Στήν ἀρχή τοῦ περασμένου χρόνου, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος ἔδωσε μιά συνέντευξη στήν ἐφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (2-1-2011, σελ. 22), ὅπου, μεταξύ ἄλλων, εἶπε καί τά ἑξῆς πολύ ἐνδιαφέροντα:
Ἐρωτ.: Τί εἶδους δοκιμασία μᾶς βρίσκει τώρα (σχετικά μέ τήν οἰκονομική κρίση);
Ἀπαντ.: Εἶναι κρίση πνευματική, κρίση ἀξιῶν. Καί ὄχι ἀορίστως κάποιων ἀξιῶν. Ἀδυνάτισε ἡ πίστη, ἀδυνάτισε ἡ ἐλπίδα, ἀδυνάτισε ἡ ἀγάπη.
Μιά πυκνή περίληψη τῆς σημερινῆς κοινωνίας εἶναι ὁ στίχος τοῦ Ἔλιοτ: Ποῦ εἶσαι σοφία, πού σέ χάσαμε στή γνώση, καί ποῦ εἶσαι γνώση, πού σέ χάσαμε στήν πληροφόρηση; Στά βιβλικά κείμενα ὑπάρχουν ρήσεις, ὅπως «ἀρχή σοφίας, φόβος Κυρίου». Αὐτό σχετίζεται μέ τήν ταπείνωση, μέ τήν αἴσθηση ὁρίων, αὐτό εἶναι σοφία. Αὐτό λείπει τούτη τή στιγμή. Ἄς θυμηθοῦμε τόν Ντοστογιέφσκι: «Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται». Ἔχει θεοποιηθεῖ τό ἄτομο, τό κάθε μικρό ἄτομο καί ἡ μικρή του ἀλήθεια. Καί ἡ μικρή του ἐξουσία, τήν ὁποία μόλις τήν ἀποκτήσει, σπεύδει νά τήν ἀσκήσει πάνω στούς ἄλλους.
Σκέφτομαι τήν προβολή μιᾶς ἄλλου τύπου ἐξουσίας, ὅπως γίνεται μέσα ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: ὄχι ἡ ἐξουσία πού καταδυναστεύει, ἀλλά μιά ἐξουσία πού διακονεῖ, ὄχι ἡ ἐξουσία πού περιφρονεῖ καί μνησικακεῖ, ἀλλά ἡ ἐξουσία πού συγχωρεῖ καί κατανοεῖ. Εἶναι ἕνας ἄλλος τύπος ἐξουσίας. Τό παιδίον Ἰησοῦς, μέ τό πρωταντίκρισμα, φέρνει αὐτή τήν ἄλλη ἀντίληψη: τήν ἐξουσία τῆς ἀγάπης, ὄχι τήν ἀγάπη γιά τήν ἐξουσία.
Ἐρωτ.: Πῶς μπορεῖ νά δώσει ἡ Ἐκκλησία τό μήνυμά της στίς κοινωνίες ἐν κρίσει;
Ἀπαντ.: Ποιά Ἐκκλησία; Ἐπικρατεῖ μιά πλάνη. Εἶναι Ἐκκλησία οἱ τελετουργοί, οἱ κληρικοί; Δέν εἶναι ὅλα τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ; Ὅλοι οἱ βαπτισθέντες; Σέ αὐτό ἐπιμένω καί στήν Ἀλβανία: Δέν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ κληρικοί ἡ Ἐκκλησία· κάθε βαπτισμένος εἶναι Ἐκκλησία.
Ἐρωτ.: Ὑπάρχει ἐλπίδα;
Ἀπαντ.: Ὅλοι ἔχουμε τή δυνατότητα καί τό χρέος τῆς ἐλπίδας, ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἔχουμε περιθώριο νά μήν ἐλπίζουμε. Ἀντιμετωπίζουμε τή δύσκολη πραγματικότητα μέ τή βεβαιότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, μέ τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης· μέ αὐτό τό φῶς, μέ αὐτή τή δύναμη μεταμορφώνουμε τήν πραγματικότητα.
Ἔχουμε δυνάμεις νά ξεπεράσουμε τούς ἑαυτούς μας, ὄχι μόνο δημόσια, ἀλλά καί ἐν κρυπτῷ, νά βοηθοῦμε τόν διπλανό μας.
Ἡ κρίση σχετίζεται μέ τή στρεβλή οἰκονομική δραστηριότητα, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐγωϊστικότητα, ἀπό τόν ἄκρατο ἀτομισμό, ἀπό τήν ὑλιστική ἀντίληψη ὅτι ὁ πλοῦτος τῆς ζωῆς εἶναι νά ἔχεις πολλά χρήματα, πολλές ἀνέσεις καί πολλές ἐξουσίες. Αὐτό εἶναι τό ἀντίθετο ἀπό τό ἰδανικό τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἀναστασίου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας