Τρέχετε το δρόμο της πίστεως χωρίς διακοπή, τρέχετε χωρίς να δελεάσετε απο τίποτε. Τρέχετε, έως ότου φθάσετε στο τέλος, όπου περιμένει ο Χριστός!
ΣΤΟ κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, στοὺς στίχους 1-10 τοῦ 20οῦ κεφαλαίου (εἶνε τὸ Ζ΄ ἑωθινὸ εὐαγγέλιο), ἱστορεῖται γιὰ τοὺς δύο μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ μόλις εἰδοποιήθηκαν ὅτι τὸ σῶμα του ἀπουσιάζει ἔσπευσαν στὸν τάφο, «πῶς τοῖς ὀθονίοις καὶ τῷ σουδαρίῳ τὴν Ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», πῶς δηλαδὴ ἀπὸ τὴ λεπτομέρεια αὐτὴ συμπέραναν ὅτι ὁ Κύριος ἀνέστη (Ζ΄ ἑωθ. δοξ.). Ἡ περικοπὴ αὐτὴ προσφέρει σπουδαῖα διδάγματα. Ἂς δοῦμε μερικά.
ΣΤΟ κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, στοὺς στίχους 1-10 τοῦ 20οῦ κεφαλαίου (εἶνε τὸ Ζ΄ ἑωθινὸ εὐαγγέλιο), ἱστορεῖται γιὰ τοὺς δύο μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ μόλις εἰδοποιήθηκαν ὅτι τὸ σῶμα του ἀπουσιάζει ἔσπευσαν στὸν τάφο, «πῶς τοῖς ὀθονίοις καὶ τῷ σουδαρίῳ τὴν Ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», πῶς δηλαδὴ ἀπὸ τὴ λεπτομέρεια αὐτὴ συμπέραναν ὅτι ὁ Κύριος ἀνέστη (Ζ΄ ἑωθ. δοξ.). Ἡ περικοπὴ αὐτὴ προσφέρει σπουδαῖα διδάγματα. Ἂς δοῦμε μερικά.
1. Βλέπουμε ἐδῶ, ὅτι οἱ δύο μαθηταὶ ἔτρεχαν. Ὅταν τρέχῃ κανεὶς
δείχνει, ὅτι κάτι ἐπιδιώκει, ἔχει κάποιο σκοπό. Βλέπεις κάτι γέρους νὰ περπατᾶνε στὸ δρόμο ἄσκοπα· κρατοῦν κ’ ἕνα κομπολόϊ καὶ συζητοῦν γιὰ παραμύθια· κ᾿ ἐνῷ ἡ ἀπόστασι εἶνε μισὴ ὥρα, αὐτοὶ τὴν κάνουν
δυὸ ὧρες. Οἱ δύο ἀπόστολοι ὅμως βλέπουμε ὅτι ἔτρεχαν. Κ᾿ ἐμεῖς λοιπὸν πρέπει νὰ τρέχουμε. Ὅσοι μάλιστα εἶστε νέοι, νὰ τρέχετε πιὸ πολύ. Ποῦ νὰ τρέχετε; Ἐγὼ σᾶς συμβουλεύω νὰ μὴν ἀκολουθήσετε ἄλλους δρόμους, ποὺ ἀνοίγονται μπροστά σας· ἂς φαίνωνται ἀνθόσπαρτοι, ἂς ἔχουν μουσικές, τραγούδια καὶ παιχνίδια, ἂς εἶνε ἀσφαλτοστρωμένοι γιὰ τὶς λιμουζίνες. ᾿Εσεῖς νὰ διαλέξετε τὸν ἕνα καὶ μόνο σωστὸ δρόμο, τὸν ἀνηφορικὸ καὶ δύσκολο, τὸ δρόμο μὲ τὴν πινακίδα «ὁδὸς Γολγοθᾶ». Αὐτὸς εἶνε ὁ δρόμος. Διότι ἡ ζωὴ δὲν εἶνε γλέντι καὶ διασκέδασις καὶ ἀπόλαυσις τῶν πέντε αἰσθήσεων, ἡ ζωὴ δὲν εἶνε «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α´ Κορ.15,32)· ζωὴ ἴσον «στενὴ πύλη» καὶ «τεθλιμμένη ὁδός» (Ματθ. 7,13-14), τὴν ὁποία δείχνει ὁ σταυρός. Ἀκοῦστε τὰ λόγια αὐτά· δὲν τὰ λέμε γιὰ φιλολογία, γιὰ νὰ περάσουμε τὴν ὥρα· θέλουμε νὰ ποῦμε πέντε λόγια ποὺ θὰ μείνουν στὴν καρδιά. Ἐγὼ θὰ πεθάνω, ἀλλὰ σεῖς νὰ τὰ κρατήσετε αὐτὰ καὶ ν’ ἀκολουθήσετε τὸ δρόμο ποὺ εἶνε γεμᾶτος κοφτερὰ λιθάρια καὶ ἀγκάθια. Τὰ πόδια σας θὰ ματώσουν, καὶ στὸ κεφάλι σας θὰ αἰσθανθῆτε τοὺς νυγμοὺς ἀπὸ τὸν ἀκάνθινο στέφανο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ αὐτὸ τὸ δρόμο ἔτρεξαν καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι.δείχνει, ὅτι κάτι ἐπιδιώκει, ἔχει κάποιο σκοπό. Βλέπεις κάτι γέρους νὰ περπατᾶνε στὸ δρόμο ἄσκοπα· κρατοῦν κ’ ἕνα κομπολόϊ καὶ συζητοῦν γιὰ παραμύθια· κ᾿ ἐνῷ ἡ ἀπόστασι εἶνε μισὴ ὥρα, αὐτοὶ τὴν κάνουν
2. Ἕνα ἄλλο ποὺ ἀξίζει νὰ παρατηρήσουμε εἶνε τὸ πῶς ἔτρεχαν οἱ δύο ἀπόστολοι. Δὲν σταμάτησαν πουθενά, ἔσπευδαν στὸ σκοπό τους. Κ’ ἐμεῖς στὸ δρόμο μας μὴ πηγαίνουμε νυσταλέοι· νὰ τρέχουμε χωρὶς διακοπή. Μὴ σταθοῦμε νὰ ξαποστάσουμε. Μὴ μᾶς ἀπασχολήσῃ κανεὶς καὶ σταματήσουμε. Στὶς ὁδοιπορίες, ποὺ κάνουμε στὴ φύσι, μποροῦμε νὰ κάνουμε στάσι· στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς δὲν ὑπάρχει στάσι. Στάθηκες; θ’ ἀρχίσῃς μετὰ νὰ ὀπισθοχωρῇς. Αὐτοὶ ποὺ τρέχουν στὰ στάδια δὲν κοιτάζουν πίσω, δὲ βλέπουν δεξιὰ κι ἀριστερά· οὔτε γιὰ νερὸ δὲ σταματοῦν· καὶ τὸ δευτερόλεπτο γι’ αὐτοὺς εἶνε πολύτιμο. Ἂν αὐτὸς ποὺ τρέχει γυρίζῃ νὰ δῇ πόσο δρόμο διήνυσε, πάει τό ᾿χασε τὸ παιχνίδι. «Τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Φιλιπ. 3,14).
3. «Οὕτω τρέχετε» λοιπόν, ἔτσι νὰ τρέχετε, γιὰ νὰ ἐπιτύχετε τὸ σκοπό σας (Α΄ Κορ. 9,24). Ὅπως εἴπαμε, διαλέξτε τὸ δρόμο τὸ δύσκολο, καὶ δεύτερον μὴ σταματήσετε πουθενά. Τὸ τρίτον· μὴ δελεάζεσθε στὸ δρόμο σας ἀπὸ τίποτα, γιὰ νὰ μὴν πάθετε ὅ,τι ἔπαθε μία μυθολογικὴ κόρη, ἡ Ἀταλάντη (ὑπάρχει καὶ πόλις Ἀταλάντη κοντὰ στὴ Λαμία). Ἦταν, λέει, ὡραιοτάτη, ἀθλητική, ἔβοσκε κοπάδια καὶ ἀγαποῦσε τὸ κυνήγι. Εἶχε ὅμως μιὰ ἰδιοτροπία· δὲν ἤθελε νὰ παντρευτῇ, ἤθελε νὰ ζήσῃ ἐλεύθερη ζωὴ μέσα στὰ βουνὰ καὶ στὰ δάση. Ὁ πατέρας της, ποὺ ἦταν καλὸς καὶ πλούσιος, προσπαθοῦσε νὰ τὴν πείσῃ. Ἀφοῦ τὴν πίεσε πολύ, ἔξυπνη αὐτή, λέει· Θὰ παντρευτῶ, πατέρα, ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρο· θὰ πάρω αὐτὸν ποὺ θὰ κατορθώσῃ νὰ μὲ ξεπεράσῃ στὸ τρέξιμο… Αὐτὴ ἔτρεχε σὰν ἐλάφι. Δὲν ἦταν σὰν κάτι γυναῖκες τῆς ἀριστοκρατίας, ποὺ εἶνε «μή μου ἅπτου» καὶ πᾶνε σιγὰ – σιγὰ σὰν σαπιόβαρκες καὶ δὲ θέλουν νὰ περπατήσουν οὔτε γιὰ νὰ πᾶνε μέχρι τὴ μοδίστρα τους – ἀλλὰ φταίει ὁ ἀνόητος σύζυγος ποὺ τοὺς ἀγοράζει αὐτοκίνητο. Αὐτὲς εἶνε σὰν τὶς ῾Ρωμαῖες τῆς παρακμῆς, ποὺ τὶς σήκωναν οἱ δοῦλοι καθιστὲς πάνω σὲ φορεῖα. Οἱ ἄξιες γυναῖκες τὶς ὑπαίθρου μας ἦταν ἐργατικές, περπατοῦσαν χιλιόμετρα στὰ βουνά, σήκωναν βάρη, κουβαλοῦσαν ξύλα, νερό, τὰ πάντα. Τέτοια ἦταν ἡ Ἀταλάντη, ποὺ ἔθεσε αὐτὸ τὸν ὅρο στὸν πατέρα της. Ὅσοι τόλμησαν νὰ διαγωνισθοῦν μαζί της, ὅλοι νικήθηκαν. Κι ὄχι μόνο νικήθηκαν, ἀλλὰ ἔχασαν καὶ τὴ ζωή τους· γιατὶ ἡ Ἀταλάντη τοὺς κλάδευε. Ἕναν – ἕνα, ἀφοῦ τὸ νικοῦσε, τὸν ἔστηνε σ’ ἕνα δέντρο καὶ μὲ τὰ βέλη της τὸν ἐτόξευε. Καὶ εἶχε κλαδέψει πολλούς. Κάποιος ὅμως πονηρὸς εἶπε· Ἐγὼ αὐτὴ θὰ τὴν κάνω γυναῖκα μου ὁπωσδήποτε! Τὸν ἔλεγαν Ἱππομένη. Αὐτὸς ἐκμεταλλεύθηκε μιὰ ἀδυναμία της. Πῆγε καὶ βρῆκε μιὰ ποσότητα χρυσάφι, τὸ πῆγε σὲ χρυσοχόο καὶ τοῦ εἶπε νὰ φτειάξῃ μ’ αὐτὸ μερικὰ χρυσᾶ μῆλα. Ὅταν τὰ μῆλα κατασκευάστηκαν, ὁ Ἱππομένης τά ᾿βαλε σ᾿ ἕνα δισάκκι καὶ πῆγε νὰ διαγωνισθῇ. Ξεκίνησαν λοιπόν. Ἡ Ἀταλάντη ἔτρεχε μπροστά. Κάποια στιγμή, ὅπως καὶ στοὺς ἄλλους, προσποιήθηκε πὼς κάθεται τάχα νὰ ξεκουραστῇ (ἄφηνε νὰ τὴν προσπερνοῦν γιὰ λίγο, καὶ πρὶν τὸ τέλος τοῦ δρόμου, ὅταν ὁ ἀντίπαλος κουραζόταν πλέον, αὐτὴ γινόταν ἀστραπὴ καὶ τὸ νικοῦσε). Ἔτσι τὴν προσπέρασε ὁ Ἱππομένης καὶ τὴν ἄφησε πίσω. Πρὸς τὸ τέλος τοῦ δρόμου αὐτὴ ἄρχισε νὰ τρέχῃ νὰ τὸν περάσῃ. Ὅταν τὸν πλησίασε, ὁ Ἱππομένης τί κάνει· ἀφήνει νὰ πέσῃ ἀπ᾿ τὸ δισάκκι ἕνα μῆλο. Βλέποντας τὸ χρυσόμηλο ἡ Ἀταλάντη θαμπώθηκε, σταμάτησε κ’ ἔσκυψε νὰ τὸ πιάσῃ· ἔτσι ὁ Ἱππομένης κέρδισε ἀπόστασι. Σὲ λίγο, ὅταν ἐκείνη τὸν πλησίασε πάλι, τῆς πετάει ἄλλο μῆλο καὶ ἀπομακρύνεται μπροστά. Ἔτσι κέρδιζε κάθε φορὰ ἔδαφος, καὶ τέλος κατώρθωσε νὰ βγῇ νικητὴς καὶ νὰ τὴν κάνῃ γυναῖκα του. Ὁ μῦθος τί δηλοῖ; Τὸ καταλαβαίνετε. Στὸν τιμημένο δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ καθήκοντος, καθὼς τρέχουμε πρὸς τὸ Γολγοθᾶ, ὑπάρχει κάποιος πονηρός, πιὸ πονηρὸς ἀπὸ τὸν Ἱππομένη. Αὐτὸς ξέρει τὶς ἀδυναμίες μας, τὰ χούγια μας, καὶ μᾶς πετάει μῆλα. Καὶ νά ᾿ταν τοὐλάχιστον χρυσᾶ; Τί κρῖμα! σάπια μῆλα μᾶς πετάει. Κ’ ἐμεῖς καθόμαστε καὶ τὰ μαζεύουμε, κι αὐτὸς ὁ πονηρός, ὁ σατανᾶς δηλαδή, βρίσκει εὐκαιρία, μᾶς ὑποσκελίζει καὶ μᾶς νικᾷ. Τὸ καταλάβαμε;
4. Νὰ τρέχουμε λοιπὸν τὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ ὅσο ἀνηφορικὸς κι ἂν εἶνε, νὰ τρέχουμε χωρὶς διακοπή, νὰ τρέχουμε χωρὶς νὰ μᾶς δελεάζουν τὰ μῆλα τοῦ πονηροῦ σατανᾶ. Κάτι ἀκόμη· νὰ τρέχουμε ὄχι ἕνας – ἕνας, ἀλλὰ ὅπως οἱ ἀπόστολοι, δύο – δύο. Ὁ ἕνας κινδυνεύει νὰ χαθῇ. «Οὐαὶ τῷ ἑνί» (Ἐκκλ. 4,10). Εἶνε ὡραῖο πρᾶγμα ἡ συντροφιά, προσφέρει ἐνίσχυσι· ὅπως ἀντιθέτως ἡ κακὴ συντροφιὰ δημιουργεῖ κοπάδι πονηρίας, ἀγέλη ἀνηθικότητος, παρέα ἁμαρτωλή. Οἱ πιστοὶ λοιπὸν νὰ ἐπιδιώκετε νά ᾿χετε μεταξύ σας παρέα, νὰ κάνετε πνευματικὴ συντροφιά, δυὸ – δυό. Ἔτσι, ὅταν πέφτῃ ὁ ἕνας, νὰ τὸν πιάνῃ καὶ νὰ τὸν σηκώνῃ ὁ ἄλλος. Τρέχετε πάντοτε μαζὶ μὲ κάποιον ἀδελφό σας, μὲ κάποιο φίλο σας ποὺ σκέπτεται χριστιανικά· ποτέ μόνοι σας.
5. Καὶ κάτι ἀκόμα. Ἐρωτῶ· Γιατί, ἐνῷ οἱ δύο ἀπόστολοι ἔτρεχαν μαζί, ἔφθασε πρῶτος ὁ ᾿Ιωάννης; Ἁπλούστατα, διότι ὁ ᾿Ιωάννης ἦταν νέος, ὁ νεώτερος τῆς ὁμάδος, 23 μὲ 25 ἐτῶν, ἐνῷ ὁ Πέτρος εἶχε οἰκογένεια καὶ θὰ ἦταν 35 μὲ 40 ἐτῶν. Ἔτσι καὶ στὸ δρόμο τῆς ζωῆς, ὅσοι εἶστε νέοι, νά ᾿χετε δίπλα σας ἕνα Πέτρο, ἕναν ἡλικιωμένο, ποὺ θὰ διαθέτῃ πεῖρα. Ὁ ᾿Ιωάννης ἔφθασε πρῶτος, ἀλλὰ δὲν τόλμησε νὰ μπῇ στὸ μνημεῖο· ὁ Πέτρος ὅμως τόλμησε. Κοντὰ λοιπὸν στὴ νεότητα, πρέπει νὰ ὑπάρχουν καὶ οἱ πρεσβύτεροι, οἱ παλαιότεροι, τὰ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ θὰ ὁδηγοῦν. Ἡ νεότης ἔχει ὁρμητικότητα, ἀλλὰ στερεῖται πείρας, ἡ ὁποία εἶναι πολύτιμη στὴ ζωή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λαός μας λέει· τὸ ἀμπέλι, ὅταν εἶνε νὰ τὸ σκάψῃς, πάρε νέο ποὺ ἔχει δυνάμεις, ὅταν εἶνε νὰ τὸ κλαδέψῃς, νὰ πάρῃς γέρο ποὺ διαθέτει πεῖρα. Ἀμπέλι εἶνε καὶ ἡ κάθε ψυχή, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκκλησία καὶ ἡ πατρίδα στὸ σύνολο· χρειάζονται καὶ ἡ νεανικὴ δύναμις καὶ ἡ γεροντικὴ πεῖρα.
3. «Οὕτω τρέχετε» λοιπόν, ἔτσι νὰ τρέχετε, γιὰ νὰ ἐπιτύχετε τὸ σκοπό σας (Α΄ Κορ. 9,24). Ὅπως εἴπαμε, διαλέξτε τὸ δρόμο τὸ δύσκολο, καὶ δεύτερον μὴ σταματήσετε πουθενά. Τὸ τρίτον· μὴ δελεάζεσθε στὸ δρόμο σας ἀπὸ τίποτα, γιὰ νὰ μὴν πάθετε ὅ,τι ἔπαθε μία μυθολογικὴ κόρη, ἡ Ἀταλάντη (ὑπάρχει καὶ πόλις Ἀταλάντη κοντὰ στὴ Λαμία). Ἦταν, λέει, ὡραιοτάτη, ἀθλητική, ἔβοσκε κοπάδια καὶ ἀγαποῦσε τὸ κυνήγι. Εἶχε ὅμως μιὰ ἰδιοτροπία· δὲν ἤθελε νὰ παντρευτῇ, ἤθελε νὰ ζήσῃ ἐλεύθερη ζωὴ μέσα στὰ βουνὰ καὶ στὰ δάση. Ὁ πατέρας της, ποὺ ἦταν καλὸς καὶ πλούσιος, προσπαθοῦσε νὰ τὴν πείσῃ. Ἀφοῦ τὴν πίεσε πολύ, ἔξυπνη αὐτή, λέει· Θὰ παντρευτῶ, πατέρα, ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρο· θὰ πάρω αὐτὸν ποὺ θὰ κατορθώσῃ νὰ μὲ ξεπεράσῃ στὸ τρέξιμο… Αὐτὴ ἔτρεχε σὰν ἐλάφι. Δὲν ἦταν σὰν κάτι γυναῖκες τῆς ἀριστοκρατίας, ποὺ εἶνε «μή μου ἅπτου» καὶ πᾶνε σιγὰ – σιγὰ σὰν σαπιόβαρκες καὶ δὲ θέλουν νὰ περπατήσουν οὔτε γιὰ νὰ πᾶνε μέχρι τὴ μοδίστρα τους – ἀλλὰ φταίει ὁ ἀνόητος σύζυγος ποὺ τοὺς ἀγοράζει αὐτοκίνητο. Αὐτὲς εἶνε σὰν τὶς ῾Ρωμαῖες τῆς παρακμῆς, ποὺ τὶς σήκωναν οἱ δοῦλοι καθιστὲς πάνω σὲ φορεῖα. Οἱ ἄξιες γυναῖκες τὶς ὑπαίθρου μας ἦταν