ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε δεσποτικὴ ἑορτή. Γιατί ὀνομάζεται δεσποτική; Διότι ἑορτάζει ὁ Δεσπότης. Ποιός δεσπότης, ἡ ἀφεντιά μου; Κ᾿ ἐγὼ δεσπότης λέγομαι, ἀλλὰ ἡ ἐξουσία μου εἶνε μικρά. Ἔχω κάποια ἐξουσία ἀπὸ τὸ Θεό· καὶ πρέπει κλῆρος καὶ λαὸς νὰ ὑπακούῃ στὰ λόγια μας, ὅταν αὐτὰ εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Μικρὰ ὅμως εἶνε ἡ ἐξουσία μας· σήμερα εἶμαι δεσπότης, αὔριο δὲν εἶμαι. Αἰώνιος δεσπότης εἶνε ὁ Χριστός, ὁ
βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων, καὶ ἡ βασιλεία του εἶνε αἰώνιος· «καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33· Σύμβ. πίστ.). Εἶνε βασιλεὺς τῶν «ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλ. 2,10). Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀξίζει νὰ λέγεται Δεσπότης. Καὶ ἡ σημερινὴ ἑορτὴ εἶνε πρὸς τιμήν του.
Δεσποτικὲς ἑορτὲς ὑπάρχουν ἀρκετές, ὅπως λόγου χάριν τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ Σταύρωσις, ἡ Ἀνάστασις ποὺ ἑωρτάσαμε σαράντα ἡμέρες – χθὲς τὸ βράδυ σταμάτησε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Σήμερα εἶνε ἡ Ἀνάληψις, δεσποτικὴ κι αὐτὴ ἑορτή, ἡ τελευταία ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μιλώντας στὴν ἑορτὴ αὐτή, εἶπε ὅτι δὲ᾿ βρίσκει λέξεις νὰ ἐκφράσῃ τὸ μεγαλεῖο της. Ἐμεῖς τί νὰ ποῦμε; Ἂς προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε τὸ νόημά της.
βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων, καὶ ἡ βασιλεία του εἶνε αἰώνιος· «καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33· Σύμβ. πίστ.). Εἶνε βασιλεὺς τῶν «ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλ. 2,10). Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀξίζει νὰ λέγεται Δεσπότης. Καὶ ἡ σημερινὴ ἑορτὴ εἶνε πρὸς τιμήν του.
Δεσποτικὲς ἑορτὲς ὑπάρχουν ἀρκετές, ὅπως λόγου χάριν τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ Σταύρωσις, ἡ Ἀνάστασις ποὺ ἑωρτάσαμε σαράντα ἡμέρες – χθὲς τὸ βράδυ σταμάτησε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Σήμερα εἶνε ἡ Ἀνάληψις, δεσποτικὴ κι αὐτὴ ἑορτή, ἡ τελευταία ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μιλώντας στὴν ἑορτὴ αὐτή, εἶπε ὅτι δὲ᾿ βρίσκει λέξεις νὰ ἐκφράσῃ τὸ μεγαλεῖο της. Ἐμεῖς τί νὰ ποῦμε; Ἂς προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε τὸ νόημά της.
* * *
Ὁ Θεὸς δημιούργησε ὅλα ὅσα βλέπουμε, καὶ τελευταῖο τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶνε ἡ κορωνίδα, τὸ ἄριστο δημιούργημά του. Καὶ μόνο ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπῆρχε στὸν κόσμο, ἔφτανε ν᾿ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός· ὑπάρχει ἄνθρωπος; ἄρα ὑπάρχει Θεός. Θεῖο μεγαλούργημα ὄχι μόνο ὡς πνεῦμα ἀλλὰ καὶ ὡς σῶμα. Ὅλη ἡ ἐπιστήμη νὰ μαζευτῇ, δὲ᾿ μπορεῖ νὰ φτειάσῃ ἕνα μάτι, ἕνα αὐτί, μιὰ καρδιὰ νὰ κτυπάῃ, ―τί λέω;― δὲ᾿ μπορεῖ νὰ φτειάσῃ ἕνα κύτταρο τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ. Κάθε κύτταρο εἶνε ἕνα τέλειο ἐργοστάσιο, ἕνα θαῦμα, ἕνα μυστήριο. Ὁ Θεὸς ἔφτειαξε τὸν ἄνθρωπο, τὸ τέλειο δημιούργημα. Καὶ ὄχι μόνο τὸν δημιούργησε, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔδωσε ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ ζήσῃ εὐτυχής. Δὲν τὸν ἔῤῥιξε σ᾿ ἕνα ἄλλο ἀστέρι· τὸν ἔβαλε πάνω στὴ γῆ, ποὺ εἶνε ὁ ὡραιότερος πλανήτης. Ἐδῶ ὑπάρχουν ποτάμια, θάλασσες, βρύσες, βλάστησι, δέντρα, πουλιά, δάση, ζῷα, ἀέρας μὲ ὀξυγόνο ποὺ δὲν ὑπάρχει σ᾿ ἄλλο πλανήτη. Σκεφθῆτε· λίγα λεπτὰ νὰ λείψῃ ὁ ἀέρας, δὲ᾿ θὰ μείνῃ οὔτε ἕνας ζωντανὸς πάνω στὴ γῆ. Εἶνε ὁ πλανήτης μας ἕνας μικρὸς παράδεισος, μία Ἐδέμ.
Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος ἄκουσε τὸν διάβολο καὶ παρήκουσε τὸ Θεό. Ἀπὸ τότε ἀρχίζει ἡ μεγάλη του συμφορά. Ἔπεσε ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο σὲ μία διαφθορά. Ἔπαυσε νὰ λατρεύῃ τὸν ἀληθινὸ Θεό, κ᾿ ἔκανε θεοὺς τὰ είδωλα, ἀγάλματα ἀπὸ ξύλο, σίδερο, μπροῦντζο, μάρμαρο· ἀλλοῦ λάτρευαν τὰ ζῷα, κι ἀλλοῦ τὸν ἥλιο ἢ ἄλλα στοιχεῖα τῆς φύσεως· «ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα» (Ῥωμ. 1,25). Καὶ διέπραττε πλῆθος ἁμαρτήματα ὁ ἄνθρωπος· ἔγινε ἡ γῆ Σόδομα καὶ Γόμορρα.
Ξέρετε πῶς ἔμοιαζε ὁ ἄνθρωπος; Σὰ᾿ νὰ περπατάῃ κάποιος καὶ νὰ μὴν προσέχῃ, καὶ αίφνης νὰ πέσῃ σ᾿ ἕνα πηγάδι. Μπορεῖ νὰ βγῇ μόνος του; Ἀδύνατον. Οὔτε ἡ φωνή του δὲ᾿ φτάνει ν᾿ ἀκουστῇ ἀπὸ ᾿κεῖνο τὸ βάθος. Πῶς νὰ σωθῇ; Θὰ μείνῃ ἐκεῖ, ἐκτὸς ἂν τοῦ ῥίξῃς σχοινὶ καὶ τὸ πιάσῃ. Ἔτσι ἦταν ὁ ἄνθρωπος. Γλίστρησε μὲ τὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, κ᾿ ἔπεσε σ᾿ ἕνα πηγάδι, σ᾿ ἕναν ᾅδη ἀπωλείας. Καὶ ποιός τὸν ἔσωσε; Ὁ Χριστός. Ἂν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθῇ μόνος του, δὲ᾿ θὰ ᾿ρχόταν ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος ἦταν πάνω στὰ οὐράνια, καὶ χαμήλωσε σὰν ἀετός. Εἶδα ἐγὼ στὰ Γρεβενὰ ἀετὸ-χρυσάετο, ποὺ διέγραφε κύκλους κ᾿ ἦρθε καὶ κάθησε πάνω σ᾿ ἕνα βράχο – ὡραῖο, μεγαλοπρεπὲς θέαμα!. Ἔτσι κι ὁ Χριστὸς χαμήλωσε χαμήλωσε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἦρθε ἐδῶ στὴ γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος σὰν κ᾿ ἐμᾶς, καὶ πῆρε σάρκα ἀπὸ τὰ ἁγνὰ αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ ἔζησε φτωχός. Κανείς ἄλλος δὲν ἔζησε τόσο φτωχά. Ἀκτήμων ἦταν. Ὑπάρχει κανεὶς ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτας, ποὺ λένε ὅτι ἀγαποῦν τάχατες τοὺς ἐργάτες, ποὺ νὰ ἔζησε ἔτσι; Ψέματα λένε. Στὴ Ῥωσία γκρεμίσανε ἕνα τσάρο, καὶ φτάσανε αὐτοὶ νὰ ζοῦν ἐκεῖ πλουσιώτερα. Δὲν ἀνήκω σὲ κόμματα, ἀλλὰ πρέπει νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶνε, ὅτι κανείς δὲν ἔχει νὰ δείξῃ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Ἔζησε μὲ ἁπλότητα. Περπατοῦσε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό. Διψοῦσε, πεινοῦσε, κοιμόταν στὰ χορτάρια σὰν τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο. Δίδαξε τὰ ὡραιότερα καὶ ὑψηλότερα λόγια. Ἔκανε θαύματα ἀναρίθμητα. Τέλος σταυρώθηκε καὶ ἔχυσε τὸ τίμιό του αἷμα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ κατόπιν ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν.
Σαράντα μέρες ἔμεινε πάνω στὴ γῆ, καὶ μετὰ ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε. Ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τοὺς μαθητάς του ἔξω σ᾿ ἕνα ὕψωμα· ἦταν καὶ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ τοὺς μιλοῦσε γλυκὰ – γλυκά, ξαφνικά, ὅπως τὸ ἀεροπλάνο βάνει μπροστὰ τὴ μηχανὴ καὶ μὲ τὸν ἕλικα ξεκολλάει ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ πετάει στὰ ὕψη, ἔτσι κι ὁ Χριστός. Ἂν ὁ ἄνθρωπος βρῆκε τρόπο νὰ ὑψώνῃ ἕνα ἀεροπλάνο, γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶχε τὴ δύναμι αὐτή; Ἔτσι λοιπὸν ὑψώθηκε. Σὲ μιὰ στιγμὴ τὰ τρυπημένα πόδια τοῦ Θεανθρώπου δὲν πατοῦσαν πλέον τὴ γῆ· ὑψώθηκε, ὑψώθηκε μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ, καὶ οἱ μαθηταὶ κοίταζαν. Πέρασε τὰ σύννεφα, τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς γῆς, τὰ φεγγάρια καὶ τὰ ἄστρα, πέρασε τὸν ἥλιο, καὶ ἔφθασε – ποῦ; Πέρα ἀπὸ τὸν ὑλικὸ οὐρανό, στὸν πνευματικὸ οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ «τρίτος οὐρανός» (Β΄ Κορ. 12,2).
Τότε, λέει ἡ Γραφή, ὅταν οἱ ἄγγελοι εἶδαν τὸ Θεάνθρωπο, εἶδαν ἀνθρώπινο σῶμα στὰ ὕψη, ἀπόρησαν· Ἄνθρωπος στὸν οὐρανό; Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔπεσε βαθειὰ μέσ᾿ στὸ πηγάδι τῆς ἀθλιότητος, τώρα ἀνεβαίνει στὰ οὐράνια; Σήμανε συναγερμός. Ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ ἀνεβαίνει τόσο ψηλά; Καὶ γιατί φορεῖ κόκκινα ῥοῦχα; Αὐτὰ λέει προφητικῶς ὁ Ἠσαΐας (βλ. Ἠσ. 63,1-2). Καὶ ποιά ἡ ἀπάντησι στὴν ἀπορία τῶν ἀγγέλων; Αὐτὸς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε καὶ υἱὸς ἀνθρώπου· καὶ εἶνε κόκκινα τὰ ροῦχα του, διότι εἶνε βαμμένα στὸ αἷμα τῆς Σταυρώσεως.
Ἔτσι ὁ Χριστός, κατὰ τὴν πίστι μας, ἀνῆλθε στὰ οὐράνια καὶ κάθισε «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός» (Σύμβ. πίστ.). Καὶ θὰ ἔρθῃ πάλι. Ὅσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει γῆ, τόσο εἶνε βέβαιο ὅτι μιὰ ἡμέρα ὁ διος θὰ ἐπιστρέψῃ ἐδῶ, γιὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο σὲ θεῖο δικαστήριο.
Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος ἄκουσε τὸν διάβολο καὶ παρήκουσε τὸ Θεό. Ἀπὸ τότε ἀρχίζει ἡ μεγάλη του συμφορά. Ἔπεσε ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο σὲ μία διαφθορά. Ἔπαυσε νὰ λατρεύῃ τὸν ἀληθινὸ Θεό, κ᾿ ἔκανε θεοὺς τὰ είδωλα, ἀγάλματα ἀπὸ ξύλο, σίδερο, μπροῦντζο, μάρμαρο· ἀλλοῦ λάτρευαν τὰ ζῷα, κι ἀλλοῦ τὸν ἥλιο ἢ ἄλλα στοιχεῖα τῆς φύσεως· «ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα» (Ῥωμ. 1,25). Καὶ διέπραττε πλῆθος ἁμαρτήματα ὁ ἄνθρωπος· ἔγινε ἡ γῆ Σόδομα καὶ Γόμορρα.
