Έμαθε γι'
αυτόν ο ηγεμόνας της Φοινίκης Αδριανός, που ήταν κατά τους καιρούς του
αυτοκράτορα Βεσπασιανού, και απέστειλε προς αυτόν τον Τριβούνο Υπάτιο
μαζί με δύο άλλους στρατιώτες, από τους οποίους ο ένας ονομαζόταν
Θεόδουλος. Στον δρόμο που πήγαιναν κι ενώ ο Υπάτιος καταλήφθηκε από πολύ
μεγάλο πυρετό, ήλθε σ' αυτόν ουράνια φωνή κι άγγελος του φανερώθηκε κι
άκουσε: "Αν θέλεις να απαλλαγείς από την αρρώστια, να επικαλεστείς τρεις
φορές για βοήθεια τον Θεό του Λεοντίου". Τη φωνή αυτή την άκουσε
αισθητά και ο Θεόδουλος.
Ιατρεύτηκε πράγματι έτσι ο Τριβούνος κι όταν έφτασε στον άγιο μαζί με
τη συνοδία του, χωρίς να ξέρει τον Λεόντιο ποιος είναι, φιλοξενήθηκε
καταρχάς από αυτόν. Καθώς αναζητούσε τον Λεόντιο και έλεγε ψέμματα ότι
εκείνος είναι φίλος του ίδιου και των θεών, ο άγιος είπε ότι αφενός ο
ίδιος είναι ο Λεόντιος που αναζητά, αφετέρου ότι είναι δούλος του
Χριστού κι ότι βδελύσσεται επομένως τους λεγόμενους θεούς. Όταν άκουσαν
αυτά ο Τριβούνος και ο Θεόδουλος πρόσπεσαν στον άγιο και ζήτησαν από
αυτόν τη χάρη να γίνουν κι αυτοί δούλοι του Χριστού. Προσευχήθηκε τότε ο
άγιος υπέρ αυτών και λέγεται ότι ήλθε από τον ουρανό νεφέλη ύδατος και
τους φώτισε και τους έντυσε με λευκές στολές. Από το γεγονός αυτό
ταράχθηκαν οι άπιστοι και μήνυσαν ό,τι έγινε στον ηγεμόνα Αδριανό.
Αυτός
διέταξε να οδηγηθούν και να παρασταθούν μπροστά του κι επειδή δεν τους
έπεισε με τις νουθεσίες του να απομακρυνθούν από την πίστη του Χριστού,
διέταξε ο μεν άγιος Υπάτιος να αναρτηθεί και να χαρακωθεί με σιδερένια
νύχια, ο δε άγιος Θεόδουλος να κτυπηθεί με σπαθί, στο τέλος δε να κόψουν
τα κεφάλια τους. Ο δε μεγαλομάρτυρας Λεόντιος πρώτα μεν μαστιγώθηκε.
Έπειτα επειδή δεν υποχώρησε στις παρακλήσεις και στις κολακείες του
τυράννου, αλλά αντίθετα τον διακωμώδησε, κτυπήθηκε πάλι σκληρά. Μετά από
αυτό τον κρέμασαν και τον χαράκωσαν με σιδερένια νύχια. Του έβαλαν
έπειτα στον τράχηλο μία βαριά πέτρα και διαρκώς δεχόμενος κτυπήματα στην
κατάσταση αυτή, στο τέλος παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό".
Ο υμνογράφος
του αγίου Λεοντίου Ιωάννης ο μοναχός δίνει απαρχής ιδιαίτερη βαρύτητα
σε ό,τι συνέβη στον άγιο Υπάτιο, όταν άρρωστος άκουσε την ουράνια φωνή
που τον παρέπεμπε να επικαλεστεί τον Θεό του Λεοντίου. Θεωρεί ότι η
θεϊκή αυτή επέμβαση ήταν το κατεξοχήν εγκώμιο για την αγιότητα του
Λεοντίου, γεγονός βεβαίως που οδήγησε και στη μεταστροφή στην εις
Χριστόν πίστη του Υπατίου μαζί με τον άγιο Θεόδουλο. "Η αρετή σου, δούλε
του Χριστού Λεόντιε - σημειώνει συγκεκριμένα - δεν εντάσσεται στους
νόμους των εγκωμιαστικών λόγων. Διότι ο ίδιος ο Χριστός είναι για σένα
το εγκώμιο και η αναφαίρετη ευτυχία" ("Νόμοις εγκωμίων η αρετή σου ουχ υποπίπτει, του Χριστού θεράπον Λεόντιε. Αυτός γαρ σοι εγκώμιον και όλβος αναφαίρετος")
(ωδή α΄). Έτσι η αγιότητα του Λεοντίου, φανερούμενη και βεβαιούμενη από
τον ίδιο τον Κύριο, γίνεται και το μέσον για την κλήση σε σωτηρία των
αγίων Υπατίου και Θεοδούλου. Που σημαίνει μεταξύ άλλων: ο Θεός προνοεί
ιδιαιτέρως για τους αγίους Του, ενώ ο αγιασμός ενός ανθρώπου γίνεται,
έστω και εν αγνοία του, η καλύτερη οδός για την εύρεση του Θεού και από
άλλους. Όσο κανείς ζει ορθά ως χριστιανός, όσο δηλαδή αγιάζει τον εαυτό
του, τόσο ο Θεός τον χρησιμοποιεί ως μαγνήτη για να ελκύσει και άλλους
κοντά Του.