ἐργατικές, περπατοῦσαν χιλιόμετρα στὰ βουνά, σήκωναν βάρη, κουβαλοῦσαν ξύλα, νερό, τὰ πάντα. Τέτοια ἦταν ἡ Ἀταλάντη, ποὺ ἔθεσε αὐτὸ τὸν ὅρο στὸν πατέρα της. Ὅσοι τόλμησαν νὰ διαγωνισθοῦν μαζί της, ὅλοι νικήθηκαν. Κι ὄχι μόνο νικήθηκαν, ἀλλὰ ἔχασαν καὶ τὴ ζωή τους· γιατὶ ἡ Ἀταλάντη τοὺς κλάδευε. Ἕναν – ἕνα, ἀφοῦ τὸ νικοῦσε, τὸν ἔστηνε σ’ ἕνα δέντρο καὶ μὲ τὰ βέλη της τὸν ἐτόξευε. Καὶ εἶχε κλαδέψει πολλούς. Κάποιος ὅμως πονηρὸς εἶπε· Ἐγὼ αὐτὴ θὰ τὴν κάνω γυναῖκα μου ὁπωσδήποτε! Τὸν ἔλεγαν Ἱππομένη. Αὐτὸς ἐκμεταλλεύθηκε μιὰ ἀδυναμία της. Πῆγε καὶ βρῆκε μιὰ ποσότητα χρυσάφι, τὸ πῆγε σὲ χρυσοχόο καὶ τοῦ εἶπε νὰ φτειάξῃ μ’ αὐτὸ μερικὰ χρυσᾶ μῆλα. Ὅταν τὰ μῆλα κατασκευάστηκαν, ὁ Ἱππομένης τά ᾿βαλε σ᾿ ἕνα δισάκκι καὶ πῆγε νὰ διαγωνισθῇ. Ξεκίνησαν λοιπόν. Ἡ Ἀταλάντη ἔτρεχε μπροστά. Κάποια στιγμή, ὅπως καὶ στοὺς ἄλλους, προσποιήθηκε πὼς κάθεται τάχα νὰ ξεκουραστῇ (ἄφηνε νὰ τὴν προσπερνοῦν γιὰ λίγο, καὶ πρὶν τὸ τέλος τοῦ δρόμου, ὅταν ὁ ἀντίπαλος κουραζόταν πλέον, αὐτὴ γινόταν ἀστραπὴ καὶ τὸ νικοῦσε). Ἔτσι τὴν προσπέρασε ὁ Ἱππομένης καὶ τὴν ἄφησε πίσω. Πρὸς τὸ τέλος τοῦ δρόμου αὐτὴ ἄρχισε νὰ τρέχῃ νὰ τὸν περάσῃ. Ὅταν τὸν πλησίασε, ὁ Ἱππομένης τί κάνει· ἀφήνει νὰ πέσῃ ἀπ᾿ τὸ δισάκκι ἕνα μῆλο. Βλέποντας τὸ χρυσόμηλο ἡ Ἀταλάντη θαμπώθηκε, σταμάτησε κ’ ἔσκυψε νὰ τὸ πιάσῃ· ἔτσι ὁ Ἱππομένης κέρδισε ἀπόστασι. Σὲ λίγο, ὅταν ἐκείνη τὸν πλησίασε πάλι, τῆς πετάει ἄλλο μῆλο καὶ ἀπομακρύνεται μπροστά. Ἔτσι κέρδιζε κάθε φορὰ ἔδαφος, καὶ τέλος κατώρθωσε νὰ βγῇ νικητὴς καὶ νὰ τὴν κάνῃ γυναῖκα του. Ὁ μῦθος τί δηλοῖ; Τὸ καταλαβαίνετε. Στὸν τιμημένο δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ καθήκοντος, καθὼς τρέχουμε πρὸς τὸ Γολγοθᾶ, ὑπάρχει κάποιος πονηρός, πιὸ πονηρὸς ἀπὸ τὸν Ἱππομένη. Αὐτὸς ξέρει τὶς ἀδυναμίες μας, τὰ χούγια μας, καὶ μᾶς πετάει μῆλα. Καὶ νά ᾿ταν τοὐλάχιστον χρυσᾶ; Τί κρῖμα! σάπια μῆλα μᾶς πετάει. Κ’ ἐμεῖς καθόμαστε καὶ τὰ μαζεύουμε, κι αὐτὸς ὁ πονηρός, ὁ σατανᾶς δηλαδή, βρίσκει εὐκαιρία, μᾶς ὑποσκελίζει καὶ μᾶς νικᾷ. Τὸ καταλάβαμε;
4. Νὰ τρέχουμε λοιπὸν τὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ ὅσο ἀνηφορικὸς κι ἂν εἶνε, νὰ τρέχουμε χωρὶς διακοπή, νὰ τρέχουμε χωρὶς νὰ μᾶς δελεάζουν τὰ μῆλα τοῦ πονηροῦ σατανᾶ. Κάτι ἀκόμη· νὰ τρέχουμε ὄχι ἕνας – ἕνας, ἀλλὰ ὅπως οἱ ἀπόστολοι, δύο – δύο. Ὁ ἕνας κινδυνεύει νὰ χαθῇ. «Οὐαὶ τῷ ἑνί» (Ἐκκλ. 4,10). Εἶνε ὡραῖο πρᾶγμα ἡ συντροφιά, προσφέρει ἐνίσχυσι· ὅπως ἀντιθέτως ἡ κακὴ συντροφιὰ δημιουργεῖ κοπάδι πονηρίας, ἀγέλη ἀνηθικότητος, παρέα ἁμαρτωλή. Οἱ πιστοὶ λοιπὸν νὰ ἐπιδιώκετε νά ᾿χετε μεταξύ σας παρέα, νὰ κάνετε πνευματικὴ συντροφιά, δυὸ – δυό. Ἔτσι, ὅταν πέφτῃ ὁ ἕνας, νὰ τὸν πιάνῃ καὶ νὰ τὸν σηκώνῃ ὁ ἄλλος. Τρέχετε πάντοτε μαζὶ μὲ κάποιον ἀδελφό σας, μὲ κάποιο φίλο σας ποὺ σκέπτεται χριστιανικά· ποτέ μόνοι σας.
5. Καὶ κάτι ἀκόμα. Ἐρωτῶ· Γιατί, ἐνῷ οἱ δύο ἀπόστολοι ἔτρεχαν μαζί, ἔφθασε πρῶτος ὁ ᾿Ιωάννης; Ἁπλούστατα, διότι ὁ ᾿Ιωάννης ἦταν νέος, ὁ νεώτερος τῆς ὁμάδος, 23 μὲ 25 ἐτῶν, ἐνῷ ὁ Πέτρος εἶχε οἰκογένεια καὶ θὰ ἦταν 35 μὲ 40 ἐτῶν. Ἔτσι καὶ στὸ δρόμο τῆς ζωῆς, ὅσοι εἶστε νέοι, νά ᾿χετε δίπλα σας ἕνα Πέτρο, ἕναν ἡλικιωμένο, ποὺ θὰ διαθέτῃ πεῖρα. Ὁ ᾿Ιωάννης ἔφθασε πρῶτος, ἀλλὰ δὲν τόλμησε νὰ μπῇ στὸ μνημεῖο· ὁ Πέτρος ὅμως τόλμησε. Κοντὰ λοιπὸν στὴ νεότητα, πρέπει νὰ ὑπάρχουν καὶ οἱ πρεσβύτεροι, οἱ παλαιότεροι, τὰ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ θὰ ὁδηγοῦν. Ἡ νεότης ἔχει ὁρμητικότητα, ἀλλὰ στερεῖται πείρας, ἡ ὁποία εἶναι πολύτιμη στὴ ζωή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λαός μας λέει· τὸ ἀμπέλι, ὅταν εἶνε νὰ τὸ σκάψῃς, πάρε νέο ποὺ ἔχει δυνάμεις, ὅταν εἶνε νὰ τὸ κλαδέψῃς, νὰ πάρῃς γέρο ποὺ διαθέτει πεῖρα. Ἀμπέλι εἶνε καὶ ἡ κάθε ψυχή, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκκλησία καὶ ἡ πατρίδα στὸ σύνολο· χρειάζονται καὶ ἡ νεανικὴ δύναμις καὶ ἡ γεροντικὴ πεῖρα.
* * *
Τρέχετε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, συνεχῶς τὸ δρόμο τῆς πίστεως. Ἀκαταπαύστως. Χωρὶς νὰ δελεάζεσθε ἀπὸ τὰ μῆλα τοῦ πονηροῦ. Συντροφιὰ μὲ ἄλλους. Μαζὶ μὲ πιὸ μεγάλους. Τρέχετε, ἕως ὅτου φθάσετε στὸ τέλος, ὅπου περιμένει ὁ Χριστὸς, γιὰ νὰ πῆτε κ’ ἐσεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο· «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ» (Β´Τιμ. 4,7-8).
«Χριστὸς ἀνέστη»!
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γ΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν 2-5-1965.
Γ΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν 2-5-1965.