Κυριακή τοῦ τυφλοῦ (Ἰωάν. θ΄ 1-38)
Μια δραματικὴ σκηνὴ μᾶς παρουσιάζει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου. Ἀφορμὴ ἡ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ. Ἔχει ὁ δυστυχὴς γεννηθῆ μέσ’ τὸ σκοτάδι. Ἀκούει χωρὶς νὰ βλέπῃ. Δὲν γνωρίζει πότε νυχτῶνει καὶ πότε ξημερώνει. Ἄλλοι τοῦ δίδουν φαγητόν. Ἄλλοι τὸν ὁδηγοῦν.
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ θλιβερὸ τραγούδι, μὲ τὴν ψυχὴν γεμάτην πόνον, κάθεται ὁ τυφλὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ στὴ συνηθισμένη του γωνία καὶ μαζεύει καρτερικὰ τὸ νῆμα τῆς θλιμμένης ζωῆς του.
Μιὰ μέρα ἐπέρασεν ἀπ’ ἐκεῖ ὁ Κύριος. Ἐστάθηκε.
Ἔπτυσε χαμαὶ καὶ μὲ τὸν πηλὸν ἔχρισε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν διέταξε: «πήγαινε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ νὰ πλυθῇς...».
Ὁ τυφλὸς ὑπήκουσε. Ἐπῆγε. Ἔσκυψεν εἰς τὴν στέρναν, ἐπῆρε μὲ τὴν παλάμην του νερὸ καὶ τὸ ἔφερε εἰς τὸ λασπωμένο του πρόσωπο. Δυὸ ἀστραφτερὰ μάτια ἐφάνησαν. Τὸ παντοδύναμο πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ ἐχάρισε τὸ φῶς εἰς τὸν πικραμένον τυφλόν.
Τὸ θαῦμα ἔγινεν ἀμέσως γνωστόν. Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀναστατώνεται. Σχίσμα μεγάλο ἀνάμεσα στὸ λαό. Εἶναι ὁ ἴδιος ἤ δὲν εἶναι; Καὶ αὐτοὶ οἱ γονεῖς του φοβοῦνται νὰ ὁμολογήσουν μὲ παρρησίαν τὸ θαῦμα, ποὺ ἔγινε στὸ παιδί των.
Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, τυφλοὶ ἀπὸ τὸ μῖσος των, θέλουν νὰ τὸ διαψεύσουν, νὰ συκοφαντήσουν τὸν Κύριον, νὰ ἀποσιωπηθῇ τὸ θαῦμα.
Πιέζουν τὸν πρώην τυφλόν. Τὸν ἀπειλοῦν. Αὑτὸς ὅμως μένει ὁ μόνος ὑπερασπιστὴς τῆς ἀλήθειας. Ὁ μόνος θαρραλέος κῆρυξ τοῦ θαύματος: «Ἕνα πρᾶγμα ξέρω, τοὺς λέγει, ὅτι ἤμουν τυφλὸς καὶ τώρα βλέπω...».
Τὶ τρομερὸν, ἀδελφοί μου! Νὰ μὴ θέλῃ νὰ ἰδῇ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθειαν! Νὰ εὐχαριστῆται νὰ εἶναι τυφλὸς στὴν ψυχή!
Μὲ αὐτούς, τοὺς τυφλοὺς στὴν ψυχή, θὰ ἤθελε τὸ κήρυγμά μας νὰ ἀσχοληθῇ σήμερα.
1.Τυφλοὶ στὴν ψυχή.
Καὶ αὐτὴ ἡ τύφλωσις δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν τὸ «φῶς τὸ ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον», δηλ. τὸν Χριστόν. Δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ἀλήθειαν. Νὰ καταλάβουν, ὅτι, ὅσοι εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεόν, εἶναι σκλάβοι τῆς ἁμαρτίας, κατάδικοι τῆς χειρότερης τυραννίας. Νὰ καταλάβουν πόσον ὡραία καὶ γλυκειὰ καὶ χαρούμενη καὶ ἤρεμη καὶ δημιουργική εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ γνησία χριστιανικὴ ζωή.
Δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν πόσα ἀξιοδάκρυτα θύματα δημιουργεῖ ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας. Πόσοι χάνονται στὰ φρικτὰ μονοπάτια τοῦ κακοῦ. Πόσοι συντρίβονται!
