ΟΜΟΙΑΖΟΜΕΝ, ἀγαπητοί μου, μὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ πιάνει στὰ χέρια
του ἕνα ὄμορφο βιβλίο, κ᾿ ἐπειδὴ δὲν ξέρει γράμματα, τὸ ξεφυλλίζει τὸ
ξεφυλλίζει, ἀλλὰ δὲν γνωρίζει τί λέει μέσα.
Eἶδα κάποτε σ᾽ ἕνα βουνὸ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε στὰ χέρια του ἕνα βιβλίο καὶ τὸ κοιτοῦσε.
―Μπαρμπα-Γιῶργο, τοῦ λέω, τί λέει τὸ βιβλίο;―Ποῦ νὰ ξέρω, παιδάκι μου; μοῦ ἀπαντᾷ· κάτι βλέπω μέσα, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνω τίποτα.
Ἀκριβῶς τὸ διο συμβαίνει καὶ μ᾿ ἐμᾶς. Ἡ Ἐκκλησία μας, οἱ ἀκολουθίες, ὁ ὄρθρος, ὁ ἑσπερινός, ἡ θεία λειτουργία, εἶνε ἕνα βιβλίο, τὸ ὡραιότερο βιβλίο ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἀλλὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε. Τί συμβαίνει; Ποιά νά ᾿νε ἡ αἰτία; Μήπως εἶνε ἡ γλῶσσα; Ἔ, κατά τι, συντελεῖ καὶ ἡ γλῶσσα. Δὲν εἶνε ὅμως ἡ γλῶσσα. Γνώρισα στὴ ζωή μου τσοπαναραίους καὶ γεωργοὺς καὶ ἀγραμμάτους ἀνθρώπους, ποὺ ξέρανε ἀπ᾿ ἔξω τὸν ἑξάψαλμο· γνώρισα καὶ δικηγόρους καὶ γιατροὺς καὶ μεγάλους ἐπιστήμονας καὶ καθηγητὰς πανεπιστημίου, ποὺ οὔτε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» δὲν γνωρίζανε.
Ἄρα λοιπὸν δὲν εἶνε τόσο ἡ δυσκολία τῆς γλώσσης· εἶνε ἡ ἔλλειψις ἀγάπης στὸ Θεό. Δὲν ἔχομε αἰσθανθῆ τὸ μεγαλεῖον αὐτὸ τῆς ποιήσεως, τὸ μεγαλεῖον τῶν ἀκολουθιῶν μας· καὶ οἱ σκέψεις μας καὶ τὰ αἰσθήματά μας εἶνε ξένα πρὸς τὰ μεγαλεῖα τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν.
Γι᾿ αὐτὸ ἀπόψε θὰ θελήσω κ᾿ ἐγώ, ἀπὸ τὰ χίλια χρυσᾶ λόγια τὰ ὁποῖα ἠκούσατε εἰς τὰ ἀναγνώσματα τοῦ ἑσπερινοῦ, συντόμως νὰ δοῦμε ἕνα χρυσοῦν λόγον, ἀνεκτίμητον λόγον, ποὺ εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους σοφοὺς ―ὄχι ἁπλῶς σοφούς, ἀλλὰ θεοπνεύστους― συγγραφεῖς τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὁ περίφημος Σολομῶν.
Ὁ Σολομῶν λέγει μιὰ προφητεία, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Λέγει κάτι ποὺ γίνεται σήμερα. Τί λέει;
«Ὅλη ἡ γῆ θὰ ἐρημώσῃ» καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος στὸν κόσμο (βλ. Σ. Σολ. 5,23).
Καὶ ποιά ἡ αἰτία τῆς ἐρημώσεως;
Ἀπαντᾶ ὁ προφήτης· Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἐρημώσῃ ὁλόκληρον τὴν γῆν εἶνε ἡ ἀνομία.
Μὰ ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ ἀνομία; Σ᾿ αὐτὸ συντόμως θὰ ἀπαντήσωμε.
Eἶδα κάποτε σ᾽ ἕνα βουνὸ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε στὰ χέρια του ἕνα βιβλίο καὶ τὸ κοιτοῦσε.
―Μπαρμπα-Γιῶργο, τοῦ λέω, τί λέει τὸ βιβλίο;―Ποῦ νὰ ξέρω, παιδάκι μου; μοῦ ἀπαντᾷ· κάτι βλέπω μέσα, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνω τίποτα.
Ἀκριβῶς τὸ διο συμβαίνει καὶ μ᾿ ἐμᾶς. Ἡ Ἐκκλησία μας, οἱ ἀκολουθίες, ὁ ὄρθρος, ὁ ἑσπερινός, ἡ θεία λειτουργία, εἶνε ἕνα βιβλίο, τὸ ὡραιότερο βιβλίο ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἀλλὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε. Τί συμβαίνει; Ποιά νά ᾿νε ἡ αἰτία; Μήπως εἶνε ἡ γλῶσσα; Ἔ, κατά τι, συντελεῖ καὶ ἡ γλῶσσα. Δὲν εἶνε ὅμως ἡ γλῶσσα. Γνώρισα στὴ ζωή μου τσοπαναραίους καὶ γεωργοὺς καὶ ἀγραμμάτους ἀνθρώπους, ποὺ ξέρανε ἀπ᾿ ἔξω τὸν ἑξάψαλμο· γνώρισα καὶ δικηγόρους καὶ γιατροὺς καὶ μεγάλους ἐπιστήμονας καὶ καθηγητὰς πανεπιστημίου, ποὺ οὔτε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» δὲν γνωρίζανε.
Ἄρα λοιπὸν δὲν εἶνε τόσο ἡ δυσκολία τῆς γλώσσης· εἶνε ἡ ἔλλειψις ἀγάπης στὸ Θεό. Δὲν ἔχομε αἰσθανθῆ τὸ μεγαλεῖον αὐτὸ τῆς ποιήσεως, τὸ μεγαλεῖον τῶν ἀκολουθιῶν μας· καὶ οἱ σκέψεις μας καὶ τὰ αἰσθήματά μας εἶνε ξένα πρὸς τὰ μεγαλεῖα τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν.
Γι᾿ αὐτὸ ἀπόψε θὰ θελήσω κ᾿ ἐγώ, ἀπὸ τὰ χίλια χρυσᾶ λόγια τὰ ὁποῖα ἠκούσατε εἰς τὰ ἀναγνώσματα τοῦ ἑσπερινοῦ, συντόμως νὰ δοῦμε ἕνα χρυσοῦν λόγον, ἀνεκτίμητον λόγον, ποὺ εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους σοφοὺς ―ὄχι ἁπλῶς σοφούς, ἀλλὰ θεοπνεύστους― συγγραφεῖς τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὁ περίφημος Σολομῶν.
Ὁ Σολομῶν λέγει μιὰ προφητεία, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Λέγει κάτι ποὺ γίνεται σήμερα. Τί λέει;
«Ὅλη ἡ γῆ θὰ ἐρημώσῃ» καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος στὸν κόσμο (βλ. Σ. Σολ. 5,23).
Καὶ ποιά ἡ αἰτία τῆς ἐρημώσεως;
Ἀπαντᾶ ὁ προφήτης· Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἐρημώσῃ ὁλόκληρον τὴν γῆν εἶνε ἡ ἀνομία.
Μὰ ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ ἀνομία; Σ᾿ αὐτὸ συντόμως θὰ ἀπαντήσωμε.