Γεννήθηκε στήν Κορώνη τῆς Μεσσηνίας, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐπιφανεῖς, τόν Ἐλκανᾶ καί τήν Ἄννα, καί ὑπῆρξε καρπός τῆς θερμῆς προσευχῆς τους. Ἔτυχε εὐσεβοῦς ἀγωγῆς καί ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κορώνης χειροθετήθηκε Ἀναγνώστης.
Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του, ἐγκαταστάθηκε στό Ναύπλιο, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Πρωθιερέως τοῦ Ναυπλίου, ὁ ὁποῖος ἦταν συγγενής ἤ φίλος τῶν γονέων του. Στό Ναύπλιο ὁ ἔπειτα Ὅσιος νυμφεύθηκε, ἀπέκτησε παιδιά καί χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἄργους Θεόδωρο.
Δέν εἶναι γνωστό σέ πιά ἡλικία ὁ Ὅσιος ἄφησε τήν οἰκογένειά του καί πῆγε στή Ρώμη, γιά νά προσκυνήσει στίς Κατακόμβες τούς τάφους τῶν
ἀρχαίων Μαρτύρων, ὅπου ἔμεινε τέσσερα χρόνια. Κατά τήν ἐπιστροφή του ἐπέλεξε τόν ἡσυχαστικό - ἐρημητικό βίο καί ἐγκαταστάθηκε στήν Μονεμβάσια, σέ κελλί κοντά στό Ναό τῆς Παναγίας τῆς Διακονίας.
Δέν εἶναι γνωστό σέ πιά ἡλικία ὁ Ὅσιος ἄφησε τήν οἰκογένειά του καί πῆγε στή Ρώμη, γιά νά προσκυνήσει στίς Κατακόμβες τούς τάφους τῶν
ἀρχαίων Μαρτύρων, ὅπου ἔμεινε τέσσερα χρόνια. Κατά τήν ἐπιστροφή του ἐπέλεξε τόν ἡσυχαστικό - ἐρημητικό βίο καί ἐγκαταστάθηκε στήν Μονεμβάσια, σέ κελλί κοντά στό Ναό τῆς Παναγίας τῆς Διακονίας.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα ἐγκαταστάθηκε στά ἔρημα ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν πειρατῶν Κύθηρα καί ἀσκήθηκε κοντά στόν Ναό τῶν ἁγ. Σεργίου καί Βάκχου, "καρτερῶν ἐν πειρασμοῖς καί ἐγκαρτερῶν ἐν πείνῃ καί δίψῃ, ἐν καύματι τοῦ θέρους καί τῷ ψύχει τοῦ χειμῶνος".
"Ἐγώ ὁ ἐλάχιστος Θεόδωρος Διάκονος, ἠσθένησα εἰς τάς 7 Ἀπριλίου μηνός καί ἰδού ὅπου ἀποσθνήσκω 12 Μαϊου, τήν τοῦ ἁγ. Ἐπιφανίου ἡμέραν".
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου βρέθηκε ἀνέπαφο τόν Σεπτέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους ἀπό ναύτες τοῦ Βυζαντινοῦ Στόλου, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τό προσκύνησαν, τόν ἄφησαν ὅπως τό βρῆκαν.
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου βρέθηκε ἀνέπαφο τόν Σεπτέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους ἀπό ναύτες τοῦ Βυζαντινοῦ Στόλου, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τό προσκύνησαν, τόν ἄφησαν ὅπως τό βρῆκαν.
Τρία χρόνια ἀργότερα κάτοικοι τῆς Μονεμβάσιας ἐπισκέφθηκαν τά Κύθηρα καί ἐνταφίασαν τό ἄφθαρτο Λείψανο μέσα στό Ναό, ὅπου σήμερα σώζεται ὁ τάφος του. Ἀμέσως μετά κτίσθηκε καί ναός πρός τιμήν του καί - πιθανῶς κατά τήν βασιλεία τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ - μία αὐτοκρατορική ἀποστολή προσπάθησε νά μεταφέρει στήν Κωνσταντινούπολη τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου.
Κατά τήν ἐκταφή, "φῶς ἐκτυφλωτικόν περιέλουσεν τόν τάφον τοῦ Ὁσίου".
Ὅταν οἱ αὐτοκρατορικοί ἐκπρόσωποι πῆραν τήν Κάρα τοῦ Ὁσίου καί ἀπέπλευσαν, τό πλοῖο ἄρχισε νά βυθίζεται καί φωνή ἀκούστηκε νά λέγει: "Ἐπιστρέψατε τήν ἁγίαν Κάραν εἰς τό μέρος ἀπ' ὅπου τήν ἐπήρατε"!
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου δημιουργήθηκε μοναστήρι, τό ὁποῖο ἀπέκτησε περιουσία, τήν ὁποία καλλιεργοῦσαν οἱ ἱερωμένοι, κοσμικοί καί μοναχοί.
Τό χρονικό τοῦ Κυθήριου μονάχου Χειλᾶ ἀποτελεῖ πολυτιμότατη πηγή γιά τήν ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ. Εἶναι μιά ἔκθεση - ἀναφορά πρός τούς Βενιέρους, ἡ ὁποία ἐγράφη περί τό 1460.
Γύρω στά 1630 ὁ Ἐπίσκοπος Κυθήρων Ἀθανάσιος Βαλεριανός ἀνακαίνισε τό Ναό τοῦ Ὁσίου, στόν ὁποῖο ἔγιναν διάφορες μετατροπές καί προσθῆκες (φωτό).Σήμερα ἡ τιμία Κάρα τοῦ ὁσ. Θεοδώρου σώζεται στά Κύθηρα, "ἐντός βαρυτίμου καί πολυτελοῦς θήκης, εἰς τύπον ἀρχιερατικῆς μίτρας, ἐκ χρυσοῦ καί ἀργύρου, ἐπιτελοῦσα πολλά θαύματα, τά ὁποῖα πιστοποιοῦνται καί διά τοῦ μεγίστου ἀριθμοῦ ἀφιερωμάτων".
(Ἀρχιμ. Θεοκλήτου Λαμπρινάκου, "Ὅσιος Θεόδωρος ἐκ Κορώνης καί ἐν Κυθήροις ἀσκήσας"·
Περιοδικό "Διδαχή" Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, φ. 638/Μαϊου 2005, σελ. 59 - 61).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Μαΐου.
http://churchsynaxarion.blogspot.com