Νὰ καταλάβουν, ὅτι ὁ ἐγωϊσμός των καὶ τὸ πάθος των τοὺς ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή. Διότι ὁ ψυχικὰ τυφλός, ἐπειδὴ δὲν αἰσθάνεται τὴν τύφλωσίν του αὐτή, δι’ αὐτὸ δὲν ζητεῖ καὶ τὴν θεραπείαν. Πάσχουν οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν θέλουν νὰ τὸ παραδεχθοῦν. Καὶ δι’ αὐτὸ ὁ Κύριος σήμερα λέγει εἰς τοὺς Φαρισαίους, ὅτι θὰ εἶναι ἀσυγχώρητοι, διότι ὁ ἐγωϊσμός των δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν τὴν τύφλωσίν των. Καὶ θὰ μείνουν γιὰ πάντα τυφλοί.
2. Τυφλοὶ στὴν ψυχή.
Καὶ αὐτὴ ἡ τύφλωσις τοὺς ὁδηγεῖ ὄχι μόνον στὴν κατάσταση νὰ μὴ βλέπουν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀντιδροῦν στὴν ἀλήθεια. Κοιτάξετε πάλιν τοὺς Φαρισαίους. Συκοφαντοῦν τὸν Χριστόν. Πολεμοῦν τὸ φῶς. Ἀγωνίζονται νὰ σβήσουν τὴ λάμψι του.
Αὐτὸ γίνεται εἰς κάθε ἐποχὴν ἀπὸ τοὺς ψυχικῶς τυφλούς. Συκοφαντοῦν τὸ ὀρθὸν. Καταδιώκουν τὸν ἐνάρετον. Ἀγωνίζονται νὰ ματαιώσουν κάθε ὡραίαν προσπάθειαν. Στὴν ἀρχὴ μὲ κάποιο κάλυμμα.
Ἔπειτα φενερώτατα. Στὸ τέλος μὲ ἀνοιχτὴν πλέον ἀντίθεσιν. Τώρα, βέβαια, τί θὰ γίνῃ μὲ τέτοιους ὁδηγοὺς ἡ κοινωνία, ὅλοι τὸ ἀντιλαμβανόμεθα. Εἶπεν ὁ Κύριος κάποτε, ὅτι ἐὰν ἕνας τυφλός ὁδηγῇ ἄλλον τυφλόν, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο στὸ βάραθρον. (Λουκ. στ΄. 39). Αὐτὸ γίνεται. Τὸ κατάντημα εἶναι ἡ συντριβή.
Φονεῖς! Γιατὶ σᾶς ἀρέσει νὰ καταστρέφετε ψυχὲς; Γιατί;
3. Τυφλοὶ στὴν ψυχή.
Καὶ ἡ τύφλωσις αὐτὴ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν ἀπὸ τί ἔχει ἀνάγκην ὁ κόσμος. Ὅλοι ἀνησυχοῦμε, διότι λείπουν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν ἡ ἀγάπη, ἡ καλωσύνη, ἡ στοργή, ἡ δικαιοσύνη, ἡ τιμιότης, ἡ εἰλικρίνεια, ἡ σεμνότης, ἡ ἠθική, ἡ δημιουργικὴ πνοή, τὸ ἀνώτερον πνεῦμα, ἡ ταπείνωσις, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ πραότης, ἡ ἀρετὴ μὲ μιὰ λέξι. Καὶ ἡ κατάστασις αὐτὴ δημιουργεῖ ἕνα κοινωνικὸ κλῖμα ποὺ μυρίζει σῆψιν καὶ προετοιμάζει θάνατον.
Καὶ τὰ βλέπουν αὐτὰ ὅλοι. Καὶ ὁμολογοῦν ὅτι μόνον τὸ χριστιανικὸν πνεῦμα ἠμπορεῖ νὰ διορθώσῃ τὴν κατάστασιν καὶ νὰ φέρῃ στὴν ἀνθρωπότητα τὴν εἰρήνην καὶ τὴν εὐτυχίαν.
Τὰ βλέπουν ὅλοι, ἐκτὸς τῶν ψυχικὰ τυφλῶν. Αὑτοὶ μένουν στὶς ἀντιλήψεις των· στὸ σκοτάδι. Καὶ φθείρεται ὁ κόσμος σιγὰ-σιγὰ, χωρὶς ἀγπάη, χωρὶ δικαιοσύνη, χωρὶς πνεῦμα ἀρετῆς.
Τὶ τοὺς ἐνδιαφέρει ὅμως αὐτούς; Πότε ἐπόνεσαν αὐτοὶ ἀληθινὰ τὸν λαόν; Πότε ἐστάθηκαν κοντά του μὲ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον;
Τυφλοί! Οὔτε σεῖς βλέπετε, οὔτε ὅμως καὶ τοὺς ἄλλους ἀφήνετε νὰ χαροῦν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ! Καὶ χρησιμοποιεῖτε τὶς θέσεις σας, τὴν σοφίαν σας, τὰς ἐπιστημονικὰς προόδους σας διὰ νὰ παραμορφώνετε τὴν ἀλήθειαν. Εἶσθε οἱ συγχρονισμένοι ἀποστάται, οἱ προωδευμένοι παράνομοι. Ἔχετε τὰ μάτια ἀνοιχτὰ στὶς πονηρίες καὶ στὰ ἁμαρτωλά σας συμφέροντα καὶ κλειστὰ μπροστὰ στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ φῶς! Κλειστά! Φωτοσβέσται!
4. Τυφλοὶ στὴν ψυχή.
Καὶ αὐτὴ ἡ ψυχική των τύφλωσις δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν τὸ πρόβλημα τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς. Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος, ζῇ, ἐργάζεται, δημιουργεῖ οἰκογένειαν, ἐπιτυγχάνει εἰς τὸν ἐπιστομονικὸν τομέα, νικᾷ τὸν ἀέρα, τὴν θάλασσαν, τὴν φύσιν. Εἱς τὸ τέλος ὅμως νικᾶται ἀπὸ τὸν θάνατον.
Καὶ ἀποθνήσει. Καὶ θάπτεται. Καὶ διαλύεται. Ὅμως τί γίνεται μετά; Ποῦ πηγαίνει; Τὶ ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου; Ἐδῶ μένει ὁ ἄνθρωπος ἀμίλητος, νικημένος.
Αὑτὸ τὸ ἄγνωστον μόνον ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ ἠμπορεῖ νὰ μᾶς τὸ ἀποκαλύψῃ. Ἀλλ’ ὁ τυφλὸς ψυχικὰ δὲν θέλει καὶ ἐδῶ νὰ ἰδῇ.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ ἐξευρευνήσῃ, καταλήγει εἰς τὸ συμπέρασμα νὰ τὸ ἀρνηθῇ. Καὶ ἀποφαίνεται: Μετὰ τὸν θάνατον δὲν ὑπάρχει τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος χάνεται. Γίνεται χῶμα... Ταλαίπωρε! Ἔτσι νομίζεις; Καὶ ἐπειδὴ ἐσὺ τὸ ἀρνεῖσαι, δὲν τὸ βλέπεις, παύει δι’ αὐτὸ καὶ νὰ ὑπάρχῃ; Δύστυχε! Ἀλλοίμονον διὰ τοὺς ψυχικὰ τυφλούς, ποὺ δὲν ἠθέλησαν νὰ μάθουν, νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ πιστεύσουν! Ὅταν κάποτε θὰ ξυπνήσουν εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, τότε, πλέον θὰ εἶναι ἀργά. Πολὺ, δυστυχῶς, ἀργά! ...
Τί κρῖμα ὅμως! Ὁμολογουμένως δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερα συμφορὰ ἀπὸ τὴν ἠθικὴν τύφλωσιν. Οἱ τυφλοὶ εἰς τὸ σῶμα εἶναι ἀναμφιβόλως ἀτυχεῖς. Ὅμως ἠμποροῦν νὰ γίνουν χρήσιμοι καὶ εἰς τὸν ἑαυτὸν των καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. Ἀλλ’ οἱ τυφλοὶ εἰς τὴν ψυχὴν εἶναι συμφορὰ τῆς κοινωνίας, λίβας καυστικὸς καὶ φωτιά, ποὺ κατακαίει. Δι’ αὐτὸ ὁ Ψαλμῳδὸς προσηύχετο καὶ ἔλεγε: «Κύριε, φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον». Εὐτυχής, πράγματι, ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἐγνώρισε τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ζῇ μέσα εἰς τὸ φῶς. Καὶ ὅταν ἀποθάνῃ, πάλιν εἰς τὸ φῶς μεταβαίνει. Τὸ αἰώνιον Φῶς!
