«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…» (Ἀκάθ.
ΔΙΣΤΑΖΩ, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω. Διστάζω γιὰ δύο λόγους. Πρῶτον, διότι ἀμφιβάλλω ἂν ὑπάρχουν αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουν ἁγνὸ τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ δεύτερον, διότι τὸ θέμα ποὺ θὰ θίξω εἶνε θέμα καυτό.
Τὸ κακό, ποὺ ἔχει αὐξηθῆ, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἐλεγχθῇ. Ἐν τούτοις ὁ κόσμος, ἐνῷ διαπράττει μεγάλα ἐγκλήματα, δείχνει εὐγένεια γλώσσης. Τὸ κακὸ τὸ κάνει, ἀλλὰ τὰ πράγματα ντρέπεται νὰ τὰ πῇ· προσπαθεῖ νὰ τὰ δικαιολογήσῃ, νὰ παρουσιάσῃ τὸ κακὸ ὡς καλό. Εἶνε ἐποχή, ὅπως εἶπε κάποιος, ποὺ ἐπικρατεῖ τὸ «κόμμα τῶν εὐφημιστῶν». Προσπαθοῦν νὰ καλύψουν αἴσχη μὲ ἀραχνοΰφαντο ὕφασμα καλῶν λέξεων. Λένε τὸ ξίδι γλυκάδι, τὸ φαρμάκι σιρόπι, καὶ ―μὲ συγχωρεῖτε― τὴν πόρνη φιλενάδα. Ὤ ὑποκρισία! Ἀφήνουν ἔτσι τὸ κακὸ καὶ διαδίδεται ἀκόμα περισσότερο.
Ἀλλ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ποῦμε «τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴ σκάφη σκάφη», τὸ σκότος σκότος, τὸ φῶς φῶς. Ἔτσι θὰ ὀνομάσω κ᾽ ἐγὼ τὰ πράγματα, καὶ ἀδιαφορῶ γιὰ τὴν κριτική. Θ᾽ ἀναγκασθῶ ἀπόψε νὰ μεταχειρισθῶ γλῶσσα σκληρή. Δὲν ζητῶ νὰ μὲ πῆτε εὐγενῆ – πέστε με ὅπως θέλετε. Ἔχω χρέος νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ βασιλεὺς τοῦ κηρύγματος, λέει σὲ κάποια ὁμιλία του· «Θὰ λερώσω τὴ γλῶσσα μου». Ὅπως ὁ γιατρὸς ποὺ κάνει ἐγχείρησι λερώνει τὰ χέρια καὶ τὴ μπλούζα του μὲ αἵματα, ἔτσι κ᾽ ἐγώ. Ἀπόψε κάνω ἐγχείρησι πνευματική, κ᾽ εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ λερώσω τὴ γλῶσσα μου, κι ἂς σκανδαλισθοῦν οἱ εὐφημισταὶ καὶ εὐγενεῖς. Πνευματικὸς ἰατρὸς εἶμαι, καὶ πρέπει νὰ βυθίσω τὴν μάχαιρα τοῦ λόγου βαθειά.
Ἀφορμὴ μᾶς δίνει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, τὸ ἐγκώμιο αὐτὸ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ κλείνει μὲ τὰ ἔξοχα ἐκεῖνα λόγια·
«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου
καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…».
Ἐδῶ ὑμνεῖται ἡ παρθενία τῆς Παναγίας.
Τὸ κακό, ποὺ ἔχει αὐξηθῆ, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἐλεγχθῇ. Ἐν τούτοις ὁ κόσμος, ἐνῷ διαπράττει μεγάλα ἐγκλήματα, δείχνει εὐγένεια γλώσσης. Τὸ κακὸ τὸ κάνει, ἀλλὰ τὰ πράγματα ντρέπεται νὰ τὰ πῇ· προσπαθεῖ νὰ τὰ δικαιολογήσῃ, νὰ παρουσιάσῃ τὸ κακὸ ὡς καλό. Εἶνε ἐποχή, ὅπως εἶπε κάποιος, ποὺ ἐπικρατεῖ τὸ «κόμμα τῶν εὐφημιστῶν». Προσπαθοῦν νὰ καλύψουν αἴσχη μὲ ἀραχνοΰφαντο ὕφασμα καλῶν λέξεων. Λένε τὸ ξίδι γλυκάδι, τὸ φαρμάκι σιρόπι, καὶ ―μὲ συγχωρεῖτε― τὴν πόρνη φιλενάδα. Ὤ ὑποκρισία! Ἀφήνουν ἔτσι τὸ κακὸ καὶ διαδίδεται ἀκόμα περισσότερο.
