«Ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 2,11)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὰ γενέθλιά της. Σὰν σήμερα παρουσιάστηκε στὸν κόσμο ἡ Ἐκκλησία.
Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χρυσᾶ νομίσματα ποὺ σκορπάει σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς ἐξαργυρώσω ἕνα. Εἶνε ὁ
τελευταῖος στίχος τοῦ ἀποστόλου. Τὸν ἀκούσατε; Στὰ Ἰεροσόλυμα μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ εἶχαν μαζευτῆ χιλιάδες Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ γιορτάσουν τὴν Πεντηκοστή τους. Ἦταν ἀπὸ κάθε μέρος· ἄλλοι ἀπὸ τὸ Ἀραρὰτ καὶ τὴν Ἀρμενία, ἄλλοι ἀπὸ τὸν Καύκασο καὶ τὰ μέρη τῆς Περσίας, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ἰουδαία καὶ τὴν Καππαδοκία, ἄλλοι ἀπὸ τὸν Πόντο, τὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἰωνία, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ τὴν Παμφυλία, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Αγυπτο, τὴ Λιβύη καὶ τὴν Κυρήνη, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Ῥώμη, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὴν Κύπρο, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ἀραβία. Καθένας μιλοῦσε τὴ δική του γλῶσσα. Μόλις ὅμως ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο οἱ ἀπόστολοι ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, κι ὅλο τὸ πλῆθος ἄκουγαν ἔκπληκτοι, καθένας στὴ γλῶσσα του, τὴ διδαχή τους, μὲ τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ ξέρῃ ὅλες τὶς γλῶσσες; Δὲν ὑπάρχει. Τὸ πολὺ – πολὺ νὰ μάθῃ ἕξι – ἑπτὰ γλῶσσες. Οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ὅμως μιλοῦν ὅλες τὶς γλῶσσες. Καὶ τὸ σπουδαῖο ποιό εἶνε· ὅτι τὶς ἔμαθαν μέσα σὲ μιὰ στιγμή. Καὶ μόνο αὐτό; Μπορεῖ νὰ μάθῃς γλῶσσες σὰν τὸν παπαγάλο· ἀλλὰ τί λές; ποιό εἶνε τὸ περιεχόμενο τῶν λόγων σου; Ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι εἶνε σπουδαῖα. Τί ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι; Λαλοῦσαν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» – ἔτσι τελειώνει ὁ ἀπόστολος (Πράξ. 2,11). Ποιά εἶνε, λοιπόν, αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὰ γενέθλιά της. Σὰν σήμερα παρουσιάστηκε στὸν κόσμο ἡ Ἐκκλησία.
Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χρυσᾶ νομίσματα ποὺ σκορπάει σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς ἐξαργυρώσω ἕνα. Εἶνε ὁ
τελευταῖος στίχος τοῦ ἀποστόλου. Τὸν ἀκούσατε; Στὰ Ἰεροσόλυμα μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ εἶχαν μαζευτῆ χιλιάδες Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ γιορτάσουν τὴν Πεντηκοστή τους. Ἦταν ἀπὸ κάθε μέρος· ἄλλοι ἀπὸ τὸ Ἀραρὰτ καὶ τὴν Ἀρμενία, ἄλλοι ἀπὸ τὸν Καύκασο καὶ τὰ μέρη τῆς Περσίας, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ἰουδαία καὶ τὴν Καππαδοκία, ἄλλοι ἀπὸ τὸν Πόντο, τὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἰωνία, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ τὴν Παμφυλία, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Αγυπτο, τὴ Λιβύη καὶ τὴν Κυρήνη, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Ῥώμη, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὴν Κύπρο, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ἀραβία. Καθένας μιλοῦσε τὴ δική του γλῶσσα. Μόλις ὅμως ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο οἱ ἀπόστολοι ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, κι ὅλο τὸ πλῆθος ἄκουγαν ἔκπληκτοι, καθένας στὴ γλῶσσα του, τὴ διδαχή τους, μὲ τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ ξέρῃ ὅλες τὶς γλῶσσες; Δὲν ὑπάρχει. Τὸ πολὺ – πολὺ νὰ μάθῃ ἕξι – ἑπτὰ γλῶσσες. Οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ὅμως μιλοῦν ὅλες τὶς γλῶσσες. Καὶ τὸ σπουδαῖο ποιό εἶνε· ὅτι τὶς ἔμαθαν μέσα σὲ μιὰ στιγμή. Καὶ μόνο αὐτό; Μπορεῖ νὰ μάθῃς γλῶσσες σὰν τὸν παπαγάλο· ἀλλὰ τί λές; ποιό εἶνε τὸ περιεχόμενο τῶν λόγων σου; Ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι εἶνε σπουδαῖα. Τί ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι; Λαλοῦσαν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» – ἔτσι τελειώνει ὁ ἀπόστολος (Πράξ. 2,11). Ποιά εἶνε, λοιπόν, αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;
* * *
Ὅπου νὰ κοιτάξῃς, βλέπεις μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τὰ συνηθίσαμε καὶ δὲν τοὺς δίνουμε σημασία. Ἐὰν ἕνας τυφλὸς ἐκ γενετῆς θεραπευθῇ ξαφνικά, θὰ θαμπωθῇ τόσο, ὥστε συνεχῶς θὰ ρωτάῃ σὰν τὸ μικρὸ παιδί· ποιός τά ᾿κανε αὐτά; Ἐμεῖς μάτια ἔχουμε, καὶ μάτια δὲν ἔχουμε. Ζοῦμε μέσα σ᾿ ἕνα πανόραμα. Ὅλη ἡ φύσις καὶ τὸ σύμπαν, ἰδού τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ διαλέγω τρεῖς – τέσσερις εἰκόνες. Θέ᾿ς νὰ δῇς μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ; Ξύπνα νωρὶς τὸ πρωῒ νὰ δῇς πῶς βγαίνει ὁ ἥλιος. Τί μεγαλεῖο εἶν᾿ αὐτό! Ἢ περίμενε τὸ βράδυ νὰ βασιλέψῃ· «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ… Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,19,24). Μεγαλεῖο ἡ ἀνατολή, μεγαλεῖο ἡ δύσις τοῦ ἡλίου. Ἂν θέ᾿ς ἀκόμα, ἀνέβα σὲ μιὰ ψηλὴ κορφὴ ἢ πέταξε μὲ ἀεροπλάνο, κι ἀπὸ ᾿κεῖ δὲς τὸν κάμπο, τὰ ποτάμια, τὴ θάλασσα μὲ τὰ νησιά· ὅλα εἶνε μεγαλεῖο. Δὲν σοῦ ἀρκοῦν αὐτά; Τότε γίνε ἀστροναύτης καὶ βγὲς στὸ διάστημα, νὰ δῇς τὴ γῆ σὰν μιὰ τεράστια σφαῖρα νὰ στρέφεται μέσα στὸ ἄπειρο. Γεμᾶτο εἶνε τὸ σύμπαν ἀπὸ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ! Ἀλλὰ οἱ ἀπόστολοι δὲν μίλησαν τότε γι᾿ αὐτά. Οὔτε ἐγὼ σκοπεύω νὰ σᾶς περιγράψω ἐδῶ τὴν ἀνατολὴ ἢ τὸ ἡλιοβασίλεμα κ.τ.λ.. Ὅταν λέει ἐδῶ, ὅτι τὰ πλήθη τοὺς ἄκουγαν νὰ λαλοῦν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», δὲν ἐννοεῖ τὰ φυσικὰ μεγαλεῖα. Ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο. Θὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ θὰ τὸ προσέξετε; ἂν δὲν τὸ προσέξετε, πολύ θὰ λυπηθῶ καὶ εἰς μάτην θὰ πάῃ ὁ λόγος μου. Παραπάνω ἀπ᾿ τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, τὰ ποτάμια καὶ τὶς θάλασσες, ὑπάρχει ἕνα ἄλλο μεγαλεῖο. Ποιό; Πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε. Μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε μεγαλεῖο· ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ δῇς, πρέπει νὰ πιστεύῃς· ἂν δὲν πιστεύῃς, δὲν θὰ τὸ καταλάβῃς. Χρειάζονται μάτια