Σελίδες

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Προγαμιαίες σχέσεις. Β΄ Στάση των Χαιρετισμών


«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…» (Ἀκάθ.

ΔΙΣΤΑΖΩ, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω. Διστά­ζω γιὰ δύο λόγους. Πρῶτον, διότι ἀμφιβάλ­λω ἂν ὑπάρχουν αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουν ἁ­γνὸ τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ δεύτερον, διότι τὸ θέμα ποὺ θὰ θίξω εἶνε θέμα καυτό.
Τὸ κακό, ποὺ ἔχει αὐξηθῆ, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἐ­λεγχθῇ. Ἐν τούτοις ὁ κόσμος, ἐνῷ διαπράττει μεγάλα ἐγκλήματα, δείχνει εὐγένεια γλώσ­σης. Τὸ κακὸ τὸ κάνει, ἀλλὰ τὰ πράγματα ντρέπεται νὰ τὰ πῇ· προσπαθεῖ νὰ τὰ δικαιολογήσῃ, νὰ παρου­σιάσῃ τὸ κακὸ ὡς καλό. Εἶ­νε ἐποχή, ὅπως εἶπε κάποιος, ποὺ ἐπικρα­­τεῖ τὸ «κόμμα τῶν εὐφημιστῶν». Προσπα­θοῦν νὰ καλύψουν αἴσχη μὲ ἀραχνοΰφαντο ὕ­φασμα καλῶν λέξεων. Λένε τὸ ξίδι γλυκάδι, τὸ φαρμάκι σιρόπι, καὶ ―μὲ συγχωρεῖτε― τὴν πόρνη φιλενάδα. Ὤ ὑποκρισία! Ἀφήνουν ἔτσι τὸ κακὸ καὶ διαδίδεται ἀκόμα περισσότερο.
Ἀλλ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ποῦ­με «τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴ σκάφη σκάφη», τὸ σκότος σκότος, τὸ φῶς φῶς. Ἔτσι θὰ ὀνομάσω κ᾽ ἐγὼ τὰ πράγματα, καὶ ἀδιαφορῶ γιὰ τὴν κριτι­κή. Θ᾽ ἀ­ναγκασθῶ ἀπόψε νὰ μεταχει­ρισθῶ γλῶσσα σκλη­ρή. Δὲν ζητῶ νὰ μὲ πῆτε εὐγενῆ – πέ­στε με ὅπως θέλετε. Ἔχω χρέος νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ βασιλεὺς τοῦ κηρύγματος, λέει σὲ κάποια ὁμιλία του· «Θὰ λερώσω τὴ γλῶσσα μου». Ὅπως ὁ γιατρὸς ποὺ κάνει ἐγχείρησι λερώνει τὰ χέρια καὶ τὴ μπλού­ζα του μὲ αἵματα, ἔτσι κ᾽ ἐγώ. Ἀ­πόψε κάνω ἐγχείρησι πνευματική, κ᾽ εἶμαι ἀ­ναγκασμένος νὰ λερώσω τὴ γλῶσ­σα μου, κι ἂς σκανδαλισθοῦν οἱ εὐφημισταὶ καὶ εὐγενεῖς. Πνευματικὸς ἰατρὸς εἶμαι, καὶ πρέπει νὰ βυθίσω τὴν μάχαιρα τοῦ λόγου βαθειά.
Ἀφορμὴ μᾶς δίνει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, τὸ ἐγκώμιο αὐτὸ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ κλείνει μὲ τὰ ἔξοχα ἐκεῖνα λόγια·

«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου
καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…».
Ἐδῶ ὑμνεῖται ἡ παρθενία τῆς Παναγίας.

* * *

π. ΑΥΓ. ΣΤΟΝ ΑΝΒΩΝΑ copyἈλλὰ τί εἶνε παρθενία; Ἡ παρθενία εἶνε λέξι μὲ βαθὺ περιεχόμενο, σημαίνει κάτι ποὺ δὲν τὸ ἄγγιξε κανείς. Θέλεις εἰκόνες τῆς παρθενί­ας; Ἀνέβα στὴν κορυ­φὴ τοῦ Ὀλύμ­που. Τὸ χιόνι ποὺ τὴν καλύπτει δὲν τὸ πάτησε πόδι ἀν­θρώπου, εἶνε παρθέ­νο. Παρθένες εἶνε οἱ ἀπά­τητες κορυφὲς τῶν ὀ­ρέ­ων. Παρθένο λέγεται τὸ δάσος ποὺ λόγῳ τῆς πυκνῆς βλαστήσεως δὲν εἰσεχώρησε ποτέ μέσα ἄν­θρωπος καὶ μόνο πουλιὰ κελαϊδοῦν στὰ φυλλώματά του.
Εἶνε βεβαιωμένο ψυχολογικῶς· ὁ ἄν­θρω­πος ἐκ φύσεως θέλει τὸ καθα­ρό. Εἶνε μία ῥοπὴ ἔμ­φυτη, τὴν ἔβαλε μέσα του ὁ Θεός. Τὰ θέλει ὅλα καθαρά· θέλει ἀπὸ τὸ ποτήρι ποὺ πίνει νὰ μὴν ἔχῃ πιεῖ ἄλλος, θέλει τὸ πιάτο του νὰ εἶνε ἀ­χρησιμοποίητο, θέλει τὰ παπούτσια του νὰ μὴν τὰ ἔχῃ φορέσει ἄλλος· ἀποφεύγει τὰ παλιὰ καὶ μεταχειρισμένα. Ἔ­τσι λοιπὸν θέλει καὶ τὴν κόρη καὶ τὴ γυναῖκα· νὰ εἶνε ἀνέγγιχτη ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου μέχρι τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου.
Εἶνε παρατηρημένο ἱστορικῶς ὅτι ἡ παρθε­νία ἐτιμᾶτο ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, κατ᾽ ἐξο­χὴν μάλιστα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Ἀπόδειξις ὁ Παρ­θενών, ὁ περίφημος γιὰ τὴν ἀρχιτεκτονική του ναὸς τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς στὴν Ἀ­κρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, ἀριστούργημα τῶν αἰώνων. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ ῾Ρωμαῖοι τιμοῦσαν τὴν παρθενία. Ἀ­πόδειξις ὅτι στὴ ῾Ρώμη, στὸ ναὸ τῆς Ἑστίας, διετηρεῖτο ἄσβεστο πῦρ, ποὺ τὸ φύλασσαν κορίτσια ἁγνὰ καὶ ἀμόλυντα, οἱ Ἑστιάδες.
Ἀργότερα ὅμως ἦρθαν χρόνοι παρακμῆς καὶ τὸ φρόνημα κατέπεσε. Διεφθάρησαν καὶ οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς σοφιστὰς καὶ ὑλιστάς, καὶ τότε ἡ παρθενία δὲν ἐτιμᾶτο. Ἡ λατρεία ἄλλαξε· οἱ ναοί, ἀντὶ νὰ ὑπηρετοῦν ἐκεῖ παρθένοι Ἑ­στιάδες, κατήντησαν πλέον οἶκοι ἀκο­λασίας. Τέτοιος ναός, διάσημο πορνεῖο, ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης στὴν Κόρινθο, ποὺ συν­τηροῦσε χίλιες πόρνες, οἱ ὁποῖ­ες μὲ τὸ ἀκάθαρτο μίσθωμά τους ἐξασφά­λιζαν μεγάλα ἔσο­δα. Ἀντὶ τῆς παρθενίας ἐτιμᾶτο πλέον ἡ πορνεία ἐπισήμως, στὸ πρόσωπο θεῶν καὶ θεαινῶν.
Μόνο ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο ὕ­ψωσε τὸν ἄνθρωπο. Πῆρε τὴ γυναῖκα, ποὺ εἶχε γίνει ἕνα κουρέλι γιὰ νὰ σκουπίζεται ὁ κάθε ἀ­λήτης, καὶ τὴν ὕψωσε. Κανείς ἄλλος δὲν τίμησε τὴ γυναῖκα ὅπως ὁ Χριστός. Τὴν ὕψωσε πολύ, πάνω ἀπὸ τοὺς γαλαξίες, στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων. Τὴν ὕψωσε στὸ πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία ὀνομάζεται ὄχι ἁ­πλῶς παρθένος, ἀλλὰ «ἀειπάρθενος». Τὸ «ἀει–» σημαίνει «πάντοτε». «Ἀειπάρθενος» θὰ πῇ «πάντοτε παρθένος»· παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, παρθένος κατὰ τὸν τόκον, παρθένος μετὰ τὸν τόκον. Χαῖρε, ἀειπάρθενε Μαρία!
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἀνέκαθεν τιμᾷ τὴν παρθενία. Εἶνε ὅρος τοῦ γάμου. Ὅταν ἑ­νωθοῦν παρθένος νέος καὶ παρθένα νέα, δημι­ουργοῦν τὸν ἰδεώδη γάμο.

* * *

Καὶ στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχαν αὐστηρὰ ἤθη. Μέχρι πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ – διακόσα χρόνια, ὅταν ἡ νύφη δὲν βρισκόταν παρθένος, ἐδιώχνετο ἀ­­­πὸ τὸ σπίτι τὸ ἴδιο βράδυ τοῦ γάμου· ἡ κοινω­νία δὲν τὸ ἀ­νεχόταν. Ἔτσι ἦταν τότε σπάνιο νὰ βρεθῇ κόρη χωρὶς παρθενία. Ὕστερα ἦρ­θαν καινὰ δαιμόνια, νέα ῥεύματα, ἀπὸ τὴ διεφθαρ­μένη Δύσι, ποὺ ἄρ­χισαν νὰ περιπαίζουν καὶ νὰ κλονίζουν τὴν προσήλωσι στὴν παρθενία.
Τὸ 1944 ἤμουν στὴν Κοζάνη. Ἐκεῖνες τὶς μέ­ρες κατέβηκαν ἀπ᾽ τὰ βουνὰ οἱ ἀντάρτισσες, καμμιὰ τριακοσαριά, κ᾽ ἔκαναν παρέλασι συν­τεταγμένες, μὲ τὴ σημαία μπροστά. Δὲν τὶς κατηγορῶ. Τὸ ἔκαναν ὡς Ἑλληνίδες, πιστεύοντας ὅτι ὑπερασπίζον­ται κι αὐ­τὲς τὴν ἐ­λευ­θερία τῆς πατρίδος. Δὲν ἐξετάζω λοιπὸν τὸ θέμα πολιτικῶς· τὸ θέτω ἀπὸ ἄλλης πλευ­ρᾶς. Ποιό ἦταν τὸ ἀπαράδεκτο· ὅτι εἶχαν καὶ μιὰ ταμ­πέλλα ποὺ ἔγραφε «Κάτω ἡ παρθενία» καὶ φώναζαν «Κάτω ἡ παρθενία»! Δὲν σᾶς λέω κάτι φανταστικό· τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ τ᾽ ἄκουσα μὲ τ᾽ αὐτιά μου. Ποῦ ἔφθασαν αὐ­τὲς οἱ Ἑλληνίδες! Αὐτὸ οὔτε οἱ πόρνες τῶν Παρισίων δὲ τολμοῦν νὰ τὸ ποῦν. Χλεύασαν τὴν παρθενία ὡς δεισιδαιμονία καὶ πρόληψι.
Πρόληψις; Θὰ σᾶς πῶ λοιπὸν κάτι καὶ παρακαλῶ συγχωρέστε με ποὺ θὰ λερώσω τὴ γλῶσσα μου. Δὲν τὸ ἤξερα κ᾽ ἐγώ, μοῦ τὸ εἶ­πε καθηγητὴς πανεπιστημίου τῶν Ἀθηνῶν. Ἔρευ­νες, λέει, ἔδειξαν ὅτι, ὅταν σμίγῃ κάποιος μὲ γυναῖκα ποὺ προηγουμένως εἶχε σχέσι μὲ κάποιον ἄλλο ἐραστή, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὴ ἀγκαλιάζει τὸν σύζυγό της, τὸ μυαλό της πηγαίνει σ᾽ ἐκεῖνον, κάνει σύγκρισι, καὶ ξέρετε τί θὰ συμβῇ; Ἀφοῦ ἡ ψυχή της εἶνε προσκολλημένη σ᾽ ἐκεῖνον, τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθῇ θὰ μοιάσῃ ὄχι στὸ νόμιμο σύζυγο ἀλλὰ σ᾽ ἐκεῖνον!
Ὦ Ἐκκλησία γλυκειά μας μάνα, πόσο σωστὰ διδάσκεις ὅτι οἱ προγαμιαῖες σχέσεις εἶνε ἁμαρτία, κ᾽ ἐμεῖς φεύγουμε ἀπ᾽ τὰ λόγια σου!
Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἦρθε στὴ μητρό­πολι μιὰ κοπέλλα. Ἔκλαιγε καὶ ὕβριζε τὸ νέο ποὺ τὴν ἄφησε 7 μηνῶν ἔγκυο καὶ πέταξε στὴν Αὐστραλία· εἶχαν σμίξει μόλις ἀρραβιωνιάστη­καν, μὲ τὴν ὤθησι τῶν γονέων! Βρῆκα δυστυ­χῶς καὶ στὴν περιφέρειά μου τὸ κάκιστο αὐτὸ ἔθιμο, μόλις ἀρραβωνιάζονται νὰ σμίγουν. Δὲν σταμάτησα νὰ διδάσκω καὶ νὰ τὸ καταπο­λε­μῶ· καὶ περιωρίστηκε, ἀλλὰ δὲν ξερριζώθηκε.
Ἂς δοξάσουμε ὅμως τὸ Θεό, ἀδελφοί, για­τὶ στὸν αἰῶνα αὐτὸ τῆς διαφθορᾶς, ποὺ τὸ φθη­νότερο κρέας κατήντησε τὸ γυναικεῖο ὅπως ἔλεγε ἕνας ναυτικός, ἡ παρθενία δὲν ἐξέλιπε τελείως. Διατηρεῖται σὰν σπάνιο ἄνθος.
Εἶνε πρὸς τιμὴν τῶν τσιγγάνων ὅτι δὲν σμίγουν παρὰ μόνο μετὰ τὸ γάμο. Καὶ εἶνε κρίμα οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ παίρνουμε διδάγματα ἀπὸ λαοὺς ἀλλοθρήσκους, ὅπως ἡ Λιβύη τοῦ Καντάφη, ὅπου μὲ νόμο, ὅποιος τολμήσῃ νὰ ἀτιμάσῃ κορίτσι, τὸν κρεμοῦν σὲ τηλεγραφόξυλο γιὰ μιὰ ᾽βδομάδα.

* * *

Ἄλλαξαν, ἀγαπητοί μου, τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μπῆκαν τὰ γράμματα τοῦ σατα­νᾶ. Ἀπόψε ἐδῶ ψάλλουμε «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου…», κι ὁ κόσμος τραγουδάει τὴν ὡ­ραιότητα τοῦ φλέρτ, τῆς πορνείας καὶ μοιχείας, τὴν ὡραιότητα τῆς διαφθορᾶς.
Κορίτσια, μὴν ἀκοῦτε τὸν κόσμο. Ἀκοῦ­στε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία. Μείνετε μέχρι τὸ γάμο ἀνέγγιχτες. Πάρτε ξύλο καὶ σιδερένιο ῥαβδὶ καὶ θραῦστε τὰ κεφάλια τῶν κτηναρί­ων ποὺ σᾶς παρενοχλοῦν, γιὰ νὰ μὴ θρηνήσετε.
Σᾶς ὑπογράφω συμβόλαιο. Ὁ ἄντρας διψᾷ γιὰ γυναῖκα. Ἐὰν ἐσεῖς κρατηθῆτε ἁγνές, δὲν θὰ μείνῃ γυναίκα ἀνύπαντρη· καὶ ἡ πιὸ ἄσχημη θὰ παντρευτῇ. Ἐνῷ τώρα καὶ οἱ πιὸ ὡραῖες μένουν ἀζήτητες, στὸ ῥάφι. Νά ἡ ἀνυπακοή.
Ὅταν σὲ λίγο ἀκουστῇ ὁ ὕμνος τῆς παρθε­νίας τῆς Παναγίας, παρακαλῶ συναισθαν­θῆτε τὸ ἁμάρτημα τῶν προγαμιαίων σχέσεων καὶ μὲ μετάνοια ἐπιστρέψτε στὶς αἰώνιες ῥίζες μας. Ὄχι ὑποκριτικὰ ἀλλὰ μὲ συναίσθησι ἂς ψάλλουμε· «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…»· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Παρασκευὴ βράδυ 8-3-1985)

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=20292