«Ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς» (Ψαλμ. 43,23)
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ἀνοίξουμε τὸ Λευϊτικὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, θὰ δοῦμε πῶς οἱ Ἰσραηλῖτες λάτρευαν τὸ Θεό, τί θυσίες ἔπρεπε νὰ προσφέρουν στὸ θυσιαστήριό τους. Θυσίαζαν ἀπαρχὲς καρπῶν καὶ ζῷα ποὺ τὰ ἔσφαζαν (περιστέρια, τρυγόνια, πρόβατα, ἐρίφια, βόδια), καὶ τὰ ἔκαιγαν στὴ φωτιὰ οἱ ἱερεῖς. Μία λοιπὸν ἀπ᾽ τὶς θυσίες τους ἦταν καὶ τὰ ὁλοκαυτώματα.
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ἀνοίξουμε τὸ Λευϊτικὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, θὰ δοῦμε πῶς οἱ Ἰσραηλῖτες λάτρευαν τὸ Θεό, τί θυσίες ἔπρεπε νὰ προσφέρουν στὸ θυσιαστήριό τους. Θυσίαζαν ἀπαρχὲς καρπῶν καὶ ζῷα ποὺ τὰ ἔσφαζαν (περιστέρια, τρυγόνια, πρόβατα, ἐρίφια, βόδια), καὶ τὰ ἔκαιγαν στὴ φωτιὰ οἱ ἱερεῖς. Μία λοιπὸν ἀπ᾽ τὶς θυσίες τους ἦταν καὶ τὰ ὁλοκαυτώματα.
Τί θὰ πῇ ὁλοκαύτωμα;
Εἶνε ἡ θυσία ποὺ τὸ ζῷο καιγόταν ὁλόκληρο πάνω στὸ θυσιαστήριο. Τὴ φωτιὰ βέβαια τὴν ἄναβαν οἱ ἱερεῖς. Ὑπῆρξαν ὅμως καὶ ἔκτακτες περιπτώσεις ποὺ τὴ φωτιὰ τὴν ἄναψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός· ἦταν πῦρ ἐξ οὐρανοῦ. Αὐτὸ ἔγινε π.χ. στὴ θυσία τοῦ προφήτου Ἠλία, ποὺ «ἔπεσε πῦρ παρὰ Κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς σχίδακας (=τὰ ξύλα)…, καὶ τοὺς λίθους καὶ τὸν χοῦν ἐξέλειξε (=ἔγλειψε) τὸ πῦρ» (Γ΄ Βασ. 18,38).
* * *
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ὅσα ὥριζε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν σύμβολα, σκιὲς καὶ εἰκόνες πραγμάτων τῆς Καινῆς Διαθήκης, τότε τί σημαίνει τὸ ὁλοκαύτωμα;
⃝ Εἶνε πρῶτα σύμβολο ἐκείνου ποὺ ἐκφράζει ἡ πρώτη ἐντολή· «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου» (Δευτ. 6,5).
Ἀλλὰ ποιός ἀγάπησε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξί του; Ἕνας μόνο, ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ ἀφοσίωσί του στὸν οὐράνιο Πατέρα ἦταν πλήρης, ὁλοκληρωτική, τελεία. Αὐτὴ τὴν προσφορὰ τῆς καρδιᾶς ζητοῦσε ὁ Θεὸς παραπάνω ἀπὸ τὶς ὑλικὲς θυσίες. «Εἰ ἠθέλησας θυσίαν», λέει ὁ Δαυΐδ, «ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. 50,18-19). Καὶ ὁ προφήτης Ὠσηὲ λέει· «Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν, καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἢ ὁλοκαυτώματα» (Ὠσ. 6,6). Καὶ ὁ Ἠσαΐας λέει· «Τί μοι πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν; λέγει Κύριος· πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι» (Ἠσ. 1,11).
Εὔκολο ἦταν γιὰ ἕναν Ἰσραηλίτη καὶ μάλιστα πλούσιο νὰ προσφέρῃ ζῷα ὡς ὁλοκαύτωμα· τὸ δύσκολο ἦταν νὰ θυσιάσῃ τὸν ἑαυτό του, τὸν παλαιὸ ἑαυτό του, τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη του!
⃝ Τὸ ὁλοκαύτωμα λοιπόν, ὡς θυσία τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἦταν πρὸ παντὸς ἡ σκιὰ τῆς μεγάλης, μοναδικῆς, τῆς ἀληθινῆς θυσίας ποὺ προσέφερε ὁ Χριστός. Ὁ σταυρὸς ἦταν τὸ θυσιαστήριο.
Στοὺς Ἰουδαίους ἦταν ἄλλος ὁ θύτης καὶ ἄλλο τὸ θῦμα· στὸ Γολγοθᾶ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἴδιος θύτης καὶ θῦμα, θυσίασε ἑκουσίως τὸν ἑαυτό του «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (Λειτ. Μ. Βασ. καθαγ.). Ἐνῷ μποροῦσε ν᾽ ἀποφύγῃ τὸ σταυρό, βάδισε σ᾽ αὐτὸν μὲ προθυμία. Ἡ θυσία του, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὶς θυσίες τῶν ζῴων ποὺ τά ᾽σερναν ἄβουλα στὴ σφαγή, εἶνε ἑκουσία.
Καὶ οἱ μὲν θυσίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν εἶχαν δύναμι νὰ ἐξαλείψουν ἁμαρτία· διατηροῦσαν μόνο τὴ συνείδησι τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ τὸν πόθο τῆς λυτρώσεως. Ἡ θυσία ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἐξαλείφει τὶς ἁμαρτίες ὄχι λίγων θνητῶν ἀλλὰ ὅλου τοῦ κόσμου, ὅσων λούζονται στὸ αἷμα τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου καὶ ντύνονται τὶς λαμπρὲς στολὲς τῆς χάριτος (βλ. Ἀπ. 5,6,12· 13,8· 7,9,14).
Ἀλλοίμονο ἂν ἔλειπε ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ! Ποτάμια ἀπὸ αἷμα ζῴων δὲν μποροῦσαν νὰ σβήσουν οὔτε τὸν σπινθῆρα ἑνὸς μικροῦ ἁμαρτήματος, ἐνῷ τώρα μία σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ φτάνει γιὰ νὰ σβήσῃ βουνὰ φλεγόμενα, ὅλη τὴν πυρκαϊὰ τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἄναψε ὁ σατανᾶς. Αὐτὸ διακηρύττει ἡ Καινὴ Διαθήκη· «ἀδύνατον αἷμα ταύρων καὶ τράγων ἀφαιρεῖν ἁμαρτίας. Διὸ εἰσερχόμενος εἰς τὸν κόσμον λέγει· Θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι· ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας οὐκ ηὐδόκησας» (Ἑβρ. 10,4-6· βλ. Ψαλμ. 39,7).
Τὸ ἀληθινὸ ὁλοκαύτωμα εἶνε ὁ Ἐσταυρωμένος. Ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τελεία ἀγάπη «προσάξας ὡς προσφορὰν Πατρὶ τῷ ἰδίῳ» (ἀκολ. θ. Μεταλ. Χ), ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν προσφέρῃ καὶ στὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας.
* * *
Πάνω τώρα στὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ βάδισαν, ἀγαπητοί μου, καὶ οἱ Δώδεκα ἀπόστολοι. Αὐτοὶ εἶνε τὰ ἱερὰ σφάγια, τὰ ὁλοκαυτώματα.
Οἱ ἀπόστολοι δὲν γεννήθηκαν ἀπὸ βράχο, δὲν ζοῦσαν μακριὰ ἀπ᾽ τὸν κόσμο, ἀμέτοχοι τῶν ἀγαθῶν τῆς κοινωνίας· καὶ γονεῖς εἶχαν, καὶ ἀδέρφια, καὶ συγγενεῖς, καὶ φίλους, καὶ γυναῖκα καὶ παιδιὰ μερικοὶ ὅπως ὁ Πέτρος, καὶ σπίτια, καὶ ἐπαγγέλματα. Μὲ ὅλα αὐτὰ ἦταν δεμένοι. Τί λοιπόν; νὰ τ᾽ ἀφήσουν καὶ ν᾽ ἀκολουθήσουν τὸν φτωχὸ Ναζωραῖο, ποὺ δὲν «εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20. Λουκ. 9,58), καὶ φτωχοὶ ὅπως αὐτὸς νὰ ῥιχτοῦν στὴ μεγάλη περιπέτεια τοῦ κηρύγματος, ἑνὸς κηρύγματος ποὺ θὰ ἐρχόταν σὲ ἀντίθεσι μὲ ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις καὶ πλάνες, μὲ πάθη καὶ κακίες ῥιζωμένες βαθειὰ καί, ἀσθενεῖς κι ἀδύνατοι αὐτοί, ν᾽ ἀνοίξουν μέτωπο ὄχι μὲ ἕνα ἢ δύο ἐχθροὺς ἀλλὰ μ᾽ ὁλόκληρο τὸν κόσμο; Χρειαζόταν πίστι στὸν Κύριο, μεγάλη αὐταπάρνησι. Ἔπρεπε νὰ τὰ θυσιάσουν ὅλα γιὰ ᾽Κεῖνον, νὰ μὴν κρατήσουν τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, νά ᾽νε κάθε στιγμὴ ἕτοιμοι γιὰ μαρτύριο, γιὰ σταυρό. Ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ γίνουν ὁλοκαυτώματα ὅπως ὁ Κύριός τους. Καὶ ἔγιναν.
Στὴν πρόσκλησι τοῦ Κυρίου «Ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 9,9. Μᾶρκ. 2,14 κ.ἀ.) ἄφησαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν. Εἶχαν ἀτέλειες καὶ ἀδυναμίες, τὸ ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι· ὅταν ὅμως τὴν Πεντηκοστὴ κατῆλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κάθε τι τὸ χοϊκὸ καὶ ἰδιοτελὲς κατακάηκε. Ἡ ἀπόφασί τους ἦταν πλέον ἀκλόνητη. Ὅλα τὰ θυσίασαν στὸ βωμὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ζωή τους ἦταν μιὰ καθημερινὴ θυσία, προσφορὰ ὁλοκαυτώματος ὅπως ἐκείνη ποὺ προσέφερε πρωὶ καὶ βράδυ ὁ παλαιὸς Ἰσραήλ. Ὁ κορυφαῖος Παῦλος ἐπαναλαμβάνει τὸ ψαλμικὸ «“Ἕνεκά σου (Χριστέ) θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς” (Ψαλμ. 43,23). ἀλλ᾽ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (῾Ρωμ. 8,36-39).
* * *
Θαυμάζουμε, ἀδελφοί μου, τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς ἀξίους διαδόχους των, ποιμένες, διδασκάλους, ὁμολογητὰς καὶ μάρτυρες, γιὰ τὶς θυσίες, γιὰ τὰ ὁλοκαυτώματά τους· ἀντὶ τῆς κοσμικῆς χαρᾶς προτίμησαν νὰ συγκακουχοῦνται «τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν» (Ἑβρ. 11,25). Ἀλλ᾽ ἐὰν ῥίξουμε τώρα ἕνα βλέμμα στὴ δική μας ἐποχή, θὰ δοῦμε τὸ πνεῦμα τῆς αὐτοθυσίας νὰ βασιλεύῃ στὶς ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν; Ὑπάρχει τώρα προσφορὰ ὁλοκληρωτικὴ στὸ βωμὸ τοῦ Ἐσταυρωμένου, θυσίες καὶ ὁλοκαυτώματα;
Ναί, ὑπάρχουν θυσίες καὶ ὁλοκαυτώματα ὑπὲρ πατρίδος, ἐπιστήμης, παιδιῶν, συγγενῶν, ἀκόμη καὶ ἁμαρτωλῶν δεσμῶν (πορνείας, μοιχείας…), ἢ εὐτελῶν συνηθειῶν (ἀθλητισμοῦ, τυχερῶν παιχνιδιῶν, οὐσιῶν…). Μὰ σ᾽ αὐτὲς καίει φωτιὰ γήινη ἢ φλόγες ἁμαρτωλῆς ἀγάπης. Ποῦ εἶνε ἡ οὐράνια φωτιά; Σήμερα πολλοὶ νομίζουν ὅτι ἐξοφλοῦν τὸ χρέος στὸ Χριστὸ μὲ πολὺ μικρὲς πράξεις· ἕνα κερὶ ἢ λιβάνισμα, μιὰ τυπικὴ προσευχή, ἕνα προσκύνημα – μᾶλλον τουριστικὸ ταξίδι… Πόσο πλανῶνται! Φανταστῆτε ἕναν Ἰσραηλίτη πού, ἀντὶ νὰ προσφέρῃ θυσία ὁλόκληρο τὸ ζῷο, θὰ ἔκοβε καὶ θὰ ἔρριχνε στὴ φωτιὰ ἕνα αὐτὶ ἢ μερικὲς τρίχες του. Κάτι παρόμοιο κάνουμε κ᾽ ἐμεῖς· ἀντὶ νὰ προσφέρουμε στὸν Κύριο τοὺς ἑαυτούς μας ὁλοκαύτωμα, ἐμεῖς κρατοῦμε δικό μας ὅ,τι εἶνε πολύτιμο, καὶ σ᾽ ἐκεῖνον δίνουμε ὅ,τι εἶνε τιποτένιο. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν μᾶς στοιχίζει!
Ἡ φιλαυτία τυφλώνει, δὲν βλέπει ὅτι ἡ εὐτυχία βρίσκεται στὴν πλήρη ἀγάπη στὸ Θεό.
Ὦ Κύριε, Θεὲ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πατέρων! ἡ φωνή σου μᾶς καλεῖ σὲ θυσία ὁλοκληρωτική. Ὁ κόσμος δὲν ξυπνάει ἀπὸ τὸ λήθαργό του ἂν δὲν δῇ παραδείγματα αὐτοθυσιαστικῆς ἀγάπης. Τὴν αὐτοκρατορία τοῦ Ναβουχοδονόσορα συγκλόνισαν οἱ Τρεῖς Παῖδες, ποὺ μέσα στὴν κάμινο προσεύχονταν· «Δέσποτα, …ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ καὶ πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν ὡς ἐν ὁλοκαυτώμασι κριῶν καὶ ταύρων καὶ ὡς ἐν μυριάσιν ἀρνῶν πιόνων, οὕτως γενέσθω ἡ θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σου σήμερον…» (Δαν. 3 προσ, στ. 13-16). Τὴν αὐτοκρατορία τῆς ῾Ρώμης τῶν Νερώνων καὶ Καλιγούλων συγκλόνισε ἡ αὐταπάρνησις καὶ θυσία τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Σήμερα; Νεκρὰ – σβησμένα εἶνε τὰ θυσιαστήρια τῶν καρδιῶν μας. Στεῖλε μας τὴ φωτιὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἄναψέ μας τὴ φλόγα τοῦ θείου ἔρωτος, γιὰ νὰ καταφάῃ ὅ,τι χοϊκὸ ἁμαρτωλὸ καὶ φιλήδονο ὑπάρχει, ὥστε ὅλη ἡ ζωή μας νά ᾽νε μία διαρκὴς προσφορὰ θυσίας, νὰ γίνῃ ὁλοκαύτωμα!
Ἐδημοσιευθη στο περιοδικν «Σταυρός» 1966, σελ. 81-84