πνευματικά. Τότε, μόλις ἀνοίξῃς τὴν ἁγία Γραφή, θὰ σὲ πάρουν φτερὰ ἀγγέλων καὶ θὰ σὲ ἀνεβάσουν – ποῦ; Ὄχι ἐκεῖ ποὺ ἀνέβηκαν οἱ ἀστροναῦτες, ἀλλὰ στὸν «τρίτον οὐρανόν» (Β΄ Κορ. 12,2), στὸ θρόνο τοῦ Δημιουργοῦ. Ἐκεῖ, στὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας, θ᾿ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀντηχῇ μέσα στὸ χάος ἡ μεγάλη προσταγή· «Γενηθήτω φῶς» (Γέν. 1,3). Δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ αὐτὸς ὁ λόγος. Γι᾿ αὐτὸ ἐμπρὸς στὶς λέξεις αὐτὲς στάθηκαν μὲ προσοχὴ οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες. Σὲ παίρνει κατόπιν ἄλλος ἄγγελος καὶ σ᾿ ἀνεβάζει ψηλά, στὴν κορυφὴ τοῦ Ἀραράτ, καὶ σοῦ δείχνει ἐκεῖ τὸ Νῶε, τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔμεινε μόνος, διότι ἡ ἀνθρωπότης ἔγινε σάρκες καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ κόσμος ὅλος πνίγηκε ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ κατακλυσμοῦ. Μετὰ ἕνας ἄλλος ἄγγελος σὲ παίρνει καὶ καὶ σὲ ἀνεβάζει ἐπάνω στὸ ὅρος Σινὰ καὶ βλέπεις τὸ Μωυσῆ νὰ δέχεται τὶς δέκα ἐντολές, ποὺ οὐδέποτε ὣς τότε εἶχε ἀκούσει ὁ κόσμος. Δέκα δάχτυλα σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ δέκα εἶνε οἱ ἐντολές του. Κόβεις ἕνα δάχτυλό σου; Ὄχι. Καὶ ὅμως πολλοὶ τώρα εἶνε… μὲ κομμένα «δάχτυλα», κόβουν δηλαδὴ τὶς ἐντολές. Ἔ, ἐσὺ ποὺ κόβεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, πόσο μικρὸς καὶ ἀσήμαντος εἶσαι!… Ἀνοίγεις ἀκόμα τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἀκοῦς φωνὲς προφητῶν. Διάβασε τὸν Ἠσαΐα, διάβασε τὸν Ἰερεμία, διάβασε τὸ Δαυΐδ, διάβασε τὸν Ἰωήλ, ποὺ 800 χρόνια π.Χ. προφήτευσε γιὰ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ ὅτι θὰ ἔλθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὸν κόσμο (βλ. Ἰωὴλ 3,1). Πήγαινε καὶ μέσα σ᾿ ἕνα καμίνι ν᾿ ἀκούσῃς τρία παιδιὰ νὰ ψάλλουν «Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (βλ. Δαν. 3,34 κ.ἑ.). Κι ἅμα κλείσῃς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἀνοίξῃς τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἐκεῖ ἀντηχεῖ ἐξαίσια ἁρμονία, μπροστὰ στὴν ὁποία οἱ μουσικὲς τῆς γῆς σιγοῦν. Μόλις ἀνοίξῃς τὸ Εὐαγγέλιο, θ᾿ ἀκούσῃς οὐράνια στρατιὰ ἀγγέλων νὰ ψάλλῃ· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Ἐκεῖ ἀκοῦς τὸν διο τὸ Χριστὸ νὰ μιλάῃ. Θέ᾿ς νὰ δῇς θαύματα μεγάλα; ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο. Δὲν σὲ πείθουν αὐτά; εἶσαι ἄπιστος; Τότε διάβασε μιὰ φορά, δυὸ φορές, τρεῖς φορὲς τὰ πάθη τοῦ Κυρίου· κι ὅταν δῇς τὸ Γολγοθᾶ νὰ σείεται ὁλόκληρος, τότε μαζὶ μὲ τὸν ἑκατόνταρχο θὰ γονατίσῃς κ᾿ ἐσὺ γιὰ νὰ πῇς «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54). Καὶ ἂν εἶσαι ἁμαρτωλός, ὁσοδήποτε ἁμαρτωλός, κι ἂν τὰ χέρια σου εἶνε βουτηγμένα στὸ αἷμα, θὰ πῇς κ᾿ ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸ λῃστή· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα ἔχει μέσα τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Καὶ αὐτὰ ἦταν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», γιὰ τὰ ὁποῖα μιλοῦσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ τοὺς ἄκουγε τὸ πλῆθος.
* * *
Προτοῦ νὰ τελειώσω, ἀδελφοί μου, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πάρω μιὰ ζυγαριὰ νὰ ζυγίσω ὅλους, πρῶτα τὸν ἑαυτό μου καὶ ἔπειτα ἐσᾶς, νὰ δοῦμε πόσων καρατίων Χριστιανοὶ εμεθα. Σᾶς ἐρωτῶ· Οἱ ἀπόστολοι μιλοῦσαν γιὰ «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», ἐμᾶς μᾶς ἀκούει κανεὶς νὰ μιλοῦμε γιὰ «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ»; Ἦρθε κάποτε στὴν Ἑλλάδα ἕνας ξένος, ποὺ ἤξερε καλὰ τὰ ἑλληνικά. Ἄκουγε, ὅτι ἡ χώρα αὐτὴ κατοικεῖται ἀπὸ ὀρθοδόξους, ἔχει κληρικοὺς καὶ ἱεροκήρυκες, καὶ εἶπε· Ἂς πάω ἐκεῖ, νὰ βρῶ σωστοὺς Χριστιανούς. Στὸν Πειραιᾶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καράβι καὶ στὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ περπατοῦσε ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τοῦ πλοίου μέχρι τὴν ἄλλη. Ἤθελε νὰ μάθῃ τί κουβεντιάζουν οἱ Ἕλληνες (γιατὶ πές μου τί συζητᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι). Τέντωσε τ᾿ αὐτί του στὴ γέφυρα, στὸ κατάστρωμα, δεξιὰ – ἀριστερὰ σὲ ὅλες τὶς θέσεις. Σὲ μιὰ παρέα συζητοῦσαν πολιτικά, σὲ ἄλλη συζητοῦσαν γιὰ οἰκονομικά, κάποιοι νεώτεροι παραπέρα ἦταν ἕτοιμοι νὰ πιαστοῦν γιὰ τὸ ποδόσφαιρο, κάτι ἄλλοι μιλοῦσαν γιὰ ταινίες καὶ κινηματογραφικὰ ἔργα. Πιὸ πέρα συναντᾷ καὶ κάτι μεσόκοπους μὲ γκρίζα μαλλιά, ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσε – τί; τὸ πῶς θὰ πάρουν διαζύγιο! Τρεῖς μέρες μέσ᾿ στὸ καράβι, μιὰ φορὰ μόνο ἄκουσε τὴ λέξι Θεός· ὄχι ὅμως ὡς δοξολογία, ἀλλὰ ὡς βλαστήμια δυστυχῶς! Ἀπογοητεύθηκε. Γι᾿ αὐτὸ ἐρωτῶ· ποιός πατέρας καὶ μάνα ἀπὸ σᾶς, ὅταν βρεθῇ στὸ σπίτι μὲ τὰ παιδιά, θὰ τοὺς μιλήσῃ γιὰ τὸ Θεό; Ἐνώπιον τοῦ ἐσταυρωμένου Κυρίου, ἐνώπιον τῶν ἁγίων καὶ τῶν μακαρίων προγόνων μας, σᾶς ἐξορκίζω, ἂν ἔχετε γλῶσσα μιλᾶτε γιὰ τὸ Θεό μας, γιὰ τὸν Κύριό μας, γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο! Σήμερα οἱ Χριστιανοὶ ἔγιναν μουγγοί, ντρέπονται νὰ μιλήσουν. Καὶ ἡ αἰτία ποιά; Δὲν ἔχουμε Πνεῦμα ἅγιο, εμεθα σάρκες! Ἡ καρδιά μας εἶνε ψυχρά, μιὰ κολώνα πάγου ἔχουμε μέσα μας. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ λειώσῃ τὸν πάγο, νὰ θερμάνῃ τὴν καρδιά μας, καὶ τὸ στόμα μας, ἡ ζωή μας, ἡ ὕπαρξί μας, τὰ πάντα νὰ αἰνοῦν καὶ νὰ δοξάζουν Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου σε ιερό ναό των Ἀθηνῶν 13-6-1965)