«Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε» (᾿Ιωάν. 1,47)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ μεγάλη καὶ ἔνδοξος. Δὲν ἑορτάζει ἕνας ἢ δύο ἅγιοι, ὅπως τὶς ἄλλες ἡμέρες· ἑορτάζει ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Ποιός μπορεῖ νὰ ἐκφωνήσῃ λόγο ἀντάξιο τῆς μεγάλης ἑορτῆς; Θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκεται ἐδῶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους ἢ τοὺς πατέρας καὶ διδασκάλους τῆς
ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα
τους Ἐκκλησίας ἢ τοὺς μάρτυρες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐμεῖς λίγες σκέψεις θὰ διατυπώσουμε ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου.
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ μεγάλη καὶ ἔνδοξος. Δὲν ἑορτάζει ἕνας ἢ δύο ἅγιοι, ὅπως τὶς ἄλλες ἡμέρες· ἑορτάζει ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Ποιός μπορεῖ νὰ ἐκφωνήσῃ λόγο ἀντάξιο τῆς μεγάλης ἑορτῆς; Θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκεται ἐδῶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους ἢ τοὺς πατέρας καὶ διδασκάλους τῆς
ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα
τους Ἐκκλησίας ἢ τοὺς μάρτυρες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐμεῖς λίγες σκέψεις θὰ διατυπώσουμε ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου.
Ὁμιλεῖ τὸ εὐαγγέλιο γιὰ κάποιο Ναθαναήλ, ποὺ εἶχε μικρὰ ἰδέα γιὰ τὸ Χριστό. Ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς καταγόταν ἀπὸ ἄσημο χωριὸ (τὴ Ναζαρέτ), ἐπειδὴ γεννήθηκε ἀπὸ πτωχὴ μητέρα καὶ ὑπὸ ταπεινὲς συνθῆκες, κρίνοντας ἀπ’ αὐτὰ εἶπε·
«Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;» (᾿Ιωάν. 1,47), εἶνε δυνατὸν ἀπ’ τὸ χωριὸ αὐτὸ νὰ βγῇ κάτι καλό, νὰ βγῇ ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου; Ἀλλ’ ὅπως τότε ὁ Ναθαναὴλ εἶπε τὸν περιφρονητικὸ αὐτὸ λόγο, ἔτσι καὶ σήμερα ὑπάρχουν «Ναθαναήλ», ποὺ μιλοῦν περιφρονητικὰ γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ τὸ ἔργο του.
Λένε κι αὐτοί, κατ᾿ ἄλλο τρόπο βέβαια· «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;», καὶ θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε πλέον κάτι ξεπερασμένο, ἕνας θεσμὸς χρεωκοπημένος, ἀνάξιος λόγου, ποὺ πρέπει νὰ μπῇ στὸ μουσεῖο. Τί ἔχουμε νὰ ποῦμε σ’ αὐτοὺς τοὺς «Ναθαναήλ»; Θ’ ἀπαντήσουμε μὲ τὰ λόγια τοῦ Φιλίππου· «Ἔρχου καὶ ἴδε» (ἔ.ἀ.). Ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ἐλᾶτε νὰ θαυμάσετε σήμερα, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
«Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;» (᾿Ιωάν. 1,47), εἶνε δυνατὸν ἀπ’ τὸ χωριὸ αὐτὸ νὰ βγῇ κάτι καλό, νὰ βγῇ ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου; Ἀλλ’ ὅπως τότε ὁ Ναθαναὴλ εἶπε τὸν περιφρονητικὸ αὐτὸ λόγο, ἔτσι καὶ σήμερα ὑπάρχουν «Ναθαναήλ», ποὺ μιλοῦν περιφρονητικὰ γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ τὸ ἔργο του.
Λένε κι αὐτοί, κατ᾿ ἄλλο τρόπο βέβαια· «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;», καὶ θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε πλέον κάτι ξεπερασμένο, ἕνας θεσμὸς χρεωκοπημένος, ἀνάξιος λόγου, ποὺ πρέπει νὰ μπῇ στὸ μουσεῖο. Τί ἔχουμε νὰ ποῦμε σ’ αὐτοὺς τοὺς «Ναθαναήλ»; Θ’ ἀπαντήσουμε μὲ τὰ λόγια τοῦ Φιλίππου· «Ἔρχου καὶ ἴδε» (ἔ.ἀ.). Ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ἐλᾶτε νὰ θαυμάσετε σήμερα, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, πολλὰ ἀξιοθαύμαστα. Γιὰ παράδειγμα, στὸν ἀρχαῖο κόσμο ἦταν οἱ κρεμαστοὶ κῆποι τῆς Βαβυλῶνος, οἱ πυραμίδες τοῦ Χέοπος, ὁ Κολοσσὸς τῆς ῾Ρόδου, ἡ Ἀκρόπολις τῶν Ἀθηνῶν· καὶ σήμερα πολλὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς εἶνε θαυμαστά. Ἀλλὰ τὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα, ἐκεῖνο ποὺ προκαλεῖ τὸ θάμβος τῶν αἰώνων, εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ τί εἶνε Ἐκκλησία;
Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ· ὄχι. Τοὺς ναοὺς μπορεῖ μιὰ μέρα ἕνα ἄθεο καθεστὼς νὰ τοὺς γκρεμίσῃ, ὅπως ἔγινε στὴ Βόρειο Ἤπειρο ἐπὶ Ἐμβὲρ Χότζα. Ὁ ναὸς γκρεμίζεται, ἡ Ἐκκλησία δὲ γκρεμίζεται· ἐδῶ εἶνε ἡ μεγάλη διαφορά. Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὰ ντουβάρια· ἡ Ἐκκλησία εἶνε κάτι βαθύτερο καὶ ὑψηλότερο, κάτι ἅγιο καὶ πνευματικὸ καὶ ἀθάνατο. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ σύνολο τῶν ψυχῶν ποὺ πιστεύουν.
Τί πιστεύουν· ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας φιλόσοφος ἢ κοινωνιολόγος, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς ἱστορίας· ὁ Χριστὸς εἶνε παραπάνω ἀπὸ ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, ἁγίους, παραπάνω ἀπ’ ὅλο τὸν οὐράνιο κόσμο· εἶνε αὐτὸς ὁ Θεός. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας, τὴν ὁποία διακηρύττει σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Καὶ ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστὸ ὡς Θεό, αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας του. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ βασίλειο – ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33 καὶ Σύμβ. πίστ.).
Ποιά ἦταν ἡ ἀρχή της; Ξεκίνησε ἀπὸ δώδεκα ψαρᾶδες. Σ’ αὐτοὺς εἶπε ὁ Χριστός· Σᾶς στέλνω νὰ σαλπίσετε τὸ κήρυγμά μου σὲ ὅλο τὸν κόσμο· ἕνα κήρυγμα ἀντίθετο μὲ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ ὄχλου, συγκρουόμενο μὲ ὅλο τὸν ἀρχαῖο εἰδωλολατρικὸ κόσμο, ἀνατρεπτικὸ τοῦ κατεστημένου. Πῶς ἔγινε ἡ ἐξάπλωσι τῆς Ἐκκλησίας; Ἐὰν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὴν ἱστορία, θὰ δοῦμε ὅτι ὡρισμένοι ἵδρυσαν βασιλεῖες καὶ αὐτοκρατορίες μεγάλες, ὅπως εἶνε λόγου χάριν τὸ Μακεδονικὸ κράτος τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἡ ῾Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸ κράτος τοῦ Μ. Ναπολέοντος, ποὺ ἔφθασαν ὣς τὰ πέρατα τῆς γῆς. Ἔφθασαν· ἀλλὰ πῶς ἔφθασαν;
Ὁ μὲν Ἀλέξανδρος μὲ τὶς περίφημες φάλαγγες ποὺ ἐξώπλισε, ὁ Καῖσαρ μὲ τὶς λεγεῶνες του, ὁ Ναπολέων μὲ τὶς στρατιές του. Ἡ βασιλεία ὅμως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐπεβλήθη μὲ ὅπλα. Πῶς ἁπλώθηκε; Ἐδῶ εἶνε τὸ θαυμαστό. Ποῦ εἶνε οἱ φάλαγγες, οἱ λεγεῶνες, τὰ στρατεύματά της; Ποῦ εἶνε τὰ ὅπλα καὶ τὰ πυροβόλα της; Τί μέσα μεταχειρίστηκε λοιπόν; Χρῆμα; Οἱ ἀπόστολοι δὲν εἶχαν στὶς τσέπες τους τίποτα. Ὅπλα; Ἕνα σουγιᾶ εἶχε ὁ Πέτρος, καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπηγόρευσε νὰ τὸν ἔχῃ κι αὐτόν. Σοφία καὶ γνῶσι; Ἀγράμματοι ἦταν. Καὶ ὅμως, χωρὶς λεφτά, χωρὶς ὅπλα, χωρὶς γνώσεις καὶ ἐπιστῆμες, ξεκίνησαν οἱ δώδεκα ψαρᾶδες καὶ ἐξέτειναν στὸν κόσμο τὴν μεγαλυτέρα βασιλεία, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.
Τὶς δυσκολίες αὐτὲς τὶς γνώριζε ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτὸ τοὺς εἶπε· «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων»· σᾶς στέλνω σὰν πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους (Ματθ. 10,16). Πρόβατα οἱ ἀπόστολοι, λύκοι ὁ κόσμος τῶν αὐτοκρατόρων, τῶν διωκτῶν, τῶν Νερώνων. Γιά φανταστῆτε τώρα τὸ χειμῶνα νὰ πάρῃς δώδεκα πρόβατα καὶ νὰ τὰ σπρώξῃς μέσα σ’ ἕνα ἄγριο δάσος γεμᾶτο λύκους.
Τί περιμένετε, ποιό θὰ εἶνε τὸ ἀποτέλεσμα; Ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ τὰ πρόβατα θὰ γίνουν βορὰ τῶν λύκων. Καὶ ὅμως ἐδῶ τὰ πρόβατα δὲν ἐξωλοθρεύθηκαν, ἀλλὰ καὶ νίκησαν τοὺς λύκους! Καὶ μόνο αὐτό; ἔκαναν καὶ τοὺς λύκους πρόβατα! Εἶνε ποτὲ δυνατὸν ὁ λύκος νὰ γίνῃ πρόβατο;
Ἐν τούτοις ἔγινε· οἱ ἀπόστολοι κατώρθωσαν νὰ κάνουν Χριστιανοὺς καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς διῶκτες των. Ποιά ἡ δύναμι τῆς Ἐκκλησίας; Φαίνεται, ὅτι παραπάνω ἀπὸ τὰ ὅπλα, τὰ χρήματα, τὴ σοφία, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη δύναμι, ἀόρατη. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· δὲ νικοῦν τὰ ὑλικὰ μέσα. Μιὰ χούφτα ἀνθρώπων κατώρθωσε νὰ νικήσῃ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
«Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76,11). Ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο ἐκπορεύεται μία ἀήττητος δύναμις, ποὺ νικᾷ τὰ πάντα. Ἐὰν λοιπὸν ἀποβλέψουμε στὴν ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν ἀποβλέψουμε στὴν ἐξάπλωσί της, ἐὰν δοῦμε τοὺς ἐχθροὺς ποὺ ἀντιμετώπισε, παντοῦ βλέπουμε τὸ θαῦμα. Ἀξιοθαύμαστη ἡ Ἐκκλησία μας, ἀήττητη. Κανείς δὲν μπόρεσε νὰ τὴν καταβάλῃ.
Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ἱστορία ἀλλεπαλλήλων θαυμάτων. Ἀναφέρω δύο μόνο. Τί ἑορτάζουμε στὶς 25 Μαρτίου; Πῶς σώθηκε ἕνας λαὸς ποὺ ἦταν 400 χρόνια σκλάβος. Πῶς σώθηκε; Ἐρώτημα μεγάλο. Ἄλλα ἔθνη, μέσα σὲ 50 – 60 χρόνια δουλείας, ἀφωμοιώθηκαν καὶ ἔσβησαν. Πῶς ἐδῶ τέσσερις ὁλόκληροι αἰῶνες δὲν κατώρθωσαν νὰ διακόψουν τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους μας;
Τί ἀπαντᾷ ἡ ἱστορία; ὄχι οἱ πλαστογράφοι τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ ἱστορία; Καὶ οἱ λίθοι ἀκόμα καὶ οἱ πέτρες φωνάζουν, ὅτι τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων ἀνωρθώθηκε καὶ σώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ στάθηκε ἡ κιβωτός, μέσα στὴν ὁποία διατηρήθηκε.
Αὐτὴ τὸ κράτησε στὶς ἀγκάλες της ὅπως ἡ μάνα τὸ νήπιο. Αὐτὸ ἔκανε τὸν ποιητὴ Κώστα Κρυστάλλη νὰ γράψῃ· Ὦ Ἐκκλησία – «Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα, τί ὄμορφη δίνεις ἐσὺ λαλιὰ καὶ στὴν καμπάνα, καὶ πόσο ἐκείνη ἡ λαλιὰ σαλεύει τὴν καρδιά μας! Πόσες, ἐκεῖνος ὁ σταυρὸς ἀπ’ τὰ καμπαναριά μας, στὴν ἀντηλιάδα χύνοντας τόσες χρυσὲς ἀχτῖδες, χύνει βαθειά μας, στὴν ψυχή, γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!». Θέλετε ἄλλο θαῦμα;
῾Ρίξτε ἕνα βλέμμα στὴ ῾Ρωσία. Τὸ 1917 ἔγινε τὸ πείραμα. Ἄθεο καθεστὼς ἔβαλε μπροστὰ νὰ ξεῤῥιζώσῃ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Κάψανε, γκρεμίσανε, καταστρέψανε· ἔστειλαν σὲ στρατόπεδα, βασάνισαν, θανάτωσαν. Τελικὰ τί κατώρθωσαν; Στὸ Στάλινγκραντ καὶ στὴ Μόσχα λαὸς πολύς, καὶ ἄντρες καὶ παιδιὰ καὶ γέροντες, καὶ ἐπιστήμονες καὶ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, πηγαίνουν στὶς ἐκκλησίες καὶ πιστεύουν περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι πιστεύουμε ἐμεῖς. Ὦ Ἐκκλησία ἀήττητος! κανείς μὰ κανείς δὲ θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ σὲ κλονίσῃ.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ· ὄχι. Τοὺς ναοὺς μπορεῖ μιὰ μέρα ἕνα ἄθεο καθεστὼς νὰ τοὺς γκρεμίσῃ, ὅπως ἔγινε στὴ Βόρειο Ἤπειρο ἐπὶ Ἐμβὲρ Χότζα. Ὁ ναὸς γκρεμίζεται, ἡ Ἐκκλησία δὲ γκρεμίζεται· ἐδῶ εἶνε ἡ μεγάλη διαφορά. Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὰ ντουβάρια· ἡ Ἐκκλησία εἶνε κάτι βαθύτερο καὶ ὑψηλότερο, κάτι ἅγιο καὶ πνευματικὸ καὶ ἀθάνατο. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ σύνολο τῶν ψυχῶν ποὺ πιστεύουν.
Τί πιστεύουν· ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας φιλόσοφος ἢ κοινωνιολόγος, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς ἱστορίας· ὁ Χριστὸς εἶνε παραπάνω ἀπὸ ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, ἁγίους, παραπάνω ἀπ’ ὅλο τὸν οὐράνιο κόσμο· εἶνε αὐτὸς ὁ Θεός. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας, τὴν ὁποία διακηρύττει σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Καὶ ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστὸ ὡς Θεό, αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας του. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ βασίλειο – ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33 καὶ Σύμβ. πίστ.).
Ποιά ἦταν ἡ ἀρχή της; Ξεκίνησε ἀπὸ δώδεκα ψαρᾶδες. Σ’ αὐτοὺς εἶπε ὁ Χριστός· Σᾶς στέλνω νὰ σαλπίσετε τὸ κήρυγμά μου σὲ ὅλο τὸν κόσμο· ἕνα κήρυγμα ἀντίθετο μὲ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ ὄχλου, συγκρουόμενο μὲ ὅλο τὸν ἀρχαῖο εἰδωλολατρικὸ κόσμο, ἀνατρεπτικὸ τοῦ κατεστημένου. Πῶς ἔγινε ἡ ἐξάπλωσι τῆς Ἐκκλησίας; Ἐὰν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὴν ἱστορία, θὰ δοῦμε ὅτι ὡρισμένοι ἵδρυσαν βασιλεῖες καὶ αὐτοκρατορίες μεγάλες, ὅπως εἶνε λόγου χάριν τὸ Μακεδονικὸ κράτος τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἡ ῾Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸ κράτος τοῦ Μ. Ναπολέοντος, ποὺ ἔφθασαν ὣς τὰ πέρατα τῆς γῆς. Ἔφθασαν· ἀλλὰ πῶς ἔφθασαν;
Ὁ μὲν Ἀλέξανδρος μὲ τὶς περίφημες φάλαγγες ποὺ ἐξώπλισε, ὁ Καῖσαρ μὲ τὶς λεγεῶνες του, ὁ Ναπολέων μὲ τὶς στρατιές του. Ἡ βασιλεία ὅμως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐπεβλήθη μὲ ὅπλα. Πῶς ἁπλώθηκε; Ἐδῶ εἶνε τὸ θαυμαστό. Ποῦ εἶνε οἱ φάλαγγες, οἱ λεγεῶνες, τὰ στρατεύματά της; Ποῦ εἶνε τὰ ὅπλα καὶ τὰ πυροβόλα της; Τί μέσα μεταχειρίστηκε λοιπόν; Χρῆμα; Οἱ ἀπόστολοι δὲν εἶχαν στὶς τσέπες τους τίποτα. Ὅπλα; Ἕνα σουγιᾶ εἶχε ὁ Πέτρος, καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπηγόρευσε νὰ τὸν ἔχῃ κι αὐτόν. Σοφία καὶ γνῶσι; Ἀγράμματοι ἦταν. Καὶ ὅμως, χωρὶς λεφτά, χωρὶς ὅπλα, χωρὶς γνώσεις καὶ ἐπιστῆμες, ξεκίνησαν οἱ δώδεκα ψαρᾶδες καὶ ἐξέτειναν στὸν κόσμο τὴν μεγαλυτέρα βασιλεία, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.
Τὶς δυσκολίες αὐτὲς τὶς γνώριζε ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτὸ τοὺς εἶπε· «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων»· σᾶς στέλνω σὰν πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους (Ματθ. 10,16). Πρόβατα οἱ ἀπόστολοι, λύκοι ὁ κόσμος τῶν αὐτοκρατόρων, τῶν διωκτῶν, τῶν Νερώνων. Γιά φανταστῆτε τώρα τὸ χειμῶνα νὰ πάρῃς δώδεκα πρόβατα καὶ νὰ τὰ σπρώξῃς μέσα σ’ ἕνα ἄγριο δάσος γεμᾶτο λύκους.
Τί περιμένετε, ποιό θὰ εἶνε τὸ ἀποτέλεσμα; Ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ τὰ πρόβατα θὰ γίνουν βορὰ τῶν λύκων. Καὶ ὅμως ἐδῶ τὰ πρόβατα δὲν ἐξωλοθρεύθηκαν, ἀλλὰ καὶ νίκησαν τοὺς λύκους! Καὶ μόνο αὐτό; ἔκαναν καὶ τοὺς λύκους πρόβατα! Εἶνε ποτὲ δυνατὸν ὁ λύκος νὰ γίνῃ πρόβατο;
Ἐν τούτοις ἔγινε· οἱ ἀπόστολοι κατώρθωσαν νὰ κάνουν Χριστιανοὺς καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς διῶκτες των. Ποιά ἡ δύναμι τῆς Ἐκκλησίας; Φαίνεται, ὅτι παραπάνω ἀπὸ τὰ ὅπλα, τὰ χρήματα, τὴ σοφία, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη δύναμι, ἀόρατη. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· δὲ νικοῦν τὰ ὑλικὰ μέσα. Μιὰ χούφτα ἀνθρώπων κατώρθωσε νὰ νικήσῃ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
«Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76,11). Ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο ἐκπορεύεται μία ἀήττητος δύναμις, ποὺ νικᾷ τὰ πάντα. Ἐὰν λοιπὸν ἀποβλέψουμε στὴν ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν ἀποβλέψουμε στὴν ἐξάπλωσί της, ἐὰν δοῦμε τοὺς ἐχθροὺς ποὺ ἀντιμετώπισε, παντοῦ βλέπουμε τὸ θαῦμα. Ἀξιοθαύμαστη ἡ Ἐκκλησία μας, ἀήττητη. Κανείς δὲν μπόρεσε νὰ τὴν καταβάλῃ.
Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ἱστορία ἀλλεπαλλήλων θαυμάτων. Ἀναφέρω δύο μόνο. Τί ἑορτάζουμε στὶς 25 Μαρτίου; Πῶς σώθηκε ἕνας λαὸς ποὺ ἦταν 400 χρόνια σκλάβος. Πῶς σώθηκε; Ἐρώτημα μεγάλο. Ἄλλα ἔθνη, μέσα σὲ 50 – 60 χρόνια δουλείας, ἀφωμοιώθηκαν καὶ ἔσβησαν. Πῶς ἐδῶ τέσσερις ὁλόκληροι αἰῶνες δὲν κατώρθωσαν νὰ διακόψουν τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους μας;
Τί ἀπαντᾷ ἡ ἱστορία; ὄχι οἱ πλαστογράφοι τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ ἱστορία; Καὶ οἱ λίθοι ἀκόμα καὶ οἱ πέτρες φωνάζουν, ὅτι τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων ἀνωρθώθηκε καὶ σώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ στάθηκε ἡ κιβωτός, μέσα στὴν ὁποία διατηρήθηκε.
Αὐτὴ τὸ κράτησε στὶς ἀγκάλες της ὅπως ἡ μάνα τὸ νήπιο. Αὐτὸ ἔκανε τὸν ποιητὴ Κώστα Κρυστάλλη νὰ γράψῃ· Ὦ Ἐκκλησία – «Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα, τί ὄμορφη δίνεις ἐσὺ λαλιὰ καὶ στὴν καμπάνα, καὶ πόσο ἐκείνη ἡ λαλιὰ σαλεύει τὴν καρδιά μας! Πόσες, ἐκεῖνος ὁ σταυρὸς ἀπ’ τὰ καμπαναριά μας, στὴν ἀντηλιάδα χύνοντας τόσες χρυσὲς ἀχτῖδες, χύνει βαθειά μας, στὴν ψυχή, γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!». Θέλετε ἄλλο θαῦμα;
῾Ρίξτε ἕνα βλέμμα στὴ ῾Ρωσία. Τὸ 1917 ἔγινε τὸ πείραμα. Ἄθεο καθεστὼς ἔβαλε μπροστὰ νὰ ξεῤῥιζώσῃ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Κάψανε, γκρεμίσανε, καταστρέψανε· ἔστειλαν σὲ στρατόπεδα, βασάνισαν, θανάτωσαν. Τελικὰ τί κατώρθωσαν; Στὸ Στάλινγκραντ καὶ στὴ Μόσχα λαὸς πολύς, καὶ ἄντρες καὶ παιδιὰ καὶ γέροντες, καὶ ἐπιστήμονες καὶ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, πηγαίνουν στὶς ἐκκλησίες καὶ πιστεύουν περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι πιστεύουμε ἐμεῖς. Ὦ Ἐκκλησία ἀήττητος! κανείς μὰ κανείς δὲ θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ σὲ κλονίσῃ.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Εἴμεθα παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν εἴμεθα χιλιασταί, δὲν εἴμεθα μασόνοι, δὲν εἴμεθα ῥοταριανοί, δὲν εἴμεθα ὀπαδοὶ τοῦ ἀθέου ὑλισμοῦ, δὲ λατρεύουμε τὰ εἴδωλα. Ἀνήκουμε στὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, στὴ μητέρα Ἐκκλησία.
Τὸ συμπέρασμα ποιό εἶνε; Γράψατέ το· Ὅποιος τὰ βάζει μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, θὰ γίνῃ στάχτη. Θὰ ὁμολογήσῃ καὶ αὐτός· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε». Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· «Πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18).
Ὅλοι οἱ δαίμονες δὲ μποροῦν νὰ κλονίσουν τὴν Ἐκκλησία. Σ᾿ αὐτὴν ἀνήκουμε, καὶ εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀναδεικνύῃ πάντοτε πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα της, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
Τὸ συμπέρασμα ποιό εἶνε; Γράψατέ το· Ὅποιος τὰ βάζει μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, θὰ γίνῃ στάχτη. Θὰ ὁμολογήσῃ καὶ αὐτός· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε». Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· «Πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18).
Ὅλοι οἱ δαίμονες δὲ μποροῦν νὰ κλονίσουν τὴν Ἐκκλησία. Σ᾿ αὐτὴν ἀνήκουμε, καὶ εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀναδεικνύῃ πάντοτε πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα της, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 18-3-1973)