(ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ) Μακροθυμία – βλασφημία.
Η ἐποχή μας, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἀνήσυχος. Θέτει πολλὰ ἐρωτήματα· κοινωνικά, οἰκονομικά, ἐθνικά… Πρὸ παντὸς θέτει ἐρωτήματα πίστεως, καὶ ζητεῖ τὴν ἀπάντησι. Ἀλλὰ εἶνε εὔκολο ν’ ἀπαντήσῃ κανεὶς στὰ ἐρωτήματα αὐτά; Θὰ προσπαθήσω ἐδῶ νὰ δώσω ἀπάντησι σὲ ἕνα μόνο ἐρώτημα, τὸ ἑξῆς.
Η ἐποχή μας, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἀνήσυχος. Θέτει πολλὰ ἐρωτήματα· κοινωνικά, οἰκονομικά, ἐθνικά… Πρὸ παντὸς θέτει ἐρωτήματα πίστεως, καὶ ζητεῖ τὴν ἀπάντησι. Ἀλλὰ εἶνε εὔκολο ν’ ἀπαντήσῃ κανεὶς στὰ ἐρωτήματα αὐτά; Θὰ προσπαθήσω ἐδῶ νὰ δώσω ἀπάντησι σὲ ἕνα μόνο ἐρώτημα, τὸ ἑξῆς.
Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων· οἱ πιστοί, οἱ ἄπιστοι, κ’ ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν μέν ἀλλὰ ἔρχονται στιγμὲς ποὺ κλονίζονται· αὐτοὶ εἶνε οἱ ὀλιγόπιστοι. Οἱ αἰτίες ποὺ ἡ πίστι τους κλονίζεται, εἶνε πολλές. Δὲν τὶς ἀναφέρω ὅλες· ἀναφέρω μόνο ἕνα γεγονός, ποὺ
σκανδαλίζει ἀρκετὰ τὸν κόσμο. Βλέπουν πολλοὶ γύρω τους παράξενα πράγματα. Τὸ πιὸ παράξενο εἶνε, ὅτι οἱ κακοί, οἱ ἀσεβεῖς, οἱ διεφθαρμένοι, οἱ ἄπιστοι, μένουν ἀτιμώρητοι. Νά, σοῦ λέει ὁ ἄλλος· αὐτὸς καὶ κλέφτης εἶνε, καὶ ἀπατεώνας, καὶ πλαστογράφος, καὶ ἄτιμος, καὶ διεφθαρμένος, καὶ τὴ γυναῖκα του ἔχει διώξει, καὶ ὅμως εἶνε καλά. Καὶ τὸ πορτοφόλι του εἶνε γεμᾶτο, καὶ οἱ ἐπιχειρήσεις του πᾶνε καλά, καὶ ἐν γένει δὲν στερεῖται τίποτα. Ποῦ εἶνε λοιπὸν ὁ Θεός, ποῦ εἶνε ἡ δικαιοσύνη του, ἀφοῦ αὐτός, ὁ κακὸς καὶ διεφθαρμένος καὶ ἄπιστος, εὐημερεῖ; Εἶνε παράπονο πολλῶν καὶ παράπονο αἰώνων. Τὸ ἐκφράζει ἤδη ὁ προφήτης Ἰερεμίας, ποὺ τὸ ὄνομά του ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 2,17). Λέει ὁ Ἰερεμίας· Θεέ μου, «τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται;» (Ἰερ. 12,1). Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν αὐτό, γιατί οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ κακοὶ μένουν ἀτιμώρητοι, δὲν θὰ δώσω ἐγὼ ἀπάντησι. Τὴν ἀπάντησι, ἐὰν προσέξατε, τὴν δίνει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος.
σκανδαλίζει ἀρκετὰ τὸν κόσμο. Βλέπουν πολλοὶ γύρω τους παράξενα πράγματα. Τὸ πιὸ παράξενο εἶνε, ὅτι οἱ κακοί, οἱ ἀσεβεῖς, οἱ διεφθαρμένοι, οἱ ἄπιστοι, μένουν ἀτιμώρητοι. Νά, σοῦ λέει ὁ ἄλλος· αὐτὸς καὶ κλέφτης εἶνε, καὶ ἀπατεώνας, καὶ πλαστογράφος, καὶ ἄτιμος, καὶ διεφθαρμένος, καὶ τὴ γυναῖκα του ἔχει διώξει, καὶ ὅμως εἶνε καλά. Καὶ τὸ πορτοφόλι του εἶνε γεμᾶτο, καὶ οἱ ἐπιχειρήσεις του πᾶνε καλά, καὶ ἐν γένει δὲν στερεῖται τίποτα. Ποῦ εἶνε λοιπὸν ὁ Θεός, ποῦ εἶνε ἡ δικαιοσύνη του, ἀφοῦ αὐτός, ὁ κακὸς καὶ διεφθαρμένος καὶ ἄπιστος, εὐημερεῖ; Εἶνε παράπονο πολλῶν καὶ παράπονο αἰώνων. Τὸ ἐκφράζει ἤδη ὁ προφήτης Ἰερεμίας, ποὺ τὸ ὄνομά του ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 2,17). Λέει ὁ Ἰερεμίας· Θεέ μου, «τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται;» (Ἰερ. 12,1). Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν αὐτό, γιατί οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ κακοὶ μένουν ἀτιμώρητοι, δὲν θὰ δώσω ἐγὼ ἀπάντησι. Τὴν ἀπάντησι, ἐὰν προσέξατε, τὴν δίνει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος.
* * *
Τί λέει ὁ ἀπόστολος; Λέει, ὅτι ὑπῆρχε κάποιος ποὺ μισοῦσε πολὺ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀκούσῃ. Ἅμα τὸ ἄκουγε, ταραζόταν ὁλόκληρος· ἄφριζε, ἔβριζε, βλαστημοῦσε τὸ Χριστὸ μὲ τὰ χειρότερα λόγια. Κι ὄχι μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Χριστοῦ μισοῦσε. Ἐδίωκε «τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» (Γαλ. 1,13). Ὅπου ἄκουγε Χριστιανό, ἔπαιρνε τοὺς δικούς του ἀνθρώπους, καὶ μὲ ξύλα, ῥόπαλα, μαχαίρια καὶ σχοινιά, ἔμπαινε μέσα στὰ σπίτια τῶν Χριστιανῶν, τοὺς ἔδενε, τοὺς χτυποῦσε, τοὺς ἔσερνε στοὺς δρόμους, τοὺς πήγαινε στὰ δικαστήρια, καὶ τοὺς ἔκλεινε στὶς φυλακές. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐθεωρεῖτο ὁ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ἕνα ἐχθρὸς τοῦ χριστιανισμοῦ. Τὸ ὄνομά του, Σαῦλος· εἶνε ὁ μετὰ ταῦτα ἀπόστολος Παῦλος. Μερικοὶ Χριστιανοί, ποὺ ἔβλεπαν τὸν Σαῦλο νὰ τοὺς τυραννῇ, δὲν ἀποκλείεται νὰ ἔλεγαν στὸ Θεό· Τέτοιο λύκο, Κύριε, γιατί τὸν ἀφήνεις; Γιατί ἐπιτρέπεις σ’ αὐτὸ τὸν κακοῦργο, τὸ βλάσφημο, τὸν ὑβριστὴ νὰ κάνῃ τέτοια θραῦσι στὸ ποίμνιό σου; Δὲν ἔχεις τὴ δύναμι νὰ τὸν ἐξαλείψῃς ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς;… Ἀσφαλῶς ὁ Χριστὸς καὶ ἄκουγε καὶ ἔβλεπε. Καὶ δὲν εἶνε κανένας ἀδύναμος ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, ποὺ μπορεῖ νὰ θέλουμε νὰ τιμωρήσουμε κάποιον μὰ δὲν ἔχουμε τὴ δύναμι. Ὁ Χριστὸς εἶνε παντοδύναμος. Μποροῦσε νὰ τιμωρήσῃ τὸν Σαῦλο κεραυνοβόλως. Κι ὅμως τὸν ἄφηνε νὰ βρίζῃ καὶ νὰ βλασφημῇ τὸ ὄνομά του καὶ νὰ παιδεύῃ τὰ παιδιά του. Γιατί; Ἐδῶ εἶνε τὸ μυστήριο. Ἐμεῖς εἴμεθα κοντόφθαλμοι, βλέπουμε σὲ μικρὴ ἀπόστασι. Ἀλλὰ τὸ μάτι τοῦ Χριστοῦ δὲ βλέπει μόνο τὸ σήμερα, αὐτὰ ποὺ γίνονται σ᾽ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Ὁ Χριστὸς ἔβλεπε τὸ παρὸν τοῦ Σαύλου, ἀλλὰ ἔβλεπε καὶ τὸ μέλλον τοῦ Παύλου. Ἐγνώριζε, ὅτι θὰ ᾽ρχόταν μιὰ μέρα εὐλογημένη, ποὺ αὐτὸς ὁ βλάσφημος θὰ μετανοοῦσε, ἡ γλῶσσα αὐτή, ποὺ ἔσταζε φαρμάκι, θὰ ἄλλαζε. Ἐγνώριζε, ὅτι αὐτὸς ὁ λύκος θὰ γινόταν ἀρνί, αὐτὸς ὁ σκορπιὸς θὰ γινόταν μέλισσα, αὐτὸς ὁ κακοῦργος θὰ γινόταν ἅγιος. Ἐγνώριζε ὁ Χριστός, ὅτι αὐτὸς ὁ κατήγορος τῶν Χριστιανῶν θὰ γινόταν ὁ θερμότερος συνήγορος καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀπόστολος τοῦ χριστιανισμοῦ. Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν τὸν ἄφηνε. Ἐὰν τὸν ἔκοβε, ἐὰν τὴν ὥρα ποὺ κρατοῦσε τὰ ῥόπαλα – τὰ μαχαίρια καὶ βλασφημοῦσε τοῦ ἔστελνε ἕνα κεραυνὸ καὶ τὸν ἔκανε κάρβουνο, σήμερα δὲν θὰ εἴχαμε Παῦλο. Ἔχουμε Παῦλο, διότι ὁ Θεὸς μακροθύμησε γι᾽ αὐτόν. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε», ψάλλει πάντοτε ἡ Ἐκκλησία μας.
* * *
Τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, δὲν τὴ βλέπουμε μόνο στὴν περίπτωσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τὴ βλέπουμε μέσα στὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, δικαίων καὶ ἁμαρτωλῶν. Τὴ βλέπουμε μέσα στὴ ζωὴ τῶν αἰώνων. Τὴ βλέπουμε καὶ στὴ σημερινή μας γενεά. Πολλὲς γενεὲς πέρασαν πάνω στὴν ἁμαρτωλὴ γῆ. Ἀλλὰ μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ δική μας γενεὰ εἶνε ἁμαρτωλότερη ἀπ᾽ ὅλες. Ποτέ ἄλλοτε δὲν χύθηκε τόσο αἷμα, ποτέ ἄλλοτε ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποστάτησε ἀπὸ τὸ Θεό, ποτέ ἄλλοτε δὲν ἐμούντζωσε τὴ Θεότητα ὄχι μὲ τὰ πέντε ἢ δέκα δάκτυλά του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ εἴκοσι δάκτυλά του, τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του. Ποτέ ὁ ἄνθρωπος δὲν σταύρωσε τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο ὅπως στὴ γενεά μας. Μαῦρο κομπολόι εἶνε οἱ ἁμαρτίες της· κάθε ἁμαρτία καὶ μιὰ μαύρη χάντρα. Κι ὅπως κάτι γέροι κρατοῦν στὸ χέρι κομπολόι καὶ παίζουν μὲ τὶς χάντρες, ἔτσι ὁ διάβολος παίζει μὲ τὶς ἁμαρτίες μας. Καθισμένος διπλοπόδι ὅπου τὸν φανταστῇς μέσα στὴν κοινωνία (καὶ στὰ χρηματιστήρια, καὶ στὶς τράπεζες, καὶ στὶς οἰκογένειες, καὶ στὰ ἐργοστάσια, καὶ στὰ καμπαναριὰ ἀκόμη τῶν ἐκκλησιῶν, καὶ στὰ μοναστήρια) μετράει ἱκανοποιημένος τὰ ἀναρίθμητα ἁμαρτήματά μας. Ἀπ᾽ ὅλο τὸ κομπολόϊ τοῦ διαβόλου, ποὺ τὸ φτειάξαμε ἐμεῖς γιὰ νὰ παίζῃ καὶ νὰ ἐμπαίζῃ τὴν ἀνθρωπότητα «ὁ δράκων ὁ μέγας» ποὺ λέει ἡ Ἀποκάλυψις (Ἀπ. 12,3), ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἁμαρτίες ἀναφέρω μία μόνο, ποὺ ὅταν τὴ σκέπτωμαι, ἀδελφοί μου, ἀνατριχιάζω. Ὅταν τὴ σκέπτωμαι, κλαίω καὶ λέω, ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ φύγω καὶ νὰ πάω ἢ κάτω στοὺς Βεδουΐνους καὶ στοὺς Νέγρους ἢ πέρα στοὺς Κινέζους καὶ στοὺς Γιαπωνέζους ἢ πάνω στὸ Βόρειο Πόλο, νὰ ζήσω μόνος κ’ ἔρημος. Ποιά εἶνε ἡ ἁμαρτία αὐτή; Εἶνε ἡ βλασφημία τῶν θείων. Βλαστήμια! Βλαστημοῦν ὅλοι, ἀπὸ τὸν ἀσπρομάλλη γέρο ποὺ ἔχει τὸ ἕνα πόδι στὸν τάφο κι ὅμως μένει ἀμετανόητος μέχρι τὸ μικρὸ παιδί. Βλαστημοῦν Χριστό, Θεό, Παναγία, καντήλια, πολυελέους, εὐαγγέλια, εἰκόνες, ἅγια, τὰ πάντα. Φρικτὲς βλασφημίες. Καὶ ὄχι μόνο τὶς ἄλλες μέρες, ἀλλὰ καὶ τὴν Κυριακή, κι αὐτὴν ἀκόμα τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Καὶ ποῦ δὲ βλαστημοῦν! στὸ δρόμο, στὰ δικαστήρια, στὸ στρατό, στὰ σχολεῖα, στὰ σπίτια, στ’ αὐτοκίνητα, στὰ πούλμαν, στὰ πλοῖα, στὰ τραῖνα, στὰ ἀεροπλάνα…. Ὦ Θεέ μου! Δὲν συγκινεῖσθε; δὲν πονεῖτε; πέτρα εἶνε ἡ καρδιά σας; Δὲν ἀκούει ὁ Χριστὸς τὶς βλαστήμιες τῶν «Χριστιανῶν»; Τὶς ἀκούει, ὅπως ἄκουγε πάνω στὸ σταυρὸ τὶς βλαστήμιες τῶν Ἑβραίων. Ἀκούει, καὶ θὰ μποροῦσε, μόνο τὸ δακτυλάκι του νὰ κουνήσῃ, νὰ τοὺς κάνῃ ὅλους κάρβουνο· θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ σεισμό, νὰ μὴ μείνῃ «λίθος ἐπὶ λίθον» (Ματθ. 24,2), καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πέτρες καὶ τὰ μπετὸν ἀρμὲ νὰ ταφοῦν ὄχι μόνο οἱ βλάσφημοι, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ἐμεῖς, γιατὶ ἀκοῦμε νὰ βλαστημᾶνε τὸ ὄνομά του καὶ κανείς δὲν διαμαρτύρεται. Ἂν ποῦν κακὸ λόγο γιὰ τὴ μάνα σου, τὴν ἀρραβωνιαστικά σου, τὴ γυναῖκα σου, τὸ παιδί σου, πιστόλι βγάζεις νὰ σκοτώσῃς. «Νὰ πλύνῃς τὴ γλῶσσα σου μὲ ῥοδόσταγμα γιὰ νὰ πῇς τὴ μάνα μου…», ἔτσι λές. Κι ὅμως ἡ μάνα μας κι ὁ πατέρας μας καὶ τὸ παιδί μας εἶνε ἁμαρτωλοί· ἕνας εἶνε ὁ ἀναμάρτητος, ὁ Χριστός, καὶ μία ἡ γλυκειὰ μάνα ὅλου τοῦ κόσμου, ἡ Παναγία. Ἐν τούτοις καμμιά γυναίκα, καμμιά πόρνη, καμμιὰ πριμαντόνα δὲν ὑβρίζεται τόσο ὅσο ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Δὲν εἴμεθα Χριστιανοί, εἴμεθα θεομπαῖχτες· δὲν πιστεύουμε στὸ Χριστό, δὲν σεβόμεθα τὴν Παναγία, δὲν τιμοῦμε τὴν Ἐκκλησία μας. Κι ὅμως ὁ Χριστὸς μακροθυμεῖ! Γιατί; Περιμένει τὴ μετάνοιά μας, περιμένει αὐτοὶ οἱ βλάσφημοι νὰ γονατίσουν μπροστά του καὶ νὰ ζητήσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
* * *
Τελείωσα, ἀδελφοί μου. «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου» (θ. Λειτ.). Ἂς μετανοήσουμε καὶ ἂς κλάψουμε ὅλοι, κλῆρος καὶ λαός, διότι ἔρχονται ἡμέρες φοβερές. Ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, –γράψατέ το― θὰ ἔρθῃ ὥρα ποὺ ὁ τόπος μας θὰ σεισθῇ ἐξ θεμελίων. Καὶ τότε θὰ γίνῃ τὸ τῆς Ἀποκαλύψεως· θὰ πᾶμε στὰ βουνὰ καὶ τὶς σπηλιὲς καὶ θὰ φωνάζουμε· Ἀνοῖξτε, πέτρες καὶ βουνά, νὰ μᾶς κρύψετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας (βλ. Ἀπ. 6,15-16). Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἂς κάνῃ ἔλεος πᾶσιν ἡμῖν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Κωνσταντίνου πλ. Ὁμονοίας Ἀθηνῶν τὴν 26-12-1965.