Ἀγαπητοί,
Κατὰ τὸ 1958 μία ὁμὰς τυφλῶν Γιουγκοσλάβων ἐπεσκέφθη τὴν Ἐλλάδα. Ἠθέλησαν νὰ ἐπισκεφθοῦν καὶ ἀρχαιολογικοὺς χώρους. Οἱ φωτογραφίες, ποὺ ἐδημοσιεύθησαν, ἔδειχναν τοὺς τυφλοὺς νέους καὶ νέες, ποὺ ἔψαχναν μὲ τὰ δάκτυλά των τὶς πτυχὲς τῶν σκαλιστῶν μαρμάρων στὴ Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, καὶ προσπαθοῦσαν νὰ κατανοήσουν μὲ τὰ δάκτυλά των ὅ,τι δὲν ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια· δηλαδὴ τὸ ἀθάνατο ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα. Ἦταν ἕνα θέαμα ἀφάνταστα συγκινητικό...
Τί νὰ πῇ τώρα κανεὶς διὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν μὲν ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τοῦ σώματος, μένουν ὅμως θεληματικὰ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς;
Πῶς νὰ ἰδοῦν αὐτοὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ Θεοῦ, τὰ κάλλη τῆς ἀρετῆς. Ζοῦν, οἱ δυστυχεῖς, διαρκῶς στὸ σκοτάδι.
Ἀδελφέ!
Ἄς σταθοῦμε καὶ οἱ δυὸ μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ ἄς Τοῦ ποῦμε μὲ ὅλην μας τὴν καρδιά:
«Κύριε, δὲν θέλω ποτὲ νὰ εἶμαι τυφλός στὴν ψυχή.
Μὴν ἀφήσῃς τὰ μάτια μου νὰ μένουν κλειστὰ στὸ σωτήριο φῶς Σου! Μὴν ἀφήσῃς!»
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Καὶ αὐτὴ ἡ τύφλωσις δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν τὸ «φῶς τὸ ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον», δηλ. τὸν Χριστόν. Δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ἀλήθειαν. Νὰ καταλάβουν, ὅτι, ὅσοι εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεόν, εἶναι σκλάβοι τῆς ἁμαρτίας, κατάδικοι τῆς χειρότερης τυραννίας. Νὰ καταλάβουν πόσον ὡραία καὶ γλυκειὰ καὶ χαρούμενη καὶ ἤρεμη καὶ δημιουργική εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ γνησία χριστιανικὴ ζωή.
Δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν πόσα ἀξιοδάκρυτα θύματα δημιουργεῖ ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας. Πόσοι χάνονται στὰ φρικτὰ μονοπάτια τοῦ κακοῦ. Πόσοι συντρίβονται!
Νὰ καταλάβουν, ὅτι ὁ ἐγωϊσμός των καὶ τὸ πάθος των τοὺς ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή. Διότι ὁ ψυχικὰ τυφλός, ἐπειδὴ δὲν αἰσθάνεται τὴν τύφλωσίν του αὐτή, δι’ αὐτὸ δὲν ζητεῖ καὶ τὴν θεραπείαν. Πάσχουν οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν θέλουν νὰ τὸ παραδεχθοῦν. Καὶ δι’ αὐτὸ ὁ Κύριος σήμερα λέγει εἰς τοὺς Φαρισαίους, ὅτι θὰ εἶναι ἀσυγχώρητοι, διότι ὁ ἐγωϊσμός των δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν τὴν τύφλωσίν των. Καὶ θὰ μείνουν γιὰ πάντα τυφλοί.
2. Τυφλοὶ στὴν ψυχή.
Καὶ αὐτὴ ἡ τύφλωσις τοὺς ὁδηγεῖ ὄχι μόνον στὴν κατάσταση νὰ μὴ βλέπουν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀντιδροῦν στὴν ἀλήθεια. Κοιτάξετε πάλιν τοὺς Φαρισαίους. Συκοφαντοῦν τὸν Χριστόν. Πολεμοῦν τὸ φῶς. Ἀγωνίζονται νὰ σβήσουν τὴ λάμψι του.
Αὐτὸ γίνεται εἰς κάθε ἐποχὴν ἀπὸ τοὺς ψυχικῶς τυφλούς. Συκοφαντοῦν τὸ ὀρθὸν. Καταδιώκουν τὸν ἐνάρετον. Ἀγωνίζονται νὰ ματαιώσουν κάθε ὡραίαν προσπάθειαν. Στὴν ἀρχὴ μὲ κάποιο κάλυμμα.
Ἔπειτα φενερώτατα. Στὸ τέλος μὲ ἀνοιχτὴν πλέον ἀντίθεσιν. Τώρα, βέβαια, τί θὰ γίνῃ μὲ τέτοιους ὁδηγοὺς ἡ κοινωνία, ὅλοι τὸ ἀντιλαμβανόμεθα. Εἶπεν ὁ Κύριος κάποτε, ὅτι ἐὰν ἕνας τυφλός ὁδηγῇ ἄλλον τυφλόν, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο στὸ βάραθρον. (Λουκ. στ΄. 39). Αὐτὸ γίνεται. Τὸ κατάντημα εἶναι ἡ συντριβή.
Φονεῖς! Γιατὶ σᾶς ἀρέσει νὰ καταστρέφετε ψυχὲς; Γιατί;
3. Τυφλοὶ στὴν ψυχή.
Καὶ ἡ τύφλωσις αὐτὴ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν ἀπὸ τί ἔχει ἀνάγκην ὁ κόσμος. Ὅλοι ἀνησυχοῦμε, διότι λείπουν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν ἡ ἀγάπη, ἡ καλωσύνη, ἡ στοργή, ἡ δικαιοσύνη, ἡ τιμιότης, ἡ εἰλικρίνεια, ἡ σεμνότης, ἡ ἠθική, ἡ δημιουργικὴ πνοή, τὸ ἀνώτερον πνεῦμα, ἡ ταπείνωσις, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ πραότης, ἡ ἀρετὴ μὲ μιὰ λέξι. Καὶ ἡ κατάστασις αὐτὴ δημιουργεῖ ἕνα κοινωνικὸ κλῖμα ποὺ μυρίζει σῆψιν καὶ προετοιμάζει θάνατον.
Καὶ τὰ βλέπουν αὐτὰ ὅλοι. Καὶ ὁμολογοῦν ὅτι μόνον τὸ χριστιανικὸν πνεῦμα ἠμπορεῖ νὰ διορθώσῃ τὴν κατάστασιν καὶ νὰ φέρῃ στὴν ἀνθρωπότητα τὴν εἰρήνην καὶ τὴν εὐτυχίαν.
Τὰ βλέπουν ὅλοι, ἐκτὸς τῶν ψυχικὰ τυφλῶν. Αὑτοὶ μένουν στὶς ἀντιλήψεις των· στὸ σκοτάδι. Καὶ φθείρεται ὁ κόσμος σιγὰ-σιγὰ, χωρὶς ἀγπάη, χωρὶ δικαιοσύνη, χωρὶς πνεῦμα ἀρετῆς.
Τὶ τοὺς ἐνδιαφέρει ὅμως αὐτούς; Πότε ἐπόνεσαν αὐτοὶ ἀληθινὰ τὸν λαόν; Πότε ἐστάθηκαν κοντά του μὲ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον;
Τυφλοί! Οὔτε σεῖς βλέπετε, οὔτε ὅμως καὶ τοὺς ἄλλους ἀφήνετε νὰ χαροῦν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ! Καὶ χρησιμοποιεῖτε τὶς θέσεις σας, τὴν σοφίαν σας, τὰς ἐπιστημονικὰς προόδους σας διὰ νὰ παραμορφώνετε τὴν ἀλήθειαν. Εἶσθε οἱ συγχρονισμένοι ἀποστάται, οἱ προωδευμένοι παράνομοι. Ἔχετε τὰ μάτια ἀνοιχτὰ στὶς πονηρίες καὶ στὰ ἁμαρτωλά σας συμφέροντα καὶ κλειστὰ μπροστὰ στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ φῶς! Κλειστά! Φωτοσβέσται!
4. Τυφλοὶ στὴν ψυχή.
Καὶ αὐτὴ ἡ ψυχική των τύφλωσις δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν τὸ πρόβλημα τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς. Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος, ζῇ, ἐργάζεται, δημιουργεῖ οἰκογένειαν, ἐπιτυγχάνει εἰς τὸν ἐπιστομονικὸν τομέα, νικᾷ τὸν ἀέρα, τὴν θάλασσαν, τὴν φύσιν. Εἱς τὸ τέλος ὅμως νικᾶται ἀπὸ τὸν θάνατον.
Καὶ ἀποθνήσει. Καὶ θάπτεται. Καὶ διαλύεται. Ὅμως τί γίνεται μετά; Ποῦ πηγαίνει; Τὶ ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου; Ἐδῶ μένει ὁ ἄνθρωπος ἀμίλητος, νικημένος.