Ἀλλ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ποῦμε «τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴ σκάφη σκάφη», τὸ σκότος σκότος, τὸ φῶς φῶς. Ἔτσι θὰ ὀνομάσω κ᾽ ἐγὼ τὰ πράγματα, καὶ ἀδιαφορῶ γιὰ τὴν κριτική. Θ᾽ ἀναγκασθῶ ἀπόψε νὰ μεταχειρισθῶ γλῶσσα σκληρή. Δὲν ζητῶ νὰ μὲ πῆτε εὐγενῆ – πέστε με ὅπως θέλετε. Ἔχω χρέος νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ βασιλεὺς τοῦ κηρύγματος, λέει σὲ κάποια ὁμιλία του· «Θὰ λερώσω τὴ γλῶσσα μου». Ὅπως ὁ γιατρὸς ποὺ κάνει ἐγχείρησι λερώνει τὰ χέρια καὶ τὴ μπλούζα του μὲ αἵματα, ἔτσι κ᾽ ἐγώ. Ἀπόψε κάνω ἐγχείρησι πνευματική, κ᾽ εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ λερώσω τὴ γλῶσσα μου, κι ἂς σκανδαλισθοῦν οἱ εὐφημισταὶ καὶ εὐγενεῖς. Πνευματικὸς ἰατρὸς εἶμαι, καὶ πρέπει νὰ βυθίσω τὴν μάχαιρα τοῦ λόγου βαθειά.
Ἀφορμὴ μᾶς δίνει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, τὸ ἐγκώμιο αὐτὸ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ κλείνει μὲ τὰ ἔξοχα ἐκεῖνα λόγια·
«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου
καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…».
Ἐδῶ ὑμνεῖται ἡ παρθενία τῆς Παναγίας.
* * *
Ἀλλὰ τί εἶνε παρθενία; Ἡ παρθενία εἶνε λέξι μὲ βαθὺ περιεχόμενο, σημαίνει κάτι ποὺ δὲν τὸ ἄγγιξε κανείς. Θέλεις εἰκόνες τῆς παρθενίας; Ἀνέβα στὴν κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου. Τὸ χιόνι ποὺ τὴν καλύπτει δὲν τὸ πάτησε πόδι ἀνθρώπου, εἶνε παρθένο. Παρθένες εἶνε οἱ ἀπάτητες κορυφὲς τῶν ὀρέων. Παρθένο λέγεται τὸ δάσος ποὺ λόγῳ τῆς πυκνῆς βλαστήσεως δὲν εἰσεχώρησε ποτέ μέσα ἄνθρωπος καὶ μόνο πουλιὰ κελαϊδοῦν στὰ φυλλώματά του.
Εἶνε βεβαιωμένο ψυχολογικῶς· ὁ ἄνθρωπος ἐκ φύσεως θέλει τὸ καθαρό. Εἶνε μία ῥοπὴ ἔμφυτη, τὴν ἔβαλε μέσα του ὁ Θεός. Τὰ θέλει ὅλα καθαρά· θέλει ἀπὸ τὸ ποτήρι ποὺ πίνει νὰ μὴν ἔχῃ πιεῖ ἄλλος, θέλει τὸ πιάτο του νὰ εἶνε ἀχρησιμοποίητο, θέλει τὰ παπούτσια του νὰ μὴν τὰ ἔχῃ φορέσει ἄλλος· ἀποφεύγει τὰ παλιὰ καὶ μεταχειρισμένα. Ἔτσι λοιπὸν θέλει καὶ τὴν κόρη καὶ τὴ γυναῖκα· νὰ εἶνε ἀνέγγιχτη ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου μέχρι τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου.
Εἶνε παρατηρημένο ἱστορικῶς ὅτι ἡ παρθενία ἐτιμᾶτο ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, κατ᾽ ἐξοχὴν μάλιστα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Ἀπόδειξις ὁ Παρθενών, ὁ περίφημος γιὰ τὴν ἀρχιτεκτονική του ναὸς τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, ἀριστούργημα τῶν αἰώνων. Ἀλλὰ καὶ οἱ ῾Ρωμαῖοι τιμοῦσαν τὴν παρθενία. Ἀπόδειξις ὅτι στὴ ῾Ρώμη, στὸ ναὸ τῆς Ἑστίας, διετηρεῖτο ἄσβεστο πῦρ, ποὺ τὸ φύλασσαν κορίτσια ἁγνὰ καὶ ἀμόλυντα, οἱ Ἑστιάδες.
Ἀργότερα ὅμως ἦρθαν χρόνοι παρακμῆς καὶ τὸ φρόνημα κατέπεσε. Διεφθάρησαν καὶ οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς σοφιστὰς καὶ ὑλιστάς, καὶ τότε ἡ παρθενία δὲν ἐτιμᾶτο. Ἡ λατρεία ἄλλαξε· οἱ ναοί, ἀντὶ νὰ ὑπηρετοῦν ἐκεῖ παρθένοι Ἑστιάδες, κατήντησαν πλέον οἶκοι ἀκολασίας. Τέτοιος ναός, διάσημο πορνεῖο, ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης στὴν Κόρινθο, ποὺ συντηροῦσε χίλιες πόρνες, οἱ ὁποῖες μὲ τὸ ἀκάθαρτο μίσθωμά τους ἐξασφάλιζαν μεγάλα ἔσοδα. Ἀντὶ τῆς παρθενίας ἐτιμᾶτο πλέον ἡ πορνεία ἐπισήμως, στὸ πρόσωπο θεῶν καὶ θεαινῶν.
Μόνο ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο ὕψωσε τὸν ἄνθρωπο. Πῆρε τὴ γυναῖκα, ποὺ εἶχε γίνει ἕνα κουρέλι γιὰ νὰ σκουπίζεται ὁ κάθε ἀλήτης, καὶ τὴν ὕψωσε. Κανείς ἄλλος δὲν τίμησε τὴ γυναῖκα ὅπως ὁ Χριστός. Τὴν ὕψωσε πολύ, πάνω ἀπὸ τοὺς γαλαξίες, στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων. Τὴν ὕψωσε στὸ πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία ὀνομάζεται ὄχι ἁπλῶς παρθένος, ἀλλὰ «ἀειπάρθενος». Τὸ «ἀει–» σημαίνει «πάντοτε». «Ἀειπάρθενος» θὰ πῇ «πάντοτε παρθένος»· παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, παρθένος κατὰ τὸν τόκον, παρθένος μετὰ τὸν τόκον. Χαῖρε, ἀειπάρθενε Μαρία!
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἀνέκαθεν τιμᾷ τὴν παρθενία. Εἶνε ὅρος τοῦ γάμου. Ὅταν ἑνωθοῦν παρθένος νέος καὶ παρθένα νέα, δημιουργοῦν τὸν ἰδεώδη γάμο.
Εἶνε βεβαιωμένο ψυχολογικῶς· ὁ ἄνθρωπος ἐκ φύσεως θέλει τὸ καθαρό. Εἶνε μία ῥοπὴ ἔμφυτη, τὴν ἔβαλε μέσα του ὁ Θεός. Τὰ θέλει ὅλα καθαρά· θέλει ἀπὸ τὸ ποτήρι ποὺ πίνει νὰ μὴν ἔχῃ πιεῖ ἄλλος, θέλει τὸ πιάτο του νὰ εἶνε ἀχρησιμοποίητο, θέλει τὰ παπούτσια του νὰ μὴν τὰ ἔχῃ φορέσει ἄλλος· ἀποφεύγει τὰ παλιὰ καὶ μεταχειρισμένα. Ἔτσι λοιπὸν θέλει καὶ τὴν κόρη καὶ τὴ γυναῖκα· νὰ εἶνε ἀνέγγιχτη ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου μέχρι τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου.
Εἶνε παρατηρημένο ἱστορικῶς ὅτι ἡ παρθενία ἐτιμᾶτο ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, κατ᾽ ἐξοχὴν μάλιστα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Ἀπόδειξις ὁ Παρθενών, ὁ περίφημος γιὰ τὴν ἀρχιτεκτονική του ναὸς τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, ἀριστούργημα τῶν αἰώνων. Ἀλλὰ καὶ οἱ ῾Ρωμαῖοι τιμοῦσαν τὴν παρθενία. Ἀπόδειξις ὅτι στὴ ῾Ρώμη, στὸ ναὸ τῆς Ἑστίας, διετηρεῖτο ἄσβεστο πῦρ, ποὺ τὸ φύλασσαν κορίτσια ἁγνὰ καὶ ἀμόλυντα, οἱ Ἑστιάδες.
Ἀργότερα ὅμως ἦρθαν χρόνοι παρακμῆς καὶ τὸ φρόνημα κατέπεσε. Διεφθάρησαν καὶ οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς σοφιστὰς καὶ ὑλιστάς, καὶ τότε ἡ παρθενία δὲν ἐτιμᾶτο. Ἡ λατρεία ἄλλαξε· οἱ ναοί, ἀντὶ νὰ ὑπηρετοῦν ἐκεῖ παρθένοι Ἑστιάδες, κατήντησαν πλέον οἶκοι ἀκολασίας. Τέτοιος ναός, διάσημο πορνεῖο, ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης στὴν Κόρινθο, ποὺ συντηροῦσε χίλιες πόρνες, οἱ ὁποῖες μὲ τὸ ἀκάθαρτο μίσθωμά τους ἐξασφάλιζαν μεγάλα ἔσοδα. Ἀντὶ τῆς παρθενίας ἐτιμᾶτο πλέον ἡ πορνεία ἐπισήμως, στὸ πρόσωπο θεῶν καὶ θεαινῶν.
Μόνο ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο ὕψωσε τὸν ἄνθρωπο. Πῆρε τὴ γυναῖκα, ποὺ εἶχε γίνει ἕνα κουρέλι γιὰ νὰ σκουπίζεται ὁ κάθε ἀλήτης, καὶ τὴν ὕψωσε. Κανείς ἄλλος δὲν τίμησε τὴ γυναῖκα ὅπως ὁ Χριστός. Τὴν ὕψωσε πολύ, πάνω ἀπὸ τοὺς γαλαξίες, στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων. Τὴν ὕψωσε στὸ πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία ὀνομάζεται ὄχι ἁπλῶς παρθένος, ἀλλὰ «ἀειπάρθενος». Τὸ «ἀει–» σημαίνει «πάντοτε». «Ἀειπάρθενος» θὰ πῇ «πάντοτε παρθένος»· παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, παρθένος κατὰ τὸν τόκον, παρθένος μετὰ τὸν τόκον. Χαῖρε, ἀειπάρθενε Μαρία!
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἀνέκαθεν τιμᾷ τὴν παρθενία. Εἶνε ὅρος τοῦ γάμου. Ὅταν ἑνωθοῦν παρθένος νέος καὶ παρθένα νέα, δημιουργοῦν τὸν ἰδεώδη γάμο.
* * *
Καὶ στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχαν αὐστηρὰ ἤθη. Μέχρι πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ – διακόσα χρόνια, ὅταν ἡ νύφη δὲν βρισκόταν παρθένος, ἐδιώχνετο ἀπὸ τὸ σπίτι τὸ ἴδιο βράδυ τοῦ γάμου· ἡ κοινωνία δὲν τὸ ἀνεχόταν. Ἔτσι ἦταν τότε σπάνιο νὰ βρεθῇ κόρη χωρὶς παρθενία. Ὕστερα ἦρθαν καινὰ δαιμόνια, νέα ῥεύματα, ἀπὸ τὴ διεφθαρμένη Δύσι, ποὺ ἄρχισαν νὰ περιπαίζουν καὶ νὰ κλονίζουν τὴν προσήλωσι στὴν παρθενία.
Τὸ 1944 ἤμουν στὴν Κοζάνη. Ἐκεῖνες τὶς μέρες κατέβηκαν ἀπ᾽ τὰ βουνὰ οἱ ἀντάρτισσες, καμμιὰ τριακοσαριά, κ᾽ ἔκαναν παρέλασι συντεταγμένες, μὲ τὴ σημαία μπροστά. Δὲν τὶς κατηγορῶ. Τὸ ἔκαναν ὡς Ἑλληνίδες, πιστεύοντας ὅτι ὑπερασπίζονται κι αὐτὲς τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος. Δὲν ἐξετάζω λοιπὸν τὸ θέμα πολιτικῶς· τὸ θέτω ἀπὸ ἄλλης πλευρᾶς. Ποιό ἦταν τὸ ἀπαράδεκτο· ὅτι εἶχαν καὶ μιὰ ταμπέλλα ποὺ ἔγραφε «Κάτω ἡ παρθενία» καὶ φώναζαν «Κάτω ἡ παρθενία»! Δὲν σᾶς λέω κάτι φανταστικό· τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ τ᾽ ἄκουσα μὲ τ᾽ αὐτιά μου. Ποῦ ἔφθασαν αὐτὲς οἱ Ἑλληνίδες! Αὐτὸ οὔτε οἱ πόρνες τῶν Παρισίων δὲ τολμοῦν νὰ τὸ ποῦν. Χλεύασαν τὴν παρθενία ὡς δεισιδαιμονία καὶ πρόληψι.
Πρόληψις; Θὰ σᾶς πῶ λοιπὸν κάτι καὶ παρακαλῶ συγχωρέστε με ποὺ θὰ λερώσω τὴ γλῶσσα μου. Δὲν τὸ ἤξερα κ᾽ ἐγώ, μοῦ τὸ εἶπε καθηγητὴς πανεπιστημίου τῶν Ἀθηνῶν. Ἔρευνες, λέει, ἔδειξαν ὅτι, ὅταν σμίγῃ κάποιος μὲ γυναῖκα ποὺ προηγουμένως εἶχε σχέσι μὲ κάποιον ἄλλο ἐραστή, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὴ ἀγκαλιάζει τὸν σύζυγό της, τὸ μυαλό της πηγαίνει σ᾽ ἐκεῖνον, κάνει σύγκρισι, καὶ ξέρετε τί θὰ συμβῇ; Ἀφοῦ ἡ ψυχή της εἶνε προσκολλημένη σ᾽ ἐκεῖνον, τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθῇ θὰ μοιάσῃ ὄχι στὸ νόμιμο σύζυγο ἀλλὰ σ᾽ ἐκεῖνον!
Ὦ Ἐκκλησία γλυκειά μας μάνα, πόσο σωστὰ διδάσκεις ὅτι οἱ προγαμιαῖες σχέσεις εἶνε ἁμαρτία, κ᾽ ἐμεῖς φεύγουμε ἀπ᾽ τὰ λόγια σου!
Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ κοπέλλα. Ἔκλαιγε καὶ ὕβριζε τὸ νέο ποὺ τὴν ἄφησε 7 μηνῶν ἔγκυο καὶ πέταξε στὴν Αὐστραλία· εἶχαν σμίξει μόλις ἀρραβιωνιάστηκαν, μὲ τὴν ὤθησι τῶν γονέων! Βρῆκα δυστυχῶς καὶ στὴν περιφέρειά μου τὸ κάκιστο αὐτὸ ἔθιμο, μόλις ἀρραβωνιάζονται νὰ σμίγουν. Δὲν σταμάτησα νὰ διδάσκω καὶ νὰ τὸ καταπολεμῶ· καὶ περιωρίστηκε, ἀλλὰ δὲν ξερριζώθηκε.
Ἂς δοξάσουμε ὅμως τὸ Θεό, ἀδελφοί, γιατὶ στὸν αἰῶνα αὐτὸ τῆς διαφθορᾶς, ποὺ τὸ φθηνότερο κρέας κατήντησε τὸ γυναικεῖο ὅπως ἔλεγε ἕνας ναυτικός, ἡ παρθενία δὲν ἐξέλιπε τελείως. Διατηρεῖται σὰν σπάνιο ἄνθος.
Εἶνε πρὸς τιμὴν τῶν τσιγγάνων ὅτι δὲν σμίγουν παρὰ μόνο μετὰ τὸ γάμο. Καὶ εἶνε κρίμα οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ παίρνουμε διδάγματα ἀπὸ λαοὺς ἀλλοθρήσκους, ὅπως ἡ Λιβύη τοῦ Καντάφη, ὅπου μὲ νόμο, ὅποιος τολμήσῃ νὰ ἀτιμάσῃ κορίτσι, τὸν κρεμοῦν σὲ τηλεγραφόξυλο γιὰ μιὰ ᾽βδομάδα.
Τὸ 1944 ἤμουν στὴν Κοζάνη. Ἐκεῖνες τὶς μέρες κατέβηκαν ἀπ᾽ τὰ βουνὰ οἱ ἀντάρτισσες, καμμιὰ τριακοσαριά, κ᾽ ἔκαναν παρέλασι συντεταγμένες, μὲ τὴ σημαία μπροστά. Δὲν τὶς κατηγορῶ. Τὸ ἔκαναν ὡς Ἑλληνίδες, πιστεύοντας ὅτι ὑπερασπίζονται κι αὐτὲς τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος. Δὲν ἐξετάζω λοιπὸν τὸ θέμα πολιτικῶς· τὸ θέτω ἀπὸ ἄλλης πλευρᾶς. Ποιό ἦταν τὸ ἀπαράδεκτο· ὅτι εἶχαν καὶ μιὰ ταμπέλλα ποὺ ἔγραφε «Κάτω ἡ παρθενία» καὶ φώναζαν «Κάτω ἡ παρθενία»! Δὲν σᾶς λέω κάτι φανταστικό· τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ τ᾽ ἄκουσα μὲ τ᾽ αὐτιά μου. Ποῦ ἔφθασαν αὐτὲς οἱ Ἑλληνίδες! Αὐτὸ οὔτε οἱ πόρνες τῶν Παρισίων δὲ τολμοῦν νὰ τὸ ποῦν. Χλεύασαν τὴν παρθενία ὡς δεισιδαιμονία καὶ πρόληψι.
Πρόληψις; Θὰ σᾶς πῶ λοιπὸν κάτι καὶ παρακαλῶ συγχωρέστε με ποὺ θὰ λερώσω τὴ γλῶσσα μου. Δὲν τὸ ἤξερα κ᾽ ἐγώ, μοῦ τὸ εἶπε καθηγητὴς πανεπιστημίου τῶν Ἀθηνῶν. Ἔρευνες, λέει, ἔδειξαν ὅτι, ὅταν σμίγῃ κάποιος μὲ γυναῖκα ποὺ προηγουμένως εἶχε σχέσι μὲ κάποιον ἄλλο ἐραστή, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὴ ἀγκαλιάζει τὸν σύζυγό της, τὸ μυαλό της πηγαίνει σ᾽ ἐκεῖνον, κάνει σύγκρισι, καὶ ξέρετε τί θὰ συμβῇ; Ἀφοῦ ἡ ψυχή της εἶνε προσκολλημένη σ᾽ ἐκεῖνον, τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθῇ θὰ μοιάσῃ ὄχι στὸ νόμιμο σύζυγο ἀλλὰ σ᾽ ἐκεῖνον!
Ὦ Ἐκκλησία γλυκειά μας μάνα, πόσο σωστὰ διδάσκεις ὅτι οἱ προγαμιαῖες σχέσεις εἶνε ἁμαρτία, κ᾽ ἐμεῖς φεύγουμε ἀπ᾽ τὰ λόγια σου!
Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ κοπέλλα. Ἔκλαιγε καὶ ὕβριζε τὸ νέο ποὺ τὴν ἄφησε 7 μηνῶν ἔγκυο καὶ πέταξε στὴν Αὐστραλία· εἶχαν σμίξει μόλις ἀρραβιωνιάστηκαν, μὲ τὴν ὤθησι τῶν γονέων! Βρῆκα δυστυχῶς καὶ στὴν περιφέρειά μου τὸ κάκιστο αὐτὸ ἔθιμο, μόλις ἀρραβωνιάζονται νὰ σμίγουν. Δὲν σταμάτησα νὰ διδάσκω καὶ νὰ τὸ καταπολεμῶ· καὶ περιωρίστηκε, ἀλλὰ δὲν ξερριζώθηκε.
Ἂς δοξάσουμε ὅμως τὸ Θεό, ἀδελφοί, γιατὶ στὸν αἰῶνα αὐτὸ τῆς διαφθορᾶς, ποὺ τὸ φθηνότερο κρέας κατήντησε τὸ γυναικεῖο ὅπως ἔλεγε ἕνας ναυτικός, ἡ παρθενία δὲν ἐξέλιπε τελείως. Διατηρεῖται σὰν σπάνιο ἄνθος.
