«Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς» (Λουκ. 14,16)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Εἶνε μία παραβολή, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός μας. Ἡ παραβολὴ μοιάζει μὲ καρπό. Ὁ καρπὸς ἔχει δύο πράγματα· φλοιὸ καὶ ψύχα. Σπᾷς τὸ τσῶφλι στὸ καρύδι καὶ τρῶς τὸν καρπό. Καὶ στὴν παραβολὴ φλοιὸς εἶνε οἱ λέξεις, οἱ εἰκόνες, τὰ παραδείγματα, ποὺ παίρνει ὁ Κύριος ἀπὸ τὴ φύσι καὶ τὴν καθημερινὴ ζωή. Πίσω ἀπ’ αὐτὰ κρύβονται ἀλήθειες μεγάλες καὶ ὑψηλές. Ἂς δοῦμε τὶς πρῶτες λέξεις.
* * *
Λέει, ὅτι κάποιος «ἄνθρωπος ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς» (Λουκ. 14,16). Ποιός εἶνε αὐτός, ποιό εἶνε τὸ δεῖπνο, ποιούς προσκαλεῖ, καὶ πῶς τοὺς προσκαλεῖ;
«Ἄνθρωπος» δὲν εἶνε ἐδῶ ἕνας βασιλεὺς ἢ ἡγεμών. Αὐτοί, ὅσο σπουδαῖοι κι ἂν εἶνε, μπροστὰ στὸν Κύριό μας, στὸ Θεὸ ποὺ εἶνε ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, εἶνε ἕνα πελώριο μηδενικό. Ὁ Θεὸς παραθέτει τὸ δεῖπνο.
Ποιό εἶνε τὸ «μέγα δεῖπνον»; Δεῖπνο εἶνε τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθὰ ποὺ χαρίζει ὁ Θεός. Τὰ ὑλικὰ μικρά, τὰ πνευματικὰ μεγάλα.
Ποιά εἶνε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά; Εἶνε ὁ ἥλιος, ὁ ἀτμοσφαιρικὸς ἀέρας, τὸ ὀξυγόνο, τὸ νερό, οἱ τροφές. Μπορεῖ νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς αὐτά; Ἀδύνατον. Ποιός τὰ δίνει; Ὁ Θεός. Πόσο ἀχάριστοι εἴμεθα! Οἱ πρόγονοί μας εἶχαν εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό· δὲν ἔτρωγαν ψωμὶ χωρὶς προσευχή. Ἐμεῖς, τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Ἐκεῖνος παραθέτει «δεῖπνον μέγα». Αὐτὸ μεταφραζόμενο σημαίνει· κάθε μέρα στρώνει τραπέζι σὲ μικροὺς – μεγάλους· κ’ ἐμεῖς δὲ λέμε ἕνα εὐχαριστῶ.
Ἀλλ’ ἐκτὸς τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὑπάρχουν τὰ πνευματικὰ ἀγαθά. Τὰ ὑλικὰ κάπως τὰ αἰσθανόμεθα· τὰ πνευματικά; Ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις, τὸν πλοῦτο, τὰ μεγαλεῖα, τὴ δόξα καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐπίγειο, ἰδέα δὲν ἔχουμε γιὰ τὰ πνευματικά ἀγαθά. Σ’ ἕνα μῦθο του ὁ Αἴσωπος λέει, ὅτι ἕνας πετεινὸς σκάλιζε τὸ χῶμα νὰ βρῇ κανένα σκουλήκι. Ἀντὶ σκουλήκι βρῆκε ἕνα διαμάντι, ἀλλὰ τὸ πέταξε, τὸ περιφρόνησε. Σκουλήκι ἤθελε, δὲν ἤθελε διαμάντι. Ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι· σκαλίζουν στὴν ὕλη, καὶ περιφρονοῦν τ’ ἀνεκτίμητα πνευματικὰ ἀγαθά.
⃝ Τέτοιο ἀγαθὸ εἶνε λ.χ. ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτημάτων, ποὺ λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου, διὰ τῆς θυσίας τοῦ Ἐσταυρωμένου. Μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου εἶνε Ἰορδάνης ποταμός, ποὺ πλένει τ’ ἁμαρτήματα ὅλου τοῦ κόσμου.