Αὑτὸ τὸ ἄγνωστον μόνον ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ ἠμπορεῖ νὰ μᾶς τὸ ἀποκαλύψῃ. Ἀλλ’ ὁ τυφλὸς ψυχικὰ δὲν θέλει καὶ ἐδῶ νὰ ἰδῇ.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ ἐξευρευνήσῃ, καταλήγει εἰς τὸ συμπέρασμα νὰ τὸ ἀρνηθῇ. Καὶ ἀποφαίνεται: Μετὰ τὸν θάνατον δὲν ὑπάρχει τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος χάνεται. Γίνεται χῶμα... Ταλαίπωρε! Ἔτσι νομίζεις; Καὶ ἐπειδὴ ἐσὺ τὸ ἀρνεῖσαι, δὲν τὸ βλέπεις, παύει δι’ αὐτὸ καὶ νὰ ὑπάρχῃ; Δύστυχε! Ἀλλοίμονον διὰ τοὺς ψυχικὰ τυφλούς, ποὺ δὲν ἠθέλησαν νὰ μάθουν, νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ πιστεύσουν! Ὅταν κάποτε θὰ ξυπνήσουν εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, τότε, πλέον θὰ εἶναι ἀργά. Πολὺ, δυστυχῶς, ἀργά! ...
Τί κρῖμα ὅμως! Ὁμολογουμένως δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερα συμφορὰ ἀπὸ τὴν ἠθικὴν τύφλωσιν. Οἱ τυφλοὶ εἰς τὸ σῶμα εἶναι ἀναμφιβόλως ἀτυχεῖς. Ὅμως ἠμποροῦν νὰ γίνουν χρήσιμοι καὶ εἰς τὸν ἑαυτὸν των καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. Ἀλλ’ οἱ τυφλοὶ εἰς τὴν ψυχὴν εἶναι συμφορὰ τῆς κοινωνίας, λίβας καυστικὸς καὶ φωτιά, ποὺ κατακαίει. Δι’ αὐτὸ ὁ Ψαλμῳδὸς προσηύχετο καὶ ἔλεγε: «Κύριε, φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον». Εὐτυχής, πράγματι, ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἐγνώρισε τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ζῇ μέσα εἰς τὸ φῶς. Καὶ ὅταν ἀποθάνῃ, πάλιν εἰς τὸ φῶς μεταβαίνει. Τὸ αἰώνιον Φῶς!
Ἀγαπητοί,
Κατὰ τὸ 1958 μία ὁμὰς τυφλῶν Γιουγκοσλάβων ἐπεσκέφθη τὴν Ἐλλάδα. Ἠθέλησαν νὰ ἐπισκεφθοῦν καὶ ἀρχαιολογικοὺς χώρους. Οἱ φωτογραφίες, ποὺ ἐδημοσιεύθησαν, ἔδειχναν τοὺς τυφλοὺς νέους καὶ νέες, ποὺ ἔψαχναν μὲ τὰ δάκτυλά των τὶς πτυχὲς τῶν σκαλιστῶν μαρμάρων στὴ Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, καὶ προσπαθοῦσαν νὰ κατανοήσουν μὲ τὰ δάκτυλά των ὅ,τι δὲν ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια· δηλαδὴ τὸ ἀθάνατο ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα. Ἦταν ἕνα θέαμα ἀφάνταστα συγκινητικό...
Τί νὰ πῇ τώρα κανεὶς διὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν μὲν ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τοῦ σώματος, μένουν ὅμως θεληματικὰ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς;
Πῶς νὰ ἰδοῦν αὐτοὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ Θεοῦ, τὰ κάλλη τῆς ἀρετῆς. Ζοῦν, οἱ δυστυχεῖς, διαρκῶς στὸ σκοτάδι.
Ἀδελφέ!
Ἄς σταθοῦμε καὶ οἱ δυὸ μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ ἄς Τοῦ ποῦμε μὲ ὅλην μας τὴν καρδιά:
«Κύριε, δὲν θέλω ποτὲ νὰ εἶμαι τυφλός στὴν ψυχή.
Μὴν ἀφήσῃς τὰ μάτια μου νὰ μένουν κλειστὰ στὸ σωτήριο φῶς Σου! Μὴν ἀφήσῃς!»
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.31-35)
Ἐκδόσεις Β΄Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος