«Ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Ματθ. 18,11)
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας, ἀγαπητοί μου, γνωρίζουν πολλὰ πράγματα, περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι οἱ ἄνθρωποι τοῦ παρελθόντος· ἕνα παιδὶ ξέρει πιὸ πολλὰ ἀπὸ ὅ,τι ὁ παπποῦς του.
Εἶνε ἐποχὴ τῆς γνώσεως καὶ ἐπιστήμης.
Ἀλλ᾽ ἐνῷ γνωρίζουν τόσα καὶ μιλοῦν γιὰ πολλά, σὲ ἕνα ζήτημα, ποὺ εἶνε τὸ σπουδαιότερο καὶ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἐνδιαφέρῃ περισσότερο, ἔχουν μείνει πολὺ πίσω καὶ ὑστεροῦν.
Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Εἶνε ἡ θρησκεία μας.
Μεγάλη ἄγνοια ἔχουν γι᾽ αὐτὴν οἱ πολλοί.
Οἱ μικροὶ καὶ ταπεινοὶ τῆς γῆς, ποὺ ἀκοῦνε μὲ εὐλάβεια τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν κάποια ἰδέα· οἱ μορφωμένοι, ποὺ ἔχουν πάει σὲ σχολειὰ
καὶ πανεπιστήμια, αὐτοὶ ἔχουν μεσάνυχτα.
Στὴν ἐκκλησία ἔρχονται μιὰ ἢ δυὸ φορὲς τὸ χρόνο.
Τί λέει ὁ παπᾶς, τί ψάλλουν οἱ ψάλτες, τί λέει ἡ θεία λειτουργία, δὲν καταλαβαίνουν γρῦ, σὰν νά ᾽νε κινέζικα ὅλ᾽ αὐτά.
Ἀγνοοῦν τὴν Ἐκκλησία, τὴ λατρεία, τὰ μυστήρια, τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἂν τοὺς ρωτήσῃς τί εἶνε ὁ Χριστός, γιὰ ποιό σκοπὸ ἦρθε ἐδῶ στὴ Γῆ; σοῦ λένε ὁ ἕνας ὅτι εἶνε ἕνας μεγάλος δάσκαλος, ὁ ἄλλος ἕνας μεγάλος ποιητής, ὁ ἄλλος ἕνας φιλόσοφος, ὁ ἄλλος ἕνας κοινωνιολόγος, ὁ ἄλλος ἕνας ἐπαναστάτης, ὁ ἄλλος ἕνας προλετάριος, ὁ ἄλλος ἕνας κομμουνιστής…
Ἰδέες διάφορες.
Μὰ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ὅπως τὸν φαντάζονται· εἶνε πάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτά. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ ἕνα σκοπὸ ὑψηλό, γιὰ ἕνα ἔργο μεγάλο, ποὺ κανείς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνῃ. Χίλιοι ποιηταί, φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, στρατηγοὶ καὶ βασιλιᾶδες δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός.
Ποιό ἦταν τὸ ἔργο του; Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος·
«Ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Ματθ. 18,11)· ἄφησε τὰ παλάτια τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, γιὰ νὰ σώσῃ «τὸ ἀπολωλός»· αὐτὸς εἶνε ὁ σκοπὸς ποὺ ἐνανθρώπησε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· «σῶσαι τὸ ἀπολωλός», γιὰ νὰ σώσῃ τὸ χαμένο.
Ποιό εἶνε τὸ χαμένο; Τὸ ἐξήγησε ὁ ἴδιος μὲ μία παραβολή. Ἕνας τσοπᾶνος, λέει, εἶχε ἑκατὸ πρόβατα.
Μιὰ βραδιὰ ὅμως, ὅταν γύρισε στὸ μαντρί, τὰ μέτρησε, τὰ ξαναμέτρησε, καὶ ἔλειπε ἕνα. Ποῦ νὰ κοιμηθῇ!
Ἀσφάλισε τὰ ἐνενηνταενιὰ στὸ μαντρὶ καὶ βγῆκε ζητώντας τὸ ἀρνί του ὅλη νύχτα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ βουνά.
Τὸ βρῆκε τέλος σ᾽ ἕνα γκρεμὸ μέσ᾽ στὰ βράχια· ἔσκυψε, τὸ πῆρε, τό ᾽βαλε στὸν ὦμο, τό ᾽φερε στὸ μαντρί· καὶ τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶχε χαρὰ μεγάλη, γιατὶ βρῆκε τὸ χαμένο πρόβατό του (βλ. Ματθ. 18,12-14. Λουκ. 15,4-7).
Ποιός εἶνε ὁ τσοπᾶνος; – εἶνε ὁ ἴδιος.
Ποιά εἶνε ἡ μάντρα; – ἡ Ἐκκλησία.
Ποιά εἶνε τὰ πρόβατα; – οἱ Χριστιανοί.
Ποιό εἶνε τὸ ἕνα τὸ χαμένο; – ὁ ἁμαρτωλός.
Καὶ ποιά εἶνε τὰ ἐνενηνταεννέα τὰ ἀσφαλισμένα; – οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ἄγγελοι.
Ἔχει βλέπετε ὁ Χριστός πλήθη ἀγγέλων καὶ ἁγίων ποὺ τὸν δοξάζουν, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ποὺ τὸν ἀρνούμεθα καὶ τὸν ὑβρίζουμε.
Κάποτε σ᾽ ἕνα χωριὸ εἶδα –χωρὶς νὰ μὲ ἀντιληφθῇ– κάποιον ποὺ τοῦ εἶχε συμβῆ ζημιὰ στὰ χωράφια καὶ τί ἔκανε – δὲν θὰ τὸ πιστέψετε· εἶχε πέσει ἀνάσκελα καὶ μούντζωνε τὸ Θεὸ ὄχι μὲ τὰ δέκα ἀλλὰ μὲ τὰ εἴκοσι δάχτυλα, μὲ χέρια καὶ πόδια.
Τί θηρίο ὁ ἄθλιος!
Νά λοιπὸν τὸ χαμένο πρόβατο, ὁ ἄνθρωπος· ἐγώ, ἐσύ, ὅλοι· ὅσοι ζοῦν, ἔζησαν καὶ θὰ ζήσουν. Χαμένο πρόβατο ἦταν.
Γιατί; Γιατὶ δὲν ἤξερε ποῦ πάει. Καὶ ὅπως πρόβατο ποὺ βγαίνει ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ κινδυνεύει, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρωπότης κινδύνευε νὰ καταστραφῇ.
Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴ σώσῃ κανένας.
Ἂν ὁ κόσμος μποροῦσε νὰ σωθῇ μόνος του, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστός.
Ἦρθε λοιπὸν στὸν κόσμο ὁ ἕνας τῆς Τριάδος –γιά σκεφθῆτε–, γιὰ νὰ βρῇ καὶ νὰ σώσῃ τὸ χαμένο πρόβατό του, τὸν ἄνθρωπο. Καὶ πῆγε παντοῦ· στοὺς φτωχούς, στοὺς ἀρρώστους, στοὺς ψαρᾶδες, στὶς καλύβες, στὰ χωράφια… Τρία χρόνια δὲν σταμάτησε ζητώντας το.
Βρῆκε πρόβατα; Βρῆκε καὶ τὰ ἔσωσε· μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα (ἡ Σαμαρείτισσα) ἔγινε κήρυκας, ἕνας τελώνης (ὁ Ματθαῖος) ἔγινε εὐαγγελιστής, ἕνας ῾Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ (ὁ Λογγῖνος) εἶπε «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54), ἕνας λῃστὴς στὸ Γολγοθᾶ εἶπε «Μνήσθητί μου, Κύριε…» (Λουκ. 23,42).
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας, ἀγαπητοί μου, γνωρίζουν πολλὰ πράγματα, περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι οἱ ἄνθρωποι τοῦ παρελθόντος· ἕνα παιδὶ ξέρει πιὸ πολλὰ ἀπὸ ὅ,τι ὁ παπποῦς του.
Εἶνε ἐποχὴ τῆς γνώσεως καὶ ἐπιστήμης.
Ἀλλ᾽ ἐνῷ γνωρίζουν τόσα καὶ μιλοῦν γιὰ πολλά, σὲ ἕνα ζήτημα, ποὺ εἶνε τὸ σπουδαιότερο καὶ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἐνδιαφέρῃ περισσότερο, ἔχουν μείνει πολὺ πίσω καὶ ὑστεροῦν.
Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Εἶνε ἡ θρησκεία μας.
Μεγάλη ἄγνοια ἔχουν γι᾽ αὐτὴν οἱ πολλοί.
Οἱ μικροὶ καὶ ταπεινοὶ τῆς γῆς, ποὺ ἀκοῦνε μὲ εὐλάβεια τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν κάποια ἰδέα· οἱ μορφωμένοι, ποὺ ἔχουν πάει σὲ σχολειὰ
καὶ πανεπιστήμια, αὐτοὶ ἔχουν μεσάνυχτα.
Στὴν ἐκκλησία ἔρχονται μιὰ ἢ δυὸ φορὲς τὸ χρόνο.
Τί λέει ὁ παπᾶς, τί ψάλλουν οἱ ψάλτες, τί λέει ἡ θεία λειτουργία, δὲν καταλαβαίνουν γρῦ, σὰν νά ᾽νε κινέζικα ὅλ᾽ αὐτά.
Ἀγνοοῦν τὴν Ἐκκλησία, τὴ λατρεία, τὰ μυστήρια, τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἂν τοὺς ρωτήσῃς τί εἶνε ὁ Χριστός, γιὰ ποιό σκοπὸ ἦρθε ἐδῶ στὴ Γῆ; σοῦ λένε ὁ ἕνας ὅτι εἶνε ἕνας μεγάλος δάσκαλος, ὁ ἄλλος ἕνας μεγάλος ποιητής, ὁ ἄλλος ἕνας φιλόσοφος, ὁ ἄλλος ἕνας κοινωνιολόγος, ὁ ἄλλος ἕνας ἐπαναστάτης, ὁ ἄλλος ἕνας προλετάριος, ὁ ἄλλος ἕνας κομμουνιστής…
Ἰδέες διάφορες.
Μὰ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ὅπως τὸν φαντάζονται· εἶνε πάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτά. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ ἕνα σκοπὸ ὑψηλό, γιὰ ἕνα ἔργο μεγάλο, ποὺ κανείς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνῃ. Χίλιοι ποιηταί, φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, στρατηγοὶ καὶ βασιλιᾶδες δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός.
Ποιό ἦταν τὸ ἔργο του; Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος·
«Ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Ματθ. 18,11)· ἄφησε τὰ παλάτια τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, γιὰ νὰ σώσῃ «τὸ ἀπολωλός»· αὐτὸς εἶνε ὁ σκοπὸς ποὺ ἐνανθρώπησε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· «σῶσαι τὸ ἀπολωλός», γιὰ νὰ σώσῃ τὸ χαμένο.
Ποιό εἶνε τὸ χαμένο; Τὸ ἐξήγησε ὁ ἴδιος μὲ μία παραβολή. Ἕνας τσοπᾶνος, λέει, εἶχε ἑκατὸ πρόβατα.
Μιὰ βραδιὰ ὅμως, ὅταν γύρισε στὸ μαντρί, τὰ μέτρησε, τὰ ξαναμέτρησε, καὶ ἔλειπε ἕνα. Ποῦ νὰ κοιμηθῇ!
Ἀσφάλισε τὰ ἐνενηνταενιὰ στὸ μαντρὶ καὶ βγῆκε ζητώντας τὸ ἀρνί του ὅλη νύχτα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ βουνά.
Τὸ βρῆκε τέλος σ᾽ ἕνα γκρεμὸ μέσ᾽ στὰ βράχια· ἔσκυψε, τὸ πῆρε, τό ᾽βαλε στὸν ὦμο, τό ᾽φερε στὸ μαντρί· καὶ τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶχε χαρὰ μεγάλη, γιατὶ βρῆκε τὸ χαμένο πρόβατό του (βλ. Ματθ. 18,12-14. Λουκ. 15,4-7).
Ποιός εἶνε ὁ τσοπᾶνος; – εἶνε ὁ ἴδιος.
Ποιά εἶνε ἡ μάντρα; – ἡ Ἐκκλησία.
Ποιά εἶνε τὰ πρόβατα; – οἱ Χριστιανοί.
Ποιό εἶνε τὸ ἕνα τὸ χαμένο; – ὁ ἁμαρτωλός.
Καὶ ποιά εἶνε τὰ ἐνενηνταεννέα τὰ ἀσφαλισμένα; – οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ἄγγελοι.
Ἔχει βλέπετε ὁ Χριστός πλήθη ἀγγέλων καὶ ἁγίων ποὺ τὸν δοξάζουν, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ποὺ τὸν ἀρνούμεθα καὶ τὸν ὑβρίζουμε.
Κάποτε σ᾽ ἕνα χωριὸ εἶδα –χωρὶς νὰ μὲ ἀντιληφθῇ– κάποιον ποὺ τοῦ εἶχε συμβῆ ζημιὰ στὰ χωράφια καὶ τί ἔκανε – δὲν θὰ τὸ πιστέψετε· εἶχε πέσει ἀνάσκελα καὶ μούντζωνε τὸ Θεὸ ὄχι μὲ τὰ δέκα ἀλλὰ μὲ τὰ εἴκοσι δάχτυλα, μὲ χέρια καὶ πόδια.
Τί θηρίο ὁ ἄθλιος!
Νά λοιπὸν τὸ χαμένο πρόβατο, ὁ ἄνθρωπος· ἐγώ, ἐσύ, ὅλοι· ὅσοι ζοῦν, ἔζησαν καὶ θὰ ζήσουν. Χαμένο πρόβατο ἦταν.
Γιατί; Γιατὶ δὲν ἤξερε ποῦ πάει. Καὶ ὅπως πρόβατο ποὺ βγαίνει ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ κινδυνεύει, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρωπότης κινδύνευε νὰ καταστραφῇ.
Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴ σώσῃ κανένας.
Ἂν ὁ κόσμος μποροῦσε νὰ σωθῇ μόνος του, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστός.
Ἦρθε λοιπὸν στὸν κόσμο ὁ ἕνας τῆς Τριάδος –γιά σκεφθῆτε–, γιὰ νὰ βρῇ καὶ νὰ σώσῃ τὸ χαμένο πρόβατό του, τὸν ἄνθρωπο. Καὶ πῆγε παντοῦ· στοὺς φτωχούς, στοὺς ἀρρώστους, στοὺς ψαρᾶδες, στὶς καλύβες, στὰ χωράφια… Τρία χρόνια δὲν σταμάτησε ζητώντας το.
Βρῆκε πρόβατα; Βρῆκε καὶ τὰ ἔσωσε· μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα (ἡ Σαμαρείτισσα) ἔγινε κήρυκας, ἕνας τελώνης (ὁ Ματθαῖος) ἔγινε εὐαγγελιστής, ἕνας ῾Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ (ὁ Λογγῖνος) εἶπε «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54), ἕνας λῃστὴς στὸ Γολγοθᾶ εἶπε «Μνήσθητί μου, Κύριε…» (Λουκ. 23,42).
Ἀδέρφια μου, εἴμαστε χαμένα πρόβατα. Μὴν ἀναβάλλουμε τὴ μετάνοια γιὰ τὴν τελευταία ὥρα.
Ὅταν θὰ μᾶς φέρνουν οἱ τέσσερις μὲ τὸ φέρετρο μέσα στὸ ναὸ κ᾽ οἱ ψάλτες θὰ ψάλλουν γιὰ μᾶς «…τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι· ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καὶ σῶσόν με» (Ἀκολ. νεκρ., εὐλογ.), θά ᾽νε πλέον ἀργά.
Τώρα νὰ μετανοήσουμε, τώρα ποὺ ἔχουμε καιρό, ὥστε νὰ βρεθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς μεταξὺ τῶν σεσωσμένων προβάτων.
Ὅταν θὰ μᾶς φέρνουν οἱ τέσσερις μὲ τὸ φέρετρο μέσα στὸ ναὸ κ᾽ οἱ ψάλτες θὰ ψάλλουν γιὰ μᾶς «…τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι· ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καὶ σῶσόν με» (Ἀκολ. νεκρ., εὐλογ.), θά ᾽νε πλέον ἀργά.
Τώρα νὰ μετανοήσουμε, τώρα ποὺ ἔχουμε καιρό, ὥστε νὰ βρεθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς μεταξὺ τῶν σεσωσμένων προβάτων.
Σ᾽ αὐτὸ μᾶς προτρέπει ἄλλο ἕνα ἀπολωλὸς πρόβατο ποὺ σώθηκε· εἶνε αὐτὸς ποὺ γιορτάζουμε σήμερα καὶ τοῦ ὁποίου ἐγὼ ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα· ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος.
* * *
Εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἕνα ἀπὸ 10 μεγάλα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἀετός, τιτάνιος, μὲ συγγράμματα μεταφρασμένα σὲ τόσες γλῶσσες. Θέλεις νὰ μάθῃς τί εἶνε ἡ θρησκεία μας; διάβασε Εὐαγγέλιο, διάβασε πατέρας, διάβασε Αὐγουστῖνο. Πέλαγος! Ἄκουσα ὅτι ἕνας ἄθεος ῾Ρῶσος τὸν διάβασε, καὶ στὸ τέλος εἶπε· Ὁ Λένιν κι ὁ Στάλιν εἶνε ἄχυρα, ἐδῶ εἶνε διαμάντια!
Ἀετός, τιτάνιος, μὲ συγγράμματα μεταφρασμένα σὲ τόσες γλῶσσες. Θέλεις νὰ μάθῃς τί εἶνε ἡ θρησκεία μας; διάβασε Εὐαγγέλιο, διάβασε πατέρας, διάβασε Αὐγουστῖνο. Πέλαγος! Ἄκουσα ὅτι ἕνας ἄθεος ῾Ρῶσος τὸν διάβασε, καὶ στὸ τέλος εἶπε· Ὁ Λένιν κι ὁ Στάλιν εἶνε ἄχυρα, ἐδῶ εἶνε διαμάντια!
Μεγάλο πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ μεγάλος ἁμαρτωλός· σπανίως ἄνθρωπος διεφθάρη τόσο ὅσο αὐτός, παρὰ τὴν ὀξύνοια καὶ εὐφυΐα του. Στὰ νεανικά του χρόνια τὸν παρέσυρε τὸ ῥεῦμα καὶ ἔπεσε στὴν ἁμαρτία· πλάνες καὶ αἱρέσεις, διασκεδάσεις, γλέντια, ἀκολασίες, ἀκαθαρσίες, μέχρι καὶ νόθο παιδὶ ἀπέκτησε.
Ἀλλὰ τὸν ἔσωσε μιὰ μάνα, ποὺ κάθε βράδυ ἔπεφτε στὰ γόνατα, παρακαλοῦσε τὸ Χριστὸ καὶ ἔλεγε· Δὲν θέλω νὰ ζήσω, Κύριε, ἂν τὸ παιδί μου δὲν ἐπιστρέψῃ σ᾽ ἐσένα. Καὶ κάποτε ἐπέστρεψε!
Ἀλλὰ τὸν ἔσωσε μιὰ μάνα, ποὺ κάθε βράδυ ἔπεφτε στὰ γόνατα, παρακαλοῦσε τὸ Χριστὸ καὶ ἔλεγε· Δὲν θέλω νὰ ζήσω, Κύριε, ἂν τὸ παιδί μου δὲν ἐπιστρέψῃ σ᾽ ἐσένα. Καὶ κάποτε ἐπέστρεψε!
Πῶς μετανόησε; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι.
Μιὰ μέρα, καθὼς διάβαζε στὸν κῆπο κάποιον ἀπὸ τοὺς κλασσικούς, ἄκουσε μιὰ φωνή· «Πάρε καὶ διάβασε, πάρε καὶ διάβασε!».
Ἄνοιξε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ μάτια του ἔπεσαν στὴν περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς ῾Ρωμαίους ἐπιστολή, κεφάλαιο δέκατο τρίτο (13ο), στίχοι 12, 13 καὶ 14.
Αὐτοὺς τοὺς στίχους διάβασε. Καὶ τότε ἔγινε σὰν σεισμὸς στὴν καρδιά του.
Ὤ, πῶς ζοῦσα, εἶπε, τί ἄθλιος ἤμουν, πῶς ἔχασα τὰ νιᾶτα μου μέσ᾽ στὴν ἁμαρτία! ὑπάρχουν λοιπὸν ὡραῖα πράγματα στὸν κόσμο… Καὶ ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο, ἔκλαψε ἔκλαψε. Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸν Κύριο· βαπτίσθηκε, ἔσβησε καὶ καθάρισε τὸ βεβαρημένο παρελθόν, σώθηκε.
Τὸν πῆρε ὁ Χριστὸς στὴν ἀγκαλιά του ὅπως ὁ τσοπᾶνος παίρνει στὸν ὦμο τὸ προβατάκι ποὺ μάτωσε στὶς ἀγκαθιές.
Ὁ Αὐγουστῖνος ἔγινε πρόβατο τοῦ Χριστοῦ.
Μιὰ μέρα, καθὼς διάβαζε στὸν κῆπο κάποιον ἀπὸ τοὺς κλασσικούς, ἄκουσε μιὰ φωνή· «Πάρε καὶ διάβασε, πάρε καὶ διάβασε!».
Ἄνοιξε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ μάτια του ἔπεσαν στὴν περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς ῾Ρωμαίους ἐπιστολή, κεφάλαιο δέκατο τρίτο (13ο), στίχοι 12, 13 καὶ 14.
Αὐτοὺς τοὺς στίχους διάβασε. Καὶ τότε ἔγινε σὰν σεισμὸς στὴν καρδιά του.
Ὤ, πῶς ζοῦσα, εἶπε, τί ἄθλιος ἤμουν, πῶς ἔχασα τὰ νιᾶτα μου μέσ᾽ στὴν ἁμαρτία! ὑπάρχουν λοιπὸν ὡραῖα πράγματα στὸν κόσμο… Καὶ ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο, ἔκλαψε ἔκλαψε. Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸν Κύριο· βαπτίσθηκε, ἔσβησε καὶ καθάρισε τὸ βεβαρημένο παρελθόν, σώθηκε.
Τὸν πῆρε ὁ Χριστὸς στὴν ἀγκαλιά του ὅπως ὁ τσοπᾶνος παίρνει στὸν ὦμο τὸ προβατάκι ποὺ μάτωσε στὶς ἀγκαθιές.
Ὁ Αὐγουστῖνος ἔγινε πρόβατο τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ὄχι μόνο πρόβατο· ἔγινε καὶ τσοπᾶνος, ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας.
Ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια κλῆρος καὶ λαός, βλέποντας τὴ μετάνοιά του καὶ τὴν ἁγιωσύνη του, φώναξαν ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά· Θέλουμε τὸν Αὐγουστῖνο ἱερέα!
Καὶ ἔτσι, παρὰ τὴ θέλησί του, μὲ τὴ βία, τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἐπίσκοπο καὶ χειροτονήθηκε (388 μ.Χ.).
Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια (395 μ.Χ.) χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος καὶ σὲ λίγο διαδέχθηκε στὸν Ἱππῶνα (μιὰ μικρὴ πόλι σὰν τὴ Φλώρινα) τὸν ἐπίσκοπο Οὐαλέριο.
Ἀπὸ τὰ μέρη αὐτὰ πέρασαν καὶ τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα κατὰ τὸν Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ὅταν συμμετεῖχαν στὴ μάχη τοῦ ἔλ – Ἀλαμέιν τὸ 1942.
Ἐποίμανε τὴν ἐπισκοπή του ἐπὶ 32½ χρόνια, μέχρι τὶς 28 Αὐγούστου τοῦ 427 ποὺ ἔκλεισε τὰ μάτια του στὸν κόσμο.
Ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια κλῆρος καὶ λαός, βλέποντας τὴ μετάνοιά του καὶ τὴν ἁγιωσύνη του, φώναξαν ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά· Θέλουμε τὸν Αὐγουστῖνο ἱερέα!
Καὶ ἔτσι, παρὰ τὴ θέλησί του, μὲ τὴ βία, τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἐπίσκοπο καὶ χειροτονήθηκε (388 μ.Χ.).
Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια (395 μ.Χ.) χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος καὶ σὲ λίγο διαδέχθηκε στὸν Ἱππῶνα (μιὰ μικρὴ πόλι σὰν τὴ Φλώρινα) τὸν ἐπίσκοπο Οὐαλέριο.
Ἀπὸ τὰ μέρη αὐτὰ πέρασαν καὶ τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα κατὰ τὸν Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ὅταν συμμετεῖχαν στὴ μάχη τοῦ ἔλ – Ἀλαμέιν τὸ 1942.
Ἐποίμανε τὴν ἐπισκοπή του ἐπὶ 32½ χρόνια, μέχρι τὶς 28 Αὐγούστου τοῦ 427 ποὺ ἔκλεισε τὰ μάτια του στὸν κόσμο.
Ποιό ἦταν τὸ ἔργο του;
Ὅπως αὐτός, ὅταν ὁ ἴδιος ἦταν πλανημένο πρόβατο, δοκίμασε καὶ ἔζησε τὴν ἀγάπη καὶ φροντίδα τοῦ ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, ἔτσι καὶ ὅταν αὐτὸς ἔγινε ποιμένας, δαπάνησε τὸν ἑαυτό του στὸ ν᾽ ἀναζητῇ κάθε χαμένο πρόβατο καὶ νὰ τὸ βοηθῇ νὰ ἐπιστρέφῃ στὸν μεγάλο ποιμένα Χριστό.
Ὅπως αὐτός, ὅταν ὁ ἴδιος ἦταν πλανημένο πρόβατο, δοκίμασε καὶ ἔζησε τὴν ἀγάπη καὶ φροντίδα τοῦ ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, ἔτσι καὶ ὅταν αὐτὸς ἔγινε ποιμένας, δαπάνησε τὸν ἑαυτό του στὸ ν᾽ ἀναζητῇ κάθε χαμένο πρόβατο καὶ νὰ τὸ βοηθῇ νὰ ἐπιστρέφῃ στὸν μεγάλο ποιμένα Χριστό.
* * *
Καὶ θὰ τελειώσω, ἀγαπητοί μου, μὲ μιὰ παρατήρησι.
Ἡ παραβολὴ λέει, ὅτι ὁ τσοπᾶνος εἶχε ἑκατὸ πρόβατα καὶ ἔχασε τὸ ἕνα.
Σήμερα μακάρι ἀπὸ τὰ ἑκατὸ νὰ ἔλειπε μόνο ἕνα. Ἔγινε πρὸ ἐτῶν ἔρευνα – στατιστικὴ καὶ ἔδειξε, ὅτι τὴν Κυριακὴ ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς δυὸ μόνο (2%) ἐκκλησιάζονται καὶ οἱ ἐνενηνταοχτὼ ἀπουσιάζουν.
Ἂν πᾶτε ὅμως στὰ γήπεδα, στὰ θέατρα, στοὺς κινηματογράφους, στὶς ταβέρνες καὶ στὰ χαμαιτυπεῖα, ἐκεῖ θὰ δῆτε πλήθη.
Ἄχ, πατρίδα μου, πῶς ἔγινες ἔτσι, ποὺ κάποτε ἤσουν μαντρὶ εὐλογημένο!…
Ἡ παραβολὴ λέει, ὅτι ὁ τσοπᾶνος εἶχε ἑκατὸ πρόβατα καὶ ἔχασε τὸ ἕνα.
Σήμερα μακάρι ἀπὸ τὰ ἑκατὸ νὰ ἔλειπε μόνο ἕνα. Ἔγινε πρὸ ἐτῶν ἔρευνα – στατιστικὴ καὶ ἔδειξε, ὅτι τὴν Κυριακὴ ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς δυὸ μόνο (2%) ἐκκλησιάζονται καὶ οἱ ἐνενηνταοχτὼ ἀπουσιάζουν.
Ἂν πᾶτε ὅμως στὰ γήπεδα, στὰ θέατρα, στοὺς κινηματογράφους, στὶς ταβέρνες καὶ στὰ χαμαιτυπεῖα, ἐκεῖ θὰ δῆτε πλήθη.
Ἄχ, πατρίδα μου, πῶς ἔγινες ἔτσι, ποὺ κάποτε ἤσουν μαντρὶ εὐλογημένο!…
Ἀλλὰ ἐλπίζουμε στὸ Θεό.
«Ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.), μπρός ἀδέρφια μου, δῶστε στὸ Χριστὸ τὴ χαρά.
Θαύματα κάνει ὅποιος πιστεύει.
Ὅπου βρεθῆτε, νὰ θυμᾶστε τὸ ῥητὸ ὅτι «ἦλθε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Ματθ. 18,11).
«Ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.), μπρός ἀδέρφια μου, δῶστε στὸ Χριστὸ τὴ χαρά.
Θαύματα κάνει ὅποιος πιστεύει.
Ὅπου βρεθῆτε, νὰ θυμᾶστε τὸ ῥητὸ ὅτι «ἦλθε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Ματθ. 18,11).
Εἴθε διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων ὁ Κύριος νὰ μᾶς σώσῃ καὶ νὰ μᾶς εὐλογήσῃ· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 15-6-1970 Δευτέρα τοῦ ἁγ. Πνεύματος)