⃝ Πνευματικὸ ἀγαθὸ εἶνε ἡ χαρά, ποὺ δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἐξομολογηθῇ στὸν πνευματικὸ πατέρα τ’ ἁμαρτήματά του εἰλικρινῶς. Ὅπως λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, ὁ προφήτης τῆς ῾Ρωσίας, ἐξωμολογήθηκα, καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου! Πήγαινε, δοκίμασε, πὲς «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (Λουκ. 15,21).
⃝ Πνευματικὸ ἀγαθὸ εἶνε ἡ προσευχή, ὅταν ἐσύ, τὸ σκουλήκι τῆς γῆς, γονατίζῃς καὶ μὲ τὸν πνευματικὸ αὐτὸ ἀσύρματο ἔρχεσαι σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν οὐρανό. Εἶνε μεγάλη ἡ τιμὴ νὰ συνομιλῇς μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα.
⃝ Πνευματικὸ ἀγαθὸ εἶνε ὁ ἐκκλησιασμός, ὅταν ὁ Χριστιανός, ὄχι ἀπὸ κάποια ὑποχρέωσι, ἀλλ’ ἀπὸ ψυχικὴ ἀνάγκη πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία καὶ παρακολουθῇ τὴ θεία λειτουργία. «Εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλμ. 121,1).
⃝ Πνευματικὸ ἀγαθὸ εἶνε τὸ φῶς ποὺ δέχεσαι ὅταν ἀκοῦς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ διαβάζῃς τὸ Εὐαγγέλιο. «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου» (Ψαλμ. 118,103). Τί νὰ τὸ κάνῃς τὸ ὑλικὸ τραπέζι; Καὶ τὰ ζῷα τρῶνε σανὸ καὶ τὰ ὄρνεα κρέατα. Δὲν εἶνε κοράκι ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶνε μόνο ὕλη καὶ στομάχι· εἶνε καὶ ψυχή. Πέρα ἀπ’ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες ὑπάρχουν ἀνάγκες πνευματικές.
⃝ Ὕψιστο πνευματικὸ ἀγαθὸ ἀπολαμβάνει ὁ πιστὸς ὅταν ἀξίως κοινωνῇ τὰ ἄχραντα μυστήρια, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον.
⃝ Ποιά γλῶσσα τέλος θὰ περιγράψῃ τὰ ἀγαθά, ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς κληρονόμους τῆς αἰωνίου βασιλείας του, τὰ ἀγαθὰ δηλαδὴ τοῦ παραδείσου; Ἂν εἶνε ὡραῖα τὰ ἄνθη, τὰ πουλιά, ἡ γῆ, ὁ ἥλιος…, φαντασθῆτε πόσο ὡραιότερος θὰ εἶνε ὁ ἄλλος ἐκεῖνος κόσμος, ποὺ ἀρχίζει μετὰ θάνατον. Ἐκεῖ ἀνέβηκε ὁ Παῦλος καὶ «ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,4).
«Ἄνθρωπος» δὲν εἶνε ἐδῶ ἕνας βασιλεὺς ἢ ἡγεμών. Αὐτοί, ὅσο σπουδαῖοι κι ἂν εἶνε, μπροστὰ στὸν Κύριό μας, στὸ Θεὸ ποὺ εἶνε ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, εἶνε ἕνα πελώριο μηδενικό. Ὁ Θεὸς παραθέτει τὸ δεῖπνο.
Ποιό εἶνε τὸ «μέγα δεῖπνον»; Δεῖπνο εἶνε τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθὰ ποὺ χαρίζει ὁ Θεός. Τὰ ὑλικὰ μικρά, τὰ πνευματικὰ μεγάλα.
Ποιά εἶνε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά; Εἶνε ὁ ἥλιος, ὁ ἀτμοσφαιρικὸς ἀέρας, τὸ ὀξυγόνο, τὸ νερό, οἱ τροφές. Μπορεῖ νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς αὐτά; Ἀδύνατον. Ποιός τὰ δίνει; Ὁ Θεός. Πόσο ἀχάριστοι εἴμεθα! Οἱ πρόγονοί μας εἶχαν εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό· δὲν ἔτρωγαν ψωμὶ χωρὶς προσευχή. Ἐμεῖς, τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Ἐκεῖνος παραθέτει «δεῖπνον μέγα». Αὐτὸ μεταφραζόμενο σημαίνει· κάθε μέρα στρώνει τραπέζι σὲ μικροὺς – μεγάλους· κ’ ἐμεῖς δὲ λέμε ἕνα εὐχαριστῶ.
