«Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων…» (Ματθ. 2,13)
ΕΟΡΤΕΣ ἔχουμε, ἀγαπητοί μου, ἑορτὲς ποὺ διαρκοῦν ὄχι μία καὶ δύο, ἀλλὰ δώδεκα ἡμέρες, μέχρι τὰ Φῶτα.
Πρώτη ἡ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ ῥίζα ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν. Ἤρθαμε στοὺς ναοὺς καὶ προσκυνήσαμε τὸ Χριστὸ ὡς Θεῖο βρέφος, ποὺ ἡ φτωχὴ μητέρα του δὲν εἶχε ποῦ νὰ τὸ βάλῃ καὶ τὸ ἀκούμπησε στὴ φάτνη ὅπου οἱ βοσκοὶ βάζουν τὸ χορτάρι γιὰ τὰ ζῷα. Ποιός θὰ τὸ φανταζόταν, ὅτι τὸ παιδὶ αὐτό, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ σταθῇ καὶ τὸ καταδίωκαν νὰ τὸ θανατώσουν, εἶνε ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου;
Προσκυνοῦμε τὸ Θεῖο βρέφος. Ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων ἄνθρωποι τὸ προσκυνοῦν, καὶ θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ τὸ προσκυνοῦν, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων καὶ τῶν ἀθέων. Καμμία δύναμι δὲ᾿ θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ σβήσῃ τὴ μεγάλη αὐτὴ ἑορτή. Ἐφ᾿ ὅσον ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ λάμπουν τὰ ἄστρα καὶ τρέχουν οἱ ποταμοὶ καὶ ὑπάρχουν καρδιὲς ποὺ πιστεύουν, δὲ᾿ θὰ παύσῃ ὁ Χριστὸς νὰ ὑμνῆται καὶ νὰ δοξάζεται· ἀπ᾿ τὸ βορρᾶ μέχρι τὸ νότο καὶ ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴ δύσι, «πᾶσα γλῶσσα θὰ ἐξομολογῆται ὅτι εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός. Ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Προσκυνοῦμε καὶ σήμερα τὸ Θεῖο βρέφος. Ποιοί τὸ προσκύνησαν πρῶτοι; Πλούσιοι, μεγιστᾶνες, στρατηγοί, βασιλεῖς, σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες; Ὄχι. Βοσκοὶ ἦταν οἱ πρῶτοι προσκυνηταί του. Αὐτοὶ πού, ἐνῷ εὐεργετοῦν τὸν κόσμο, περιφρονοῦνται ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὤ μεγαλεῖο τῆς θρησκείας μας, ποὺ ἄρχισε ἀπὸ βοσκούς, ἀπὸ ψαρᾶδες, ἀπὸ μικρὰ παιδιά, ἀπὸ ταπεινοὺς τῆς γῆς! Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό. Δείχνει, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν κατοικεῖ σὲ παλάτια, δὲν συχνάζει σὲ πανεπιστήμια καὶ μεγάλες σχολές, δὲ᾿ βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἡ δύναμι καὶ ἡ βία· ἀρέσκεται στὶς καλύβες τῶν φτωχῶν, κατοικεῖ μέσα σὲ καρδιὲς ταπεινῶν ὅπως οἱ βοσκοί. Εἶσαι ταπεινός; νιώθεις τὸ Χριστό· δὲν εἶσαι ταπεινός; δὲ᾿ νιώθεις τίποτα. Μέσα στὶς πολιτεῖες ὑπάρχουν τέρατα, ἐπιστήμονες ἄθεοι· πάνω στὰ βουνὰ τὰ εὐλογημένα ὑπάρχουν τσοπαναραῖοι, ποὺ ἅμα ἀκοῦν τὰ σήμαντρα νὰ χτυπᾶνε γονατίζουν καὶ προσεύχονται. Αὐτοὶ εἶνε ἡ Ἑλλάς, αὐτοὶ εἶνε Χριστιανοί, αὐτοὶ εἶνε οἱ πιστοὶ τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Οἱ βοσκοὶ λοιπὸν ἀξιώθηκαν ν᾿ ἀσπασθοῦν πρῶτοι τὸ Χριστό. Μετὰ ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς ἦρθαν κάποιοι ἄλλοι καὶ τὸν προσκύνησαν. Ποιοί εἶνε αὐτοί; Τὸ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· εἶνε οἱ μάγοι. Ἀκούγοντας μάγους μὴν πάῃ τὸ μυαλό σας σ᾿ αὐτοὺς τοὺς μάγους καὶ τὶς μάγισσες ποὺ μέσα στὶς πόλεις ἢ γυρίζοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο ξεγελοῦν κ᾿ ἐκμεταλλεύονται τοὺς ἀφελεῖς. Δυστυχῶς ἡ μαγεία, μὲ μάσκα ἐπιστημονική, ὀργιάζει. Οἱ σημερινοὶ μάγοι εἶνε ὄργανα σατανικά. Πιστεύεις στὸ Χριστό; Ἂν πιστεύῃς, τότε ὄχι ἕνας μάγος, ὅλοι οἱ μάγοι νὰ μαζευτοῦνε κι ὅλα τὰ μάγια νὰ κάνουνε, ἂν ἐσὺ ἔχῃς καθαρὴ καρδιὰ καὶ λὲς τὸ «Κύριέ μου, ἐλέησόν με» καὶ τὰ μάτια σου δακρύζουν, οἱ μάγοι καὶ οἱ μάγισσες διαλύονται σὰν κάπνος.
Ὅταν λέει λοιπὸν τὸ εὐαγγέλιο γιὰ μάγους δὲν ἐννοεῖ μάγους καὶ μάγισσες σὰν τοὺς σημερινούς. Ἐκεῖνοι οἱ μάγοι ἦταν ἄλλο εἶδος· ἦταν οἱ ἀστρονόμοι τῆς ἐποχῆς, ἔξοχοι ἐπιστήμονες καὶ σοφοί. Ζοῦσαν στὰ μέρη τῆς Περσίας, ὅπου ὁ ἥλιος λάμπει καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα εἶνε διαυγὴς καὶ τὰ ἄστρα φαίνονται καθαρώτερα τὸ καλοκαίρι. Ἐκεῖ λοιπόν, στὸ περιβάλλον ἐκεῖνο, οἱ ἐπιστήμονες μάγοι ἀνέβαιναν στὶς κορυφὲς κι ὅλη τὴ νύχτα παρατηροῦσαν τὸ πανόραμα τοῦ οὐρανοῦ.
Ὅλοι οἱ ἀστρονόμοι εἶνε πιστοί. Δὲν ὑπάρχει ἀστρονόμος ἄπιστος καὶ ἄθεος. Διότι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ καταπληκτικώτερα πράγματα τοῦ κόσμου. Λένε μερικοὶ ἀνόητοι ὅτι θὰ γκρεμίσουν τὶς ἐκκλησίες. Μπορεῖ νὰ τὶς γκρεμίσουν, νὰ σβήσουν τὰ καντήλια, νὰ μὴν ὑπάρχῃ πλέον ἐκκλησιὰ στὸν κόσμο· ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἔχει ἄλλα καντήλια, ποὺ εἶνε ψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ φωτίζουν τὸν κόσμο· εἶνε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
Λοιπὸν οἱ μάγοι αὐτοὶ πίστευαν στὸ Θεό. Καὶ ξαφνικὰ ἕνα βράδυ βλέπουν ἕνα ἄστρο νὰ λάμπῃ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ ἄλλα. ῎ Αστρο μὲ ἀσυνήθιστη λάμψι. Παραξενεύτηκαν. Ἄνοιξαν τὰ βιβλία, διάβασαν τὶς προφητεῖες, καὶ εἶδαν ὅτι τὸ ἄστρο αὐτὸ ἦταν τὸ μήνυμα ὅτι γεννήθηκε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Ἀφοῦ πείσθηκαν πλέον γι᾿ αὐτό, φόρτωσαν τὶς καμῆλες τους μὲ δῶρα πολύτιμα, ἀνέβηκαν σ᾿ αὐτὲς καὶ ξεκίνησαν. Πέρασαν βουνά, λαγκάδια, ποτάμια… Μετὰ ἀπὸ ἐπικίνδυνο ταξίδι ―γιατί οἱ συγκοινωνίες τότε δὲν ἦταν ἀσφαλεῖς― ἔφτασαν στὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ τέλος στὴ Βηθλεέμ. Ἐκεῖ τὸ ἄστρο στάθηκε. Βρῆκαν τὸ Χριστό, τὸν προσκύνησαν ―δεύτεροι μετὰ τοὺς βοσκούς―, ἄνοιξαν τὰ κουτιὰ καὶ τοῦ προσέφεραν χρυσάφι σμύρνα καὶ λιβάνι.
