Σήμερα Χριστιανοὶ βαπτισμένοι κάνουν τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ διατάζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία του. Καὶ αὐτὸ βέβαια εἶνε μία αἰτία λύπης καὶ στεναγμῶν.
Γιατὶ σᾶς ἐρωτῶ· ἂν κάποιος ἀξιωματικὸς διατάζῃ τὸν στρατιώτη νὰ κάνῃ δεξιὰ κι αὐτὸς κάνῃ ἀριστερά, ἢ τὸν διατάζῃ νὰ κάνῃ ἀριστερὰ κι αὐτὸς κάνῃ δεξιά, τί αἰσθάνεται ὁ ἀξιωματικὸς ἀπέναντί του;
Ἢ ἂν ὁ γιατρὸς συνιστᾷ στὸν ἄρρωστο ὡρισμένα φάρμακα, κι αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν παίρνῃ τὰ φάρμακα ἀλλὰ σπάῃ τὰ μπουκάλια καὶ κάνῃ δίαιτα ἀντίθετη ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ γιατρός, τί θὰ αἰσθάνεται ὁ γιατρὸς γιὰ τὸν ἄρρωστο αὐτό;
Ἢ ἂν εἶσαι μάνα ἢ πατέρας καὶ βλέπῃς τὸ παιδί σου νὰ μὴ σ᾽ ἀκούῃ ἀλλὰ νὰ κάνῃ ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ παραγγέλλεις;
Ἢ ἂν εἶσαι δάσκαλος καὶ λὲς στὸ μαθητὴ νὰ γράψῃ στὸν πίνακα τὸ ἄλφα κι αὐτὸς γράφει τὸ βῆτα;
Ἔ, αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει σήμερα· οἱ Χριστιανοὶ κάνουν τὰ ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι διατάζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Κι ἂν ὁ δάσκαλος στενοχωριέται γιὰ τὸν ἄτακτο μαθητή του, ἂν ὁ γιατρὸς λυπᾶται γιατὶ ὁ ἄρρωστος δὲν κάνει τὴ δίαιτά του, ἂν ὁ ἀξιωματικὸς στενοχωριέται γιὰ τὸν ἀπείθαρχο στρατιώτη του, κι ἂν ἡ μάνα στενοχωριέται γιὰ τὸ ἄτακτο παιδί της, πολὺ περισσότερο σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο «λυπεῖται» (Ἐφ. 4,30) γιὰ τὰ ἄτακτα παιδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ναί, κάνουν τὰ ἀντίθετα.
Τί μᾶς διατάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία; Ἀκούσατε τὸν ἀπόστολο τί λέει;
«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (῾Ρωμ. 13,13).
Δηλαδὴ τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά· Σεῖς ποὺ βαπτιστήκατε καὶ βγήκατε ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι, σεῖς οἱ Χριστιανοί, δὲν πρέπει νὰ ζῆτε σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες.
Τί ἔκαναν οἱ εἰδωλολάτρες; Διακόσα – τριακόσα – πεντακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ, οἱ εἰδωλολάτρες τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἀκριβῶς, τὸ μῆνα Φεβρουάριο ἢ καὶ νωρίτερα, ἔπαιρναν καπνιά, μουντζούρωναν τὰ πρόσωπά τους, φοροῦσαν προβειές, παρίσταναν διάφορα ζῷα, ἔβαζαν στὸ κεφάλι τους κέρατα βοδιῶν, κρεμοῦσαν κουδούνια, κρατοῦσαν στὰ χέρια τους αἰσχρὰ κι ἀκατονόμαστα ὁμοιώματα, ἔβγαζαν κραυγὲς ἄτακτες, ἔβριζαν τὸν κάθε διαβάτη, ἔλεγαν χυδαιολογίες, ἔκαναν χειρονομίες, μεθοῦσαν, κυλιοῦνταν στὸ δρόμο, ἔκαναν ὄργια…
Ἔτσι γιώρταζαν οἱ εἰδωλολάτρες.
Καὶ τὰ ἔκαναν αὐτὰ – γιατί;
Διότι ἔτσι ἔλεγε ἡ θρησκεία τους. Κι ἀφοῦ τό ᾿λεγε ἡ θρησκεία τους, δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς κατηγορήσουμε.
Αὐτὰ ἤθελε ἡ θρησκεία τους, γιατὶ τέτοιοι ἦταν οἱ θεοί τους, αἰσχροὶ θεοί· ὁ ἕνας θεὸς ἦταν προστάτης τῆς μοιχείας, ὁ ἄλλος προστάτης τῆς πορνείας, ὁ ἄλλος προστάτης τῆς μέθης…· τέτοιους θεοὺς εἶχαν καὶ αὐτὰ ζητοῦσαν στὶς γιορτές τους.
Ἀλλ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔκαναν ἄλλοτε οἱ εἰδωλολάτρες, δυστυχῶς σήμερα τὰ κάνουν οἱ ὀρθόδοξοι οἱ Χριστιανοί. Τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Τὰ βλέπουμε.
Δὲν ὑπάρχει σύλλογος, σωματεῖο ἢ καὶ σπίτι ποὺ νὰ μὴ διοργανώνῃ τὶς μέρες αὐτὲς χορό, καὶ χορεύουν ἀπ᾽ τὸ βράδυ ὣς τὸ πρωί. Καὶ δὲ χορεύουν ἑλληνικοὺς παραδοσιακοὺς χορούς· οἱ σημερινοὶ χοροὶ εἶνε ὅ,τι «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Ἐφ. 5,12).
Ἔτσι δὲν χορεύουν οὔτε οἱ ἄγριοι οὔτε τὰ θηρία.
Σμίγουν ἄντρες καὶ γυναῖκες, ὁ ἄντρας βλέπει τὴ γυναῖκα του στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, ἡ μάνα βλέπει τὸ κορίτσι της στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, καὶ τὰ θεωροῦν αὐτὰ φυσικά.
Καὶ μόνο αὐτό;
Αὔριο, ποὺ ξημερώνει Δευτέρα, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία τὴν ὀνομάζει Καθαρὰ Δευτέρα, ἐμεῖς τὴν κάναμε ἀκάθαρτη Δευτέρα – ἔτσι ἔπρεπε νὰ λέγεται· γιατὶ εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ γίνονται τὰ περισσότερα ἔκτροπα, οἱ περισσότερες ἁμαρτίες. Μικροὶ – μεγάλοι βγαίνουν ἔξω, γυρίζουν ὅλη μέρα, καὶ τὸ βράδυ ἐπιστρέφουν μεθυσμένοι, ζαλισμένοι, δὲν ξέρουν τί λένε καὶ τί κάνουν. Κι ὅλ᾽ αὐτὰ βέβαια εἶνε ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
–Πολὺ αὐστηρὰ τὰ λές, παπᾶ μου, θὰ πῇ κάποιος ἀπ᾽ αὐτούς. Μὰ τί θέλεις λοιπόν, νὰ μὴ χορέψουμε; Δὲν εἴμαστε καλόγεροι, εἴμαστε κοσμικοὶ ἄνθρωποι, ζοῦμε στὴν κοινωνία…
Τί θ᾿ ἀπαντήσουμε; Ἀσφαλῶς κοσμικοὶ εἶστε. Κανείς δὲν σᾶς εἶπε νὰ πᾶτε στὰ βουνὰ καὶ νὰ κρατᾶτε κομποσχοίνια καὶ νὰ προσεύχεστε ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ. Ἀλλὰ τί λέει ἡ Ἐκκλησία μας;
Ὅλα τὰ ἐπιτρέπει τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ἐπιτρέπει μόνο τὴν ἁμαρτία· ὅλα μπορεῖς νὰ τὰ κάνῃς, ἀπόφυγε μόνο τὴν ἁμαρτία.
Μπορεῖς π.χ. νὰ παντρευτῇς, νὰ ζήσετε σὰν ἀντρόγυνο ἀγαπημένο καὶ νὰ σᾶς φρουροῦν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Σοῦ ἐπιτρέπει τὸ γάμο, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει τὸ διαζύγιο, τὴ μοιχεία, τὴν πορνεία, τὰ ἀκάθαρτα πράγματα.
Ποῦ βλέπεις λοιπὸν δυσκολία; ποῦ βλέπεις πίεσι νὰ γίνῃς καλόγερος;
Μπορεῖς ἀκόμα σήμερα νὰ καθίσῃς μὲ τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου νὰ φᾶτε καὶ νὰ πιῆτε τὸ ἱκανό· ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει καταχρήσεις· ἐπιτρέπει τὸ φαγητὸ καὶ τὸ ποτό, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει τὴ μέθη καὶ τὴν ἀκολασία.
Μπορεῖς ἀκόμα τὴν ἡμέρα αὐτὴ νὰ τραγουδήσῃς, ἀλλ᾽ ὄχι τραγούδια τοῦ διαβόλου ποὺ φέρνουν ταραχή· τὴν ὡραία φωνὴ δὲν σοῦ τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ οὐρλιάζῃς σὰν δαιμονισμένος.
Μπορεῖς νὰ τραγουδήσῃς σοβαρὰ καὶ ῥωμαλέα ἑλληνικὰ τραγούδια, σεμνὰ καὶ βαθυστόχαστα χριστιανικὰ τραγούδια· μπορεῖς ἀκόμα νὰ ψάλῃς ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους, «τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ποὺ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης.
Ἢ μπορεῖς ἀκόμα τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ αὔριο νὰ πάρῃς τὴν οἰκογένειά σου καὶ νὰ πᾷς σὲ μιὰ ἐξοχή, ἀλλ᾽ ὄχι νὰ διαπράξῃς ἐκεῖ ὄργια· δὲν εἶνε αὐτὸ ψυχαγωγία – λέξι τόσο προσφιλὴς σήμερα· ἡ πραγματικὴ ψυχαγωγία εἶνε μέσ᾿ στὰ πλαίσια τῆς τιμιότητος καὶ τῆς χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου.
Οἱ χοροὶ μεταμφιεσμένων σὲ σκοτεινὰ κέντρα διασκεδάσεως δὲν εἶνε ψυχαγωγία, εἶνε ψυχοκτονία.
Κι ὅταν περάσῃ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ καὶ ἡ Καθαρὰ Δευτέρα, βλέπουμε τ᾽ ἀποτέλεσμα. Ποιά ψυχαγωγία! Γυρίζουν ὅλοι μὲ μυαλὸ ζαλισμένο, μὲ κορμὶ τσακισμένο, μὲ πορτοφόλι ἀδειανό.
Μὲ πορτοφόλι ἀδειανό! Ὅταν πρόκειται νὰ δώσουν κάτι γιὰ ἐλεημοσύνη, τὰ χέρια τους τρέμουν λὲς κ᾽ εἶνε παράλυτα· ἂν πρόκειται νὰ δώσουν γιὰ τὸ διάβολο, δὲν τρέμουν. Καὶ τί ποσὰ ξοδεύουν! χιλιάδες κ᾽ ἑκατομμύρια. Παραπονούμεθα πὼς εἴμαστε φτωχοί· φτωχοὺς μᾶς ἔκανε ἡ ἁμαρτία. Νά τί κερδίζουμε ἀπὸ τὰ ὄργια τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, ἀπὸ «τὰ ἔργα τοῦ σκότους» ὅπως τὰ ὀνομάζει σήμερα ὁ ἀπόστολος (῾Ρωμ. 13,12). Ἡ ψυχή μας εἶνε κολασμένη κι ὁ Θεὸς ὠργισμένος ἐναντίον μας. Αὐτὰ εἶνε τ᾿ ἀποτελέσματα τῶν ὀργίων τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.
Γιατὶ σᾶς ἐρωτῶ· ἂν κάποιος ἀξιωματικὸς διατάζῃ τὸν στρατιώτη νὰ κάνῃ δεξιὰ κι αὐτὸς κάνῃ ἀριστερά, ἢ τὸν διατάζῃ νὰ κάνῃ ἀριστερὰ κι αὐτὸς κάνῃ δεξιά, τί αἰσθάνεται ὁ ἀξιωματικὸς ἀπέναντί του;
Ἢ ἂν ὁ γιατρὸς συνιστᾷ στὸν ἄρρωστο ὡρισμένα φάρμακα, κι αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν παίρνῃ τὰ φάρμακα ἀλλὰ σπάῃ τὰ μπουκάλια καὶ κάνῃ δίαιτα ἀντίθετη ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ γιατρός, τί θὰ αἰσθάνεται ὁ γιατρὸς γιὰ τὸν ἄρρωστο αὐτό;
Ἢ ἂν εἶσαι μάνα ἢ πατέρας καὶ βλέπῃς τὸ παιδί σου νὰ μὴ σ᾽ ἀκούῃ ἀλλὰ νὰ κάνῃ ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ παραγγέλλεις;
Ἢ ἂν εἶσαι δάσκαλος καὶ λὲς στὸ μαθητὴ νὰ γράψῃ στὸν πίνακα τὸ ἄλφα κι αὐτὸς γράφει τὸ βῆτα;
Ἔ, αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει σήμερα· οἱ Χριστιανοὶ κάνουν τὰ ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι διατάζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Κι ἂν ὁ δάσκαλος στενοχωριέται γιὰ τὸν ἄτακτο μαθητή του, ἂν ὁ γιατρὸς λυπᾶται γιατὶ ὁ ἄρρωστος δὲν κάνει τὴ δίαιτά του, ἂν ὁ ἀξιωματικὸς στενοχωριέται γιὰ τὸν ἀπείθαρχο στρατιώτη του, κι ἂν ἡ μάνα στενοχωριέται γιὰ τὸ ἄτακτο παιδί της, πολὺ περισσότερο σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο «λυπεῖται» (Ἐφ. 4,30) γιὰ τὰ ἄτακτα παιδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ναί, κάνουν τὰ ἀντίθετα.
Τί μᾶς διατάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία; Ἀκούσατε τὸν ἀπόστολο τί λέει;
«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (῾Ρωμ. 13,13).
Δηλαδὴ τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά· Σεῖς ποὺ βαπτιστήκατε καὶ βγήκατε ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι, σεῖς οἱ Χριστιανοί, δὲν πρέπει νὰ ζῆτε σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες.
Τί ἔκαναν οἱ εἰδωλολάτρες; Διακόσα – τριακόσα – πεντακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ, οἱ εἰδωλολάτρες τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἀκριβῶς, τὸ μῆνα Φεβρουάριο ἢ καὶ νωρίτερα, ἔπαιρναν καπνιά, μουντζούρωναν τὰ πρόσωπά τους, φοροῦσαν προβειές, παρίσταναν διάφορα ζῷα, ἔβαζαν στὸ κεφάλι τους κέρατα βοδιῶν, κρεμοῦσαν κουδούνια, κρατοῦσαν στὰ χέρια τους αἰσχρὰ κι ἀκατονόμαστα ὁμοιώματα, ἔβγαζαν κραυγὲς ἄτακτες, ἔβριζαν τὸν κάθε διαβάτη, ἔλεγαν χυδαιολογίες, ἔκαναν χειρονομίες, μεθοῦσαν, κυλιοῦνταν στὸ δρόμο, ἔκαναν ὄργια…
Ἔτσι γιώρταζαν οἱ εἰδωλολάτρες.
Καὶ τὰ ἔκαναν αὐτὰ – γιατί;
Διότι ἔτσι ἔλεγε ἡ θρησκεία τους. Κι ἀφοῦ τό ᾿λεγε ἡ θρησκεία τους, δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς κατηγορήσουμε.
Αὐτὰ ἤθελε ἡ θρησκεία τους, γιατὶ τέτοιοι ἦταν οἱ θεοί τους, αἰσχροὶ θεοί· ὁ ἕνας θεὸς ἦταν προστάτης τῆς μοιχείας, ὁ ἄλλος προστάτης τῆς πορνείας, ὁ ἄλλος προστάτης τῆς μέθης…· τέτοιους θεοὺς εἶχαν καὶ αὐτὰ ζητοῦσαν στὶς γιορτές τους.
Ἀλλ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔκαναν ἄλλοτε οἱ εἰδωλολάτρες, δυστυχῶς σήμερα τὰ κάνουν οἱ ὀρθόδοξοι οἱ Χριστιανοί. Τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Τὰ βλέπουμε.
Δὲν ὑπάρχει σύλλογος, σωματεῖο ἢ καὶ σπίτι ποὺ νὰ μὴ διοργανώνῃ τὶς μέρες αὐτὲς χορό, καὶ χορεύουν ἀπ᾽ τὸ βράδυ ὣς τὸ πρωί. Καὶ δὲ χορεύουν ἑλληνικοὺς παραδοσιακοὺς χορούς· οἱ σημερινοὶ χοροὶ εἶνε ὅ,τι «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Ἐφ. 5,12).
Ἔτσι δὲν χορεύουν οὔτε οἱ ἄγριοι οὔτε τὰ θηρία.
Σμίγουν ἄντρες καὶ γυναῖκες, ὁ ἄντρας βλέπει τὴ γυναῖκα του στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, ἡ μάνα βλέπει τὸ κορίτσι της στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, καὶ τὰ θεωροῦν αὐτὰ φυσικά.
Καὶ μόνο αὐτό;
Αὔριο, ποὺ ξημερώνει Δευτέρα, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία τὴν ὀνομάζει Καθαρὰ Δευτέρα, ἐμεῖς τὴν κάναμε ἀκάθαρτη Δευτέρα – ἔτσι ἔπρεπε νὰ λέγεται· γιατὶ εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ γίνονται τὰ περισσότερα ἔκτροπα, οἱ περισσότερες ἁμαρτίες. Μικροὶ – μεγάλοι βγαίνουν ἔξω, γυρίζουν ὅλη μέρα, καὶ τὸ βράδυ ἐπιστρέφουν μεθυσμένοι, ζαλισμένοι, δὲν ξέρουν τί λένε καὶ τί κάνουν. Κι ὅλ᾽ αὐτὰ βέβαια εἶνε ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
–Πολὺ αὐστηρὰ τὰ λές, παπᾶ μου, θὰ πῇ κάποιος ἀπ᾽ αὐτούς. Μὰ τί θέλεις λοιπόν, νὰ μὴ χορέψουμε; Δὲν εἴμαστε καλόγεροι, εἴμαστε κοσμικοὶ ἄνθρωποι, ζοῦμε στὴν κοινωνία…
Τί θ᾿ ἀπαντήσουμε; Ἀσφαλῶς κοσμικοὶ εἶστε. Κανείς δὲν σᾶς εἶπε νὰ πᾶτε στὰ βουνὰ καὶ νὰ κρατᾶτε κομποσχοίνια καὶ νὰ προσεύχεστε ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ. Ἀλλὰ τί λέει ἡ Ἐκκλησία μας;
Ὅλα τὰ ἐπιτρέπει τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ἐπιτρέπει μόνο τὴν ἁμαρτία· ὅλα μπορεῖς νὰ τὰ κάνῃς, ἀπόφυγε μόνο τὴν ἁμαρτία.
Μπορεῖς π.χ. νὰ παντρευτῇς, νὰ ζήσετε σὰν ἀντρόγυνο ἀγαπημένο καὶ νὰ σᾶς φρουροῦν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Σοῦ ἐπιτρέπει τὸ γάμο, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει τὸ διαζύγιο, τὴ μοιχεία, τὴν πορνεία, τὰ ἀκάθαρτα πράγματα.
Ποῦ βλέπεις λοιπὸν δυσκολία; ποῦ βλέπεις πίεσι νὰ γίνῃς καλόγερος;
Μπορεῖς ἀκόμα σήμερα νὰ καθίσῃς μὲ τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου νὰ φᾶτε καὶ νὰ πιῆτε τὸ ἱκανό· ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει καταχρήσεις· ἐπιτρέπει τὸ φαγητὸ καὶ τὸ ποτό, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει τὴ μέθη καὶ τὴν ἀκολασία.
Μπορεῖς ἀκόμα τὴν ἡμέρα αὐτὴ νὰ τραγουδήσῃς, ἀλλ᾽ ὄχι τραγούδια τοῦ διαβόλου ποὺ φέρνουν ταραχή· τὴν ὡραία φωνὴ δὲν σοῦ τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ οὐρλιάζῃς σὰν δαιμονισμένος.
Μπορεῖς νὰ τραγουδήσῃς σοβαρὰ καὶ ῥωμαλέα ἑλληνικὰ τραγούδια, σεμνὰ καὶ βαθυστόχαστα χριστιανικὰ τραγούδια· μπορεῖς ἀκόμα νὰ ψάλῃς ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους, «τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ποὺ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης.
Ἢ μπορεῖς ἀκόμα τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ αὔριο νὰ πάρῃς τὴν οἰκογένειά σου καὶ νὰ πᾷς σὲ μιὰ ἐξοχή, ἀλλ᾽ ὄχι νὰ διαπράξῃς ἐκεῖ ὄργια· δὲν εἶνε αὐτὸ ψυχαγωγία – λέξι τόσο προσφιλὴς σήμερα· ἡ πραγματικὴ ψυχαγωγία εἶνε μέσ᾿ στὰ πλαίσια τῆς τιμιότητος καὶ τῆς χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου.
Οἱ χοροὶ μεταμφιεσμένων σὲ σκοτεινὰ κέντρα διασκεδάσεως δὲν εἶνε ψυχαγωγία, εἶνε ψυχοκτονία.
Κι ὅταν περάσῃ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ καὶ ἡ Καθαρὰ Δευτέρα, βλέπουμε τ᾽ ἀποτέλεσμα. Ποιά ψυχαγωγία! Γυρίζουν ὅλοι μὲ μυαλὸ ζαλισμένο, μὲ κορμὶ τσακισμένο, μὲ πορτοφόλι ἀδειανό.
Μὲ πορτοφόλι ἀδειανό! Ὅταν πρόκειται νὰ δώσουν κάτι γιὰ ἐλεημοσύνη, τὰ χέρια τους τρέμουν λὲς κ᾽ εἶνε παράλυτα· ἂν πρόκειται νὰ δώσουν γιὰ τὸ διάβολο, δὲν τρέμουν. Καὶ τί ποσὰ ξοδεύουν! χιλιάδες κ᾽ ἑκατομμύρια. Παραπονούμεθα πὼς εἴμαστε φτωχοί· φτωχοὺς μᾶς ἔκανε ἡ ἁμαρτία. Νά τί κερδίζουμε ἀπὸ τὰ ὄργια τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, ἀπὸ «τὰ ἔργα τοῦ σκότους» ὅπως τὰ ὀνομάζει σήμερα ὁ ἀπόστολος (῾Ρωμ. 13,12). Ἡ ψυχή μας εἶνε κολασμένη κι ὁ Θεὸς ὠργισμένος ἐναντίον μας. Αὐτὰ εἶνε τ᾿ ἀποτελέσματα τῶν ὀργίων τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.
* * *
Πόσοι μείναμε, ἀδελφοί μου, τὰ χρόνια αὐτὰ κοντὰ στὴν Ἐκκλησία; Λίγοι. Καὶ θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ οἱ ἐκκλησίες θ᾿ ἀδειάσουν ἀκόμα περισσότερο.
Δὲν εἶνε κρίμα, τὰ κέντρα διασκεδάσεων καὶ θεαμάτων, τὰ σχολεῖα τοῦ διαβόλου, –μὲ ἀκριβὸ μάλιστα εἰσιτήριο– νά ᾿νε πήχτρα, κ᾽ οἱ ἐκκλησίες νά ᾽νε ἀδειανές;
Ποῦ εἶνε οἱ ἄντρες, ποῦ εἶνε οἱ νέοι, ποῦ εἶνε οἱ ἐπιστήμονες; Ἀπὸ τόσες χιλιάδες Χριστιανοὺς πόσοι ἐκκλησιάζονται;
Οὔτε δύο τοῖς ἑκατό. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιαζόμαστε, δὲν ἔχουμε φόβο Θεοῦ· δὲν μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία μὲ εὐλάβεια, δὲν ἔχουμε κατάνυξι καὶ δάκρυα.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶπα στὴν ἀρχὴ ὅτι σήμερα χρειάζονται δάκρυα· νὰ κλαῖμε γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐκκλησιάζονται, νὰ κλαῖμε καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐκκλησιάζονται μὰ δὲν ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστό, μὴν ἀκολουθήσουμε τὸ ῥεῦμα, μὴν κάνουμε ὅ,τι κάνει ὁ κόσμος· ἂς βαδίσουμε μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἂς διδάξουμε, ἀδελφοί, μὲ τὸ παράδειγμά μας· ἂς δείξουμε στοὺς γύρω μας, ὅτι κοντὰ στὸ Χριστὸ ὑπάρχει χαρά· ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ «χαρὰ» τοῦ διαβόλου, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη χαρά, ἡ χαρὰ τῶν ἀγγέλων· εἶνε ἡ χαρὰ τῆς μετανοίας, ἡ χαρὰ τῆς συγχωρήσεως, ἡ χαρὰ τῆς προσευχῆς, ἡ χαρὰ τῆς ἐλεημοσύνης, ἡ χαρὰ τῆς θείας κοινωνίας, ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.
Εὔχομαι, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα νὰ αἰσθανθῆτε τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.
Νὰ προοδεύετε στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, ἕως ὅτου μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων τῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας ζωῆς· ἀμήν.
Δὲν εἶνε κρίμα, τὰ κέντρα διασκεδάσεων καὶ θεαμάτων, τὰ σχολεῖα τοῦ διαβόλου, –μὲ ἀκριβὸ μάλιστα εἰσιτήριο– νά ᾿νε πήχτρα, κ᾽ οἱ ἐκκλησίες νά ᾽νε ἀδειανές;
Ποῦ εἶνε οἱ ἄντρες, ποῦ εἶνε οἱ νέοι, ποῦ εἶνε οἱ ἐπιστήμονες; Ἀπὸ τόσες χιλιάδες Χριστιανοὺς πόσοι ἐκκλησιάζονται;
Οὔτε δύο τοῖς ἑκατό. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιαζόμαστε, δὲν ἔχουμε φόβο Θεοῦ· δὲν μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία μὲ εὐλάβεια, δὲν ἔχουμε κατάνυξι καὶ δάκρυα.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶπα στὴν ἀρχὴ ὅτι σήμερα χρειάζονται δάκρυα· νὰ κλαῖμε γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐκκλησιάζονται, νὰ κλαῖμε καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐκκλησιάζονται μὰ δὲν ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστό, μὴν ἀκολουθήσουμε τὸ ῥεῦμα, μὴν κάνουμε ὅ,τι κάνει ὁ κόσμος· ἂς βαδίσουμε μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἂς διδάξουμε, ἀδελφοί, μὲ τὸ παράδειγμά μας· ἂς δείξουμε στοὺς γύρω μας, ὅτι κοντὰ στὸ Χριστὸ ὑπάρχει χαρά· ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ «χαρὰ» τοῦ διαβόλου, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη χαρά, ἡ χαρὰ τῶν ἀγγέλων· εἶνε ἡ χαρὰ τῆς μετανοίας, ἡ χαρὰ τῆς συγχωρήσεως, ἡ χαρὰ τῆς προσευχῆς, ἡ χαρὰ τῆς ἐλεημοσύνης, ἡ χαρὰ τῆς θείας κοινωνίας, ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.
Εὔχομαι, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα νὰ αἰσθανθῆτε τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.
Νὰ προοδεύετε στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, ἕως ὅτου μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων τῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας ζωῆς· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Ν. Σφαγείων [σήμερα Ταύρου] – Ἀθηνῶν 24-2-1963)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr