Σε λίγες μέρες φθάνουν τα Χριστούγεννα! Όλοι οι Χριστιανοί ετοιμάζονται για τη μεγάλη Εορτή. Όλοι θα πάνε στην Εκκλησία να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος σαν τους ποιμένες της Βηθλεέμ, ν ?κούσουν το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ», να προσφέρουν κι αυτοί δώρα στο Χριστό, σαν τους Μάγους της Ανατολής, την πίστη, την αγάπη, την ελπίδα.
Κάθε χρόνο όμως έρχεται στο νου μου ένα μοναδικό χριστουγεννιάτικο δώρο που πρόσφερε στο Χριστό ένας γέρος παπάς ενός χωριού.
Στο σπίτι του παπα-Γιάννη, αληθινού κυριάρχη ψυχών, όπως και σε κάθε χριστιανικό σπίτι, βασιλεύει η χαρά της Χριστουγεννιάτικης γιορτής. Στο τζάκι χοντρά ξύλα ελιάς αναμμένα, απλώνουν γύρω ευχάριστη θαλπωρή. Τα εγγονάκια του πατρός Ιωάννη μαζεμένα γύρω του, ακούνε αχόρταγα τις ολόγλυκες ιστορίες που τους διηγείται για το Χριστό που γεννήθηκε στο Σπήλαιο, για τους αγγέλους που όλη εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα έψαλλαν, για τους βοσκούς που πρώτοι προσκύνησαν το Χριστό. Και η συγκίνηση αποτυπωνόταν στα μικρά εκφραστικά τους μάτια. Έξω ακατάπαυστα πέφτει το παγωμένο χιονόνερο που ορμητικά ο αέρας το ρίχνει στα τζάμια του σπιτιού. Ολόκληρο το σπίτι σείεται από την καταιγίδα. Ξαφνικά με ασυνήθιστη δύναμη κτυπάει η πόρτα. Τα μικρά μαζεύτηκαν κοντά στον παππού ενώ εκείνος φώναξε σε ένα από τα μικρά: «Τρέξε κι άνοιξε την πόρτα. Κάποιος χριστιανός κτυπάει. Τρέξε και φερ τον μέσα να ζεσταθεί στη φωτιά». Η πόρτα άνοιξε και μπαίνει μέσα ένας άνθρωπος τρομαγμένος, μουσκεμμένος απ τή βροχή, λαχανιασμένος απ τό δρόμο, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Σε καλό σου παιδί μου, κάθησε λιγάκι στη φωτιά να ζεσταθείς και να στεγνώσεις» του πε με στοργή ο παπα-Γιάννης.
Εκείνος φιλεί ευλαβικά το χέρι του παπά και χωρίς να χρονοτριβεί του λέει: «Τρέξε πάτερ μου, η γρια μητέρα μου πεθαίνει και ζητάει να κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια. Τρέξε να την προλάβεις». Ο παπάς τινάχτηκε όρθιος σα νάταν παλληκάρι. «Ετοιμάστε το φανάρι» είπε και πήρε να ρίξει πάνω του ένα χοντρό ράσο. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν με αγωνία και θέλησαν να τον εμποδίσουν. «Που θα πας πατέρα με ένα τέτοιο τρομερό καιρό; Το σπίτι της άρρωστης, το ξέρεις είναι έξω απ τό χωριό, κάτω στο ρέμμα. Πως θα κατέβεις αυτόν τον γλιστερό κατήφορο εβδομήντα χρονών άνθρωπος; Που θα πας πατέρα; Και κρεμάστηκαν από τα ράσα του και άρχισαν να κλαίνε όλα μαζί. Ο γέρω-παπάς έρριξε σ ?λους γύρω του ένα βλέμμα αυστηρό. Όλοι τότε πάγωσαν. Ποιά δύναμη μπορεί να κρατήσει το χείμαρρο που κατεβαίνει ορμητικά απ τό βουνό; Ο παπα-Γιάννης που μπροστά στο καθήκον παραμερίζει τα πάντα, παίρνει τώρα εκφραση γλυκειά και λέει στα παιδιά του: «Έχετε δίκιο παιδιά, ο καιρός πράγματι είναι κακός, το σπίτι μακρυά, ο δρόμος γλιστερός, απότομος κι επικίνδυνος. Μα αν πεθάνει η γυναίκα ακοινώνητη ποιά θα ναι τότε η θέση μου; Σαράντα χρόνια υπηρετώ τον Κύριο μήπως ελεηθώ όταν φύγω απ α?τό τον κόσμο. Κάι τώρα που πλησιάζει το τέλος μου τώρα ν ?ρνηθ? μια τέτοια αποστολή; Τι λόγο θα δώσω στον Δίκαιο Κριτή; Να πάνε χαμένοι σαράντα χρόνων κόποι και θυσίες;» Κι αν πάθεις τίποτα στο δρόμο και κρατείς και τ ?χραντα Μυστήρια, δεν είναι πιο κακό πατέρα; τόλμησε ν ?ντιτάξει ένα παιδί. «Πως θα πάθω κακό, είπε αυστηρά ο παπα-Γιάννης, αφού θα κρατώ στα χέρια μου τον ίδιο το Χριστό; Ο Χριστός θα με φυλάξει έως ότου πάω στην άρρωστη και δώσω την Αγία Κοινωνία. Όταν γυρίζω, που θάχω αδειανό το δισκοπότηρο, τότε και να πεθάνω τι πειράζει; Έναν τέτοιο θάνατο επάνω στο καθήκον θα τον δεχόμουν με την καρδιά μου όλη». Και δίνοντας στον ξένο το φανάρι άνοιξε την πόρτα και ξεκίνησαν βιαστικοί προς την Εκκλησία, μέσα στην καταιγίδα, ενώ τα παιδιά του κάνουν το σταυρό τους σαστισμένα…
«Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου…» ακούστηκε η γλυκειά φωνή της άρρωστης γυναίκας μέσα από το φτωχικό καλυβάκι που υποδέχθηκε το Χριστό με θυμίαμα και κερί.
Ξαπλωμένη σ ?να τρίχινο στρωσίδι κατάχαμα, κατακίτρινη, σήκωσε το σκελετωμένο χέρι της και έκανε το σημείο του σταυρού. Αξιώθηκε και πήρε την Αγία Κοινωνία! Τα παιδιά της γονατισμένα όλα κλαίνε. «Δόξα σοι ο Θεός», είπε τώρα ο παπάς με βαθειά συγκίνηση. Ξεκουράστηκε λίγο στο πονεμένο σπίτι, ασφάλισε το αδειανό τώρα Άγιο Δισκοπότηρο στον κόρφο του και ξεκίνησε πάλι για το χωριό ευτυχισμένος.
Το χιονόνερο εξακολουθεί πάντα να πέφτει ορμητικό κι ο άνεμος παγωμένος σείει τα δέντρα.
Κάί κάποιος διαβάτης έχει καρφωθεί επάνω στο άλογό του και χωμένος μέσα σε χοντρά χωριάτικα ρούχα, βαδίζει κατά το χωριό. Το άλογο μόνο του τον πάει, αυτός δεν βλέπει τίποτα εμπρός του. Τι τρομερός ανήφορος! Τι λάσπες! Το ταλαίπωρο ζώο δεν μπορεί να στερεώσει τα πόδια του από τη γλύστρα. Παρόλο το κρύο είναι μουσκεμμένο στον ιδρώτα. Μα, ξαφνικά, σαν είδε μπρος του κίνδυνο τρομερό, σταμάτησε απότομα, χλιμίντρισε τρομαγμένο, κι άρχισε καλπάζοντας να φεύγει προς τα πίσω. Ο διαβάτης μόλις κατώρθωσε να το κρατήσει και πήδηξε μέσα στις λάσπες να σωθεί. Μα ρίγος πέρασε το κορμί του, σαν είδε μπρος του το φρικτό το θέαμα: ο παπά Γιάννης είχε κυλισθεί μέσα στις λάσπες του δρόμου. Τα ράσα του είναι λασπωμένα. Το καλημμαύχι, κυλισμένο κι αυτό πιο κάτω, είναι μέσα στη λάσπη. Το φανάρι, αναποδογυρισμένο κι αυτό, με το λάδι χυμένο πιο πέρα. Μόλις ανάσαινε. Το ένα χέρι του μένει ακίνητο, ξερό, με το άλλο σφίγγει νευρικά στο στήθος του το Άγιο Δισκοπότητο. Δεν ομιλεί. Τα μάτια, μόνο, κινεί προς τον ουρανό, σαν να προσεύχεται…
Θρήνος σ όλο το χωριό. Πέρασαν μήνες ολόκληροι. Ο παπα Γιάννης δεν μπορούσε να κινηθεί, να μιλήσει . Ωστόσο στο πρόσωπό του είχε χυθεί γαλήνη αγγελική.
Στο βλέμμα του έβλεπε ο καθένας την ικανοποίησή του. Τώρα, έπειτα από τόσο καιρό, μόλις κινείται, μόλις μπορεί να τραυλίσει λίγες λέξεις. Κατόρθωσε ωστόσο να μου δώσει να καταλάβω πως εκεί κοντά τότε, που έπεφτε επάνω στο καθήκον, είχε δει ολοζώντανο μπροστά του το Χριστό να του προσφέρει ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα ολόλευκα και είχε ακούσει απόμακρες ολόγλυκες μελωδίες αγγέλων!
Αγαπητοί μου ενορίτες. Οι μάγοι της Ανατολής προσέφεραν πολύτιμα δώρα στο νεογέννητο βασιλιά Λυτρωτή. Ποιός όμως θα μπορούσε ν ?ρνηθε? ότι το δώρο, που προσέφερε ο παπά -Γιάννης δεν είναι πιο πολύτιμο από τα δώρα των Μάγων; Προσέφερε ολόκληρο τον εαυτό του.
Εμείς τι δώρο άραγε θα μπορούσαμε να προσφέρουμε αυτά τα Χριστούγεννα στο Χριστό…;
Μακάρι να μπορούσαμε να Του προσφέρουμε, όχι θυσία τον εαυτό μας, αλλά κάτι πολύ λιγότερο. Να προσφέρουμε την καρδιά μας στο Χριστό αφήνοντας τις αμαρτίες μας στη φάτνη του. Ένα τέτοιο δώρο θα ήταν το καλύτερο για το Θείο Βρέφος.http://www.ag-marina.gr/