Ο όσιος Πατάπιος γεννήθηκε από γονείς χριστιανούς στην Θήβα της Αιγύπτου το 380μ.Χ.
Ο πατέρας του ήταν ιατρός και φιλόσοφος και άρχοντας της περιοχής. Ήταν απόγονος μιας των μεγαλυτέρων οικογενειών της χώρας εκείνης.
Οι ευσεβείς γονείς του τον βάπτισαν και του έδωσαν χριστιανική ανατροφή. Τον διδάξαν με επιμέλεια τα ιερά γράμματα.
Εκάλεσαν διδασκάλους από την Αλεξάνδρεια και του έμαθαν όλη την γνώση της εποχής εκείνης.
Όσο μεγάλωνε ο Πατάπιος στην ηλικία, τόσο και πρόκοβε στην αρετή. Γινόταν φιλοσοφιώτερος και κατανοούσε το άστατο των εγκοσμίων πραγμάτων. Εννόησε καλά το “ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης”. Συγκινείτο όταν μάθαινε τις διδασκαλίες και τους αγώνες του Πανταίνου, του Κλήμεντος και του Ωριγένους.
Οι πρόσφατοι αγώνες του Αγ. Αθανασίου και του Μεγάλου Αντωνίου, του γέμιζαν την ψυχή με σεβασμό και κατάνυξη και ήθελε να τους μιμηθεί. Γι’ αυτό έβγαινε από την πόλη. πήγαινε στους ποληπληθείς αναχωρητές της ερήμου και συζητούσε με αυτούς τα πνευματικά και ψυχωφελή ζητήματα. Ένα βράδυ, ο νέος Πατάπιος δεν γύρισε στο πατρικό του σπίτι. Οι γονείς του ανησύχησαν. Με λυχνάρια έψαχναν όλη τη νύχτα να τον βρουν. Τον βρήκαν επιτέλους τις πρωινές ώρες στη ρίζα ενός βράχου.
Εκεί είχε πέσει ένας νεανίσκος, Αμμούν ονόματι, με την καμήλα του και τραυματίστηκε. Ο νεαρός Πατάπιος (13 ετών τότε), τον συντρόφεψε και τον περιποιόταν. Στο τέλος με την προσευχή του θεράπευσε και έσωσε τον Αμμούν και την καμήλα του. Χωρίς την βοήθεια του νεαρού Παταπίου θα είχε πεθάνει. Ο μικρός τραυματίας Αμμούν διηγότανε κατόπιν, ότι την νύχτα εκείνη αισθανόταν να τον περιλούζει ένα φως εκτυφλωτικό και ζεστό, καθώς και μία δύναμις να τον επαναφέρει στη ζωή.
Ο Αμμούν αργότερα ακολούθησε τον Όσιο σε όλη του τη ζωή. Έγινε πιστός υποτακτικός του. Το γεγονός αυτό μαθεύτηκε στην πόλη και όλοι οι Θηβαίοι τον σέβονταν και τον αγαπούσαν τον Πατάπιο. Μετά ταύτα ο πατέρας του τον έστειλε στην Αλεξάνδρεια στην περίφημη τότε Κατηχητική Σχολή. Διδάσκαλο του είχε τον σπουδαίο για την σοφία, αρετή και αγιότητα του, Δίδυμο τον Τυφλόν. Σε αυτόν είχε πει ο Μέγας Αντώνιος: Δίδυμε, μη στεναχωρείσαι που δεν έχεις μάτια σωματικά. Τέτοια μάτια έχουν και οι μύγες και τα κουνούπια.
Να χαίρεις, που έχεις ανοικτά τα μάτια της ψυχής και βλέπεις τα θεία, τα πνευματικά και ουράνια πράγματα. Όταν τελείωσε τη Σχολή και επέστρεψε στην Θήβα, άκουσε με πολύ λύπη ότι τον προόριζαν να διορισθεί οικονομικός Έπαρχος της περιοχής. Ο Πατάπιος, δεν δέχθηκε αλλά πήρε την ευχή της μητέρας του και έφυγε για την έρημο, να ασκητέψει.
Αυτός, που ήταν ο πλουσιώτερος από τους νέους της πόλεως και που είχε τόσους τίτλους και περγαμηνές τα εγκατέλειψε όλα και προτίμησε τη σκληρή ζωή του ασκητού για να σώσει τη ψυχή του καλλίτερα. Πήγε στη Μονή των Ταβεννησιωτών που ήταν το κέντρο του μοναχισμού της θηβαίδος. Εκεί επιδόθηκε στην άσκηση, στη μελέτη των Αγ. Γραφών, στη μελέτη των βίων, των Αγίων και των συγγραμάτων των προ αυτού Πατέρων. Εκεί παρέμεινε δέκα χρόνια και θαυμαζόταν από όλους.
Η φήμη του Οσίου Παταπίου ως σοφού και θαυματουργού, είχε φθάσει σ’ όλη την Αίγυπτο. Τότε, πήγε στη Μονή των Ταβεννησιωτών μια αντιπροσωπεία από την Θήβα με επικεφαλής τον Έπαρχο και του ζήτησαν επιμόνως να έλθει πίσω να χειροτονηθεί Επίσκοπος των Θηβών. Ο ταπεινός όμως Πατάπιος δεν δέχθηκε. Από παντού ερχόντουσαν προς αυτόν οι μοναχοί και οι λαϊκοί για να ωφεληθούν ψυχικώς από την διδασκαλία του. Για να αποφύγει όμως την υπερηφάνεια και να δοθεί περισσότερο στον θεό, έφυγε από την φημισμένη Μονή των Ταβεννησιωτών και πήγε στα ενδότερα της ερήμου. Εκεί έστησε μια καλύβη και ασκήτευε.
Την εποχή εκείνη παρουσιάστηκε στη Θήβα η τρομερή επιδημία της πανώλης η οποία αποδεκάτιζε τους κατοίκους. Οι Θηβαίοι τότε, σκέφθηκαν τον Όσιο Πατάπιο. Στείλανε αντιπροσωπεία και τον προκαλούσαν να έλθει να βοηθήσει τους συμπατριώτες τους στη δύσκολη αυτή περίσταση.
Ο Όσιος στην αρχή αρνήθηκε. Δεν ήθελε να πάει ως επίσημος θεραπευτής. Πήγε όμως νύκτα, χωρίς να τον γνωρίσει κανένας και άρχισε το έργο της θεραπείας των ασθενών. Ξυπόλυτος, με σκεπασμένο το κεφάλι και με τα τριμμένα ράσα του αναχωρητού, έμπαινε άφοβα στα σπίτια των ασθενών και τους θεράπευε από την ασθένεια. Κανένας δεν τον ανεγνώρισε. Όταν σταμάτησε η επιδημία τελείως από την πόλη, ζητούσαν όλοι να βρουν αυτόν τον θαυματουργό μοναχό, αλλά δεν τον βρήκαν. Είχε φύγει απαρατήρητος όπως ήλθε. Όλοι όμως κατάλαβαν, ότι επρόκειτο περί του συμπατριώτου τους Παταπίου.
Από τότε όμως που θεράπευσε τους συμπολίτες του, άρχισε ο κόσμος να τον σέβεται και να τον τιμά ως Άγιο. Καθημερινώς, πλήθη μοναχών με τους ηγουμένους τους, έτρεχαν στην καλύβα του για να διδαχθούν και να ωφεληθούν. Κάποτε αρρώστησε ο Ηγούμενος ενός Μοναστηριού της περιοχής εκείνης, Σεραπίων ονομαζόμενος. Οι μοναχοί τον έφεραν στον Όσιο Πατάπιο και τον παρακαλούσαν να τον κάνει καλά. Ο Όσιος γονάτισε μαζί με τους μοναχούς και παρακάλεσαν τον Παντοδύναμο Χριστό να τον θεραπεύσει.
Κατόπιν ο Άγιος έβαλε το χέρι του επάνω στον βαριά άρρωστο Σεραπίωνα και ώ! του θαύματος, ο Ηγούμενος θεραπεύθηκε αμέσως! Αυτό και άλλα θαύματα του Αγίου, όσο και να κρυβόταν, τα μάθαιναν οι άνθρωποι και πηγαίνανε σ’ αυτόν να τους θεραπεύσει και να τους ευλογήσει, Του έφεραν εκεί τόσο τους σωματικώς όσο και τους ψυχικώς ασθενείς με απόλυτη βεβαιότητα ότι θα τους θεραπεύσει. Και όσους είχαν πίστη και μετάνοια τους θεράπευε. Εν τω μεταξύ, Πατριάρχης Αλεξανδρείας έγινε ο Άγιος Κύριλλος, που ήταν συμμαθητής του Παταπίου στην Αλεξανδρινή Σχολή. Την εποχή όμως εκείνη διετηρείτο ακόμη στην Αίγυπτο το ειδωλολατρικό μαντείο της “Κυράς”, στην Άνω Αίγυπτο. Σ’ αυτό έτρεχαν πλήθη ειδωλολατρών για να μάθουν τα μέλλοντα και να θεραπευθούν.
Το μαντείο αυτό ήταν ένα πνευματιστικό κέντρο όπου ενεργούσε και λατρεύετο ο Σατανάς. Ο Άγιος Κύριλλος, για να εξαλείψει την εστία αυτή του Σατανά, αποφάσισε να μεταφέρει εκεί τα Άγια Λείψανα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, καθώς και των παρθενομαρτύρων Θεοκτίστης, Θεοδότης, Ευδοξίας με την μητέρα τους Αθανασία. Ο Πατριάρχης κάλεσε στην Αλεξάνδρεια και τον Όσιο Πατάπιο, ο οποίος έλαβε μέρος στη μεγάλη αυτή λιτανεία της μετακομιδής των Αγίων Λειψάνων.
Στη μεγαλειώδη αυτή λιτανεία έλαβαν μέρος χιλιάδες μοναχών, κληρικών και αμέτρητο πλήθος λαού από όλα τα μέρη της Αιγύπτου. Έπειτα από έξι μέρες έφθασε η πομπή στο χωριό Μένουθι. Εκεί εναπέθεσαν τα αγία λείψανα, τα οποία επετέλεσαν πολλά θαύματα. Από τότε η πόλη και η περιοχή από τα θαύματα του Κύρου και Ιωάννου ονομάσθηκε του Αββά Κύρου ή Αμπού Κυρ, έτσι λέγεται και μέχρι σήμερον.
Από τότε το μαντείο του ειδώλου της “Κυράς” λησμονήθηκε, μπροστά στα θαύματα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου. Στη μεγάλη αυτή λιτανεία δόθηκε ευκαιρία στον Πατριάρχη Κύριλλο και τον Πατάπιο να συζητήσουν τα μεγάλα προβλήματα της Ορθοδοξίας. Κατάλαβαν ότι η Ορθοδοξία παιζόταν στην έδρα της Αυτοκρατορίας την Κωνσταντινούπολη, θα έπρεπε εκεί ο Πατριάρχης να συμβουλεύεται δοκιμασμένους σοφούς κληρικούς.
Ο Κύριλλος υπέδειξε στον Άγιο Πατάπιο να αναλάβει αυτός το έργο αυτό, διότι ήταν ο ικανότερος όλων. Ο Όσιος αρνήθηκε. Δεν είμαι κατάλληλος είπε. Ο Πατάπιος κατόπιν επέστρεψε στην έρημο και συνέχισε την άσκηση του. Τα πλήθη έτρεχαν να ακούσουν τα θεία λόγια του ή για να θεραπευθούν από ανίατες ασθένειες. Κοντά στην καλύβη του εγκαταστάθηκαν οι μαθητές του σε άλλες καλύβες. Γύρω στο 428μ.Χ. ο Όσιος τους άφησε ένα Ηγούμενο και ανεχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Το πλοίο όμως συνάντησε μεγάλη τρικυμία. Όλοι παρακαλούσαν τον θεό να τους σώσει.
Τη στιγμή εκείνη αποκόπηκε ένα κατάρτι και κτύπησε τον καπετάνιο. Το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο. Οι πάντες τα έχασαν και πανικοβληθήκαν. Τότε ακριβώς ακούστηκε μία φωνή από τη θέση του πηδαλίου που τους έλεγε: Όλοι κατεβείτε στο αμπάρι του πλοίου και οι ναυτικοί να συνεχίσουν τις προσπάθειες τους. Γύρισαν οι άλλοι και είδαν τον καλόγηρο Πατάπιο να κρατάει το πηδάλιο. Η τρικυμία σταμάτησε προτού ξημερώσει.
Ο Άγιος τους έσωσε. διαπίστωσαν δε ότι και ο κυβερνήτης τον οποίο νόμιζαν πεθαμένο δεν είχε πάθει ούτε το παραμικρό τραύμα. Ο Άγιος Πατάπιος τους έσωσε!’ ΟΣεχνούτι ήταν ένας από το πλήρωμα. Ήταν κωπηλάτης και Αιγύπτιος την καταγωγή. Αυτός είχε αρρωστήσει και ζήτησε από τον συμπατριώτη του Πατάπιο να τον βοηθήσει και να τον θεραπεύσει. Ο Όσιος τον περιποιήθηκε όλη την ημέρα.Το βράδυ όμως τον άφησε σε άλλους για να κάνει αυτός την καθιερωμένη προσευχή. Την νύχτα συνάντησαν μεγάλη θαλασσοταραχή. Έβρεχε πολύ και φυσούσε άγριος άνεμος.
Το πλήρωμα και όσοι μπορούσαν από τους επιβάτες να βοηθηθούν αγωνίσθηκαν με όλη τους τη δύναμη. Τον άρρωστο Σεχνούτι δεν τον πρόσεξε κανείς. Ήταν όλοι προσηλωμένοι στην καταιγίδα. Το πρωί όμως είδαν ότι ο Σεχνούτι έλειπε. Τον είχαν αρπάξει τα κύματα. Λυπήθηκαν βεβαίως όλοι και ο ένας έριχνε τις ευθύνες στον άλλο. Ο Άγιος καθόταν αμίλητος και σκεπτικός. Φαινόταν σαν να μην άκουγε τίποτα για τον Σεχνούτι. Η τρικυμία όμως άρχισε πάλι να δυναμώνει.
Ο καπετάνιος απεφάσισε να πλησιάσει την ακτή της Κρήτης να παραμείνουν σε κανένα υπήνεμο μέρος, μέχρις ότου περάσει η τρικυμία. Εκεί θα μπορούσαν να συνέλθουν οι ταξιδιώτες και να επισκευάσουν τα πανιά. Πράγματι, στο βασίλεμα του ήλιου μπήκαν σε ένα κολπίσκο. Όλοι όμως, μόλις βγήκαν από το πλοίο, τα χάσανε!
Ο Σεχνούτι που την προηγούμενη νύχτα τον άρπαξαν τα κύματα και ο οποίος τους είπε: Όταν με άρπαξαν τα κύματα βρέθηκα επάνω στη ράχη ενός κήτους. Αυτό οδηγούμενο από ένα φωτεινό σημείο με έφερε και με απέθεσε στην ακτή του κολπίσκου αυτού, σώο και αβλαβή.
Όλοι τότε πήγαν στον Άγιο Πατάπιο, γονάτισαν μπροστά του και του ζήτησαν την ευλογία του. Κατάλαβαν ότι η προσευχή του Αγίου τον έσωσε.Ο Σεχνούτι τον παρακαλούσε να γίνει δια παντός ακόλουθος του και μαθητής του. Ο Όσιος το δέχθηκε. Ο κυβερνήτης του πλοίου ήταν ειδωλολάτρης. Τώρα όμως που είδε τα θαύματα αυτά, ζήτησε από τον Άγιο να τον βαπτίσει χριστιανό.
Ο Όσιος, του δίδαξε για τον Χριστό και την χριστιανική πίστη. Στην Κρήτη έμειναν μόνο για λίγες ημέρες. Μόλις καλοσύνεψε ο καιρός, ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη αγαπημένοι, σαν να ήταν μία οικογένεια. Εδόξαζαν δε τον θεό για τα θαύματα πού είδαν και για τον Άγιο που ήταν μαζί τους. Μια μέρα όμως ο κυβερνήτης του πλοίου είπε στον Όσιο: Θα περάσουμε πάτερ από την πατρίδα μου, την Κόρινθο, θέλω να συναντήσω την οικογένεια μου να τους πω ότι έγινα χριστιανός και να μπορέσω να τους κάνω κι αυτούς να βαπτισθούν. Πράγματι, έπειτα από πολλές μέρες ταξίδι φθάσανε στην “αφνειό Κόρινθο”.
Ο Όσιος επισκέφθηκε τους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Εκείνοι τον παρακάλεσαν να παραμείνει για λίγο εκεί. Έτσι, ο Όσιος Πατάπιος βρέθηκε κατά θεία οικονομία στην Κόρινθο, την περιοχή της οποίας επρόκειτο να αγιάσει με την παρουσία του. Ευθύς εξ’ αρχής τράβηξαν την προσοχή του τα απέναντι ευρισκόμενα Γεράνεια όρη. Στους πρόποδες υπήρχε ένα σπήλαιο. Σ’ αυτό κοιμήθηκε όταν πήγαινε για την Πάτρα ο Απόστολος Ανδρέας. Εκεί το 1345 ο Ιωάννης Κατακουζηνός έκτισε Ναό του Αγίου Ανδρέα. Υπάρχει και σήμερα.
Σ’ αυτό το σπήλαιο όταν πήγε ο Άγιος Πατάπιος στην Κόρινθο, υπήρχε μία συνοδεία μοναχών. Ο Άγιος σταμάτησε το ταξίδι του για την Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε να τους διδάξει κατά το πρότυπο των Αιγυπτιακών Μοναστηριών την άσκηση και την προσευχή. Ο Όσιος αγαπούσε την ησυχία. Γι’ αυτό ανέβηκε στα Γεράνεια Όρη. Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο. Σ’ αυτό κατέφευγαν να σωθούν οι πρώτοι χριστιανοί, κατά τους διωγμούς.
Μέσα σ’ αυτό εγκαταστάθηκε ο Όσιος. Επίσης εγκαταστάθηκαν εκεί κοντά και οι επτά συνασκητές και μαθητές του. Σε λίγο ακούστηκε ότι στα Γεράνεια υπάρχει Μοναστική αδελφότης με σοφό και Άγιο Ηγούμενο. Γι’ αυτό συγκεντρώθηκαν και οι άλλοι μοναχοί. Έκτισαν μέσα στο σπήλαιο και ναίδριο. Εκεί λάτρευαν τον θεό και διδάσκοντο από τον Όσιο.
Ένα βράδυ, την ώρα που μιλούσε στους μαθητές του είπε: θέλω πατέρες, μετά τον θάνατό μου οπουδήποτε γης κι αν πεθάνω, να μεταφέρετε το λείψανο μου και να το ενταφιάσετε εδώ μέσα στο αγαπημένο μου σπήλαιο των Γερανείων… Το 435μ.Χ. ο Όσιος Πατάπιος ανεχώρησε από τη σκήτη των Γερανείων και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί του πήρε και τον μοναχό Σεχνούτι, ο οποίος τον βοηθούσε σε όλες τις μετακινήσεις του. Στην Κωνσταντινούπολη όταν έφθασε, πήγε στο Μοναστήρι των Βλαχερνών ως άγνωστος.
Ήθελε να μη τον ξέρουν για να αποφύγει τον έπαινο των ανθρώπων. Εκεί άρχισε την άσκηση. Δεν έδινε καμία σημασία στην τροφή και στα ενδύματα. Σκληραγωγούσε τον εαυτόν του και προσευχόταν πολύ. Ζούσε σαν άσαρκος Άγγελος. Για τούτο ο θεός τον δόξασε και του έδωσε τη δύναμη να κάνει θαύματα…
Ήλθε όμως και ο καιρός να μεταβεί από την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια. Μαζεύτηκαν τότε οι μαθητές του και έκλαιγαν απαρηγόρητα, διότι δεν μπορούσαν να στερηθούν τις χάριτες του Οσίου και έλεγαν:
Πάτερ γλυκύτατε, γιατί εγκαταλείπεις ορφανά τα τέκνα σου και πηγαίνεις στην άλλη πατρίδα; Ποιος θα καταπαύσει τη λύπη μας και ποιος θα θεραπεύσει τα τραύματα των ψυχών μας; Ο Όσιος δεν έδειξε καμία δειλία ή φιλοζωία μπροστά στο θάνατο, αλλά τους είπε: Τέκνα μου, μη με αποχαιρετάτε με λύπη και δάκρυα, γιατί μ’ αυτά πολλή βλάβη δίνετε και σε μένα και σ’ εσάς. Αλλά προσευχηθείτε στον θεό για την ψυχή μου και κάνετε παράκληση που θα σας ωφελήσει πολύ. Έτσι σταμάτησε τους θρήνους τους και τους έδωσε και ένα μάθημα περί της αιωνίου μακαριότητος. Έπειτα προσευχήθηκε γι’ αυτούς.
Ενώ όμως προσευχόταν, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο, σε ηλικία 83 ετών. Ήταν το έτος 463μ.Χ. Το Ιερό λείψανο του το ενταφίασαν στο Ναό του Προδρόμου. Αυτά όμως, που αναφέρονται περί του Αγίου ήταν γνωστά μέχρι των αρχών του αιώνος μας. Στις αρχές όμως του παρόντος αιώνος βρέθηκε το Άγιο λείψανο του στο ασκητήριο των Γερανείων ορέων, που βρίσκεται επάνω από το Λουτράκι και απέναντι από την Κόρινθο στο οποίο είχε ασκητέψει στη ζωή του Ο Άγιος Πατάπιος. Ανεκαλύφθηκε το πάνσεπτο λείψανο του Αγίου άθικτο από το πέρασμα των αιώνων και ευωδιάζον. Το αρχαίο αυτό ασκητήριο άρχισε να ξαναλειτουργεί μετά το 1500μ.Χ., μετά δηλαδή την Άλωση.
Κατά το έτος 1904 λειτουργούσε σ’ αυτό το ασκητήριο ένας ιερεύς, Κωνσταντίνος Σουσάνης ονομαζόμενος. Αυτός ήταν ψηλός και δυσκολευόταν να εκτελεί τα καθήκοντά του. Ήταν χαμηλή η οροφή του σπηλαίου και στενό το ιερό του ναιδρίου. Τότε θέλησε να διανοίξει λίγο χώρο. Ενώ όμως οι εργάτες έσκαβαν στη Δυτική πλευρά του Ναού, έκπληκτοι ανεκάλυψαν κρύπτη μέσα εις την οποία φυλάσσετο άθικτο και αναδίδον ευωδία το ιερό και πάνσεπτο λείψανο του Οσίου Παταπίου.
Η ταυτότης του λειψάνου ανεγνωρίσθηκε από μία μεμβράνη δερμάτινη που έγραφε το όνομα του Οσίου. Μετά την εύρεση του λειψάνου, πολλά θαύματα έγιναν και γίνονται μέχρι σήμερα σε εκείνους που προστρέχονται με πίστη. Περιοδ ”ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ”
http://dosambr.wordpress.com
Ο πατέρας του ήταν ιατρός και φιλόσοφος και άρχοντας της περιοχής. Ήταν απόγονος μιας των μεγαλυτέρων οικογενειών της χώρας εκείνης.
Οι ευσεβείς γονείς του τον βάπτισαν και του έδωσαν χριστιανική ανατροφή. Τον διδάξαν με επιμέλεια τα ιερά γράμματα.
Εκάλεσαν διδασκάλους από την Αλεξάνδρεια και του έμαθαν όλη την γνώση της εποχής εκείνης.
Όσο μεγάλωνε ο Πατάπιος στην ηλικία, τόσο και πρόκοβε στην αρετή. Γινόταν φιλοσοφιώτερος και κατανοούσε το άστατο των εγκοσμίων πραγμάτων. Εννόησε καλά το “ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης”. Συγκινείτο όταν μάθαινε τις διδασκαλίες και τους αγώνες του Πανταίνου, του Κλήμεντος και του Ωριγένους.
Οι πρόσφατοι αγώνες του Αγ. Αθανασίου και του Μεγάλου Αντωνίου, του γέμιζαν την ψυχή με σεβασμό και κατάνυξη και ήθελε να τους μιμηθεί. Γι’ αυτό έβγαινε από την πόλη. πήγαινε στους ποληπληθείς αναχωρητές της ερήμου και συζητούσε με αυτούς τα πνευματικά και ψυχωφελή ζητήματα. Ένα βράδυ, ο νέος Πατάπιος δεν γύρισε στο πατρικό του σπίτι. Οι γονείς του ανησύχησαν. Με λυχνάρια έψαχναν όλη τη νύχτα να τον βρουν. Τον βρήκαν επιτέλους τις πρωινές ώρες στη ρίζα ενός βράχου.
Εκεί είχε πέσει ένας νεανίσκος, Αμμούν ονόματι, με την καμήλα του και τραυματίστηκε. Ο νεαρός Πατάπιος (13 ετών τότε), τον συντρόφεψε και τον περιποιόταν. Στο τέλος με την προσευχή του θεράπευσε και έσωσε τον Αμμούν και την καμήλα του. Χωρίς την βοήθεια του νεαρού Παταπίου θα είχε πεθάνει. Ο μικρός τραυματίας Αμμούν διηγότανε κατόπιν, ότι την νύχτα εκείνη αισθανόταν να τον περιλούζει ένα φως εκτυφλωτικό και ζεστό, καθώς και μία δύναμις να τον επαναφέρει στη ζωή.
Ο Αμμούν αργότερα ακολούθησε τον Όσιο σε όλη του τη ζωή. Έγινε πιστός υποτακτικός του. Το γεγονός αυτό μαθεύτηκε στην πόλη και όλοι οι Θηβαίοι τον σέβονταν και τον αγαπούσαν τον Πατάπιο. Μετά ταύτα ο πατέρας του τον έστειλε στην Αλεξάνδρεια στην περίφημη τότε Κατηχητική Σχολή. Διδάσκαλο του είχε τον σπουδαίο για την σοφία, αρετή και αγιότητα του, Δίδυμο τον Τυφλόν. Σε αυτόν είχε πει ο Μέγας Αντώνιος: Δίδυμε, μη στεναχωρείσαι που δεν έχεις μάτια σωματικά. Τέτοια μάτια έχουν και οι μύγες και τα κουνούπια.
Να χαίρεις, που έχεις ανοικτά τα μάτια της ψυχής και βλέπεις τα θεία, τα πνευματικά και ουράνια πράγματα. Όταν τελείωσε τη Σχολή και επέστρεψε στην Θήβα, άκουσε με πολύ λύπη ότι τον προόριζαν να διορισθεί οικονομικός Έπαρχος της περιοχής. Ο Πατάπιος, δεν δέχθηκε αλλά πήρε την ευχή της μητέρας του και έφυγε για την έρημο, να ασκητέψει.
Αυτός, που ήταν ο πλουσιώτερος από τους νέους της πόλεως και που είχε τόσους τίτλους και περγαμηνές τα εγκατέλειψε όλα και προτίμησε τη σκληρή ζωή του ασκητού για να σώσει τη ψυχή του καλλίτερα. Πήγε στη Μονή των Ταβεννησιωτών που ήταν το κέντρο του μοναχισμού της θηβαίδος. Εκεί επιδόθηκε στην άσκηση, στη μελέτη των Αγ. Γραφών, στη μελέτη των βίων, των Αγίων και των συγγραμάτων των προ αυτού Πατέρων. Εκεί παρέμεινε δέκα χρόνια και θαυμαζόταν από όλους.
Η φήμη του Οσίου Παταπίου ως σοφού και θαυματουργού, είχε φθάσει σ’ όλη την Αίγυπτο. Τότε, πήγε στη Μονή των Ταβεννησιωτών μια αντιπροσωπεία από την Θήβα με επικεφαλής τον Έπαρχο και του ζήτησαν επιμόνως να έλθει πίσω να χειροτονηθεί Επίσκοπος των Θηβών. Ο ταπεινός όμως Πατάπιος δεν δέχθηκε. Από παντού ερχόντουσαν προς αυτόν οι μοναχοί και οι λαϊκοί για να ωφεληθούν ψυχικώς από την διδασκαλία του. Για να αποφύγει όμως την υπερηφάνεια και να δοθεί περισσότερο στον θεό, έφυγε από την φημισμένη Μονή των Ταβεννησιωτών και πήγε στα ενδότερα της ερήμου. Εκεί έστησε μια καλύβη και ασκήτευε.
Την εποχή εκείνη παρουσιάστηκε στη Θήβα η τρομερή επιδημία της πανώλης η οποία αποδεκάτιζε τους κατοίκους. Οι Θηβαίοι τότε, σκέφθηκαν τον Όσιο Πατάπιο. Στείλανε αντιπροσωπεία και τον προκαλούσαν να έλθει να βοηθήσει τους συμπατριώτες τους στη δύσκολη αυτή περίσταση.
Ο Όσιος στην αρχή αρνήθηκε. Δεν ήθελε να πάει ως επίσημος θεραπευτής. Πήγε όμως νύκτα, χωρίς να τον γνωρίσει κανένας και άρχισε το έργο της θεραπείας των ασθενών. Ξυπόλυτος, με σκεπασμένο το κεφάλι και με τα τριμμένα ράσα του αναχωρητού, έμπαινε άφοβα στα σπίτια των ασθενών και τους θεράπευε από την ασθένεια. Κανένας δεν τον ανεγνώρισε. Όταν σταμάτησε η επιδημία τελείως από την πόλη, ζητούσαν όλοι να βρουν αυτόν τον θαυματουργό μοναχό, αλλά δεν τον βρήκαν. Είχε φύγει απαρατήρητος όπως ήλθε. Όλοι όμως κατάλαβαν, ότι επρόκειτο περί του συμπατριώτου τους Παταπίου.
Από τότε όμως που θεράπευσε τους συμπολίτες του, άρχισε ο κόσμος να τον σέβεται και να τον τιμά ως Άγιο. Καθημερινώς, πλήθη μοναχών με τους ηγουμένους τους, έτρεχαν στην καλύβα του για να διδαχθούν και να ωφεληθούν. Κάποτε αρρώστησε ο Ηγούμενος ενός Μοναστηριού της περιοχής εκείνης, Σεραπίων ονομαζόμενος. Οι μοναχοί τον έφεραν στον Όσιο Πατάπιο και τον παρακαλούσαν να τον κάνει καλά. Ο Όσιος γονάτισε μαζί με τους μοναχούς και παρακάλεσαν τον Παντοδύναμο Χριστό να τον θεραπεύσει.
Κατόπιν ο Άγιος έβαλε το χέρι του επάνω στον βαριά άρρωστο Σεραπίωνα και ώ! του θαύματος, ο Ηγούμενος θεραπεύθηκε αμέσως! Αυτό και άλλα θαύματα του Αγίου, όσο και να κρυβόταν, τα μάθαιναν οι άνθρωποι και πηγαίνανε σ’ αυτόν να τους θεραπεύσει και να τους ευλογήσει, Του έφεραν εκεί τόσο τους σωματικώς όσο και τους ψυχικώς ασθενείς με απόλυτη βεβαιότητα ότι θα τους θεραπεύσει. Και όσους είχαν πίστη και μετάνοια τους θεράπευε. Εν τω μεταξύ, Πατριάρχης Αλεξανδρείας έγινε ο Άγιος Κύριλλος, που ήταν συμμαθητής του Παταπίου στην Αλεξανδρινή Σχολή. Την εποχή όμως εκείνη διετηρείτο ακόμη στην Αίγυπτο το ειδωλολατρικό μαντείο της “Κυράς”, στην Άνω Αίγυπτο. Σ’ αυτό έτρεχαν πλήθη ειδωλολατρών για να μάθουν τα μέλλοντα και να θεραπευθούν.
Το μαντείο αυτό ήταν ένα πνευματιστικό κέντρο όπου ενεργούσε και λατρεύετο ο Σατανάς. Ο Άγιος Κύριλλος, για να εξαλείψει την εστία αυτή του Σατανά, αποφάσισε να μεταφέρει εκεί τα Άγια Λείψανα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, καθώς και των παρθενομαρτύρων Θεοκτίστης, Θεοδότης, Ευδοξίας με την μητέρα τους Αθανασία. Ο Πατριάρχης κάλεσε στην Αλεξάνδρεια και τον Όσιο Πατάπιο, ο οποίος έλαβε μέρος στη μεγάλη αυτή λιτανεία της μετακομιδής των Αγίων Λειψάνων.
Στη μεγαλειώδη αυτή λιτανεία έλαβαν μέρος χιλιάδες μοναχών, κληρικών και αμέτρητο πλήθος λαού από όλα τα μέρη της Αιγύπτου. Έπειτα από έξι μέρες έφθασε η πομπή στο χωριό Μένουθι. Εκεί εναπέθεσαν τα αγία λείψανα, τα οποία επετέλεσαν πολλά θαύματα. Από τότε η πόλη και η περιοχή από τα θαύματα του Κύρου και Ιωάννου ονομάσθηκε του Αββά Κύρου ή Αμπού Κυρ, έτσι λέγεται και μέχρι σήμερον.
Από τότε το μαντείο του ειδώλου της “Κυράς” λησμονήθηκε, μπροστά στα θαύματα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου. Στη μεγάλη αυτή λιτανεία δόθηκε ευκαιρία στον Πατριάρχη Κύριλλο και τον Πατάπιο να συζητήσουν τα μεγάλα προβλήματα της Ορθοδοξίας. Κατάλαβαν ότι η Ορθοδοξία παιζόταν στην έδρα της Αυτοκρατορίας την Κωνσταντινούπολη, θα έπρεπε εκεί ο Πατριάρχης να συμβουλεύεται δοκιμασμένους σοφούς κληρικούς.
Ο Κύριλλος υπέδειξε στον Άγιο Πατάπιο να αναλάβει αυτός το έργο αυτό, διότι ήταν ο ικανότερος όλων. Ο Όσιος αρνήθηκε. Δεν είμαι κατάλληλος είπε. Ο Πατάπιος κατόπιν επέστρεψε στην έρημο και συνέχισε την άσκηση του. Τα πλήθη έτρεχαν να ακούσουν τα θεία λόγια του ή για να θεραπευθούν από ανίατες ασθένειες. Κοντά στην καλύβη του εγκαταστάθηκαν οι μαθητές του σε άλλες καλύβες. Γύρω στο 428μ.Χ. ο Όσιος τους άφησε ένα Ηγούμενο και ανεχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Το πλοίο όμως συνάντησε μεγάλη τρικυμία. Όλοι παρακαλούσαν τον θεό να τους σώσει.
Τη στιγμή εκείνη αποκόπηκε ένα κατάρτι και κτύπησε τον καπετάνιο. Το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο. Οι πάντες τα έχασαν και πανικοβληθήκαν. Τότε ακριβώς ακούστηκε μία φωνή από τη θέση του πηδαλίου που τους έλεγε: Όλοι κατεβείτε στο αμπάρι του πλοίου και οι ναυτικοί να συνεχίσουν τις προσπάθειες τους. Γύρισαν οι άλλοι και είδαν τον καλόγηρο Πατάπιο να κρατάει το πηδάλιο. Η τρικυμία σταμάτησε προτού ξημερώσει.
Ο Άγιος τους έσωσε. διαπίστωσαν δε ότι και ο κυβερνήτης τον οποίο νόμιζαν πεθαμένο δεν είχε πάθει ούτε το παραμικρό τραύμα. Ο Άγιος Πατάπιος τους έσωσε!’ ΟΣεχνούτι ήταν ένας από το πλήρωμα. Ήταν κωπηλάτης και Αιγύπτιος την καταγωγή. Αυτός είχε αρρωστήσει και ζήτησε από τον συμπατριώτη του Πατάπιο να τον βοηθήσει και να τον θεραπεύσει. Ο Όσιος τον περιποιήθηκε όλη την ημέρα.Το βράδυ όμως τον άφησε σε άλλους για να κάνει αυτός την καθιερωμένη προσευχή. Την νύχτα συνάντησαν μεγάλη θαλασσοταραχή. Έβρεχε πολύ και φυσούσε άγριος άνεμος.
Το πλήρωμα και όσοι μπορούσαν από τους επιβάτες να βοηθηθούν αγωνίσθηκαν με όλη τους τη δύναμη. Τον άρρωστο Σεχνούτι δεν τον πρόσεξε κανείς. Ήταν όλοι προσηλωμένοι στην καταιγίδα. Το πρωί όμως είδαν ότι ο Σεχνούτι έλειπε. Τον είχαν αρπάξει τα κύματα. Λυπήθηκαν βεβαίως όλοι και ο ένας έριχνε τις ευθύνες στον άλλο. Ο Άγιος καθόταν αμίλητος και σκεπτικός. Φαινόταν σαν να μην άκουγε τίποτα για τον Σεχνούτι. Η τρικυμία όμως άρχισε πάλι να δυναμώνει.
Ο καπετάνιος απεφάσισε να πλησιάσει την ακτή της Κρήτης να παραμείνουν σε κανένα υπήνεμο μέρος, μέχρις ότου περάσει η τρικυμία. Εκεί θα μπορούσαν να συνέλθουν οι ταξιδιώτες και να επισκευάσουν τα πανιά. Πράγματι, στο βασίλεμα του ήλιου μπήκαν σε ένα κολπίσκο. Όλοι όμως, μόλις βγήκαν από το πλοίο, τα χάσανε!
Ο Σεχνούτι που την προηγούμενη νύχτα τον άρπαξαν τα κύματα και ο οποίος τους είπε: Όταν με άρπαξαν τα κύματα βρέθηκα επάνω στη ράχη ενός κήτους. Αυτό οδηγούμενο από ένα φωτεινό σημείο με έφερε και με απέθεσε στην ακτή του κολπίσκου αυτού, σώο και αβλαβή.
Όλοι τότε πήγαν στον Άγιο Πατάπιο, γονάτισαν μπροστά του και του ζήτησαν την ευλογία του. Κατάλαβαν ότι η προσευχή του Αγίου τον έσωσε.Ο Σεχνούτι τον παρακαλούσε να γίνει δια παντός ακόλουθος του και μαθητής του. Ο Όσιος το δέχθηκε. Ο κυβερνήτης του πλοίου ήταν ειδωλολάτρης. Τώρα όμως που είδε τα θαύματα αυτά, ζήτησε από τον Άγιο να τον βαπτίσει χριστιανό.
Ο Όσιος, του δίδαξε για τον Χριστό και την χριστιανική πίστη. Στην Κρήτη έμειναν μόνο για λίγες ημέρες. Μόλις καλοσύνεψε ο καιρός, ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη αγαπημένοι, σαν να ήταν μία οικογένεια. Εδόξαζαν δε τον θεό για τα θαύματα πού είδαν και για τον Άγιο που ήταν μαζί τους. Μια μέρα όμως ο κυβερνήτης του πλοίου είπε στον Όσιο: Θα περάσουμε πάτερ από την πατρίδα μου, την Κόρινθο, θέλω να συναντήσω την οικογένεια μου να τους πω ότι έγινα χριστιανός και να μπορέσω να τους κάνω κι αυτούς να βαπτισθούν. Πράγματι, έπειτα από πολλές μέρες ταξίδι φθάσανε στην “αφνειό Κόρινθο”.
Ο Όσιος επισκέφθηκε τους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Εκείνοι τον παρακάλεσαν να παραμείνει για λίγο εκεί. Έτσι, ο Όσιος Πατάπιος βρέθηκε κατά θεία οικονομία στην Κόρινθο, την περιοχή της οποίας επρόκειτο να αγιάσει με την παρουσία του. Ευθύς εξ’ αρχής τράβηξαν την προσοχή του τα απέναντι ευρισκόμενα Γεράνεια όρη. Στους πρόποδες υπήρχε ένα σπήλαιο. Σ’ αυτό κοιμήθηκε όταν πήγαινε για την Πάτρα ο Απόστολος Ανδρέας. Εκεί το 1345 ο Ιωάννης Κατακουζηνός έκτισε Ναό του Αγίου Ανδρέα. Υπάρχει και σήμερα.
Σ’ αυτό το σπήλαιο όταν πήγε ο Άγιος Πατάπιος στην Κόρινθο, υπήρχε μία συνοδεία μοναχών. Ο Άγιος σταμάτησε το ταξίδι του για την Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε να τους διδάξει κατά το πρότυπο των Αιγυπτιακών Μοναστηριών την άσκηση και την προσευχή. Ο Όσιος αγαπούσε την ησυχία. Γι’ αυτό ανέβηκε στα Γεράνεια Όρη. Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο. Σ’ αυτό κατέφευγαν να σωθούν οι πρώτοι χριστιανοί, κατά τους διωγμούς.
Μέσα σ’ αυτό εγκαταστάθηκε ο Όσιος. Επίσης εγκαταστάθηκαν εκεί κοντά και οι επτά συνασκητές και μαθητές του. Σε λίγο ακούστηκε ότι στα Γεράνεια υπάρχει Μοναστική αδελφότης με σοφό και Άγιο Ηγούμενο. Γι’ αυτό συγκεντρώθηκαν και οι άλλοι μοναχοί. Έκτισαν μέσα στο σπήλαιο και ναίδριο. Εκεί λάτρευαν τον θεό και διδάσκοντο από τον Όσιο.
Ένα βράδυ, την ώρα που μιλούσε στους μαθητές του είπε: θέλω πατέρες, μετά τον θάνατό μου οπουδήποτε γης κι αν πεθάνω, να μεταφέρετε το λείψανο μου και να το ενταφιάσετε εδώ μέσα στο αγαπημένο μου σπήλαιο των Γερανείων… Το 435μ.Χ. ο Όσιος Πατάπιος ανεχώρησε από τη σκήτη των Γερανείων και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί του πήρε και τον μοναχό Σεχνούτι, ο οποίος τον βοηθούσε σε όλες τις μετακινήσεις του. Στην Κωνσταντινούπολη όταν έφθασε, πήγε στο Μοναστήρι των Βλαχερνών ως άγνωστος.
Ήθελε να μη τον ξέρουν για να αποφύγει τον έπαινο των ανθρώπων. Εκεί άρχισε την άσκηση. Δεν έδινε καμία σημασία στην τροφή και στα ενδύματα. Σκληραγωγούσε τον εαυτόν του και προσευχόταν πολύ. Ζούσε σαν άσαρκος Άγγελος. Για τούτο ο θεός τον δόξασε και του έδωσε τη δύναμη να κάνει θαύματα…
Ήλθε όμως και ο καιρός να μεταβεί από την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια. Μαζεύτηκαν τότε οι μαθητές του και έκλαιγαν απαρηγόρητα, διότι δεν μπορούσαν να στερηθούν τις χάριτες του Οσίου και έλεγαν:
Πάτερ γλυκύτατε, γιατί εγκαταλείπεις ορφανά τα τέκνα σου και πηγαίνεις στην άλλη πατρίδα; Ποιος θα καταπαύσει τη λύπη μας και ποιος θα θεραπεύσει τα τραύματα των ψυχών μας; Ο Όσιος δεν έδειξε καμία δειλία ή φιλοζωία μπροστά στο θάνατο, αλλά τους είπε: Τέκνα μου, μη με αποχαιρετάτε με λύπη και δάκρυα, γιατί μ’ αυτά πολλή βλάβη δίνετε και σε μένα και σ’ εσάς. Αλλά προσευχηθείτε στον θεό για την ψυχή μου και κάνετε παράκληση που θα σας ωφελήσει πολύ. Έτσι σταμάτησε τους θρήνους τους και τους έδωσε και ένα μάθημα περί της αιωνίου μακαριότητος. Έπειτα προσευχήθηκε γι’ αυτούς.
Ενώ όμως προσευχόταν, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο, σε ηλικία 83 ετών. Ήταν το έτος 463μ.Χ. Το Ιερό λείψανο του το ενταφίασαν στο Ναό του Προδρόμου. Αυτά όμως, που αναφέρονται περί του Αγίου ήταν γνωστά μέχρι των αρχών του αιώνος μας. Στις αρχές όμως του παρόντος αιώνος βρέθηκε το Άγιο λείψανο του στο ασκητήριο των Γερανείων ορέων, που βρίσκεται επάνω από το Λουτράκι και απέναντι από την Κόρινθο στο οποίο είχε ασκητέψει στη ζωή του Ο Άγιος Πατάπιος. Ανεκαλύφθηκε το πάνσεπτο λείψανο του Αγίου άθικτο από το πέρασμα των αιώνων και ευωδιάζον. Το αρχαίο αυτό ασκητήριο άρχισε να ξαναλειτουργεί μετά το 1500μ.Χ., μετά δηλαδή την Άλωση.
Κατά το έτος 1904 λειτουργούσε σ’ αυτό το ασκητήριο ένας ιερεύς, Κωνσταντίνος Σουσάνης ονομαζόμενος. Αυτός ήταν ψηλός και δυσκολευόταν να εκτελεί τα καθήκοντά του. Ήταν χαμηλή η οροφή του σπηλαίου και στενό το ιερό του ναιδρίου. Τότε θέλησε να διανοίξει λίγο χώρο. Ενώ όμως οι εργάτες έσκαβαν στη Δυτική πλευρά του Ναού, έκπληκτοι ανεκάλυψαν κρύπτη μέσα εις την οποία φυλάσσετο άθικτο και αναδίδον ευωδία το ιερό και πάνσεπτο λείψανο του Οσίου Παταπίου.
Η ταυτότης του λειψάνου ανεγνωρίσθηκε από μία μεμβράνη δερμάτινη που έγραφε το όνομα του Οσίου. Μετά την εύρεση του λειψάνου, πολλά θαύματα έγιναν και γίνονται μέχρι σήμερα σε εκείνους που προστρέχονται με πίστη. Περιοδ ”ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ”
http://dosambr.wordpress.com