«Όταν
ο βασιλιάς Μαξιμιανός επέστρεψε νικητής από τον πόλεμο κατά των
Αιθιόπων, θέλησε για επινίκια να θυσιάσει στα είδωλα. Στάλθηκαν λοιπόν
γράμματα παντού που προέτρεπαν να έλθουν όλοι στη Νικομήδεια,
προκειμένου να προσκυνήσουν τους θεούς τους δικούς του. Ο άγιος Άνθιμος
τότε, που ήταν επίσκοπος της Νικομήδειας, συνάθροισε στην Εκκλησία τον
λαό του Χριστού (διότι ήταν η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού) και
συνεόρταζε μαζί τους και τους δίδασκε την αληθινή πίστη. Μόλις το έμαθε ο
Μαξιμιανός, πρόσταξε να βάλουν φρύγανα γύρω από την Εκκλησία και να
αναφτούν, ώστε να κατακαούν οι ευρισκόμενοι μέσα Χριστιανοί. Το έμαθε ο
επίσκοπος και έσπευσε να βαπτίσει του κατηχουμένους, επιτέλεσε έπειτα τη
θεία Λειτουργία και μετέδωσε σε όλους τους Χριστιανούς τα θεία και
άχραντα μυστήρια. Έτσι από τα αναμμένα φρύγανα κάηκαν και τελειώθηκαν
όλοι. Ο δε άγιος Άνθιμος διαφυλάχτηκε με τη χάρη του Θεού, ώστε αφού
ωφελήσει και άλλους και με το άγιο βάπτισμα να τους οδηγήσει στον
Χριστό, με πολλά βάσανα να μετασταθεί προς Αυτόν, για να απολαύσει τη
βασιλεία των ουρανών».
Ο
άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αξιοποιεί από το συναξάρι των αγίων δυσμυρίων
μαρτύρων κυρίως το μέσο του μαρτυρίου τους: τη φωτιά, ώστε και να
προβάλει την αγιότητά τους και να εποικοδομήσει τους πιστούς. Τη φωτιά,
διά της οποίας οδηγήθηκαν στη Βασιλεία του Θεού, την αντιμετωπίζει
καταρχάς - σαν να εισέρχεται στη σκέψη των αγίων - ως αδελφή αυτών,
μπροστά στην οποία οι άγιοι δεν νιώθουν κάποια δειλία. Κτίσμα και αυτή
του Θεού, υπακούουσα συνεπώς στα κελεύσματα του Δημιουργού της,
λειτουργεί μέσα στο σχέδιο Εκείνου για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Ου δειλιώμεν πυρ ομόδουλον, οι γενναίοι άμα εκραύγαζον»
(Δεν δειλιάζουμε μπροστά στη φωτιά, που και αυτή είναι δούλη του Θεού
σαν κι εμάς, κραύγαζαν οι γενναίοι μάρτυρες). Κι είναι μία αντιμετώπιση
που φανερώνει την απόλυτη πεποίθηση των αγίων στην Πρόνοια του Θεού, ότι
δηλαδή τίποτε δεν γίνεται αν ο ίδιος ο Κυβερνήτης του παντός δεν
επιτρέψει να γίνει.
Την
υπέρβαση του φόβου για τη φωτιά όμως ερμηνεύει ο υμνογράφος και με
άλλον τρόπο. Δεν την φοβούνταν οι άγιοι, διότι δρούσε μέσα στην καρδιά
τους μία άλλη φωτιά, πιο δυνατή και πυρωμένη από την αισθητή φωτιά. Κι
αυτή ήταν η αγάπη του Χριστού. «Ωραιοτάτως εκπυρούμενοι τη Χριστού αγάπη Πανεύφημοι, υφαπτομένης της πυράς, ουδαμώς επτοήθητε»
(Πυρακτωμένοι κατά ωραιότατο τρόπο από την αγάπη του Χριστού,
πανεύφημοι μάρτυρες, καθόλου δεν φοβηθήκατε τη φωτιά που αναβόταν). Κι
είναι τούτο μία από τις σημαντικότερες αλήθειες: εκεί που η αγάπη του
Χριστού κατακαίει την ανθρώπινη καρδιά, όλα τα οχληρά του βίου, όλες οι
θεωρούμενες δοκιμασίες ούτε καν σχεδόν γίνονται αντιληπτά. Ό,τι συνέβη
και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, που εξίσου τους είχαν
ρίξει στην καμμένη κάμινο πυρός, κι όμως η πίστη και η αγάπη τους στον
Θεό τους έκανε να είναι υπέρτεροι αυτού («ώσπερ οι τρεις εν Βυβυλώνι θείοι παίδες, του πυρός ανώτεροι ώφθητε, θείω φωτί καταλαμπόμενοι»,
δηλαδή: όπως τα τρία θεϊκά παιδιά στη Βυβυλώνα, έτσι κι εσείς φανήκατε
ανώτεροι από τη φωτιά, γιατί λάμπατε εντελώς από το θεϊκό φως). Το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Τις
ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή
κίνδυνος ή μάχαιρα; Πέπεισμαι γαρ ότι ουδεν ημάς χωρίσει από της αγάπης
του Θεού της εν Χριστώ Ιησού» (Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη
του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή κίνδυνος ή μαχαίρι; Είμαι
πεπεισμένος βεβαίως ότι τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη
του Θεού, όπως φανερώθηκε στον Ιησού Χριστό).
Ο
άγιος Ιωσήφ όμως, ως μέγας ποιητής και ευφυέστατος άνθρωπος, αξιοποιεί
κατά εποικοδομητικό τρόπο και τον αριθμό των μαρτύρων. Το πλήθος τους
τον παραπέμπει στο πλήθος των αμαρτιών του, και βεβαίως εννοείται και
στις αμαρτίες του καθενός πιστού. Και τι λέει; Όπως είστε τόσοι πολλοί,
παρακαλέστε τον Κύριο να εξαλείψει το πλήθος των αμαρτιών μου και να μου
δώσετε λόγο για να ανυμνήσω το πανηγύρι σας. «Πληθύς
πολυάριθμε σεπτών μαρτύρων, τα πλήθη εξάλειψον των πολλών πταισμάτων
μου, τη μεσιτεία σου, και δίδου λόγον ανυμνείν την σήν πανήγυριν». Η
επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου αποτελεί βεβαίως φανέρωση και του
δικού του ύψους αγιότητας. Μόνον ένας συνεπής και εν επιγνώσει πιστός
μπορεί να βλέπει τον εαυτό του αληθινά, με πλήθος αμαρτιών. Όσο με άλλα
λόγια στέκεται κανείς σωστά απέναντι στον Θεό, τόσο και φωτίζεται να
βλέπει το βάθος του εαυτού του. Κι αυτό δυστυχώς δεν είναι ό,τι
καλύτερο: εκεί λειτουργούν οι αιτίες των αμαρτιών, οπότε ο πιστός
κινητοποιείται στην αληθινή μετάνοια.
Και
πέραν τούτων: ο άγιος Ιωσήφ, ο κατανυκτικός και θεολόγος ποιητής,
αξιοποιεί από το μαρτύριο των αγίων και τον τόπο του μαρτυρίου τους: τον
ναό του Κυρίου. Οι άγιοι μαρτύρησαν από τη φωτιά μέσα σε μία Εκκλησία.
Και κάνει τριπλή αναφορά στην έννοια του ναού: οι άγιοι λόγω του αγίου
βαπτίσματός τους έγιναν ως μέλη Χριστού πια ναός Θεού. Δέχτηκαν το
μαρτυρικό τέλος τους μέσα στον επίγειο ναό, και οδηγήθηκαν έτσι στον
επουράνιο Ναό, τη Βασιλεία του Θεού, την «πρόσωπον προς πρόσωπον» πια σχέση τους με τον ίδιον τον Κύριο. «Ναοί Θεού υπάρχοντες άγιοι, διά βαπτίσματος, τέλος άγιον ομού εδέξασθε εν οίκω θείω, και προς επουράνιον Ναόν ανηνέχθητε».
Μακάρι ως ναοί του Θεού και εμείς λόγω του βαπτίσματός μας, να έχουμε
αυτήν τη συναίσθηση: ότι ο φυσικός χώρος μας στη ζωή αυτή είναι ο οίκος
του Θεού, ο ναός, και ότι πορευόμαστε με τον τρόπο αυτό προς ένταξή μας
στον επουράνιο Ναό, την Εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών.