Μιὰ ἀπ᾿ τὶς σοβαρώτερες ἐπαναστάσεις τῶν Ἑβραίων πρὸς τὸν ἡγέτη τους Μωυσῆ ἦταν αὐτὴ τῶν Κορέ, Δαθὰν καὶ Ἀβειρών, ποὺ μὲ ἄλλους 250 ἐπιφανεῖς Ἰσραηλίτες καὶ ἀρκετὸ πλῆθος λαοῦ ἀμφισβήτησαν τὸν Ἀαρών, ὡς τὸν μόνο ἀπ΄ τὸν Θεὸ ἐκλεγμένο ἀρχιερέα. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄμεση καὶ ἡ τιμωρία τους δραστική, γιὰ νὰ παραδειγματισθεῖ ὁ ἰδιαίτερα ἀπειθὴς καὶ σκληροκάρδιος λαὸς τοῦ Ἰσραήλ. Γιὰ νὰ στερεώσει περισσότερο τὴν ἀσταθῆ τους πίστη ὁ Θεός, εἶπε τελικὰ στὸν Μωυσῆ:
«Κάθε ἀρχηγὸς φυλῆς νὰ σοῦ δώσει ἀπὸ ἕνα ραβδί. Θὰ συγκεντρώσεις δώδεκα ραβδιὰ καὶ θὰ γράψεις στὸ καθένα τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ κάθε φυλῆς. Στὸ ραβδὶ τῆς φυλῆς τοῦ Λευῒ θὰ γράψεις τὸ ὄνομα τοῦ Ἀαρών. Θὰ τὰ βάλεις ὅλα στὴ
Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, μπροστὰ στὸ ἱλαστήριο (τὸ χρυσὸ κάλυμμα τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης μὲ τὰ δύο χρυσᾶ Χερουβίμ), ὅπου σᾶς ἐμφανίζομαι. Τὸ ραβδὶ τοῦ ἄνδρα ποὺ θὰ ἐκλέξω θὰ βλαστήσει καὶ ἔτσι θὰ ἡσυχάσω ἀπ᾿ τὰ παράπονα τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐναντίον σου».
Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, μπροστὰ στὸ ἱλαστήριο (τὸ χρυσὸ κάλυμμα τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης μὲ τὰ δύο χρυσᾶ Χερουβίμ), ὅπου σᾶς ἐμφανίζομαι. Τὸ ραβδὶ τοῦ ἄνδρα ποὺ θὰ ἐκλέξω θὰ βλαστήσει καὶ ἔτσι θὰ ἡσυχάσω ἀπ᾿ τὰ παράπονα τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐναντίον σου».
Ὁ Μωυσῆς μάζεψε τὰ δώδεκα ραβδιὰ καὶ τὰ τοποθέτησε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Τὴν ἄλλη μέρα ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών, τῆς φυλῆς τοῦ Λευΐ, εἶχε βλαστήσει. Ἔβγαλε φύλλα, ἄνθισε λουλούδια καὶ ἔδεσε καρπούς. Ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες εἶδαν τὸ θαῦμα. Ὁ Κύριος εἶπε στὸν Μωυσῆ: «Βάλε τὴ ράβδο τοῦ Ἀαρὼν στὴν Κιβωτό, ὥστε νὰ εἶναι σημεῖο γιὰ τοὺς ἀπειθεῖς. Ἔτσι θὰ σταματήσει ὁ γογγυσμός τους ἐναντίον μου καὶ δὲν θὰ πεθάνουν»(Ἀριθμ. 17, 16-26).
Ἡ βλαστήσασα ράβδος τοῦ Ἀαρών, μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἠχηρὲς μαρτυρίες τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ λαό του, ἦταν καὶ ἕνα δυνατὸ σύμβολο μιᾶς ἄλλης, μελλοντικῆς πραγματικότητας. Ἦταν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τῆς παναγίας μητέρας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦμε στοὺς Χαιρετισμούς, ποὺ ψάλλονται τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ στὴν Ἐκκλησία, πὼς ἡ Παναγία εἶναι «ἡ ράβδος ἡ μυστική, ἄνθος τὸ ἀμάραντον ἡ ἐξανθήσασα».
Ὅπως δηλ. τὸ ξερὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρών, ἔξω ἀπὸ κάθε νόμο καὶ κανόνα τῆς φύσης, ἔβγαλε φύλλα, ἄνθη καὶ καρπό, ἔτσι καὶ στὸ πρόσωπο τῆς ἐκλεκτῆς ὅλων τῶν γενεῶν, κατὰ θέλημα Θεοῦ, «νικᾶται φύσεως τάξις». Ὑπερβαίνοντας κάθε ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ φυσικὸ νόμο ἡ Παρθένος ἄνευ ἀνδρὸς γεννᾶ ὡς ἄνθρωπο τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ «κατεπλάγη Ἰωσὴφ τὸ ὑπὲρ φύσιν θεωρῶν», λέμε σὲ ἄλλο τροπάριο. Βλέποντας ὁ Ἰωσὴφ τὸ ὑπέρλογο θαῦμα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, παρομοιάζει τὴν πρὸ τόκου, ἐν τόκῳ καὶ μετὰ τόκον Παρθένο μεταξὺ ἄλλων καὶ μὲ τὴν «ράβδον Ἀαρὼν τὴν βλαστήσασαν».
Ράβδο ὅμως ὑπονοεῖ προφητικὰ καὶ ὁ Ἡσαΐας τὴν Παρθένο, ὅταν λέγει ὅτι «θὰ προέλθει ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος θὰ ἀνθίσει ἀπὸ αὐτὴν» (Ἡσ. 11, 1). Τὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία θριαμβευτικά: «Ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος ἐξ αὐτῆς Χριστέ, ἐκ τῆς Παρθένου ἀνεβλάστησας». Ἡ Παρθένος εἶναι ἡ ράβδος, τὸ κλαδὶ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Δαυῒδ καὶ τοῦ Ἰεσσαί, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ὅπως προφητεύει γι᾿ αὐτὸν ὁ πατέρας του, ὁ πατριάρχης Ἰακώβ: «Δὲν θὰ ἐκλείψει ἄρχοντας ἀπ᾿ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰούδα, μέχρις ὅτου ἔλθει αὐτὸς ποὺ θὰ εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν» (Γεν. 49, 10).
Θαλερὸ κλαδί, ράβδος λοιπὸν ἡ Θεομήτωρ, ποὺ βλαστάνει, ἀνθοφορεῖ καὶ καρπογονεῖ τὸν Χριστό. Ἐμεῖς τώρα τί εἴμαστε; Ξερὸ ραβδὶ ἢ μήπως καταπράσινο κλαδὶ μὲ ἄνθος καὶ καρπὸ μυστικὸ στὴν ψυχή μας τὸν ἴδιο τὸν Χριστό; Ἐκεῖνος ἄλλωστε τὸ εἶπε, πὼς ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ γίνει μητέρα του καὶ ἀδελφὸς καὶ ἀδελφή του (Ματθ. 12, 50).
Πρωτ. Δ. Μ.