Σελίδες

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Η Μυστική Ράβδος!

Μι­ὰ ἀ­π᾿ τὶς σο­βα­ρώ­τε­ρες ἐ­πα­να­στά­σεις τῶν Ἑ­βραί­ων πρὸς τὸν ἡ­γέ­τη τους Μω­υ­σῆ ἦταν αὐ­τὴ τῶν Κο­ρέ, Δα­θὰν καὶ Ἀ­βει­ρών, ποὺ μὲ ἄλ­λους 250 ἐ­πι­φα­νεῖς Ἰσ­ρα­η­λί­τες καὶ ἀρ­κε­τὸ πλῆ­θος λα­οῦ ἀμ­φι­σβήτη­σαν τὸν Ἀ­α­ρών, ὡς τὸν μό­νο ἀ­π΄ τὸν Θε­ὸ ἐ­κλεγ­μέ­νο ἀρ­χι­ε­ρέ­α. Ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν ἄ­με­ση καὶ ἡ τι­μω­ρί­α τους δρα­στι­κή, γιὰ νὰ πα­ρα­δειγ­μα­τι­σθεῖ ὁ ἰδιαίτε­ρα ἀ­πει­θὴς καὶ σκλη­ρο­κάρ­διος λα­ὸς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Γιὰ νὰ στε­ρε­ώ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν ἀστα­θῆ τους πί­στη ὁ Θε­ός, εἶ­πε τε­λι­κὰ στὸν Μω­υ­σῆ:
«Κά­θε ἀρ­χη­γὸς φυ­λῆς νὰ σοῦ δώ­σει ἀ­πὸ ἕ­να ρα­βδί. Θὰ συγ­κεν­τρώ­σεις δώ­δε­κα ραβδιὰ καὶ θὰ γρά­ψεις στὸ κα­θέ­να τὸ ὄ­νο­μα τοῦ ἀρ­χη­γοῦ κά­θε φυ­λῆς. Στὸ ρα­βδὶ τῆς φυ­λῆς τοῦ Λευῒ θὰ γρά­ψεις τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Ἀ­α­ρών. Θὰ τὰ βά­λεις ὅ­λα στὴ
Σκη­νὴ τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου, μπρο­στὰ στὸ ἱ­λα­στή­ριο (τὸ χρυ­σὸ κά­λυμ­μα τῆς Κι­βω­τοῦ τῆς Δι­α­θή­κης μὲ τὰ δύ­ο χρυ­σᾶ Χερου­βίμ), ὅ­που σᾶς ἐμ­φα­νί­ζο­μαι. Τὸ ρα­βδὶ τοῦ ἄν­δρα ποὺ θὰ ἐ­κλέ­ξω θὰ βλα­στή­σει καὶ ἔ­τσι θὰ ἡ­συ­χά­σω ἀ­π᾿ τὰ πα­ρά­πο­να τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν ἐ­ναν­τί­ον σου».
 Ὁ Μω­υ­σῆς μά­ζε­ψε τὰ δώ­δε­κα ρα­βδιὰ καὶ τὰ το­πο­θέ­τη­σε ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου στὴ Σκη­νὴ τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα ἡ ρά­βδος τοῦ Ἀ­α­ρών, τῆς φυ­λῆς τοῦ Λευ­ΐ, εἶ­χε βλαστή­σει. Ἔ­βγα­λε φύλ­λα, ἄν­θι­σε λου­λού­δια καὶ ἔ­δε­σε καρ­πούς. Ὅ­λοι οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες εἶ­δαν τὸ θαῦ­μα. Ὁ Κύ­ριος εἶ­πε στὸν Μω­υ­σῆ: «Βά­λε τὴ ρά­βδο τοῦ Ἀ­α­ρὼν στὴν Κι­βω­τό, ὥ­στε νὰ εἶ­ναι ση­μεῖ­ο γιὰ τοὺς ἀ­πει­θεῖς. Ἔ­τσι θὰ στα­μα­τή­σει ὁ γογ­γυ­σμός τους ἐ­ναν­τί­ον μου καὶ δὲν θὰ πεθά­νουν»(Ἀ­ριθμ. 17, 16-26).
 Ἡ βλα­στή­σα­σα ρά­βδος τοῦ Ἀ­α­ρών, μιὰ ἀ­πὸ τὶς πιὸ ἠ­χη­ρὲς μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸ λα­ό του, ἦ­ταν καὶ ἕ­να δυ­να­τὸ σύμ­βο­λο μιᾶς ἄλ­λης, μελ­λον­τι­κῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ἦ­ταν εἰ­κό­να τῆς Θε­ο­τό­κου, τῆς πα­να­γί­ας μη­τέ­ρας τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­κοῦ­με στοὺς Χαι­ρε­τι­σμούς, ποὺ ψάλ­λον­ται τὴ Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στὴ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, πὼς ἡ Πα­να­γί­α εἶ­ναι «ἡ ρά­βδος ἡ μυστι­κή, ἄν­θος τὸ ἀ­μά­ραν­τον ἡ ἐξαν­θή­σα­σα».
 Ὅ­πως δηλ. τὸ ξε­ρὸ ρα­βδὶ τοῦ Ἀ­α­ρών, ἔ­ξω ἀ­πὸ κά­θε νό­μο καὶ κα­νό­να τῆς φύ­σης, ἔβγα­λε φύλ­λα, ἄν­θη καὶ καρ­πό, ἔ­τσι καὶ στὸ πρό­σω­πο τῆς ἐ­κλε­κτῆς ὅ­λων τῶν γε­νε­ῶν, κα­τὰ θέ­λη­μα Θε­οῦ, «νι­κᾶ­ται φύ­σε­ως τά­ξις». Ὑ­περ­βαί­νον­τας κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κὴ καὶ φυ­σι­κὸ νόμο ἡ Παρ­θέ­νος ἄ­νευ ἀν­δρὸς γεν­νᾶ ὡς ἄν­θρω­πο τὸν ἴ­διο τὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ «κα­τε­πλά­γη Ἰ­ω­σὴφ τὸ ὑ­πὲρ φύ­σιν θε­ω­ρῶν», λέ­με σὲ ἄλ­λο τρο­πά­ριο. Βλέ­πον­τας ὁ Ἰ­ω­σὴφ τὸ ὑ­πέρ­λο­γο θαῦ­μα τῆς Γέν­νη­σης τοῦ Χρι­στοῦ, πα­ρο­μοιά­ζει τὴν πρὸ τό­κου, ἐν τό­κῳ καὶ με­τὰ τόκον Παρ­θέ­νο με­τα­ξὺ ἄλ­λων καὶ μὲ τὴν «ρά­βδον Ἀ­α­ρὼν τὴν βλα­στή­σα­σαν».
Ρά­βδο ὅ­μως ὑ­πο­νο­εῖ προ­φη­τι­κὰ καὶ ὁ Ἡ­σα­ΐ­ας τὴν Παρ­θέ­νο, ὅ­ταν λέ­γει ὅ­τι «θὰ προέλθει ρά­βδος ἐκ τῆς ρί­ζης Ἰ­εσ­σαὶ καὶ ἄν­θος θὰ ἀν­θί­σει ἀ­πὸ αὐ­τὴν» (Ἡσ. 11, 1). Τὸ ψάλ­λει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θρι­αμ­βευ­τι­κά: «Ρά­βδος ἐκ τῆς ρί­ζης Ἰ­εσ­σαὶ καὶ ἄν­θος ἐξ αὐ­τῆς Χρι­στέ, ἐκ τῆς Παρ­θέ­νου ἀ­νε­βλά­στη­σας». Ἡ Παρ­θέ­νος εἶ­ναι ἡ ρά­βδος, τὸ κλα­δὶ ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ ρί­ζα τοῦ Δαυ­ῒδ καὶ τοῦ Ἰ­εσ­σαί, ἀ­πὸ τὴ φυ­λὴ τοῦ Ἰ­ού­δα, ὅ­πως προ­φη­τεύ­ει γι᾿ αὐ­τὸν ὁ πα­τέ­ρας του, ὁ πα­τριά­ρχης Ἰ­α­κώβ: «Δὲν θὰ ἐ­κλεί­ψει ἄρ­χον­τας ἀ­π᾿ τοὺς ἀ­πο­γό­νους τοῦ Ἰ­ού­δα, μέ­χρις ὅ­του ἔλ­θει αὐ­τὸς ποὺ θὰ εἶ­ναι ἡ προσ­δο­κί­α τῶν ἐ­θνῶν» (Γεν. 49, 10).
 Θα­λε­ρὸ κλα­δί, ρά­βδος λοι­πὸν ἡ Θε­ο­μή­τωρ, ποὺ βλα­στά­νει, ἀν­θο­φο­ρεῖ καὶ καρ­πο­γο­νεῖ τὸν Χρι­στό. Ἐ­μεῖς τώ­ρα τί εἴ­μα­στε; Ξε­ρὸ ρα­βδὶ ἢ μή­πως κα­τα­πρά­σι­νο κλα­δὶ μὲ ἄν­θος καὶ   καρ­πὸ μυ­στι­κὸ στὴν ψυ­χή μας τὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό; Ἐ­κεῖ­νος ἄλ­λω­στε τὸ εἶ­πε, πὼς ὁ κα­θέ­νας μας μπο­ρεῖ νὰ γί­νει μη­τέ­ρα του καὶ ἀ­δελ­φὸς καὶ ἀ­δελ­φή του (Ματθ. 12, 50).
Πρωτ. Δ. Μ.

Κλικ στις ιστοσελίδες μας: Αρμενιστής, Εμείς και η Κοινωνία μας, Γιάννης Αργυρός Σαντορίνη