικούς , μεταξύ των ετών 62 και 63, ο Νέρων, καταλήφθηκε από μανία εναντίον των ανθρώπων του περιβάλλοντός του, πιστεύοντας ότι όλοι συνωμοτούσαν εναντίον του. Παράλληλα, το ίδιο έτος (62) νυμφεύθηκε την Ποππαία Σαβίνα, μία γυναίκα που είχε ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους Εβραίους τόσο, ώστε ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος την αποκαλούσε θεοσεβή, γεγονός, που είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει στους νεότερους ερευνητές η υποψία ότι η Ποππαία είχε προσχωρήσει στον Ιουδαϊσμό.
Τη νύκτα της 18ης προς 19η Ιουλίου του 64 μ.Χ. ξέσπασε μία πυρκαγιά στη Ρώμη, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας και των προαστίων της. Η λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν τέτοια, που αναζητήθηκε κάποιος αποδιοπομπαίος τράγος. Παρά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Νέρων προσπάθησε να ανακουφίσει τους πυρόπληκτους και τους αστέγους, κατηγορήθηκε από τον ρωμαϊκό όχλο ως εμπνευστής της πυρκαγιάς και ηθικός αυτουργός του εμπρησμού της πόλης. Ένα πλήθος από ανήκουστες φήμες εξαπλώθηκαν. Διαδόθηκε, για παράδειγμα, ότι ο αυτοκράτορας έπαιζε τη λύρα και τραγουδούσε όσο η πρωτεύουσά του γινόταν παρανάλωμα του πυρός.
Ο αυτοκράτορας , προκειμένου να σώσει την καλή φήμη, που πάντοτε επιθυμούσε να έχει μεταξύ των υπηκόων του, κατηγόρησε τους Χριστιανούς για τον εμπρησμό της Ρώμης. Έτσι, εξαπολύθηκε ένα φοβερός διωγμός εναντίον των Χριστιανών της Ρώμης, καθώς σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιστορικού Τακίτου, αυτοί σταυρώνονταν, κατασπαράσσονταν από σκυλιά και άγρια ζώα ή καίγονταν σε δημόσιους χώρους προκειμένου να χρησιμεύουν ως φωτισμός για την πόλη όταν έπεφτε το σκοτάδι της νύχτας.
Το πώς βέβαια κατέληξαν να κατηγορηθούν οι Χριστιανοί για ένα γεγονός, το οποίο πιθανότατα αποτελούσε απλό ατύχημα, έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών εικασιών. Σύμφωνα με την πιο ενδιαφέρουσα η έμπνευση για την απόθεση της ευθύνης στους Χριστιανούς ανήκε στην σύζυγο του αυτοκράτορα Ποππαία, κάτω από την προφανή επιρροή των Εβραίων της Ρώμης. Η εικασία αυτή στηρίζεται στο γεγονός , ότι για πρώτη φορά οι ρωμαϊκές αρχές είδαν τον Χριστιανισμό ωε κάτι ξεχωριστό και προφανώς διακριτό από τους Ιουδαίους, καθώς μέχρι τότε οι Χριστιανοί δεν διακρίνονταν από τους Ιουδαίους και ,στην πιο καλή περίπτωση θεωρούνταν ιουδαϊκή αίρεση. Οι περιπτώσεις της κρίσεως του Αποστόλου Παύλου από τον Γαλλίωνα στην Κόρινθο ή και από τις ρωμαϊκές αρχές στην Ιερουσαλήμ και στην Καισάρεια της Παλαιστίνης αποδεικνύουν ακριβώς αυτήν την πραγματικότητα. Το γεγονός αυτό καθιστά την παραπάνω υπόθεση εξαιρετικά πιθανή…
… Το φθινόπωρο του 65 μ.Χ. ,όταν έγραφε τη δεύτερη επιστολή του στον Τιμόθεο, ο Απόστολος Παύλος ήταν ακόμη φυλακισμένος στη Ρώμη. Περί το τέλος του έτους εκείνου ή τις αρχές του επόμενου 66, ο Απόστολος οδηγήθηκε στο μαρτυρικό θάνατο σε ηλικία σε ηλικία περίπου 55-60 ετών.
Η θέσπιση της μνήμης του Απόστολου Παύλου στις 29 Ιουνίου κάθε έτους, μαζί με τον Απόστολο Πέτρο, δεν σχετίζεται με την ημερομηνία θανάτου κανενός από εκ των δυο Αποστόλων. Συνδέεται περισσότερο με τη θέσπιση του κοινού εορτασμού των δύο Αποστόλων το 258 μ. Χ. ίσως με αφορμή την ανακομιδή των ιερών λειψάνων των Πέτρου και Παύλου από το Βατικανό και την Όστια αντίστοιχα σε κάποιο σημείο της Αππίας οδού, για λόγους ασφαλείας, κατά τους διωγμούς του αυτοκράτορα Βαλεριανού (257-270 ) .
Ο μέγας Απόστολος του Χριστού Παύλος αποκεφαλίστηκε ,όπως προβλεπόταν για Ρωμαίο πολίτη και, έτσι, ικανοποιήθηκε η επιθυμία του να ενωθεί πλήρως με τον Χριστό. Μία ταραχώδης ζωή γεμάτη περιπέτειες, κόπους και μόχθους, πληγές, φυλακίσεις, βασανιστήρια, κινδύνους μέχρι θανάτου, από ληστές, ναυάγια, προδοσίες, σε ποταμούς, πόλεις και ερήμους είχε λάβει τέλος. Πολλές φορές άγρυπνος, εξαντλημένος από την κούραση, την πείνα και τη δίψα, τη νηστεία, το κρύο και τη γύμνια αντιμετώπισε τα προβλήματα όλων των Εκκλησιών με αγώνα και αγωνία και συνεχή μέριμνα…
Από το βιβλίο: «Η ζωή και το έργο του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ» ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΟΥ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ ΝΑΟΥ ΑΠ. ΠΑΥΛΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ - ΚΟΡΙΝΘΟΣ 2009
Πριν το έτος εκείνο , η βασιλεία του Νέρωνα είχε χαρακτηρισθεί από θετική ενεργητικότητα και αρκετά σημαντική πρόοδο του κράτους.
Όπως έχει σημειωθεί από πολλούς ιστορικούς , μεταξύ των ετών 62 και 63, ο Νέρων, καταλήφθηκε από μανία εναντίον των ανθρώπων του περιβάλλοντός του, πιστεύοντας ότι όλοι συνωμοτούσαν εναντίον του. Παράλληλα, το ίδιο έτος (62) νυμφεύθηκε την Ποππαία Σαβίνα, μία γυναίκα που είχε ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους Εβραίους τόσο, ώστε ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος την αποκαλούσε θεοσεβή, γεγονός, που είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει στους νεότερους ερευνητές η υποψία ότι η Ποππαία είχε προσχωρήσει στον Ιουδαϊσμό.
Τη νύκτα της 18ης προς 19η Ιουλίου του 64 μ.Χ. ξέσπασε μία πυρκαγιά στη Ρώμη, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας και των προαστίων της. Η λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν τέτοια, που αναζητήθηκε κάποιος αποδιοπομπαίος τράγος. Παρά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Νέρων προσπάθησε να ανακουφίσει τους πυρόπληκτους και τους αστέγους, κατηγορήθηκε από τον ρωμαϊκό όχλο ως εμπνευστής της πυρκαγιάς και ηθικός αυτουργός του εμπρησμού της πόλης. Ένα πλήθος από ανήκουστες φήμες εξαπλώθηκαν. Διαδόθηκε, για παράδειγμα, ότι ο αυτοκράτορας έπαιζε τη λύρα και τραγουδούσε όσο η πρωτεύουσά του γινόταν παρανάλωμα του πυρός.
Ο αυτοκράτορας , προκειμένου να σώσει την καλή φήμη, που πάντοτε επιθυμούσε να έχει μεταξύ των υπηκόων του, κατηγόρησε τους Χριστιανούς για τον εμπρησμό της Ρώμης. Έτσι, εξαπολύθηκε ένα φοβερός διωγμός εναντίον των Χριστιανών της Ρώμης, καθώς σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιστορικού Τακίτου, αυτοί σταυρώνονταν, κατασπαράσσονταν από σκυλιά και άγρια ζώα ή καίγονταν σε δημόσιους χώρους προκειμένου να χρησιμεύουν ως φωτισμός για την πόλη όταν έπεφτε το σκοτάδι της νύχτας.
Το πώς βέβαια κατέληξαν να κατηγορηθούν οι Χριστιανοί για ένα γεγονός, το οποίο πιθανότατα αποτελούσε απλό ατύχημα, έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών εικασιών. Σύμφωνα με την πιο ενδιαφέρουσα η έμπνευση για την απόθεση της ευθύνης στους Χριστιανούς ανήκε στην σύζυγο του αυτοκράτορα Ποππαία, κάτω από την προφανή επιρροή των Εβραίων της Ρώμης. Η εικασία αυτή στηρίζεται στο γεγονός , ότι για πρώτη φορά οι ρωμαϊκές αρχές είδαν τον Χριστιανισμό ωε κάτι ξεχωριστό και προφανώς διακριτό από τους Ιουδαίους, καθώς μέχρι τότε οι Χριστιανοί δεν διακρίνονταν από τους Ιουδαίους και ,στην πιο καλή περίπτωση θεωρούνταν ιουδαϊκή αίρεση. Οι περιπτώσεις της κρίσεως του Αποστόλου Παύλου από τον Γαλλίωνα στην Κόρινθο ή και από τις ρωμαϊκές αρχές στην Ιερουσαλήμ και στην Καισάρεια της Παλαιστίνης αποδεικνύουν ακριβώς αυτήν την πραγματικότητα. Το γεγονός αυτό καθιστά την παραπάνω υπόθεση εξαιρετικά πιθανή…
… Το φθινόπωρο του 65 μ.Χ. ,όταν έγραφε τη δεύτερη επιστολή του στον Τιμόθεο, ο Απόστολος Παύλος ήταν ακόμη φυλακισμένος στη Ρώμη. Περί το τέλος του έτους εκείνου ή τις αρχές του επόμενου 66, ο Απόστολος οδηγήθηκε στο μαρτυρικό θάνατο σε ηλικία σε ηλικία περίπου 55-60 ετών.
Η θέσπιση της μνήμης του Απόστολου Παύλου στις 29 Ιουνίου κάθε έτους, μαζί με τον Απόστολο Πέτρο, δεν σχετίζεται με την ημερομηνία θανάτου κανενός από εκ των δυο Αποστόλων. Συνδέεται περισσότερο με τη θέσπιση του κοινού εορτασμού των δύο Αποστόλων το 258 μ. Χ. ίσως με αφορμή την ανακομιδή των ιερών λειψάνων των Πέτρου και Παύλου από το Βατικανό και την Όστια αντίστοιχα σε κάποιο σημείο της Αππίας οδού, για λόγους ασφαλείας, κατά τους διωγμούς του αυτοκράτορα Βαλεριανού (257-270 ) .
Ο μέγας Απόστολος του Χριστού Παύλος αποκεφαλίστηκε ,όπως προβλεπόταν για Ρωμαίο πολίτη και, έτσι, ικανοποιήθηκε η επιθυμία του να ενωθεί πλήρως με τον Χριστό. Μία ταραχώδης ζωή γεμάτη περιπέτειες, κόπους και μόχθους, πληγές, φυλακίσεις, βασανιστήρια, κινδύνους μέχρι θανάτου, από ληστές, ναυάγια, προδοσίες, σε ποταμούς, πόλεις και ερήμους είχε λάβει τέλος. Πολλές φορές άγρυπνος, εξαντλημένος από την κούραση, την πείνα και τη δίψα, τη νηστεία, το κρύο και τη γύμνια αντιμετώπισε τα προβλήματα όλων των Εκκλησιών με αγώνα και αγωνία και συνεχή μέριμνα…
Από το βιβλίο: «Η ζωή και το έργο του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ» ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΟΥ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ ΝΑΟΥ ΑΠ. ΠΑΥΛΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ - ΚΟΡΙΝΘΟΣ 2009