Γιατί χρυσάφι; Γιὰ νὰ δείξουν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου. Γιατί σμύρνα; Γιὰ νὰ φανῇ, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ θανατωθῇ. Ἡ σμύρνα εἶνε φυτὸ ποὺ μὲ τὸ ἄρωμά του ῥαντίζουν τοὺς νεκροὺς μέχρι καὶ σήμερα στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς· κι ὅπως θὰ θυμᾶστε, ὅταν ὁ Ἰωσὴφ μαζὶ μὲ τὸ Νικόδημο ἀποκαθήλωσε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας ἀπὸ τὸ σταυρό, πῆρε καθαρὰ σινδόνα, σμύρνα καὶ ἀλόη καὶ ἄλειψε τὸ σῶμα του. Καὶ τὸ λιβάνι; Γιὰ νὰ δείξουν, ὅτι εἶνε Θεός. Τὸ λιβάνι προσφέρεται μόνο στὸ Θεό, καὶ δὲν πρέπει νὰ λιβανίζουμε ἀνθρώπους γιὰ λόγους συμφέροντος. Αὐτὰ σημαίνουν τὰ δῶρα· χρυσάφι, Χριστὲ εἶσαι ὁ Βασιλεύς· σμύρνα, θὰ πεθάνῃς γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς· λιβάνι, εἶσαι ὁ Θεὸς ὁ ἀθάνατος.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ οἱ μάγοι, λέει τὸ εὐαγγέλιο, γύρισαν στὴν πατρίδα τους. ῎ Οχι ὅμως ἀπὸ τὸν διο δρόμο. Γιατί ὄχι ἀπὸ τὸν διο δρόμο; Διότι τέτοια ἐντολὴ ἔλαβαν. Δὲν ἐπέστρεψαν νὰ ποῦν στὸν Ἡρώδη ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός, κι αὐτὸς κατάλαβε ὅτι τὸν γέλασαν.
* * *
Οἱ μάγοι θὰ μᾶς δικάσουν, ἀγαπητοί μου, ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Γιατί θὰ μᾶς δικάσουν; Γιὰ τρεῖς λόγους.
Ἀπὸ ποῦ ξεκίνησαν οἱ μάγοι; Ἀπὸ τὴν Περσία. Ἡ Περσία ἀπέχει ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη δύο χιλιάδες χιλιόμετρα. Τί θέλω νὰ πῶ· ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ἐδῶ ὑπῆρχε μία μόνο ἐκκλησία κι αὐτὴ ἦταν μακριά μας χίλια χιλιόμετρα, ποιός ἀπὸ μᾶς θὰ πήγαινε νὰ ἐκκλησιαστῇ; Οὔτε ἕνας. Γιὰ τὸ ἄτιμο τὸ χρῆμα ξεκινάει ὁ ἄλλος καὶ πάει μέχρι τὰ ἄκρα τῆς γῆς· γιὰ τὸ Χριστὸ ποιός θὰ ξεκινήσῃ; Πόσο ἀπέχουν τὰ σπίτια μας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία; Λίγα μέτρα. Γιατί δὲν ἐκκλησιαζόμεθα; Οἱ μάγοι ἔκαναν δυὸ χιλιάδες χιλιόμετρα γιὰ νὰ δοῦν τὸ Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ αὐτοί θὰ δικάσουν ἐκείνους ποὺ ἀκοῦνε τὴν καμπάνα καὶ ἀδιαφοροῦν.
Ἀλλὰ θὰ μᾶς δικάσουν καὶ γιὰ κάτι ἄλλο οἱ μάγοι. Τοὺς εἴδαμε νὰ γεμίζουν τὰ σακκιά τους μὲ πολύτιμα δῶρα, χρυσάφι λιβάνι καὶ σμύρνα, καὶ νὰ τὰ προσφέρουν στὸ Χριστό. Μᾶς διδάσκουν λοιπὸν νὰ προσφέρουμε κ᾿ ἐμεῖς ὅπως αὐτοί, νὰ εἴμεθα ἐλεήμονες. Ποιός σήμερα εἶνε ἐλεήμων; Πολλοὶ ἔχουν καταθέσεις. Γέμισαν οἱ τράπεζες, ἀναστενάζουν τὰ ταμιευτήρια. Καὶ χτυπάει τὴν πόρτα τους ὁ φτωχός, ἡ χήρα, τὸ ὀρφανό· τοὺς χτυπάει τὴν πόρτα τὸ σχολεῖο, ἡ ἐκκλησία, ἡ πατρίδα ἡ ἔρημη, κι αὐτοὶ δραχμή δὲ᾿ δίνουν· οὔτε νερὸ στὸν ἄγγελό τους! Τί Χριστιανοὶ εἶνε αὐτοί;
Θὰ μᾶς ἐλέγξουν οἱ μάγοι ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως γιατὶ δὲν ἐκκλησιαζόμεθα καὶ γιατὶ δὲν ἀνοίγουμε τὸ πορτοφόλι μας. Θὰ μᾶς ἐλέγξουν ὅμως καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο. Ποιόν; Ὅτι ἐκεῖνοι δὲν ἐπέστρεψαν στὴν Περσία ἀπὸ τὸν διο δρόμο, ἀλλὰ ἄλλαξαν δρόμο. Τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ μᾶς; Ὅτι ἀφοῦ πιστέψαμε στὸ Χριστὸ πρέπει ν᾿ ἀλλάξουμε δρόμο, ν᾿ ἀλλάξουμε τρόπο ζωῆς. Ὄχι πλέον ἀπὸ τὸ δρόμο τὸν παλιό, τὸ δρόμο ποὺ πηγαίνουν ὅλοι. Οἱ μάγοι μᾶς φωνάζουν· Ἀλλάξτε δρόμο! Πλούσιοι καὶ φτωχοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πράσινοι καὶ κόκκινοι, λευκοὶ καὶ μαῦροι, ἂν δὲν ἀλλάξουμε δρόμο, χαθήκαμε. Ὁ δρόμος ποὺ περπατᾶμε, ὁ δρόμος τῆς πορνείας καὶ τῆς μοιχείας, τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς πλεονεξίας, τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἀθεΐας, ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή. Ὅλοι ν᾿ ἀλλάξουμε δρόμο. Μὲ τὸν καινούργιο χρόνο, ποὺ ἔρχεται, ν᾿ ἀφήσουμε τὰ πάθη, τὶς κακίες, τὰ ἐλαττώματα, γιὰ νά ᾿χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Οἱ μάγοι φωνάζουν· ἐκκλησιάζεσθε, ἐλεεῖτε, ἀλλάξτε δρόμο – μετανοεῖτε. ῎ Αμποτες ὅλοι ν᾿ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τῶν μάγων, τῶν μεγάλων αὐτῶν σοφῶν καὶ ἐπιστημόνων, ν᾿ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία του εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Bασιλείου Φιλώτα - Aμυνταίου 26-12-1976)