Ἀλλ’ ἐκτὸς τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὑπάρχουν τὰ πνευματικὰ ἀγαθά. Τὰ ὑλικὰ κάπως τὰ αἰσθανόμεθα· τὰ πνευματικά; Ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις, τὸν πλοῦτο, τὰ μεγαλεῖα, τὴ δόξα καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐπίγειο, ἰδέα δὲν ἔχουμε γιὰ τὰ πνευματικά ἀγαθά. Σ’ ἕνα μῦθο του ὁ Αἴσωπος λέει, ὅτι ἕνας πετεινὸς σκάλιζε τὸ χῶμα νὰ βρῇ κανένα σκουλήκι. Ἀντὶ σκουλήκι βρῆκε ἕνα διαμάντι, ἀλλὰ τὸ πέταξε, τὸ περιφρόνησε. Σκουλήκι ἤθελε, δὲν ἤθελε διαμάντι. Ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι· σκαλίζουν στὴν ὕλη, καὶ περιφρονοῦν τ’ ἀνεκτίμητα πνευματικὰ ἀγαθά.
⃝ Τέτοιο ἀγαθὸ εἶνε λ.χ. ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτημάτων, ποὺ λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου, διὰ τῆς θυσίας τοῦ Ἐσταυρωμένου. Μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου εἶνε Ἰορδάνης ποταμός, ποὺ πλένει τ’ ἁμαρτήματα ὅλου τοῦ κόσμου.
⃝ Πνευματικὸ ἀγαθὸ εἶνε ἡ χαρά, ποὺ δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἐξομολογηθῇ στὸν πνευματικὸ πατέρα τ’ ἁμαρτήματά του εἰλικρινῶς. Ὅπως λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, ὁ προφήτης τῆς ῾Ρωσίας, ἐξωμολογήθηκα, καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου! Πήγαινε, δοκίμασε, πὲς «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (Λουκ. 15,21).
⃝ Πνευματικὸ ἀγαθὸ εἶνε ἡ προσευχή, ὅταν ἐσύ, τὸ σκουλήκι τῆς γῆς, γονατίζῃς καὶ μὲ τὸν πνευματικὸ αὐτὸ ἀσύρματο ἔρχεσαι σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν οὐρανό. Εἶνε μεγάλη ἡ τιμὴ νὰ συνομιλῇς μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα.
⃝ Πνευματικὸ ἀγαθὸ εἶνε ὁ ἐκκλησιασμός, ὅταν ὁ Χριστιανός, ὄχι ἀπὸ κάποια ὑποχρέωσι, ἀλλ’ ἀπὸ ψυχικὴ ἀνάγκη πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία καὶ παρακολουθῇ τὴ θεία λειτουργία. «Εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλμ. 121,1).
⃝ Πνευματικὸ ἀγαθὸ εἶνε τὸ φῶς ποὺ δέχεσαι ὅταν ἀκοῦς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ διαβάζῃς τὸ Εὐαγγέλιο. «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου» (Ψαλμ. 118,103). Τί νὰ τὸ κάνῃς τὸ ὑλικὸ τραπέζι; Καὶ τὰ ζῷα τρῶνε σανὸ καὶ τὰ ὄρνεα κρέατα. Δὲν εἶνε κοράκι ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶνε μόνο ὕλη καὶ στομάχι· εἶνε καὶ ψυχή. Πέρα ἀπ’ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες ὑπάρχουν ἀνάγκες πνευματικές.
⃝ Ὕψιστο πνευματικὸ ἀγαθὸ ἀπολαμβάνει ὁ πιστὸς ὅταν ἀξίως κοινωνῇ τὰ ἄχραντα μυστήρια, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον.
⃝ Ποιά γλῶσσα τέλος θὰ περιγράψῃ τὰ ἀγαθά, ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς κληρονόμους τῆς αἰωνίου βασιλείας του, τὰ ἀγαθὰ δηλαδὴ τοῦ παραδείσου; Ἂν εἶνε ὡραῖα τὰ ἄνθη, τὰ πουλιά, ἡ γῆ, ὁ ἥλιος…, φαντασθῆτε πόσο ὡραιότερος θὰ εἶνε ὁ ἄλλος ἐκεῖνος κόσμος, ποὺ ἀρχίζει μετὰ θάνατον. Ἐκεῖ ἀνέβηκε ὁ Παῦλος καὶ «ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,4).
* * *
Ὑλικὰ λοιπὸν καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Αὐτὸ εἶνε τὸ δεῖπνο ποὺ παραθέτει ὁ Θεός. Καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ καλῇ ὅλους μας σ’ αὐτό. Πῶς μᾶς καλεῖ; Μὲ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους.
⃝ Πρῶτα-πρῶτα μὲ τὴ φωνὴ τῆς φύσεως. Ἕνα μήνυμα ἔρχεται ἀπ᾽ ὅλη τὴν πλάσι, μικρὰ καὶ μεγάλα δημιουργήματα· «πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 150,6). Βλέπεις τὸν ἥλιο; τί λέει; Μιλάει, μὲ ποιητικὴ γλῶσσα σοῦ λέει· Ἐγὼ εἶμαι μικρὸς ἥλιος, δὲν εἶμαι τίποτα, θὰ σβήσω. Πέρα ἀπὸ μένα ὑπάρχει ἕνας ἄλλος ἥλιος, ἀθάνατος καὶ αἰώνιος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς δὲ θὰ σβήσῃ ποτέ. Εἶνε «ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης». Ἔχετε αὐτιά; ἀκοῦστε· «Ἡ γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης…» (ἀπολυτ. Χριστουγ.). Βλέπεις τοὺς ποταμούς, τὸν Ἀξιό, τὸν Ἁλιάκμονα; τί λένε; Ἐμεῖς εἴμεθα μικροὶ ποταμοί· ὁ μεγάλος ποταμός, ποὺ ἀρδεύει τὴν ἀνθρωπότητα μὲ νερὸ ἀθάνατο, εἶνε ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Βλέπεις τὸ δέντρο; Κι αὐτὸ μιλάει καὶ σοῦ λέει· Ἐγὼ δίνω καρπό, τὰ φύλλα μου, τὸ ξύλο· ἐσύ, ἄνθρωπε, τί δίνεις; Ὁ Πλάτων εἶπε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε δέντρο ἀλλὰ μὲ ῥίζα στὸν οὐρανὸ καὶ κλαδιὰ στὴ γῆ. Ὅπως τὸ δέντρο δίνει καρπούς, ἔτσι κ’ ἐσύ. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19). Χριστιανός, ποὺ δὲ θέλει νὰ παρουσιάσῃ ἔργα ἀγαθά, εἶνε δέντρο ἄκαρπο, γιὰ τσεκούρι καὶ φωτιά. Βλέπεις τὸ πρόβατο; Σὲ διδάσκει καὶ σοῦ λέει· Νὰ εἶσαι ἥμερος, πρᾶος, ταπεινός, ὄχι ἄγριος σὰν τὸ λύκο… Ἀπ’ ὅλη τὴ φύσι ἀντηχεῖ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ καλεῖ. Ὅποιος ἔχει λίγη πίστι τὴν ἀκούει.
⃝ Καλεῖ ὅμως ὁ Θεὸς καὶ μὲ μιὰ ἄλλη φωνή. Αὐτὴ ἔρχεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο σύμπαν, ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ πνευματικοῦ κόσμου τῆς ψυχῆς. Εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως. Καὶ μόνο αὐτὴ φτάνει ν’ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ποιός δὲν τὴν ἄκουσε! Κάνεις τὸ κακό; Ἂς μὴν τὸ ξέρῃ κανείς· μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς ἀκοῦς τὴ φωνὴ ποὺ ἄκουσε καὶ ὁ Κάϊν· «Κάϊν Κάϊν, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9). Καὶ μόνο ἡ φωνὴ αὐτὴ καταρρίπτει τὸν ὑλισμό· ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἄλλου γένους, οὐρανίου, πλασμένος γιὰ τὸν οὐρανό.
⃝ Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὶς φωνὲς τῆς φύσεως, μὲ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, μᾶς καλεῖ καὶ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ ἀκούγεται στὴν ἐκκλησία καὶ πολλοὺς ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια. Ὅπου κήρυγμα ἐκεῖ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ζωή. Γι᾽ αὐτὸ σὲ ὁλοκληρωτικὲς χῶρες ἐπιτρέπουν λατρεία ἀλλὰ κήρυγμα ὄχι. Ὅπου ὑπάρχει κήρυγμα, διεγείρονται τὰ αἰσθήματα, δημιουργεῖται γενεὰ φοβουμένων τὸν Κύριον.
⃝ Καλεῖ ὁ Κύριος ἐπίσης διὰ τῆς ἀσθενείας. Ὅταν πέσῃς στὸ κρεβάτι καὶ πονῇς καὶ οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦν νὰ σοῦ προσφέρουν τίποτε, τότε κράζεις· Θεέ μου Θεέ μου!… Πολλοὶ τότε γνώρισαν τὸν Κύριο, στὴν ἀσθένεια.
⃝ Μᾶς καλεῖ ἀκόμη ὁ Κύριος καὶ μὲ τὸ θάνατο. Σὰν μαῦρο κοράκι πετάει κι ἁρπάζει τὸν ἄντρα ἢ τὴ γυναῖκα ἢ τὸ παιδί, καὶ τότε ἀκούγεται μιὰ φωνὴ ποὺ τὸν ἄλλο καιρὸ δὲν ἀκουγόταν· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Μηδὲν ὁ πλοῦτος, μηδὲν ἡ δόξα, μηδὲν τὰ μεγαλεῖα, μηδὲν οἱ ἔρωτες, μηδὲν οἱ γυναῖκες. Ἕνα μόνο ἀξίζει, ἡ αἰωνιότης!
⃝ Καλεῖ κάποτε ὁ Κύριος καὶ μὲ ὁράματα πνευματικά. Ἔτσι κάλεσε τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ὅταν εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ τὸ «Ἐν τούτῳ νίκᾳ».
⃝ Πρῶτα-πρῶτα μὲ τὴ φωνὴ τῆς φύσεως. Ἕνα μήνυμα ἔρχεται ἀπ᾽ ὅλη τὴν πλάσι, μικρὰ καὶ μεγάλα δημιουργήματα· «πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 150,6). Βλέπεις τὸν ἥλιο; τί λέει; Μιλάει, μὲ ποιητικὴ γλῶσσα σοῦ λέει· Ἐγὼ εἶμαι μικρὸς ἥλιος, δὲν εἶμαι τίποτα, θὰ σβήσω. Πέρα ἀπὸ μένα ὑπάρχει ἕνας ἄλλος ἥλιος, ἀθάνατος καὶ αἰώνιος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς δὲ θὰ σβήσῃ ποτέ. Εἶνε «ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης». Ἔχετε αὐτιά; ἀκοῦστε· «Ἡ γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης…» (ἀπολυτ. Χριστουγ.). Βλέπεις τοὺς ποταμούς, τὸν Ἀξιό, τὸν Ἁλιάκμονα; τί λένε; Ἐμεῖς εἴμεθα μικροὶ ποταμοί· ὁ μεγάλος ποταμός, ποὺ ἀρδεύει τὴν ἀνθρωπότητα μὲ νερὸ ἀθάνατο, εἶνε ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Βλέπεις τὸ δέντρο; Κι αὐτὸ μιλάει καὶ σοῦ λέει· Ἐγὼ δίνω καρπό, τὰ φύλλα μου, τὸ ξύλο· ἐσύ, ἄνθρωπε, τί δίνεις; Ὁ Πλάτων εἶπε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε δέντρο ἀλλὰ μὲ ῥίζα στὸν οὐρανὸ καὶ κλαδιὰ στὴ γῆ. Ὅπως τὸ δέντρο δίνει καρπούς, ἔτσι κ’ ἐσύ. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19). Χριστιανός, ποὺ δὲ θέλει νὰ παρουσιάσῃ ἔργα ἀγαθά, εἶνε δέντρο ἄκαρπο, γιὰ τσεκούρι καὶ φωτιά. Βλέπεις τὸ πρόβατο; Σὲ διδάσκει καὶ σοῦ λέει· Νὰ εἶσαι ἥμερος, πρᾶος, ταπεινός, ὄχι ἄγριος σὰν τὸ λύκο… Ἀπ’ ὅλη τὴ φύσι ἀντηχεῖ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ καλεῖ. Ὅποιος ἔχει λίγη πίστι τὴν ἀκούει.
⃝ Καλεῖ ὅμως ὁ Θεὸς καὶ μὲ μιὰ ἄλλη φωνή. Αὐτὴ ἔρχεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο σύμπαν, ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ πνευματικοῦ κόσμου τῆς ψυχῆς. Εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως. Καὶ μόνο αὐτὴ φτάνει ν’ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ποιός δὲν τὴν ἄκουσε! Κάνεις τὸ κακό; Ἂς μὴν τὸ ξέρῃ κανείς· μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς ἀκοῦς τὴ φωνὴ ποὺ ἄκουσε καὶ ὁ Κάϊν· «Κάϊν Κάϊν, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9). Καὶ μόνο ἡ φωνὴ αὐτὴ καταρρίπτει τὸν ὑλισμό· ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἄλλου γένους, οὐρανίου, πλασμένος γιὰ τὸν οὐρανό.
⃝ Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὶς φωνὲς τῆς φύσεως, μὲ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, μᾶς καλεῖ καὶ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ ἀκούγεται στὴν ἐκκλησία καὶ πολλοὺς ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια. Ὅπου κήρυγμα ἐκεῖ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ζωή. Γι᾽ αὐτὸ σὲ ὁλοκληρωτικὲς χῶρες ἐπιτρέπουν λατρεία ἀλλὰ κήρυγμα ὄχι. Ὅπου ὑπάρχει κήρυγμα, διεγείρονται τὰ αἰσθήματα, δημιουργεῖται γενεὰ φοβουμένων τὸν Κύριον.
⃝ Καλεῖ ὁ Κύριος ἐπίσης διὰ τῆς ἀσθενείας. Ὅταν πέσῃς στὸ κρεβάτι καὶ πονῇς καὶ οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦν νὰ σοῦ προσφέρουν τίποτε, τότε κράζεις· Θεέ μου Θεέ μου!… Πολλοὶ τότε γνώρισαν τὸν Κύριο, στὴν ἀσθένεια.
⃝ Μᾶς καλεῖ ἀκόμη ὁ Κύριος καὶ μὲ τὸ θάνατο. Σὰν μαῦρο κοράκι πετάει κι ἁρπάζει τὸν ἄντρα ἢ τὴ γυναῖκα ἢ τὸ παιδί, καὶ τότε ἀκούγεται μιὰ φωνὴ ποὺ τὸν ἄλλο καιρὸ δὲν ἀκουγόταν· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Μηδὲν ὁ πλοῦτος, μηδὲν ἡ δόξα, μηδὲν τὰ μεγαλεῖα, μηδὲν οἱ ἔρωτες, μηδὲν οἱ γυναῖκες. Ἕνα μόνο ἀξίζει, ἡ αἰωνιότης!
⃝ Καλεῖ κάποτε ὁ Κύριος καὶ μὲ ὁράματα πνευματικά. Ἔτσι κάλεσε τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ὅταν εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ τὸ «Ἐν τούτῳ νίκᾳ».
* * *
Μᾶς καλεῖ, ἀγαπητοί μου, ὁ Θεὸς «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» (Ἑβρ. 1,1). Κ’ ἐμεῖς; Κουφοὶ εἴμαστε καὶ δὲν ἀκοῦμε τὶς τόσες φωνές. Γιατί; Διότι δὲν ἔχουμε κεραία. Καὶ κεραία ποιά εἶνε; Εἶνε ἡ ἕκτη αἴσθησις, ἡ πίστις. Κεραῖες γέμισαν τὰ σπίτια, καὶ πιάνουν σταθμούς. Γήϊνα πράγματα, ψευτιές! Πέρα ἀπ’ αὐτὸ τὸν γήϊνο κόσμο, πάρε κεραία καὶ ἐπικοινώνησε μὲ τὸν οὐρανό. Καὶ θὰ δῇς, ὅτι αὐτὸ ποὺ λέω δὲν εἶνε ψέμα· εἶνε ἀλήθεια καὶ πραγματικότης. Ὅσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει ὁ ἥλιος, τόσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει Χριστός· τὸν ὁποῖον, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ της Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος, στις 13-12-1987)