Εἶνε πρὸς τιμὴν τῶν τσιγγάνων ὅτι δὲν σμίγουν παρὰ μόνο μετὰ τὸ γάμο. Καὶ εἶνε κρίμα οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ παίρνουμε διδάγματα ἀπὸ λαοὺς ἀλλοθρήσκους, ὅπως ἡ Λιβύη τοῦ Καντάφη, ὅπου μὲ νόμο, ὅποιος τολμήσῃ νὰ ἀτιμάσῃ κορίτσι, τὸν κρεμοῦν σὲ τηλεγραφόξυλο γιὰ μιὰ ᾽βδομάδα.
* * *
Ἄλλαξαν, ἀγαπητοί μου, τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μπῆκαν τὰ γράμματα τοῦ σατανᾶ. Ἀπόψε ἐδῶ ψάλλουμε «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου…», κι ὁ κόσμος τραγουδάει τὴν ὡραιότητα τοῦ φλέρτ, τῆς πορνείας καὶ μοιχείας, τὴν ὡραιότητα τῆς διαφθορᾶς.
Κορίτσια, μὴν ἀκοῦτε τὸν κόσμο. Ἀκοῦστε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία. Μείνετε μέχρι τὸ γάμο ἀνέγγιχτες. Πάρτε ξύλο καὶ σιδερένιο ῥαβδὶ καὶ θραῦστε τὰ κεφάλια τῶν κτηναρίων ποὺ σᾶς παρενοχλοῦν, γιὰ νὰ μὴ θρηνήσετε.
Σᾶς ὑπογράφω συμβόλαιο. Ὁ ἄντρας διψᾷ γιὰ γυναῖκα. Ἐὰν ἐσεῖς κρατηθῆτε ἁγνές, δὲν θὰ μείνῃ γυναίκα ἀνύπαντρη· καὶ ἡ πιὸ ἄσχημη θὰ παντρευτῇ. Ἐνῷ τώρα καὶ οἱ πιὸ ὡραῖες μένουν ἀζήτητες, στὸ ῥάφι. Νά ἡ ἀνυπακοή.
Ὅταν σὲ λίγο ἀκουστῇ ὁ ὕμνος τῆς παρθενίας τῆς Παναγίας, παρακαλῶ συναισθανθῆτε τὸ ἁμάρτημα τῶν προγαμιαίων σχέσεων καὶ μὲ μετάνοια ἐπιστρέψτε στὶς αἰώνιες ῥίζες μας. Ὄχι ὑποκριτικὰ ἀλλὰ μὲ συναίσθησι ἂς ψάλλουμε· «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…»· ἀμήν.
Κορίτσια, μὴν ἀκοῦτε τὸν κόσμο. Ἀκοῦστε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία. Μείνετε μέχρι τὸ γάμο ἀνέγγιχτες. Πάρτε ξύλο καὶ σιδερένιο ῥαβδὶ καὶ θραῦστε τὰ κεφάλια τῶν κτηναρίων ποὺ σᾶς παρενοχλοῦν, γιὰ νὰ μὴ θρηνήσετε.
Σᾶς ὑπογράφω συμβόλαιο. Ὁ ἄντρας διψᾷ γιὰ γυναῖκα. Ἐὰν ἐσεῖς κρατηθῆτε ἁγνές, δὲν θὰ μείνῃ γυναίκα ἀνύπαντρη· καὶ ἡ πιὸ ἄσχημη θὰ παντρευτῇ. Ἐνῷ τώρα καὶ οἱ πιὸ ὡραῖες μένουν ἀζήτητες, στὸ ῥάφι. Νά ἡ ἀνυπακοή.
Ὅταν σὲ λίγο ἀκουστῇ ὁ ὕμνος τῆς παρθενίας τῆς Παναγίας, παρακαλῶ συναισθανθῆτε τὸ ἁμάρτημα τῶν προγαμιαίων σχέσεων καὶ μὲ μετάνοια ἐπιστρέψτε στὶς αἰώνιες ῥίζες μας. Ὄχι ὑποκριτικὰ ἀλλὰ μὲ συναίσθησι ἂς ψάλλουμε· «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…»· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Παρασκευὴ βράδυ 8-3-1985)