(Λουκ. 6, 17-23)
ΟΛΟΙ,
ἀγαπητοί μου, ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι, ὁπουδήποτε κι ἂν κατοικοῦν,
είτε στὴν Ἀνατολὴ είτε στὴ Δύσι είτε στὸ Βορρᾶ είτε στὸ Νότο, καὶ σὲ
ὁποιαδήποτε ἐποχὴ κι ἂν ζοῦνε, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέσ᾿ στὴν καρδιά τους
ἔχουν μία ἐπιθυμία ζωηρά. Καὶ ἡ ζωηρὰ αὐτὴ ἐπιθυμία, ποὺ καίει μέσ᾿ στὰ
στήθη τῶν ἀνθρώπων, εἶνε ὅτι ὅλοι ζητοῦμε τὴν εὐτυχία. Δὲν ὑπάρχει
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του νὰ μὴν ἔχῃ αὐτὴ τὴν ζωηρὰ
ἐπιθυμία, νὰ ζήσῃ εὐδαίμων, νὰ ζήσῃ εὐτυχής.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συμφωνοῦν ὡς πρὸς αὐτὸ καὶ εἶνε κοινὴ ἐπιθυμία τῆς ἀνθρωπότητος ἡ εὐδαιμονία καὶ ἡ εὐτυχία, ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι διαφωνοῦν ὡς πρὸς ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ. Τί ἆραγε νά ᾿νε ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ; Διχάζονται, διαιροῦνται οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλοι μὲν λένε, ὅτι τὰ λεπτὰ εἶν᾿ ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ. Ἄλλοι λένε, ὅτι τὰ ἀξιώματα καὶ οἱ θέσεις εἶν᾿ ἐκεῖνες ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ. Ἄλλοι λένε, ὅτι οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ διασκεδάσεις εἶν᾿ ἐκεῖνες ποὺ κάνουν εὐδαίμονα τὸν ἄνθρωπο· «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). Κι ἄλλοι πάλι λένε, ὅτι ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη εἶνε ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ.
Ὅμως ἐμεῖς βλέπουμε ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια, ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἐργοστάσια, ἀνθρώπους ποὺ ἔχουνε πλοῖα – στόλους πλοίων, τοὺς βλέπουμε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν εἶνε εὐτυχισμένοι. Ἐνῷ κολυμποῦν μέσ᾿ στὰ πλούτη τους, εἶνε δυστυχεῖς. Καὶ μερικοὶ ἀπὸ δαύτους ―ὅπως στὴ Σουηδία καὶ στὴν Ἀμερική, πού ᾿νε τὰ πλουσιώτερα κράτη τοῦ κόσμου― ἀκοῦμε καὶ ὅτι αὐτοκτονοῦν. Βλέπουμε ἐπίσης ἀνθρώπους ποὺ ἀνέβηκαν στὰ ὑψηλὰ ἀξιώματα, νὰ πέφτουν ἀπὸ τ᾿ ἀξιώματα αὐτὰ καὶ νὰ γίνωνται περίγελως τῆς κοινωνίας. Βλέπουμε ἀκόμη ἀνθρώπους, ἰδίως νέους, νὰ διασκεδάζουν, νὰ γλεντοῦν, καὶ στὸ τέλος νὰ καταντοῦν ῥάκη, κουρέλια ὑγείας, καὶ νὰ ζητοῦν μιὰ θέσι σὲ κάποιο ἄσυλο. Βλέπουμε ἐπίσης καὶ ὅσους ἤλπισαν στὴ γνῶσι καὶ τὴν ἐπιστήμη, νὰ νιώθουν κι αὐτοὶ ἀνικανοποίητοι καὶ νὰ λένε, ὅτι ἡ γνῶσις εἶνε μιὰ σταγόνα, ἐνῷ ἡ ἐπιστήμη εἶνε ἀπέραντος ὠκεανός. Κι ἂν ἀκόμα ὑποθέσουμε, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος τὰ συγκεντρώνει ὅλα αὐτὰ μαζί, νομίζετε πὼς εἶνε εὐτυχής; Ἂς κάνουμε αὐτὴ τὴν ὑπόθεσι, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος τὰ συγκεντρώνει ὅλα· καὶ πλούτη ἔχει, καὶ δόξα ἔχει, καὶ ἡδονὲς ἔχει, καὶ διασκεδάσεις ἔχει, καὶ γνῶσι καὶ ἐπιστήμη ἔχει. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, καὶ πάλι αὐτὸς δὲν θὰ εἶνε εὐτυχής. Παράδειγμα τέτοιου ἀνθρώπου, ποὺ τὰ συγκέντρωνε ὅλα, ἦταν ὁ βασιλεὺς Σολομῶν· αὐτὸς καὶ πλοῦτο εἶχε, καὶ γυναῖκες εἶχε – χαρέμια, καὶ δόξες εἶχε, καὶ τιμὲς εἶχε, καὶ ἡδονὲς εἶχε, καὶ διασκεδάσεις εἶχε, καὶ γνῶσι καὶ ἐπιστήμη εἶχε. Καὶ ὅμως στὸ τέλος, ἐνῷ τ᾿ ἀπήλαυσε ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκόσμια ἀγαθά, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἔγραψε ἐκεῖνο τὸν τόσο ἀληθινὸ λόγο·
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συμφωνοῦν ὡς πρὸς αὐτὸ καὶ εἶνε κοινὴ ἐπιθυμία τῆς ἀνθρωπότητος ἡ εὐδαιμονία καὶ ἡ εὐτυχία, ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι διαφωνοῦν ὡς πρὸς ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ. Τί ἆραγε νά ᾿νε ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ; Διχάζονται, διαιροῦνται οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλοι μὲν λένε, ὅτι τὰ λεπτὰ εἶν᾿ ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ. Ἄλλοι λένε, ὅτι τὰ ἀξιώματα καὶ οἱ θέσεις εἶν᾿ ἐκεῖνες ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ. Ἄλλοι λένε, ὅτι οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ διασκεδάσεις εἶν᾿ ἐκεῖνες ποὺ κάνουν εὐδαίμονα τὸν ἄνθρωπο· «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). Κι ἄλλοι πάλι λένε, ὅτι ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη εἶνε ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ.
Ὅμως ἐμεῖς βλέπουμε ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια, ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἐργοστάσια, ἀνθρώπους ποὺ ἔχουνε πλοῖα – στόλους πλοίων, τοὺς βλέπουμε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν εἶνε εὐτυχισμένοι. Ἐνῷ κολυμποῦν μέσ᾿ στὰ πλούτη τους, εἶνε δυστυχεῖς. Καὶ μερικοὶ ἀπὸ δαύτους ―ὅπως στὴ Σουηδία καὶ στὴν Ἀμερική, πού ᾿νε τὰ πλουσιώτερα κράτη τοῦ κόσμου― ἀκοῦμε καὶ ὅτι αὐτοκτονοῦν. Βλέπουμε ἐπίσης ἀνθρώπους ποὺ ἀνέβηκαν στὰ ὑψηλὰ ἀξιώματα, νὰ πέφτουν ἀπὸ τ᾿ ἀξιώματα αὐτὰ καὶ νὰ γίνωνται περίγελως τῆς κοινωνίας. Βλέπουμε ἀκόμη ἀνθρώπους, ἰδίως νέους, νὰ διασκεδάζουν, νὰ γλεντοῦν, καὶ στὸ τέλος νὰ καταντοῦν ῥάκη, κουρέλια ὑγείας, καὶ νὰ ζητοῦν μιὰ θέσι σὲ κάποιο ἄσυλο. Βλέπουμε ἐπίσης καὶ ὅσους ἤλπισαν στὴ γνῶσι καὶ τὴν ἐπιστήμη, νὰ νιώθουν κι αὐτοὶ ἀνικανοποίητοι καὶ νὰ λένε, ὅτι ἡ γνῶσις εἶνε μιὰ σταγόνα, ἐνῷ ἡ ἐπιστήμη εἶνε ἀπέραντος ὠκεανός. Κι ἂν ἀκόμα ὑποθέσουμε, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος τὰ συγκεντρώνει ὅλα αὐτὰ μαζί, νομίζετε πὼς εἶνε εὐτυχής; Ἂς κάνουμε αὐτὴ τὴν ὑπόθεσι, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος τὰ συγκεντρώνει ὅλα· καὶ πλούτη ἔχει, καὶ δόξα ἔχει, καὶ ἡδονὲς ἔχει, καὶ διασκεδάσεις ἔχει, καὶ γνῶσι καὶ ἐπιστήμη ἔχει. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, καὶ πάλι αὐτὸς δὲν θὰ εἶνε εὐτυχής. Παράδειγμα τέτοιου ἀνθρώπου, ποὺ τὰ συγκέντρωνε ὅλα, ἦταν ὁ βασιλεὺς Σολομῶν· αὐτὸς καὶ πλοῦτο εἶχε, καὶ γυναῖκες εἶχε – χαρέμια, καὶ δόξες εἶχε, καὶ τιμὲς εἶχε, καὶ ἡδονὲς εἶχε, καὶ διασκεδάσεις εἶχε, καὶ γνῶσι καὶ ἐπιστήμη εἶχε. Καὶ ὅμως στὸ τέλος, ἐνῷ τ᾿ ἀπήλαυσε ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκόσμια ἀγαθά, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἔγραψε ἐκεῖνο τὸν τόσο ἀληθινὸ λόγο·
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Ματαιότης
τὰ πλούτη, ματαιότης οἱ δόξες, ματαιότης τὰ χρήματα, ματαιότης οἱ
ἡδονὲς καὶ οἱ διασκεδάσεις, ματαιότης οἱ γνώσεις καὶ οἱ ἐπιστῆμες. Ὅλα
ἀποδεικνύονται μάταια ἐμπρὸς στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ
σαρώνει· «ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται» (νεκρ. ἀκολ.).
Καὶ γεννᾶται πάλι τὸ ἐρώτημα· Ποῦ εἶνε λοιπὸν ἡ εὐτυχία; Τὴν ἀπάντησι μᾶς ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία μας πρὶν ἀπὸ λίγο.
Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Λουκ. 6,17-23). Τ᾿ ἀκούσατε; τὸ αἰσθανθήκατε; τὸ νιώσατε; Τεράστιες ἀλήθειες ἔχει μέσα. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε τὸ κλειδί, τὸ χρυσὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖς ν᾿ ἀνοίξῃς τὸ κλειστὸ παλάτι τῆς εὐτυχίας καὶ νὰ γίνῃς κ᾿ ἐσὺ εὐτυχής. Πῶς; τί λέει ὁ Χριστός;
Καὶ γεννᾶται πάλι τὸ ἐρώτημα· Ποῦ εἶνε λοιπὸν ἡ εὐτυχία; Τὴν ἀπάντησι μᾶς ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία μας πρὶν ἀπὸ λίγο.
Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Λουκ. 6,17-23). Τ᾿ ἀκούσατε; τὸ αἰσθανθήκατε; τὸ νιώσατε; Τεράστιες ἀλήθειες ἔχει μέσα. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε τὸ κλειδί, τὸ χρυσὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖς ν᾿ ἀνοίξῃς τὸ κλειστὸ παλάτι τῆς εὐτυχίας καὶ νὰ γίνῃς κ᾿ ἐσὺ εὐτυχής. Πῶς; τί λέει ὁ Χριστός;
* * *
Ὁ Χριστὸς ὁμιλεῖ μὲ μιὰ ἄλλη
γλῶσσα. Δὲν ὁμιλεῖ μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου· ὁμιλεῖ μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ
οὐρανοῦ. Ἡ δὲ γλῶσσα τοῦ οὐρανοῦ διαφέρει ἀπὸ τὴ γλῶσσα τῶν ἀνθρώπων.
Τί λέει λοιπόν; «Μακάριοι…». Ἀρχίζει τὸ κήρυγμά του, τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία του, μὲ τὴ λέξι «μακάριοι», εὐτυχεῖς (Λουκ. 6,20· Ματθ. 5,3). Καὶ τί λέει; ποιός εἶνε εὐτυχής; Ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὰ πλούτη καὶ τὰ ἑκατομμύρια, ὄχι ἐκεῖνος ποὺ εἶνε φαντασμένος καὶ ὑπερήφανος καὶ νομίζει ὅτι ὅλα τὰ κατέχει· ἀλλὰ εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται τὴν πενία του, τὴν πνευματική του φτώχεια, καὶ ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εὐτυχὴς εἶνε ὄχι ἐκεῖνος ποὺ διασκεδάζει καὶ γλεντᾷ καὶ περνάει τὸν καιρό του μέσα στὰ νυκτερινὰ κέντρα, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ κλαίει κι ἀναστενάζει γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματα τὰ δικά του καὶ τ᾿ ἁμαρτήματα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Εὐτυχὴς εἶνε, λέει, ὄχι ὁ φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἀνοίγει τὴν καρδιὰ καὶ τὸ πορτοφόλι του καὶ ἐλεεῖ καὶ συντρέχει τοὺς ἄλλους. Εὐτυχὴς εἶνε ὄχι ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὰ θηρία τὰ ἄγρια τῆς ἐρήμου, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὸ μεγαλύτερο θηρίο, αὐτὸ ποὺ ἔχει μέσα του ὁ ἄνθρωπος· τὴν ὀργὴ καὶ τὸ θυμό· «Μακάριοι οἱ πραεῖς…» (Ματθ. 5,5). Εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀδικεῖ, ἀλλ᾿ ἔχει δίψα δικαιοσύνης, καὶ θέλει ἡ δικαιοσύνη νὰ ἐπικρατήσῃ σ᾿ ὅλα τὰ πλάτη καὶ τὰ μήκη τοῦ πλανήτου μας· «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην…» (ἔ.ἀ. 5,6). Εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τόλμη καὶ θάρρος καὶ δὲν ντρέπεται τὸν ἐλεεινὸ αὐτὸ κόσμο, κόσμο ὅπου πλεονά ζουν οἱ δειλοὶ καὶ ἄνανδροι, αὐτοὶ ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ κάνουν οὔτε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἀλλὰ κάθονται στὸ τραπέζι καὶ σηκώνονται ἀπ᾿ τὸ τραπέζι χωρὶς σταυρό. Ὄχι οἱ ἄνανδροι, λέει, ὄχι οἱ δειλοί, ἀλλὰ οἱ γενναῖοι καὶ τολμηροί, ποὺ ἔχουν τὸ θάρρος νὰ ὁμολογοῦν τὴν πίστι τους ἐνώπιον ἀνθρώπων ἀπίστων καὶ ἀθέων καὶ αἱρετικῶν, αὐτοί εἶνε εὐτυχεῖς. «Μακάριοι», λέει, «οἱ δεδιωγμένοι» (ἔ.ἀ. 5,10) «ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου μου» (Μᾶρκ. 8,35). Αὐτοί εἶνε οἱ «μακάριοι», αὐτοί εἶνε οἱ πραγματικὰ εὐτυχεῖς.
―Μὰ ὑπάρχουν, θὰ πῆτε, σήμερα τέτοιοι ἄνθρωποι, ὅπως τοὺς περιγράφει ὁ Κύριος, ἄνθρωποι μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀρετές;
Δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχουν. Ποιοί εἶνε; Εἶνε οἱ ἅγιοι, οἱ ἅγιοι ποὺ ἑορτάζουμε. Ἕνας δὲ ἐξ αὐτῶν τῶν ἁγίων εἶνε ὁ ἅγιος Νικόλαος, τὸν ὁποῖο τιμοῦμε σήμερα. Εἶχε ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ὅλες τὶς ἀρετὲς ποὺ συνιστᾷ ὁ Κύριός μας· καὶ πρᾶος ἦταν, καὶ ταπεινὸς ἦταν, καὶ ἐλεήμων ἦταν, καὶ μακρόθυμος ἦταν, καὶ διψοῦσε καὶ ποθοῦσε τὴ δικαιοσύνη καὶ προσπαθοῦσε παντοῦ νὰ ἐξαπλωθῇ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Τέτοιος ἤτανε ὁ Άγιος Νικόλαος.
Τί λέει λοιπόν; «Μακάριοι…». Ἀρχίζει τὸ κήρυγμά του, τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία του, μὲ τὴ λέξι «μακάριοι», εὐτυχεῖς (Λουκ. 6,20· Ματθ. 5,3). Καὶ τί λέει; ποιός εἶνε εὐτυχής; Ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὰ πλούτη καὶ τὰ ἑκατομμύρια, ὄχι ἐκεῖνος ποὺ εἶνε φαντασμένος καὶ ὑπερήφανος καὶ νομίζει ὅτι ὅλα τὰ κατέχει· ἀλλὰ εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται τὴν πενία του, τὴν πνευματική του φτώχεια, καὶ ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εὐτυχὴς εἶνε ὄχι ἐκεῖνος ποὺ διασκεδάζει καὶ γλεντᾷ καὶ περνάει τὸν καιρό του μέσα στὰ νυκτερινὰ κέντρα, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ κλαίει κι ἀναστενάζει γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματα τὰ δικά του καὶ τ᾿ ἁμαρτήματα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Εὐτυχὴς εἶνε, λέει, ὄχι ὁ φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἀνοίγει τὴν καρδιὰ καὶ τὸ πορτοφόλι του καὶ ἐλεεῖ καὶ συντρέχει τοὺς ἄλλους. Εὐτυχὴς εἶνε ὄχι ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὰ θηρία τὰ ἄγρια τῆς ἐρήμου, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὸ μεγαλύτερο θηρίο, αὐτὸ ποὺ ἔχει μέσα του ὁ ἄνθρωπος· τὴν ὀργὴ καὶ τὸ θυμό· «Μακάριοι οἱ πραεῖς…» (Ματθ. 5,5). Εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀδικεῖ, ἀλλ᾿ ἔχει δίψα δικαιοσύνης, καὶ θέλει ἡ δικαιοσύνη νὰ ἐπικρατήσῃ σ᾿ ὅλα τὰ πλάτη καὶ τὰ μήκη τοῦ πλανήτου μας· «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην…» (ἔ.ἀ. 5,6). Εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τόλμη καὶ θάρρος καὶ δὲν ντρέπεται τὸν ἐλεεινὸ αὐτὸ κόσμο, κόσμο ὅπου πλεονά ζουν οἱ δειλοὶ καὶ ἄνανδροι, αὐτοὶ ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ κάνουν οὔτε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἀλλὰ κάθονται στὸ τραπέζι καὶ σηκώνονται ἀπ᾿ τὸ τραπέζι χωρὶς σταυρό. Ὄχι οἱ ἄνανδροι, λέει, ὄχι οἱ δειλοί, ἀλλὰ οἱ γενναῖοι καὶ τολμηροί, ποὺ ἔχουν τὸ θάρρος νὰ ὁμολογοῦν τὴν πίστι τους ἐνώπιον ἀνθρώπων ἀπίστων καὶ ἀθέων καὶ αἱρετικῶν, αὐτοί εἶνε εὐτυχεῖς. «Μακάριοι», λέει, «οἱ δεδιωγμένοι» (ἔ.ἀ. 5,10) «ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου μου» (Μᾶρκ. 8,35). Αὐτοί εἶνε οἱ «μακάριοι», αὐτοί εἶνε οἱ πραγματικὰ εὐτυχεῖς.
―Μὰ ὑπάρχουν, θὰ πῆτε, σήμερα τέτοιοι ἄνθρωποι, ὅπως τοὺς περιγράφει ὁ Κύριος, ἄνθρωποι μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀρετές;
Δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχουν. Ποιοί εἶνε; Εἶνε οἱ ἅγιοι, οἱ ἅγιοι ποὺ ἑορτάζουμε. Ἕνας δὲ ἐξ αὐτῶν τῶν ἁγίων εἶνε ὁ ἅγιος Νικόλαος, τὸν ὁποῖο τιμοῦμε σήμερα. Εἶχε ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ὅλες τὶς ἀρετὲς ποὺ συνιστᾷ ὁ Κύριός μας· καὶ πρᾶος ἦταν, καὶ ταπεινὸς ἦταν, καὶ ἐλεήμων ἦταν, καὶ μακρόθυμος ἦταν, καὶ διψοῦσε καὶ ποθοῦσε τὴ δικαιοσύνη καὶ προσπαθοῦσε παντοῦ νὰ ἐξαπλωθῇ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Τέτοιος ἤτανε ὁ Άγιος Νικόλαος.
* * *
Ἀπέναντι στὰ ὑποδείγματα αὐτὰ
τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῶν ἁγίων ὅπως ὁ ἅγιος Νικόλαος, ἐμεῖς ποῦ είμεθα,
ἀγαπητοί μου; Ὤ πόσο μακριὰ είμεθα! Πάρε ζυγαριὰ καὶ ζύγισε τὸν ἑαυτό
σου. Ζυγαριὰ εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο. Ζύγισέ τον λοιπὸν μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ
κάνε του μερικὰ ἐρωτήματα· ―Ἔχω ἐγὼ τὶς ἀρετὲς ποὺ λέει ὁ Κύριος; Εἶμαι
ἐλεήμων ὅπως μὲ θέλει ὁ Κύριος, ἢ μήπως ἔχω σύνθημα «Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό
μου, τίποτα γιὰ τὸν ἄλλο»; Εἶμαι ἄνθρωπος πρᾶος καὶ ταπεινός; Διψῶ τὴν
δικαιοσύνη; Θέλω νὰ ἐπικρατήσῃ στὸν κόσμο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἔχω τόλμη
καὶ θάρρος καὶ ὁμολογῶ τὴν πίστι μου, ἢ εἶμαι ἕνας ψεύτικος Χριστιανός,
δειλὸς καὶ ἄνανδρος, ποὺ δὲν τολμῶ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους ν᾿ ἀναφέρω τὸ
ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Ἔχω τέτοια προσόντα, τέτοιες ἀρετές; Ἐὰν ἔχουμε
τέτοιες ἀρετές, τότε θὰ εμεθα μακάριοι.
Ἄν, ἀγαπητοί μου, σήμερα δυστυχῇ ἡ ἀνθρωπότης, δυστυχεῖ ἀκριβῶς διότι λείπει ἡ ἀρετή. Ἔχει πλούτη ἡ ἀνθρωπότης, ἔχει μέσα ἡ ἀνθρωπότης, ἔχει τὰ πάντα. Οὐδέποτε ἄλλοτε ὁ κόσμος εἶχε τόσα πλούτη ὅσα ἔχει τώρα ἡ γῆ. Ἐν τούτοις, μέσα στὰ πλούτη αὐτά, μέσα στὶς ἐφευρέσεις καὶ ἀνέσεις, μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τὰ ὑλικά, ὁ ἄνθρωπος εἶνε δυστυχὴς ὅσον οὐδέποτε ἄλλοτε. Ἀπόδειξις ὅτι ποτέ ἄλλοτε δὲν αὐτοκτονοῦσαν τόσοι ἄνθρωποι ὅσοι αὐτοκτονοῦν σήμερα, στὶς ἡμέρες τῶν πυραύλων καὶ τῶν διαστημοπλοίων.
Δυστυχὴς ὁ ἄνθρωπος! Διότι ἔφυγε ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ. Είθε δὲ ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ, νὰ δώσῃ καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὸ ἔλεός του, ὥστε ὅλοι νὰ γίνουμε ζηλωταὶ τῆς ἀρετῆς, τὴν ὁποία συνέστησε ὁ Κύριος· ἀμήν.
Ἄν, ἀγαπητοί μου, σήμερα δυστυχῇ ἡ ἀνθρωπότης, δυστυχεῖ ἀκριβῶς διότι λείπει ἡ ἀρετή. Ἔχει πλούτη ἡ ἀνθρωπότης, ἔχει μέσα ἡ ἀνθρωπότης, ἔχει τὰ πάντα. Οὐδέποτε ἄλλοτε ὁ κόσμος εἶχε τόσα πλούτη ὅσα ἔχει τώρα ἡ γῆ. Ἐν τούτοις, μέσα στὰ πλούτη αὐτά, μέσα στὶς ἐφευρέσεις καὶ ἀνέσεις, μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τὰ ὑλικά, ὁ ἄνθρωπος εἶνε δυστυχὴς ὅσον οὐδέποτε ἄλλοτε. Ἀπόδειξις ὅτι ποτέ ἄλλοτε δὲν αὐτοκτονοῦσαν τόσοι ἄνθρωποι ὅσοι αὐτοκτονοῦν σήμερα, στὶς ἡμέρες τῶν πυραύλων καὶ τῶν διαστημοπλοίων.
Δυστυχὴς ὁ ἄνθρωπος! Διότι ἔφυγε ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ. Είθε δὲ ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ, νὰ δώσῃ καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὸ ἔλεός του, ὥστε ὅλοι νὰ γίνουμε ζηλωταὶ τῆς ἀρετῆς, τὴν ὁποία συνέστησε ὁ Κύριος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Nικολάου πόλεως Φλωρίνης 6-12-1981
http://armenisths.blogspot.gr