Ξέρετε πῶς ἔμοιαζε ὁ ἄνθρωπος; Σὰ᾿ νὰ περπατάῃ κάποιος καὶ νὰ μὴν προσέχῃ, καὶ αίφνης νὰ πέσῃ σ᾿ ἕνα πηγάδι. Μπορεῖ νὰ βγῇ μόνος του; Ἀδύνατον. Οὔτε ἡ φωνή του δὲ᾿ φτάνει ν᾿ ἀκουστῇ ἀπὸ ᾿κεῖνο τὸ βάθος. Πῶς νὰ σωθῇ; Θὰ μείνῃ ἐκεῖ, ἐκτὸς ἂν τοῦ ῥίξῃς σχοινὶ καὶ τὸ πιάσῃ. Ἔτσι ἦταν ὁ ἄνθρωπος. Γλίστρησε μὲ τὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, κ᾿ ἔπεσε σ᾿ ἕνα πηγάδι, σ᾿ ἕναν ᾅδη ἀπωλείας. Καὶ ποιός τὸν ἔσωσε; Ὁ Χριστός. Ἂν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθῇ μόνος του, δὲ᾿ θὰ ᾿ρχόταν ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος ἦταν πάνω στὰ οὐράνια, καὶ χαμήλωσε σὰν ἀετός. Εἶδα ἐγὼ στὰ Γρεβενὰ ἀετὸ-χρυσάετο, ποὺ διέγραφε κύκλους κ᾿ ἦρθε καὶ κάθησε πάνω σ᾿ ἕνα βράχο – ὡραῖο, μεγαλοπρεπὲς θέαμα!. Ἔτσι κι ὁ Χριστὸς χαμήλωσε χαμήλωσε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἦρθε ἐδῶ στὴ γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος σὰν κ᾿ ἐμᾶς, καὶ πῆρε σάρκα ἀπὸ τὰ ἁγνὰ αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ ἔζησε φτωχός. Κανείς ἄλλος δὲν ἔζησε τόσο φτωχά. Ἀκτήμων ἦταν. Ὑπάρχει κανεὶς ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτας, ποὺ λένε ὅτι ἀγαποῦν τάχατες τοὺς ἐργάτες, ποὺ νὰ ἔζησε ἔτσι; Ψέματα λένε. Στὴ Ῥωσία γκρεμίσανε ἕνα τσάρο, καὶ φτάσανε αὐτοὶ νὰ ζοῦν ἐκεῖ πλουσιώτερα. Δὲν ἀνήκω σὲ κόμματα, ἀλλὰ πρέπει νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶνε, ὅτι κανείς δὲν ἔχει νὰ δείξῃ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Ἔζησε μὲ ἁπλότητα. Περπατοῦσε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό. Διψοῦσε, πεινοῦσε, κοιμόταν στὰ χορτάρια σὰν τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο. Δίδαξε τὰ ὡραιότερα καὶ ὑψηλότερα λόγια. Ἔκανε θαύματα ἀναρίθμητα. Τέλος σταυρώθηκε καὶ ἔχυσε τὸ τίμιό του αἷμα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ κατόπιν ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν.
Σαράντα μέρες ἔμεινε πάνω στὴ γῆ, καὶ μετὰ ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε. Ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τοὺς μαθητάς του ἔξω σ᾿ ἕνα ὕψωμα· ἦταν καὶ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ τοὺς μιλοῦσε γλυκὰ – γλυκά, ξαφνικά, ὅπως τὸ ἀεροπλάνο βάνει μπροστὰ τὴ μηχανὴ καὶ μὲ τὸν ἕλικα ξεκολλάει ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ πετάει στὰ ὕψη, ἔτσι κι ὁ Χριστός. Ἂν ὁ ἄνθρωπος βρῆκε τρόπο νὰ ὑψώνῃ ἕνα ἀεροπλάνο, γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶχε τὴ δύναμι αὐτή; Ἔτσι λοιπὸν ὑψώθηκε. Σὲ μιὰ στιγμὴ τὰ τρυπημένα πόδια τοῦ Θεανθρώπου δὲν πατοῦσαν πλέον τὴ γῆ· ὑψώθηκε, ὑψώθηκε μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ, καὶ οἱ μαθηταὶ κοίταζαν. Πέρασε τὰ σύννεφα, τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς γῆς, τὰ φεγγάρια καὶ τὰ ἄστρα, πέρασε τὸν ἥλιο, καὶ ἔφθασε – ποῦ; Πέρα ἀπὸ τὸν ὑλικὸ οὐρανό, στὸν πνευματικὸ οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ «τρίτος οὐρανός» (Β΄ Κορ. 12,2).
Τότε, λέει ἡ Γραφή, ὅταν οἱ ἄγγελοι εἶδαν τὸ Θεάνθρωπο, εἶδαν ἀνθρώπινο σῶμα στὰ ὕψη, ἀπόρησαν· Ἄνθρωπος στὸν οὐρανό; Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔπεσε βαθειὰ μέσ᾿ στὸ πηγάδι τῆς ἀθλιότητος, τώρα ἀνεβαίνει στὰ οὐράνια; Σήμανε συναγερμός. Ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ ἀνεβαίνει τόσο ψηλά; Καὶ γιατί φορεῖ κόκκινα ῥοῦχα; Αὐτὰ λέει προφητικῶς ὁ Ἠσαΐας (βλ. Ἠσ. 63,1-2). Καὶ ποιά ἡ ἀπάντησι στὴν ἀπορία τῶν ἀγγέλων; Αὐτὸς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε καὶ υἱὸς ἀνθρώπου· καὶ εἶνε κόκκινα τὰ ροῦχα του, διότι εἶνε βαμμένα στὸ αἷμα τῆς Σταυρώσεως.
Ἔτσι ὁ Χριστός, κατὰ τὴν πίστι μας, ἀνῆλθε στὰ οὐράνια καὶ κάθισε «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός» (Σύμβ. πίστ.). Καὶ θὰ ἔρθῃ πάλι. Ὅσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει γῆ, τόσο εἶνε βέβαιο ὅτι μιὰ ἡμέρα ὁ διος θὰ ἐπιστρέψῃ ἐδῶ, γιὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο σὲ θεῖο δικαστήριο.
* * *
Ἡ ἔνδοξος ἀνάληψις τοῦ Κυρίου διδάσκει, ὅτι ὁ Θεὸς πῆρε τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε πέσει χαμηλά, καὶ τὸν ὕψωσε μέχρι τὰ οὐράνια, τὸν κάθισε στὰ δεξιὰ τῆς Θεότητος ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος.
Λέει ἀκόμα τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ὅτι οἱ μαθηταὶ εἶχαν τὰ μάτια τους καρφωμένα στὸ Χριστὸ ποὺ ἀνυψώνετο. Κοίταζαν ψηλὰ στὸν οὐρανό. Κ᾿ ἐμεῖς ψηλὰ νὰ κοιτάζουμε. Ὄχι σὰν τὰ τετράποδα νὰ κοιτάζουμε κάτω. Εἶδα στὸ Ξηρόμερο τῆς Ἀκαρνανίας ἕνα κοπάδι χοίρων. Τοὺς ἔβαλαν σ᾿ ἕνα δάσος βελανιδιᾶς καὶ τρώγανε ἀπλείστως τὰ βελανίδια πού ᾿ταν στρωμένα κάτω. Κανένας χοῖρος δὲν ὕψωσε τὸ μάτι στὴ βελανιδιὰ νὰ δῇ ἀπὸ ποῦ πέφτουν τὰ βελανίδια. Κ᾿ ἐμεῖς ζοῦμε κάτω ἀπὸ μιὰ βελανιδιά· βελανιδιὰ εἶν᾿ ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας. Ὑψώνουμε ποτὲ τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ νὰ ποῦμε στὸ Θεὸ ἕνα εὐχαριστῶ; Ὅταν ἔρθῃ ὁ ἀρχάγγελος νὰ πάρῃ τὴν ψυχή μας, τότε πλέον θὰ εἶνε ἀργά. Λοιπὸν «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.), ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἡ πατρίδα μας.
Γι᾿ αὐτὸ ἂς ἑτοιμαστοῦμε. Πρέπει ὅλα μας νὰ εἶνε καθαρά, ψυχὴ καὶ σῶμα. Καθαρὰ τὰ χέρια, τὰ πόδια, τὰ αὐτιά, τὰ μάτια, ἡ γλῶσσα … Νὰ μείνουμε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι στὸ Θεό. Τὰ ζῷα μᾶς διδάσκουν σ᾿ αὐτό. Εἶδα ἐγὼ σκυλὶ πιστὸ σ᾿ ἕνα χωριό· τὸ ἀφεντικὸ πέθανε, ἡ γυναίκα του πρὶν τὰ σαράντα ἔκανε δεύτερο γάμο, τὸ σκυλί του ὅμως δὲν τὸν ξέχασε· πῆγε στὸν τάφο κ᾿ ἔκλαιγε, κ᾿ ἐκεῖ πάνω ψόφησε! Ἐμεῖς γίναμε χειρότεροι ἀπὸ τὰ ζῷα; Νὰ συναισθανθοῦμε τ᾿ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ καθαριστοῦμε ἀπὸ αὐτὰ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Δὲ᾿ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲ᾿ μετανοοῦμε. Χίλιες φορὲς νὰ ἁμαρτήσῃς, χίλιες φορὲς νὰ πῇς Μετανοῶ! Κι ὁ Χριστός, ποὺ δέχτηκε ἄλλους ἁμαρτωλούς, θὰ δεχθῇ κ᾿ ἐσένα καὶ θὰ σὲ ὑψώσῃ κοντά του.
Ταῦτα, ἀγαπητοί μου. Καὶ εὔχομαι, πάντοτε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι νὰ ἑορτάζουμε τὴν ἔνδοξο ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Λέει ἀκόμα τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ὅτι οἱ μαθηταὶ εἶχαν τὰ μάτια τους καρφωμένα στὸ Χριστὸ ποὺ ἀνυψώνετο. Κοίταζαν ψηλὰ στὸν οὐρανό. Κ᾿ ἐμεῖς ψηλὰ νὰ κοιτάζουμε. Ὄχι σὰν τὰ τετράποδα νὰ κοιτάζουμε κάτω. Εἶδα στὸ Ξηρόμερο τῆς Ἀκαρνανίας ἕνα κοπάδι χοίρων. Τοὺς ἔβαλαν σ᾿ ἕνα δάσος βελανιδιᾶς καὶ τρώγανε ἀπλείστως τὰ βελανίδια πού ᾿ταν στρωμένα κάτω. Κανένας χοῖρος δὲν ὕψωσε τὸ μάτι στὴ βελανιδιὰ νὰ δῇ ἀπὸ ποῦ πέφτουν τὰ βελανίδια. Κ᾿ ἐμεῖς ζοῦμε κάτω ἀπὸ μιὰ βελανιδιά· βελανιδιὰ εἶν᾿ ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας. Ὑψώνουμε ποτὲ τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ νὰ ποῦμε στὸ Θεὸ ἕνα εὐχαριστῶ; Ὅταν ἔρθῃ ὁ ἀρχάγγελος νὰ πάρῃ τὴν ψυχή μας, τότε πλέον θὰ εἶνε ἀργά. Λοιπὸν «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.), ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἡ πατρίδα μας.
Γι᾿ αὐτὸ ἂς ἑτοιμαστοῦμε. Πρέπει ὅλα μας νὰ εἶνε καθαρά, ψυχὴ καὶ σῶμα. Καθαρὰ τὰ χέρια, τὰ πόδια, τὰ αὐτιά, τὰ μάτια, ἡ γλῶσσα … Νὰ μείνουμε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι στὸ Θεό. Τὰ ζῷα μᾶς διδάσκουν σ᾿ αὐτό. Εἶδα ἐγὼ σκυλὶ πιστὸ σ᾿ ἕνα χωριό· τὸ ἀφεντικὸ πέθανε, ἡ γυναίκα του πρὶν τὰ σαράντα ἔκανε δεύτερο γάμο, τὸ σκυλί του ὅμως δὲν τὸν ξέχασε· πῆγε στὸν τάφο κ᾿ ἔκλαιγε, κ᾿ ἐκεῖ πάνω ψόφησε! Ἐμεῖς γίναμε χειρότεροι ἀπὸ τὰ ζῷα; Νὰ συναισθανθοῦμε τ᾿ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ καθαριστοῦμε ἀπὸ αὐτὰ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Δὲ᾿ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲ᾿ μετανοοῦμε. Χίλιες φορὲς νὰ ἁμαρτήσῃς, χίλιες φορὲς νὰ πῇς Μετανοῶ! Κι ὁ Χριστός, ποὺ δέχτηκε ἄλλους ἁμαρτωλούς, θὰ δεχθῇ κ᾿ ἐσένα καὶ θὰ σὲ ὑψώσῃ κοντά του.
Ταῦτα, ἀγαπητοί μου. Καὶ εὔχομαι, πάντοτε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι νὰ ἑορτάζουμε τὴν ἔνδοξο ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ της Ἀναλήψεως Ἁγίου Ἀθανασίου (χωριόν Ἐδέσσης) 23-5-1985