Ως προς το
δεύτερο: Ο άγιος βεβαίως όπου μπορούσε μιλούσε για τον Χριστό κι ήταν τα
λόγια του, λόγια ευσέβειας πάντοτε, σαν μέλι για τους καλοπροαίρετους
ανθρώπους. "Η μελιστάλακτη και φιλόθεη γλώσσα σου έρεε τα λόγια της
ευσέβειας" ("Έρρει ευσεβείας ρήματα η μελισταγής και φιλόθεος γλώσσα σου")
(ωδή γ΄). "Βάλτε τις ψυχές σας στον ζωντανό Θεό, αναφωνούσες στους
συστρατιώτες σου, Λεόντιε, και να είστε στρατιώτες του αιώνιου Βασιλιά"
("Θέσθε τας ψυχάς τω ζώντι Θεώ, τοις συστρατιώταις ανεφώνεις Λεόντιε, Βασιλεί τε τω αιωνίως διαμένοντι στρατεύεσθε")
("ωδή γ΄). Αλλά αν τα λόγια του λειτουργούσαν ως μέλι για τους
καλοπροαίρετους, τα ίδια προκαλούσαν βλασφημία στους ασεβείς και
κακοπροαίρετους. Σαν τον ίδιο τον Κύριο που έκειτο και κείται "εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών". "Η γλώσσα σου προκαλούσε βλασφημία στις καρδιές των δούλων της ασέβειας" ("Η γλώσσα σου τοις δούλοις της ασεβείας βλασφημείν ενδιεβάλλετο")
(ωδή γ΄). "Φαινόσουν καλωσυνάτος σ' αυτούς που πρόστρεχαν με πίστη,
Λεόντιε, και είχες λόγο αρτυμένο από το θείο αλάτι. Στους εχθρούς του
Χριστού όμως φαινόσουν πολύ επιθετικός" ("Ιλαρός μεν τοις
προστρέχουσι πίστει, Λεόντιε, και τον λόγον ηρτυμένος τω θείω σου άλατι,
ιταμώτατος δε τοις εχθροίς του Χριστού ανεδείκνυσο") (ωδή ς΄). Έτσι
συμβαίνει πάντοτε: ο λόγος και η παρουσία του Χριστιανού, όπως συνέβη
στον ίδιο τον Χριστό όπως είπαμε, λειτουργεί θετικά ή αρνητικά, ανάλογα
με τις εσωτερικές προϋποθέσεις των ανθρώπων. Η μία στάση του Χριστιανού
δηλαδή προκαλεί τους ανθρώπους, ώστε να αποκαλυφθούν οι διαλογισμοί του
καθενός.
Ως προς το
τρίτο: ο άγιος υμνογράφος επανειλημμένως τονίζει το ρωμαλέο φρόνημα του
αγίου Λεοντίου. Άλλωστε αυτό είναι το χαρακτηριστικό κάθε συνεπούς
χριστιανού: η υπέρβαση του φόβου και της δειλίας, κατά το "ουκ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού"
(απ. Παύλος). Το ρωμαλέο του φρόνημα μάλιστα το παραλληλίζει ο
υμνογράφος με το φρόνημα των αγίων τριών παίδων εν τη καμίνω. Όπως
εκείνοι ευρισκόμενοι στην κάμινο ανέπεμπαν θαρραλέα ύμνους στον
Δημιουργό με την ενίσχυση αγγέλου, έτσι κι αυτός: "Με ρωμαλέο φρόνημα,
όπως ακριβώς οι αιχμάλωτοι παίδες, πατούσε ο Λεόντιος μαζί με τη φλόγα
των πειρασμών και την πλάνη, αναμέλποντας σε Εσένα Κύριε: Είσαι
ευλογημένος Θεέ των Πατέρων" ("Ρωμαλεότητι φρενών, ώσπερ οι
αιχμάλωτοι παίδες, συν τη φλογί των πειρασμών και την πλάνην επάτει,
Λεόντιος, αναμέλπων σοι, Κύριε: Ο Θεός των Πατέρων ευλογητός ει")
(ωδή ζ΄). Κι η γενναιότητα της καρδιάς του βεβαίως ήταν κι απέναντι
στους τυράννους κι απέναντι στον υποκινητή αυτών, τον Πονηρό διάβολο.
"Ανέλαβες τον Σταυρό σαν θώρακα και προχώρησες να παλέψεις τους αόρατους
εχθρούς και αθλήθηκες γενναία" ("Σταυρόν ώσπερ θώρακα αναλαβόμενος, προς πάλην εχώρησας των αοράτων εχθρών, γενναίως τε ήθλησας") (κάθισμα όρθρου).